Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Τουρκία.
Από ελληνικής σκοπιάς παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την αντιμετώπιση του πολέμου στην Ουκρανία από πλευράς της Τουρκίας. Μιας χώρας που μας έχει συνηθίσει να πατά σε δύο βάρκες και να εκμεταλλεύεται τις δεθνείς ισορροπίες για να εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα. Συγκρίνουμε δε την πολιτική της με τη δική μας, πάντα ασφυκτικά προσδεδεμένης στο άρμα της Δύσης και ειδικότερα στο αμερικανικό άρμα. Μια πρόσδεση που δεν απορρέει μόνο από τις συμβατικές υποχρεώσεις μας που απορρέουν από τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ΝΑΤΟ, αλλά από έναν υπερβάλλοντα ζήλο που δεν διακρίνει πολλές άλλες χώρες είτε ανήκουν στο ΝΑΤΟ, είτε στην ΕΕ. Έτσι η Τουρκία, ισορροπώντας ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία καταφέρνει να διατηρεί καλές σχέσεις και με τις δύο εμπόλεμες χώρες, καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία και να ασκεί μάλιστα ρόλο διαμεσολαβητή. Το δε άκρον άωτον αυτού, η ίδια η Ουκρανία να δέχεται την Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη σε μια μελλοντική ειρήνη με τη Ρωσία.
Τα τουρκικά συμφέροντα είναι μεγάλα τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία, συμφέροντα γεωπολιτικά, αλλά και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Στην Ουκρανία δραστηριοποιούνται τουρκικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, είναι η προμήθεια στους Ουκρανούς τουρκικών ντρόουνς αλλά και άλλων οπλικών συστημάτων με τα οποία πολεμούν τους Ρώσους, ακόμη δε η Τουρκία, χώρα μουσουλμανική, στήριξε τη δημιουργία της ανεξάρτητης ορθόδοξης ουκρανικής Εκκλησίας. Με τη Ρωσία τα συμφέρονται είναι επίσης μεγάλα. Τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή, υπάρχουν οι στρατιωτικές σχέσεις με τη Μόσχα με την πώληση των S400 και τη δημιουργία πυρηνικών σταθμών στην Τουρκία, υπάρχει το μεγάλο τουριστικό ρεύμα από τη Ρωσία στην Τουρκία, υπάρχει η μεγάλη εξάρτηση της Τουρκίας από το ρωσικό φυσικό αέριο και τέλος τα κοινά γεωπολιτικά συμφέροντα στη Συρία, τη Λιβύη αλλά ακόμη και τον μετασοβιετικό χώρο. Σε αντίθεση όμως με την Ουκρανία, οι σχέσεις με τη Ρωσία παραμένουν και έντονα ανταγωνιστικές, ακόμη και συγκρουσιακές, κυρίως στον γεωπολιτικό τομέα.
Στον σημερινό πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, στην Άγκυρα θα προσεύχονται μάλλον την ήττα της Ρωσίας επειδή μια αποδυνάμωση αυτής της χώρας θα επιτρέπει στην Τουρκία μεγαλύτερη και πιο εύκολη διείσδυση στον μετασοβιετικό ευρασιατικό χώρο, κάτι το οποίο συμπίπτει ασφαλώς και με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό που επιτρέπει στην Τουρκία να ακολουθεί αυτή την πολιτική ισορροπιών ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον. Γιατί η τουρκική εξωτερική πολιτική διατηρεί αυτή την αυτονομία σε σχέση με τη μόνιμη πρόσδεση της Αθήνας στα αμερικανικά συμφέροντα και γενικότερα τα δυτικά. Η βασική ίσως εξήγηση είναι ότι ο τουρκικός καπιταλισμός γνώρισε μια σχετικά αυτόνομη ανάπτυξη από την ίδρυση του σημερινού τουρκικού κράτους που από την εποχή του πρώιμου κεμαλισμού ήταν η εμπροσθοφυλακή της οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας. Ο τουρκικός καπιταλισμός ήταν κρατικοκεντρικός. Ακόμη και όταν μεταπολεμικά και κυρίως από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ η τουρκική οικονομία φιλελευθεροποιείται, ο ρόλος του κράτους παραμένει πάντα σημαντικός. Αυτή η σχετική αυτονομία του τουρκικού καπιταλισμού επιτρέπει ακριβώς στην Τουρκία να διατηρεί μια σχετικά αυτόνομη εξωτερική πολιτική. Αντίθετα ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε μια παρασιτική ανάπτυξη, είναι μεταπρατικός και απόλυτα εξαρτημένος. Δεν διαθέτει την ισχυρή βιομηχανική βάση που διαθέτει ο τουρκικός καπιταλισμός με τον αντίστοιχο ισχυρό τομέα στην αμυντική βιομηχανία. Στην Ελλάδα, με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά στην Ευρωζώνη, με απροετοίμαστη τη χώρα γι’ αυτό το άλμα, διαλύθηκαν ή εξαγοράστηκαν από τους Γερμανούς για να τις κλείσουν και οι λίγες βιομηχανικές μονάδες που υπήρχαν και διαλύθηκε και η ελάχιστη αμυντική βιομηχανία της χώρας, μέχρι σημείου που έκλεισαν ακόμη και τα ελληνικά ναυπηγεία που αποτελούσαν μέρος της ελληνικής παράδοσης. Την ίδια ώρα η Τουρκία ναυπηγεί ακόμη και υποβρύχια ως και ένα αεροπλανοφόρο σε κοινοπραξία με την Ισπανία. Για την ανάπτυξη της ισχυρής αυτής αμυντικής βιομηχανίας επωφελήθηκε της ισραηλινής τεχνογνωσίας την εποχή των προνομιακών σχέσεων Τελ-Αβίβ-Άγκυρας. Αυτή η βιομηχανία της αποφέρει δισεκατομμύρια κάθε χρόνο από την εξαγωγή πολεμικού υλικού, ντρόουνς και οπλικών συστημάτων. Μόνο για το 2021 της απέφερε 5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ακόμη μια συγκριτική εικόνα, αυτή του δημόσιου χρέους, ανάμεσα στην τουρκική και την ελληνική οικονομία, εξηγεί την ελληνική εξάρτηση και τη σχετική τουρκική αυτονομία. Το ελληνικό δημόσιο χρέος ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ αναλογικά με 97,7% αυτού της Ευρωζώνης, ενώ το τουρκικό δημόσιο χρέος μόλις πλησιάζει το 30% του τουρκικού ΑΕΠ, ενώ κάποιοι άλλοι το ανεβάζουν γύρω στο 40%. Και όλα αυτά παρά τα όσα γράφονται καθημερινά, από Έλληνες κυρίως αναλυτές που εδώ και πολλά χρόνια μιλούν για κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η τουρκική οικονομία δεν αντιμετωπίζει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ενώ και οι κοινωνικές ανισότητες είναι μεγάλες.
Στην περίπτωση της Κύπρου, αν και η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη από αυτή της Ελλάδας, η κυπριακή οικονομία δεν παύει επίσης να είναι παρασιτική και μεταπρατική. Με άλλα λόγια στην Ελλάδα και την Κύπρο έχουμε ένα παραγωγικό μοντέλο που στηρίζεται ουσιαστικά στον τουρισμό και τις υπηρεσίες, έλλειψη καινοτομίας, έλλειψη μιας ενδογενούς παραγωγικής βάσης και ενός μεταποιητικού τομέα και έναν παρασιτικό καταναλωτισμό.
Συμπερασματικά, μια σχετικά αυτόνομη εξωτερική πολιτική απαιτεί και μια σχετικά αυτόνομη οικονομία, ένα παραγωγικό μοντέλο που να μην είναι παρασιτικό-καταναλωτικό αλλά πολύ πιο σύνθετο με μια ενδογενή παραγωγική βάση, έλεγχο του χρέους και γενικά μια διαφοροποιημένη οικονομία που να περιορίζει την εξάρτηση. Το ερώτημα που τίθεται για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι αν οι ελίτ εξουσίας θέλουν αυτή την απεξάρτηση και μια σχετική αυτονόμηση ή τα συμφέροντα τους βολεύονται καλύτερα στο μόνιμο αυτό πλαίσιο της εξάρτησης. Το σίγουρο πάντως είναι πως αυτή η εξάρτηση,οικονομική και πολιτική, είναι σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και των λαϊκών συμφερόντων και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον.
Στέφανος Κωνσταντινίδης
Πανεπιστημιακός, συγγραφέας της μυθιστορηματικής τριλογίας ΝΟΜΑΔΑΣ, Αθήνα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017-2019. Τώρα κυκλοφορεί και το νέο του μυθιστόρημα, ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ/ΣΤΟ ΥΦΑΝΤΟ ΤΟΥ ΄21, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
https://www.apopseis.com/o-polemos-stin-oykrania-kai-i-toyrkia/
28/3/2022