Μια πολύπλοκη κρίση.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν είναι ασφαλώς ο μόνος που υιοθέτησε και προωθεί ό,τι ορισμένοι Αμερικανοί αναλυτές είχαν ονοματίσει ως «ηγεμονική πολιτική» των ΗΠΑ και η οποία άρχισε σταδιακώς να διαμορφώνεται μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Η ανάπλαση του παγκοσμίου περιβάλλοντος στη βάση των αρχών «δημοκρατίας» και «ελευθερίας» άρχισε με τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας επί της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον. Ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ είχε την έμπνευση να τον αποκαλέσει «ανθρωπιστικό». Πρωτίστως βέβαια επρόκειτο για στρατιωτική επέμβαση δίχως να έχει προηγηθεί απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η υπουργός επί των Εξωτερικών των ΗΠΑ –την εποχή εκείνη– Μαντλίν Ολμπράιτ δικαιολόγησε την παράκαμψη του Σ.Α. του ΟΗΕ με το επιχείρημα πως «εάν πρέπει να κάνουμε χρήση της βίας είναι επειδή είμαστε Αμερικανοί. Είμαστε ένα έθνος απαραίτητο. Στεκόμαστε υψηλά και βλέπουμε μακρύτερα στο μέλλον από τις άλλες χώρες».
Στο πλαίσιο αυτής της αντιλήψεως κινήθηκε και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, που υιοθετώντας το αίτημα «εκδημοκρατισμού» και «ελευθερίας» της Αραβικής Ανοιξης εξαπέλυσε ατελέσφορους πολέμους εναντίον της Λιβύης, της Συρίας, του Ιράκ, δημιουργώντας νέες χαίνουσες πληγές. «Προκαλούν την ερήμωση και την αποκαλούν ειρήνη», έλεγε αναφερόμενος στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένας πολέμιός της, ο Καληδόνιος οπλαρχηγός Καλγκάκος, που πρόσφατα τον θυμήθηκε πεπαιδευμένος Αμερικανός Ρεπουμπλικανός αναλυτής.
Η διαφορά με τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ είναι ότι ο κ. Τζο Μπάιντεν, ευθύς μετά την εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα, ήρθε σε σύγκρουση μετωπική με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, τον οποίο στην πρώτη του τηλεοπτική συνέντευξη χαρακτήρισε ευθέως «δολοφόνο» και την Τετάρτη τού απέδωσε και νέο τίτλο, του «εγκληματία πολέμου».
Θα ήταν όμως άδικο να επιρρίψει κανείς ευθύνες αποκλειστικά στον κ. Μπάιντεν. Μια δυσπιστία προς τη Μόσχα διατρέχει την αμερικανική πολιτική. Ο Μπόρις Γέλτσιν πρότεινε το 1991 την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ και το 2000 ο κ. Πούτιν επανέλαβε το ίδιο αίτημα. Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι η χώρα του «θα έπρεπε να υποβάλει αίτηση». Η αντίδραση του Πούτιν ήταν η αναμενόμενη κατά τον χαρακτήρα του. «Δεν πρόκειται να στηθούμε στη σειρά με πολλές άλλες χώρες που δεν έχουν σημασία», έγραφε πρόσφατα ο Βρετανός αναλυτής Ροντ Λίντελ.
Ο κ. Μπάιντεν και η διοίκησή του στοχεύουν σε ολική ανατροπή του υφισταμένου ρωσικού καθεστώτος. Την Τετάρτη ο υπουργός Εξωτερικών Aντονι Μπλίνκεν σε συνέντευξή του στο κρατικό ραδιόφωνο των ΗΠΑ δήλωσε: «Θα θέλαμε να διασφαλίσουμε πως ό,τι γίνει δεν θα είναι αναστρέψιμο… και ότι η Ρωσία δεν θα κάνει τα ίδια πάλι σε ένα, δύο ή τρία χρόνια».
Κατά μία άποψη ο κ. Πούτιν θα παρατείνει τον πόλεμο έως ότου οι αρνητικές επιπτώσεις των κυρώσεων πλήξουν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Κάποιοι στη Δύση προεξοφλούν κατάρρευση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων. Και ίσως αυτό σημάνει την έναρξη πυρηνικού πολέμου. Κάποιοι το αποκλείουν και οι πάντες εύχονται να έχουν δίκιο. Το φρικτό τίμημα του αίματος συνεχίζουν να πληρώνουν οι Ουκρανοί, στο σύνολό τους.
Κώστας Ιορδανίδης
https://www.kathimerini.gr/opinion/561770080/mia-polyploki-krisi/
20/3/2022