Η Ιστορία του Ουκρανικού χώρου: γέννηση και διαμόρφωση του ουκρανικού εθνικισμού.

 
Η Ιστορία του Ουκρανικού χώρου: γέννηση και διαμόρφωση του ουκρανικού εθνικισμού.
 

Εισαγωγικά …

Η σημερινή Ουκρανία, παρότι παρουσιάζεται ως ένα ομοιογενές μόρφωμα, είναι ένα συνονθύλευμα ιστορικών εμπειριών, λαών και ανθρώπων διαφόρων περιοχών, με χαρακτηριστικά τα οποία δεν σχηματίζουν κάποια εμφανή πολιτισμική κοινότητα. Αυτό θα μπορούσε να συμπεράνει όποιος έψαχνε να βρει οποιουδήποτε είδους συγγένειες από τη «Μικρή Ρωσία» των Ουκρανών Κοζάκων, στις στέπες της Ταυρίδας, έως και το πιο «εξευρωπαϊσμένο» Λβοβ. Επομένως, μπορεί να ειπωθεί ότι και η Ουκρανία είναι μια περίπτωση «φαντασιακής κοινότητας», μιας κατασκευής στο πλαίσιο της κλασικής θεωρίας του Μπένεντικτ Αντερσον; Οχι ακριβώς.

Η γέννηση του ουκρανικού έθνους και η ανάπτυξη του ουκρανικού εθνικισμού δεν μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιο συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο, μεταξύ αυτών που έχουν διαμορφωθεί έως σήμερα κι αφορούν τη μελέτη των ταυτοτήτων και του έθνους. Η εθνικιστική δραστηριότητα στη χώρα δεν ταυτίστηκε ποτέ με το πέρασμα από την αγροτική προς τη βιομηχανική κοινωνία, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι το Ντονέτσκ, νυν θύλακας της ρωσο-ουκρανικής αυτονομίας, αποτελούσε πάντα τον βιομηχανικό πυρήνα της χώρας. Αντίθετα, οι αγροτικές περιοχές ήταν αυτές στις οποίες οφείλεται η γέννηση του ουκρανικού έθνους και όλων των παρελκόμενων με αυτή συνδηλώσεων. Είναι αυτές οι περιοχές στις οποίες η ουκρανική ταυτότητα γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στη σύγκρουση δύο διαφορετικών πολιτισμών, του ρωσικού και του πολωνικού, οι οποίοι, ενίοτε και με τη βία, προσπάθησαν να επιβληθούν στην περιοχή που εκτείνεται από το Λβοβ ή Λέμπεργκ έως και την κοιλάδα του Κουμπάν στον βόρειο Καύκασο.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Κυρίαρχη τάση στην ουκρανική διανόηση είναι η παραγωγή μιας μακράς αφήγησης που ενώνει τις διάφορες περιόδους του συγκεκριμένου ιστορικού χώρου, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τον «πατέρα» –για πολλούς– της εθνικής ουκρανικής ιστορίας Μιχαήλο Χρουσέβσκι. Η ιστορικότητα αυτού του χώρου, που ενώνει την ευρωπαϊκή Δύση με τη σλαβική Ανατολή, λαμβάνει μυθικές διαστάσεις στη διατύπωση ότι το «σημείο μηδέν» της ουκρανικής ιστορίας είναι οι Κιμμέριοι, οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή της Θάλασσας του Αζόφ και στον βόρειο Καύκασο περί το 1300 π.Χ.

Το 1240 ξεκίνησε η μογγολική κατοχή που κράτησε αρκετούς αιώνες, μέχρι την απορρόφηση της δυτικής Ουκρανίας από τους Λιθουανούς στα μέσα του 14ου αιώνα πότε. Αυτοί παραχώρησαν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα στους νέους κατοίκους, με αυτά των υπόλοιπων πολιτών του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας. Κατόπιν, το 1340 ο βασιλιάς Κάζιμιρ της Πολωνίας κατέλαβε την περιοχή της Κόκκινης Ρουθηνίας (περιοχή ανάμεσα στην νοτιοανατολική Πολωνία και στην δυτική Ουκρανία), παραχωρώντας, και αυτός με τη σειρά του, ίδια δικαιώματα στους κατοίκους με τους υπόλοιπους πολίτες υπηκόους του Βασιλείου της Πολωνίας, ενώ οι ευγενείς των νέων επαρχιών, έγιναν άμεσα μέλη της «σζλάχτα» (szlachta), της ανώτερης τάξης των ευγενών του πολωνικού βασιλείου.

Από την ακαδημαϊκή μελέτη του ιστορικού χώρου της Ουκρανίας έως την παραγωγή εθνικής αφήγησης, το χάσμα είναι αρκετά μεγάλο. Αυτό το χάσμα ανέλαβαν να γεφυρώσουν οι Κοζάκοι ως εθνοτική ομάδα που ζούσαν στα όρια της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτούς στηρίζοντανι και οι πρώτες απόπειρες σύνθεσης ουκρανικής εθνικής ιστορίας, και ειδικότερα στον Μπογκχντάν Χμελνίτσκι, αρχηγό (hetman) των Κοζάκων του Ζαπορόζιε. Και αυτό όχι άδικα: ο Χμελνίτσκι εξεγέρθηκε εναντίον της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας το 1648, και κατορθώνοντας να ιδρύσει το πρώτο αυτόνομο κράτος (hetmanate) των (Ουκρανών) Κοζάκων, το οποίο απορροφήθηκε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία λίγα χρόνια αργότερα, το 1654, διατηρώντας εντούτοις ένα καθεστώς σημαντικής αυτονομίας για πάνω από 100 χρόνια, έως το 1764. Ο Χμελνίτσκι λοιπόν, και οι Κοζάκοι του Ζαπορόζιε υπήρξαν η βάση της παραγωγής ουκρανικής εθνικής ιστορίας, και αυτό γιατί ενσάρκωσαν τη δίκαιη απαίτηση ενός έθνους για ανεξαρτησία αλλά και για ξεχωριστή θέση στην κυρίαρχη πολωνική και ρωσική ιστορία.

Κατά τη διάρκεια των 100 χρόνων ύπαρξης του αυτόνομου ουκρανο-κοζακικού μορφώματος αναδύθηκε και η νέα προνομιούχος τάξη των ευγενών, κομμάτι της σζλάχτα, η οποία απορροφήθηκε στο σύνολό της από την τάξη των ευγενών (dvorianstvo) της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην οποία άνηκε πλέον αυτή η νέα εθνικοπολιτική οντότητα. Εως και τον 19ο αιώνα, αυτή η νέα τάξη, η οποία απαρτιζόταν από Κοζάκους πολέμαρχους και ιδιοκτήτες γης, απολάμβανε πλήθος προνομίων ως αναπόσπαστο κομμάτι της τάξης των ευγενών της Ρωσίας. Για πολλούς ιστορικούς, το ουκρανικό έθνος και η Ουκρανία αντλούν τη γέννησή τους από αυτή την ίδια ανθρωπογεωγραφία των ευγενών της σζλάχτα, οι οποίοι –μετά την αυτονόμηση των Κοζάκων από την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία– δέθηκαν στο άρμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και έγιναν κομμάτι του ντβοριάνστβο.

Με την κατάργηση του αυτόνομου κράτους των Κοζάκων στο πλαίσιο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, παρατηρήθηκε έντονη κινητικότητα στην πολιτισμική και λογοτεχνική ζωή των Ουκρανών, η οποία συνεχίστηκε με ακόμη ζωηρότερους ρυθμούς έναν αιώνα αργότερα. Να σημειωθεί ότι το ουκρανο-κοζακικό κράτος ήταν μια μικρογραφία της σημερινής Ουκρανίας: δεν είχε καμία επαφή με τη θάλασσα, στα ανατολικά δεν περιελάμβανε ούτε το Χάρκοβο ούτε και το Ντονέτσκ, στα δυτικά η περιοχή της Γαλικίας, με κυριότερο αστικό κέντρο το Λβοβ, ήταν ακόμη ενσωματωμένη στο βασίλειο των Πολωνών, ενώ το νοτιοανατολικό κομμάτι της περιοχής είχε δοθεί ως δώρο στην αυτοκράτειρα των Αψβούργων Μαρία-Τερέζα. Οι κάτοικοι της περιοχής (Ρουθήνιοι) είχαν αυτοκρατορική συνείδηση και σε καμία περίπτωση δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως Ουκρανούς. Μάλιστα, έως και τα μέσα του 19ου αιώνα, θεωρούντο Πολωνοί, ενώ και οι πιο δεκτικοί στις νέες ιδέες αποδέχονταν την πολωνική ταυτότητα ως τη μοναδική ευκαιρία για να ξεφύγουν από τον θεοκρατικό σκοταδισμό και να προσεγγίσουν ευκολότερα την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Πολύ αργότερα άρχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Ουκρανοί και να έρχονται σε επαφή με ομοεθνείς τους από την Ανατολή.

Τον 19ο αιώνα, πλήθος διανοουμένων και μη από πολλές περιοχές της σημερινής Ουκρανίας άρχισε να έρχεται σε επικοινωνία μεταξύ του αναζητώντας ένα κοινό παρελθόν, να συλλέγει ιστορικό υλικό, υπερασπιζόμενο μια ενωτική ταυτότητα. Πριν από αυτούς, οι μόνες ιστορικές πηγές οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν μια εικόνα του ουκρανικού χώρου είναι οι αφηγήσεις των ταξιδευτών –συνήθως προσκυνητών– που διέσχιζαν πολλές εκατοντάδες χιλιομέτρων, από τα βόρεια προς τα νότια, προκειμένου να γνωρίσουν τη θρησκευτική παράδοση του Κιέβου (για πολλούς η Μέκκα του χριστιανικού πολιτισμού της Ανατολής) και να εξερευνήσουν σπιθαμή προς σπιθαμή τα χριστιανικά μνημεία του νότου.


Κατά τον ίδιο αιώνα, το Κίεβο αποτέλεσε κέντρο συνάντησης της νεογέννητης ουκρανικής διανόησης Δύσης και Ανατολής. Τη δεκαετία του 1840 ιδρύθηκε η αδελφότητα «Κυρίλλου και Μεθοδίου». Κύριο μέλημά της ήταν να καταδείξει ότι ανάμεσα στους Πολωνούς και στους Ρώσους υπήρχε ένα ακόμη σλαβικό φύλο, ισάξιο με τα δύο κυρίαρχα: οι Ουκρανοί. Φυσικά, αυτό το αίτημα δεν αντιμετωπίστηκε θετικά ούτε από τους Ρώσους ούτε από τους Πολωνούς (οι τελευταίοι είχαν χάσει μεγάλο κομμάτι της δυτικής Ουκρανίας από τους πρώτους στον ρωσοπολωνικό πόλεμο του 1792). Ως αποτέλεσμα, η αδελφότητα έπεσε θύμα της καταστολής της τσαρικής αστυνομίας. Ενας από τους συλληφθέντες ήταν ο Τάρας Σεβσένκο, ο οποίος θεωρείται σήμερα ως ο διαπρεπέστερος των Ουκρανών διαφωτιστών. Επιπλέον, τo 1876 η ουκρανική γλώσσα βρέθηκε σε καθεστώς απαγόρευσης. Από την πλευρά της, η ρωσική διανόηση είδε με συμπάθεια το εθνικό ζήτημα των Ουκρανών, αλλά το αντιμετώπισε ως ένα πολιτισμικό τοπικό φαινόμενο, αρνούμενη έτσι να τους τοποθετήσει ισάξια δίπλα στα «μεγάλα σλαβικά φύλα», τους Ρώσους και τους Λευκορώσους. Ετσι, τους αποδόθηκε το προσωνύμιο «Μικρορώσοι» (malorousskie).

Το εθνικό ζήτημα των Ουκρανών απέκτησε πολιτικές αλλά και ταξικές προεκτάσεις, καθώς οι φτωχοί αγρότες συνέχισαν να εργάζονται υπό καθεστώς σκλαβιάς στα φέουδα Πολωνών ευγενών σε όλη τη δυτική Ουκρανία. Ακόμη και ο Νικολάι Κοστομάροβ, από τους σημαντικότερους ιστορικούς της Ουκρανίας τον 19ο αιώνα, είχε παραδεχθεί ότι η διαφοροποίηση των Ουκρανών από τους Ρώσους δεν βασίζεται τόσο σε εθνολογικά και γλωσσικά κριτήρια όσο σε κοινωνικοπολιτικά. Παρεμφερή λογική υιοθέτησε μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της ουκρανικής εθνικής διανόησης του 19ου αιώνα, ο Μιχαήλο Ντραχομάνοβ, ο οποίος θεωρούσε τις εθνικές διαφορές μεταξύ Ουκρανίας και Μοσχοβίας ως απότοκο του γεγονότος ότι οι Ουκρανοί τον 18ο αιώνα «βρίσκονταν πιο κοντά στη Δύση», αλλά και ο Βιάτσεσλαβ Λιπίνσκι, ο οποίος ανήγε τις όποιες διαφορές στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ήταν δομημένη η διοίκηση της κυρίαρχης τάξης, αλλά και οι ευρύτερες ταξικές διαφορές.

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, η εθνική συνείδηση των Ουκρανών απέκτησε συλλογικό περιεχόμενο και εκφράστηκε από πολιτικές και αγροτικές οργανώσεις, από συλλόγους και από μια ιντελιγκέντσια αρκετά ξεκάθαρη στη στόχευση μιας αυτόνομης κρατικής οντότητας στη νότια Ρωσία.

Σε αυτό το πλαίσιο κτίστηκε η ουκρανική εθνική ιδέα, η οποία, το 1918 –και μετά από τη θεσμοθέτηση της Δούμας ως συνταγματικού οργάνου άσκησης πολιτικής διοίκησης από τον Νικόλαο Β’– μετουσιώθηκε σε ένα νεοσύστατο έθνος-κράτος. Το κράτος αυτό βέβαια έμελλε να διατηρηθεί τρία χρόνια, έπειτα από την παρέμβαση του Κόκκινου Στρατού αλλά και την επιθυμία πολλών Ουκρανών να συμμετάσχουν ισάξια σε μια «σοβιετική ένωση» με τη Ρωσία.


Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ

Στους κόλπους του βραχύβιου πρώτου ουκρανικού κράτους (1918-1921), της Ουκρανικής Εθνικής Δημοκρατίας, γεννήθηκε και το σύγχρονο ουκρανικό εθνικιστικό κίνημα, ξεκινώντας από την, λίγο γνωστή σήμερα, Λεγεώνα των Οπλιτών του Σιτς (Sich: ιδιαίτερη ονομασία των διοικητικών κέντρων των Κοζάκων του Ζαπορόζιε), η οποία υπήρξε κομμάτι του εθνικού στρατού και δημιούργημα του Γεβγέν Κονοβάλετς, μεταγενέστερου ηγέτη της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών (OUN). Οταν διαλύθηκε η Λεγεώνα, μέλη της ίδρυσαν την Ουκρανική Στρατιωτική Οργάνωση (UVO), μια κατά γενική ομολογία τρομοκρατική οργάνωση που δρούσε στην πολωνοκρατούμενη –ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Παρισίων– Ουκρανία, και η οποία υπήρξε ο θεμέλιος λίθος της OUN.

Η OUN ιδρύθηκε το 1929 και στην αρχή δεν ήταν τίποτα άλλο από μια φασιστική οργάνωση, μουσολινικού τύπου, η οποία απέκτησε λαϊκή φήμη καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930 στην περιοχή της Γαλικίας. Ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της, Γεβγέν Κονοβάλετς, δολοφονήθηκε από πράκτορα της NKVD στο Ρότερνταμ το 1938, γεγονός που συνετέλεσε στη διάσπαση της οργάνωσης σε δύο φράξιες, του Στεπάν Μπαντέρα και του Αντρέι Μέλνικ. Είχε προηγηθεί η δολοφονία του Πολωνού υπουργού Εσωτερικών Μπρόνισαλβ Πιεράτσκι το 1934, για την οποία ο Μπαντέρα και ο Μίκολα Λέμπεντ (ηγετική μορφή της OUN) καταδικάστηκαν σε θάνατο από τις πολωνικές Αρχές, αλλά η ποινή τους σύντομα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.


Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


Η πιο εκμοντερνισμένη, «εξευρωπαϊσμένη» τάση του ουκρανικού εθνικισμού συνοψίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, στην προσπάθεια των Ουκρανών για ανεξαρτησία κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Αυτός ο αγώνας, που θα μπορούσε να πάρει το όνομά του από τον τίτλο του ντοκιμαντέρ του Σλάβκο Νοβίτσκι, «Μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν», αποτελεί τη βάση της νέας εθνικής ουκρανικής διανόησης, η οποία, προκειμένου να κτίσει έναν νέο θεμελιώδη μύθο εθνογένεσης, έλαβε ίσες αποστάσεις από τον ναζισμό και τον σοβιετικό κομμουνισμό. Αναφορικά με τον δεύτερο, η τάση θυματοποίησης του ουκρανικού λαού από τους κομμουνιστές της Μόσχας και τον Στάλιν, ειδικότερα, βασίζεται στα δεινά που έφερε η κολεκτιβοποίηση, ο λιμός του 1932-1933 και οι ενδοπολεμικές και μεταπολεμικές μαζικές διώξεις και εκτελέσεις Ουκρανών πολιτών.

Η τραγωδία της Ουκρανίας την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ίσως να μην μπορεί να συγκριθεί με αυτήν καμίας άλλης χώρας μεταξύ 1941-1944. Ενδεικτικά, περισσότεροι από τέσσερα εκατομμύρια πολίτες έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ενώ οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους δολοφόνησαν περισσότερους από ένα εκατομμύριο Εβραίους. Από τα 2,8 εκατομμύρια σοβιετικών πολιτών που εστάλησαν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα 2,3 ήταν από την Ουκρανία. Επίσης, περισσότερες από 700 πόλεις και 28.000 χωριά καταστράφηκαν μερικώς ή ολοσχερώς.

Η γερμανική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941. Στις τάξεις του γερμανικού στρατού έδρασαν και δύο ουκρανικές μεραρχίες, η «Nachtigall» και η «Roland», οι οποίες πιθανότατα οργανώθηκαν από δύο Ουκρανούς πράκτορες των Γερμανών: τον γνωστό με την κωδική ονομασία «Κονσούλ Ι», Αντρέι Μέλνικ, αλλά και τον Στεπάν Μπαντέρα. Τουλάχιστον αυτό αποκάλυψε ο Γερμανός στρατηγός Ερβιν Στόλτσε στην απολογία του κατά τη διάρκεια της δίκης της Νυρεμβέργης.

Η κεντρική γερμανική διοίκηση εγκατέστησε την έδρα της στην πόλη Ζίτομιρ και στη Βινίτσια, στην κεντροδυτική Ουκρανία. Αυτά ήταν τα κέντρα οργάνωσης της στρατιωτικής μηχανής των Γερμανών στον δρόμο προς την Ανατολή.

Το σκεπτικό των Γερμανών απείχε αρκετά από τα οράματα των Ουκρανών εθνικιστών της εποχής, οι οποίοι άδραξαν την ευκαιρία ώστε να τιμωρήσουν τους «Σοβιετικούς δυνάστες» του ουκρανικού λαού και να διεκδικήσουν, στρατιωτικά πλέον, μια ανεξάρτητη Ουκρανία. Οι ναζί έβλεπαν τους κατοίκους της Ουκρανίας υποτιμητικά, ενώ ουδέποτε αντιμετώπισαν θετικά την προοπτική της αυτονομίας της, έως τότε, σοβιετικής δημοκρατίας. Αντίθετα, γι’ αυτούς η Ουκρανία σήμαινε μια εν δυνάμει αποικία του Γ’ Ράιχ, λογική που τους οδήγησε πολύ γρήγορα σε σύγκρουση με τους Ουκρανούς εθνικιστές. Παρότι πολλά μέλη της OUN είχαν συνεργαστεί στενά με τα Ες Ες και τη Βέρμαχτ στον αρχικό σχεδιασμό της επιχείρησης «Barbarossa», ήδη από το φθινόπωρο του 1941 οι σχέσεις μεταξύ των δύο έδειχναν αρκετά τεταμένες, ειδικά μετά τη δολοφονία 600 περίπου εθνικιστών της OUN στη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ, μαζί με χιλιάδες Εβραίους και Ρομά. Την ίδια περίοδο συνελήφθησαν οι Μέλνικ και Μπαντέρα, με τον τελευταίο να μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ζάξενχαουζεν.

Οι εθνικιστές, ενώ επικροτούσαν τους ναζί στη μάχη ενάντια στον «εβραιομπολσεβικισμό», έβλεπαν με μεγάλη ανησυχία τη στελέχωση σημαντικών θέσεων της νέας διοίκησης από ντόπιους γερμανικής καταγωγής, κύρια πηγή προτίμησης των κατακτητών για την πλήρωση αυτών των θέσεων. Επίσης, η χρηματοδότηση της οργάνωσης από τους Γερμανούς είχε ήδη σταματήσει με την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, και πλέον οι Ουκρανοί εθνικιστές αντλούσαν πόρους από δικές τους καμπάνιες, αλλά και από χώρες όπως η Λιθουανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, καθώς και από την ουκρανική διασπορά των ΗΠΑ.

Η άρνηση των Γερμανών να προχωρήσουν το ζήτημα της ουκρανικής αυτονομίας δεν είχε γίνει άμεσα αντιληπτή ούτε από τους Ουκρανούς εθνικιστές, οι οποίοι ήλπιζαν στη χείρα βοηθείας των ναζί, ούτε όμως και από τους κατοίκους της χώρας, οι οποίοι –έχοντας βιώσει μια δεκαετία μεγάλης δυστυχίας και φτώχειας– σχημάτιζαν ουρές στα κτίρια διοίκησης των κατακτητών αναζητώντας δουλειά και θεωρώντας τους Γερμανούς ως ανθρώπους μιας «ανώτερης κουλτούρας». Αλλοι, παρ’ όλα αυτά, αντιμετώπισαν τη γερμανική εισβολή με λιγότερη αισιοδοξία, αν όχι με καχυποψία.

Η γερμανική προπαγάνδα τους πρώτους μήνες της εισβολής είχε διττό χαρακτήρα: από τη μία οι ναζί αυτοπροβάλλονταν ως ελευθερωτές του ουκρανικού λαού από τον «εβραιομπολσεβικικό ζυγό», από την άλλη προσπάθησαν να προσεταιριστούν τους κατοίκους με το άνοιγμα των εκκλησιών και το δικαίωμα για ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τελετών, το οποίο είχε απαγορευθεί τη δεκαετία του 1930. Σύντομα πολλές εκκλησίες άνοιξαν, ενώ αρκετοί ιερείς ξεκίνησαν να λειτουργούν ελεύθερα.
Όλα όσα ίσως δεν γνωρίζατε για τον Χίτλερ


Αυτό όμως που ενδιέφερε περισσότερο τους Γερμανούς ήταν η πλήρης κυριαρχία τους σε στρατηγικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο, και φυσικά η εξόντωση των Εβραίων, η οποία μάλιστα συντελείτο πολύ νωρίτερα από τη λήψη της απόφασης περί «τελικής λύσης» τον Ιανουάριο του 1942. Σε αυτό το πλαίσιο δεν έλειψαν τα πογκρόμ και οι λεηλασίες εβραϊκών περιουσιών, οι οποίες συχνά επικουρούντο από τους εθνικιστές, που έβλεπαν με εχθρότητα τις εβραϊκές κοινότητες της χώρας ως τροχοπέδη στην υλοποίηση του σχεδίου της ανεξαρτησίας.

Οι Ουκρανοί εθνικιστές, οι οποίοι ζούσαν εκτός της ΣΣΔ της Ουκρανίας, κατά την είσοδό τους στα κατακτημένα, από τους Γερμανούς, εδάφη της χώρας, θεωρήθηκαν από το ΚΚΣΕ συνεργάτες των Γερμανών και προδότες. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στη δράση τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και σε όλη τη δεκαετία του 1930, όταν επεξεργάζονταν μαζί με τους χιτλερικούς σχέδιο για τη δημιουργία ενός ουκρανικού κράτους-μαριονέτας του Γ’ Ράιχ, το οποίο θα εκτεινόταν από τα νοτιανατολικά της Πολωνίας έως και τα εδάφη της σοβιετικής Ουκρανίας.

Αυτή η πρώιμη συνεργασία μεταξύ χιτλερικών και Ουκρανών εθνικιστών δεν πρέπει να εκπλήσσει: είναι γνωστό ότι στις δεκαετίες του 1920 και 1930, φασιστικά κινήματα και οργανώσεις βρίσκονταν σε άμεση συνεννόηση και επικοινωνία μεταξύ τους. Αν ιστορικά ο φασισμός αντλούσε το θεωρητικό του υπόβαθρο από τον Φιλίππο Μαρινέτι, τον Τζιοβάνι Τζεντίλε, τον Καρλ Σμιτ και από πολλούς άλλους, στην ουκρανική περίπτωση έβρισκε τον θεωρητικό του μανδύα στον Ντμίτρι Ντόντσοβ και στην περίφημη μπροσούρα του με τον τίτλο «Εθνικισμός». Ο Ντόντσοβ ποτέ δεν υπήρξε μέλος της OUN, παρ’ όλα αυτά η συμβολή του στην καθολική αποδοχή της ιδέας ότι το ουκρανικό έθνος ήταν η πιο μεγαλειώδης αξία της εποχής υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη θεωρητική επένδυση των φασιστικών ιδεών που διέπνεαν την οργάνωση. Ενας ακόμη γνωστός Ουκρανός εθνικιστής της εποχής ήταν ο Πέτρο Μιρτσούκ, ο οποίος συνόψισε τον τρόπο για την ταχεία οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους σε ένα σχήμα που θα βασιζόταν στην εθνοκάθαρση, στη βίαιη απομάκρυνση των μη ουκρανικών πληθυσμών από τα ουκρανικά εδάφη, στη ρωσοφοβία, στην ύπαρξη ενός χαρισματικού ηγέτη που θα ηγείτο του έθνους και σε αρχές παρεμφερείς με αυτές του εθνικοσοσιαλισμού. Εκείνο που έλειπε από την κεντρική γραμμή της OUN ήταν οι ρατσιστικές αναφορές, κύριος άξονας του λόγου των χιτλερικών ναζί, των Ρουμάνων της Σιδηράς Φρουράς του Κοντρεάνου κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί ηγέτες της οργάνωσης ήταν παντρεμένοι με Εβραίες.

Επιστρέφοντας στη δράση των Ουκρανών εθνικιστών κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήδη από το καλοκαίρι του 1941, στην περιοχή του Ζίτομιρ, οι δύο φράξιες της OUN, του Στεπάν Μπαντέρα και του Αντρέι Μέλνικ, πραγματοποιούσαν επισκέψεις σε χωριά με σκοπό να στελεχώσουν τις οργανώσεις τους και να προπαγανδίσουν τις θέσεις τους. Στόχος τους ήταν να συγκροτήσουν παντού εθνικιστικούς πυρήνες (Sich), να γαλουχήσουν τη νεολαία μέσω της λαϊκής ουκρανικής μουσικής παράδοσης και τέχνης, καθώς και συλλόγων μελέτης της ιστορίας. Ο απώτερος σκοπός τους ήταν η δημιουργία ενός ουκρανικού επαναστατικού στρατού, ο οποίος θα στρεφόταν εναντίον Γερμανών και Σοβιετικών κατακτητών και θα μαχόταν για μια «ελεύθερη Ουκρανία» – ένας σκοπός που εντέλει πραγματοποιήθηκε (βλ. σημείωση).

Τον χειμώνα του 1941, μέλη της OUN, αυτόνομοι εθνικιστές και μέλη της ουκρανικής κατοχικής αστυνομίας, την οποία είχαν ιδρύσει οι ναζί, σχημάτισαν τον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό (UPA), υπό την πολιτική καθοδήγηση του Μπαντέρα. Οι δύο οργανώσεις (OUN και UPA) σχεδίασαν από κοινού και πραγματοποίησαν μία από τις μεγαλύτερες σφαγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή των Πολωνών της Βολινίας και της ανατολικής Γαλικίας. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 1943, στο πλαίσιο μιας πολιτικής εθνοκάθαρσης, οι εθνικιστές ξεσήκωσαν τους ουκρανικούς πληθυσμούς της Βολινίας εναντίον των Πολωνών, οι οποίοι αποτελούσαν το 10-12% της περιοχής. Σύντομα, ξεκίνησαν επιθέσεις εναντίον χωριών, τα οποία έγιναν θέατρο μαζικών εκτελέσεων, λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Αναλογιζόμενοι ότι οι Ουκρανοί χρησιμοποίησαν μαχαίρια, τσεκούρια και αξίνες εναντίον των Πολωνών, μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της βαρβαρότητας. Δεν έλειψαν έφοδοι σε εκκλησίες όπου σφαγιάστηκαν γυναικόπαιδα στην προσπάθειά τους να σωθούν. Οσοι κατάφεραν να εγκαταλείψουν την περιοχή ζήτησαν βοήθεια από τους ναζί, οι οποίοι με τη σειρά τους τους έστειλαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι σφαγές του UPA μεταφέρθηκαν στην περιοχή της ανατολικής Γαλικίας, όπου συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση απέναντι και πάλι σε άμαχους πολωνικούς πληθυσμούς. Η πλευρά των θυμάτων κάνει λόγο σήμερα για συνολικά 100.000 νεκρούς (40 με 60 χιλιάδες στη Βολινία, 30 με 40 χιλιάδες στην ανατολική Γαλικία). Σωτήρια για τους Πολωνούς ήταν η λήξη του πολέμου και η επέμβαση του Κόκκινου Στρατού και της NKGB (Λαϊκό Κομμισσαριάτο Κρατικής Ασφάλειας). Επειτα από αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ του Κόκκινου Στρατού και των εθνικιστών, η πλάστιγγα είχε γείρει εις βάρος των δεύτερων. 38.000 χιλιάδες μαχητές του UPA παραδόθηκαν ενώ αναρίθμητοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Το μέγεθος της ήττας φαίνεται από το γεγονός ότι 75.000 από τους 90.000 ένοπλους εθνικιστές είχαν εξουδετερωθεί μέχρι και το καλοκαίρι του 1945.

Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε έναν χρόνο, οι εθνικιστές κατάφεραν να αναπληρώσουν τις δυνάμεις σε έμψυχο υλικό, κυρίως λόγω των αντιποίνων που γνώρισαν οι δυτικές επαρχίες της χώρας από την NKGB και τον Κόκκινο Στρατό, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να μάχονται για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Εχοντας εγκαταλείψει την αντιπολωνική τους θέση, συνεργάστηκαν με άλλες αντικομμουνιστικές ομάδες της Πολωνίας εναντίον των Σοβιετικών, αν και δεν ευτύχησαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Αντίθετα προκάλεσαν τα αντίποινα της σοβιετικής εξουσίας, η οποία μέχρι και τις αρχές της επόμενης δεκαετίας εκτόπισε εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνούς και Ουκρανούς (συμπεριλαμβανομένων των εθνικιστών και των οικογενειών τους) από την περιοχή της δυτικής Ουκρανίας και ανατολικής Πολωνίας. Παρά τις διώξεις, το ουκρανικό εθνικιστικό κίνημα συνέχισε να υφίσταται στο εξωτερικό, με άλλες ομαδοποιήσεις και συμμαχίες, για να επανεμφανιστεί δυναμικά στο προσκήνιο στην ανεξάρτητη πλέον Ουκρανία.


Η ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ


Τον Αύγουστο του 1991 ιδρύθηκε το ουκρανικό κράτος με τη μορφή που το γνωρίσαμε έως και τα γεγονότα της πλατείας Μαϊντάν (Νοέμβρης 2013- Γενάρης 2014).

Μετά την ανεξαρτησία, άρχισαν να καταφθάνουν στη νεοσύστατη Ουκρανία πολίτες ουκρανικής καταγωγής, κυρίως από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, οι οποίοι ανέλαβαν συγκεκριμένους ρόλους ως κυβερνητικοί σύμβουλοι, κληρικοί, επιχειρηματίες, δάσκαλοι. Εμφορούμενοι, όχι μόνο από την «ιδεολογία της Δύσης» αλλά και από μια καθ’ όλα μονόπλευρη διδασκαλία της ιστορίας της χώρας, οι συγκεκριμένοι επαναπατρισθέντες, δεύτερης και τρίτης γενιάς, συγκρότησαν τη νέα εθνική ουκρανική διανόηση. Αυτό ίσως να επιβεβαιώνει και τον Βρετανό ιστορικό Αντριου Γουίλσον, ο οποίος θεωρεί ότι ο ουκρανικός εθνικισμός είναι μια «μειονοτική πίστη», αυτή συγκεκριμένων ομάδων διανοουμένων.

Βασική προϋπόθεση για την κατασκευή μιας συλλογικής ταυτότητας για όλους τους Ουκρανούς ήταν η προώθηση μιας κοινής αντίληψης για το παρελθόν. Σε αυτό το πλαίσιο, βασικό μέλημα της εθνικής διανόησης και όλων των κυβερνήσεων ήταν η αποκατάσταση της OUN. Για να πραγματοποιηθεί αυτό χρησιμοποιήθηκαν προφορικές μαρτυρίες πρώην μελών της οργάνωσης, οι οποίοι βασανίστηκαν από τις πολωνικές και γερμανικές Αρχές. Αλλοι μαχητές της ηρωοποιήθηκαν, όπως ο Ολέχ Καντίμπα Ολζίχ, ο οποίος το 1938-39 είχε συνωμοτήσει, ανεπιτυχώς βέβαια, για την αυτονόμηση της υπερκαρπάθιας Ουκρανίας και συνελήφθη από τους Ούγγρους, ενώ λίγα χρόνια αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τους ναζί και πέθανε στο στρατόπεδο του Ζάξενχαουζεν. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Σε γενικές γραμμές, η OUN παρουσιάζεται ως η μόνη οργάνωση η οποία με την ίδρυσή της τοποθέτησε σε πρώτο πλάνο τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ουκρανίας, ξεκινώντας από τα ουκρανικά εδάφη της Πολωνίας, όπου και δρούσε έως και το 1941. Αρκετά μέλη της OUN αντιμετωπίστηκαν ως «απειλή για την πατρίδα» από τις πολωνικές Αρχές (Οκτώβριος του 1937) και φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο Μπερέζα Καρτούσκα στη σημερινή νότια Λευκορωσία.

Φυσικά η αποκατάσταση της OUN δεν έγινε μετά βαΐων και κλάδων. Αρκετοί βετεράνοι του Κόκκινου Στρατού που πολέμησαν στη σοβιετική Ουκρανία έβλεπαν με έντονη καχυποψία αυτή την προσπάθεια, κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της χώρας, ενώ δεν έλειπαν και οι ανοικτές συμπλοκές κατά τη διάρκεια παρελάσεων.

Η κυριαρχία της σκέψης των Ουκρανών της δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ για την ιστορία του εθνικου κινήματος της πατρίδας τους, που ανακήρυττε σε εθνικό ήρωα τον Μπαντέρα επικυρώθηκε και επίσημα με την προεδρία του Βίκτορ Γιούσενκο, ο οποίος, μετά την Πορτοκαλί Επανάσταση του 2004, εισηγήθηκε την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ, απομακρύνοντας ακόμη περισσότερο την Ουκρανία από την επιρροή της «μητέρας Ρωσίας».

Η αφήγηση και η ερμηνεία του παρελθόντος της Ουκρανίας καθόρισαν και καθορίζουν ακόμη και σήμερα τις κυρίαρχες επιλογές του λαού όσον αφορά τη μελλοντική πορεία της χώρας, τάσεις που συμπυκνώνονται έως και σήμερα στην αντίστιξη της φιλοευρωπαϊκής Δύσης (Λβοβ, Κίεβο) με τη φιλορωσική Ανατολή (Ντονέτσκ), η οποία γίνεται ακόμη πιο έντονη αν ληφθεί υπόψη το γλωσσικό ζήτημα. Παρότι από το 1989 έως και το 2001 οι Ουκρανοί αύξησαν τη δημογραφική τους υπεροχή στη χώρα, από το 72,7 στο 77,8%, ο μισός περίπου πληθυσμός της χώρας μιλάει ρωσικά. Η ρωσόφωνη ανατολική Ουκρανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα προσκόλλησης στη Ρωσία, ειδικά μετά τα τελευταία γεγονότα και την απόσχιση της περιοχής του Ντονέτσκ με τη δημιουργία μιας νέας αυτόνομης δημοκρατίας μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Αυτή ήταν μια εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να προκαλέσει έκπληξη ούτε καν στους εκπρόσωπους της Δύσης και των ΗΠΑ, οι οποίοι, «έπεφταν από τα σύννεφα» όταν έβλεπαν την κατάσταση στις ανατολικές επαρχίες της χώρας να γίνεται χαώδης. Αν αναλογιστούμε ότι σε έκθεση της CIA το 1993 εκφράζεται ανοικτά η πρόβλεψη διάσπασης της Ουκρανίας εξαιτίας πολιτικών, εθνικών και τοπικών διαφορών στο εσωτερικό της, τότε μάλλον η στάση της Δύσης απέναντι στο πρόβλημα κρίνεται δικαιολογημένα ως υποκριτική.

Η κρίση μεταξύ δύο διαφορετικών «κόσμων» στην Ουκρανία είναι κρίση ταυτότητας, όχι πάντα μεταξύ ουκρανικής/ρωσικής, αλλά και ουκρανικής/σοβιετικής. Σε αρκετές έρευνες της δεκαετίας του 1990 είναι αρκετά χαρακτηριστική η υπεροχή της «σοβιετικής» ταυτότητας στο Ντονέτσκ, σε συσχέτιση με οποιαδήποτε άλλη, γεγονός αρκετά ενδιαφέρον για ιστορικούς και ανθρωπολόγους, στα μάτια των οποίων αποκαλύπτονται διαφορετικές δυναμικές σχηματισμού συλλογικής συνείδησης σε σχέση με τα παραδοσιακά μοτίβα «κοινή γλώσσα», «κοινά χαρακτηριστικά», «κοινά πολιτισμικά στοιχεία». Ακόμη και αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι κάτοικοι του Ντονέτσκ επιθυμούσαν μια νέα ένωση με τη Ρωσία, την ίδια στιγμή που στο Λβοβ το εθνικιστικό κίνημα επιζητούσε την οριστική καταδίκη της σοβιετικής εμπειρίας στη συλλογική μνήμη. Και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το Λβοβ, από μια τυπική πολωνική πόλη με έντονο το ουκρανικό στοιχείο, ενσωματώθηκε στην ΕΣΣΔ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ίδια στιγμή που το Ντονέτσκ είχε ήδη γευτεί τη σοβιετική εμπειρία για περισσότερα από 20 χρόνια. Είναι όμως 20 χρόνια αρκετά για να κάνουν τη διαφορά; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική: σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ουκρανικές πόλεις, ήδη από τον 19ο αιώνα το Λβοβ ανέπτυξε μια έντονη πολιτισμική δραστηριότητα με δεκάδες εκπαιδευτικά, ερευνητικά και πανεπιστημιακά κέντρα, με αναρίθμητες εκδόσεις, περισσότερες ακόμη και από εκείνες της Μόσχας και της Οδησσού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γαλουχήθηκαν τα εθνικά ιδεώδη των Ρουθηνίων, οι οποίοι, παρά τις αυτονομιστικές τάσεις, το 1918 θεωρήθηκαν Ουκρανοί και εντάχθηκαν μάλλον αυτοβούλως στο πάνθεον της γενικής ουκρανικής ιστορίας.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, και μετά τα τελευταία γεγονότα –της κατάληψης της Κριμαίας από τους Ρώσους και της απόσχισης της περιοχής του Ντονέτσκ–, το ζήτημα της Ουκρανίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως λόγω των αντιφάσεων που γεννά. Πώς είναι δυνατόν το κόμμα Σβομπόντα και η οργάνωση Δεξιός Τομέας που αυτοπροσδιορίζονται ως συνεχιστές της OUN, μέλη της οποίας φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, να υιοθετούν τον ναζιστικό χαιρετισμό; Πώς μπορεί να συμπορεύεται το συντηρητικό –με έντονες τις φασιστικές αποχρώσεις– στοιχείο με τους δημοκρατικούς δυτικόφιλους Ουκρανούς;

Η αναγέννηση της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας έπειτα από την ανεξαρτησία πραγματοποιήθηκε με τις ευλογίες των ΗΠΑ και της ΕΕ, με ξεκάθαρα γεωστρατηγικούς σκοπούς που επικεντρώνονταν στην ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι φιλοδυτικές δυνάμεις της χώρας, οι υπέρμαχοι του νεοφιλελευθερισμού, οι αντικομμουνιστές, οι ελίτ της ουκρανικής διασποράς, οι εθνικιστές, οι νεοφασίστες έγιναν μία γροθιά για την άνευ όρων αποκόλληση της Ουκρανίας από το παζλ της πρώην Κοινοπολιτείας. Η καθεμία από αυτές τις συνιστώσες έδρασε στο πεδίο όπου ειδικευόταν: οι νεοφιλελεύθεροι σε αυτό της οικονομίας, η διασπορά σε αυτό της διπλωματίας και οι φασίστες σε αυτό της βίας εναντίον του διαφορετικού. Με τον τρόπο αυτό συγκρότησαν ένα πολύ επικίνδυνο μείγμα πολιτικών, οι οποίες τοποθέτησαν σε πρώτο πλάνο την ουκρανική ταυτότητα και τον πατριωτικό λόγο, προκειμένου να δημιουργήσουν μια νέα Ουκρανία, φιλελεύθερη, ευρωπαϊκή, αλλά και φασιστική ταυτόχρονα.

Αντιφατικό μεν, πραγματικό δε: τα γεγονότα του Μαϊντάν, οι δεκάδες νεκροί από τους Ουκρανούς φασίστες στο εργατικό κέντρο της Οδησσού στις 2 Μαίου του 2014 –άλλοι θύματα στραγγαλισμού, άλλοι απλά ξυλοκοπημένοι μέχρι θανάτου, άλλοι καμένοι ζωντανοί– έρχονται να υπενθυμίσουν ότι ιστορικά η «αγάπη» για την πατρίδα και το έθνος μεταφράζεται συχνά σε βία και βαρβαρότητα. Εντέλει, είναι το «έθνος» παράγωγο πολιτισμού ή παράγωγο μισαλλοδοξίας και φόβου; Στη σημερινή Ουκρανία, μάλλον το δεύτερο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Kasianov G. – Ther P. (επιμ.): A LABORATORY OF TRANSNATIONAL HISTORY: UKRAINE AND RECENT UKRAINIAN HISTORIOGRAPHY, CEU Press, Βουδαπέστη K Μόναχο
    Lower W.: NAZI-EMPIRE BUILDING AND THE HOLOCAUST IN UKRAINE, University of North Carolina Press, Chapel Hill 2005.
    Marples D.: HEROES AND VILLAINS: CREATING NATIONAL HISTORY ON CONTEMPORARY UKRAINE, CEU Press, Βουδαπέστη
    Rudnitsky S.: UKRAINE: THE LAND AND ITS PEOPLE, ΝέαΥόρκη
    Shelukhyn S.: UKRAINE, POLAND AND RUSSIA AND THE RIGHT OF THE FREE DISPOSITION OF THE PEOPLES, Friends of Ukraine, Ουάσινγκτον
    Statiev Α.: THE SOVIET COUNTERINSURGENCY IN THE WESTERN BORDERLANDS, Cambridge University Press, Κέμπριτζ
    Ukrainian National Committee of the US: UKRAINE ON THE ROAD TO FREEDOM, Νέα Υόρκη

Καταϊφτσής Δημήτρης

[το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τον Νοέμβριο του 2015]

www.slavologos.com  

ΠΗΓΗ:  https://cognoscoteam.gr/ 22-2-2022