Η ένοχη κενολογία.
Υπάρχει συλλογική ενοχή; Ή ο νομικός καταλογισμός και η ψυχολογική βίωση της ενοχής είναι μόνο και πάντοτε ατομικό γεγονός; Μπορούμε να καταλογίσουμε έγκλημα, παράπτωμα ή πταίσμα συνολικά σε μια κοινωνία, σε ένα κράτος, σε ένα θεσμό – μπορεί να αποδοθεί συλλογικά η ενοχή;
Στην περίφημη δίκη της Νυρεμβέργης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταδικάστηκαν είκοσι τέσσερα άτομα, εγκληματίες πολέμου, αλλά και οκτώ θεσμοί (ένας από αυτούς ήταν η Γκεστάπο). Το τότε «ειδικό δικαστήριο» δέχθηκε ότι ένας θεσμός μπορεί να κηρυχθεί ένοχος καθεαυτόν – ή οι στόχοι και επιδιώξεις του, η δομή και η λειτουργία του να έχουν σκόπιμα εγκληματικό χαρακτήρα.
Και αν ο θεσμός είναι ένοχος, πόσην ευθύνη υπέχει το επιμέρους άτομο που βιοπορίζεται μετέχοντας στην υπαλληλική στελέχωση του θεσμού; Αν στην Ελλάδα σήμερα η ΔΕΗ, η εφορία, οι εταιρείες είσπραξης διοδίων είναι θεσμοί που παράγουν μείζονα βασανισμό του πολίτη, πόσο ένοχος πρέπει και μπορεί να αισθάνεται όποιος κερδίζει το ψωμί του υπηρετώντας την εργαλειακή απανθρωπία του θεσμού;
Το δυσκολότερο ερώτημα είναι: Με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει καταλογισμός (ή και επίγνωση) ενοχής; Η ενοχή έχει εξ ορισμού αναφορικό χαρακτήρα, είμαι ένοχος απέναντι σε κάποιον ή σε κάποιους – στην οικογένειά μου, στους συνεργάτες μου, στην τοπική κοινότητα, στην «κοινωνία» συνολικά. Οταν αυτή η αναφορά παύει να αντιπροσωπεύει πραγματικότητα και εμπειρία σχέσεων, όταν γίνει εντελώς αφηρημένη και θεωρητική, εκπίπτει και η ενοχή σε νομικό ρητόρευμα. Οταν «έναντι» δεν υπάρχει δεύτερος όρος, όταν ο «λαός», οι «συμπολίτες», η «πατρίδα» είναι λέξεις κενές, δίχως αντίκρισμα σχέσεων που συγκροτούν κοινωνία, τότε και ο πιο σαδιστικός βασανισμός ανθρώπου από άνθρωπο, η αυθαιρεσία, η ακύρωση ανειλημμένων δεσμεύσεων δεν δημιουργούν ενοχές. Η λέξη ενοχή λειτουργεί ως γυμνό κέλυφος, δίχως επιπτώσεις ή συνέπειες.
Στην περίφημη δίκη της Νυρεμβέργης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταδικάστηκαν είκοσι τέσσερα άτομα, εγκληματίες πολέμου, αλλά και οκτώ θεσμοί (ένας από αυτούς ήταν η Γκεστάπο). Το τότε «ειδικό δικαστήριο» δέχθηκε ότι ένας θεσμός μπορεί να κηρυχθεί ένοχος καθεαυτόν – ή οι στόχοι και επιδιώξεις του, η δομή και η λειτουργία του να έχουν σκόπιμα εγκληματικό χαρακτήρα.
Και αν ο θεσμός είναι ένοχος, πόσην ευθύνη υπέχει το επιμέρους άτομο που βιοπορίζεται μετέχοντας στην υπαλληλική στελέχωση του θεσμού; Αν στην Ελλάδα σήμερα η ΔΕΗ, η εφορία, οι εταιρείες είσπραξης διοδίων είναι θεσμοί που παράγουν μείζονα βασανισμό του πολίτη, πόσο ένοχος πρέπει και μπορεί να αισθάνεται όποιος κερδίζει το ψωμί του υπηρετώντας την εργαλειακή απανθρωπία του θεσμού;
Το δυσκολότερο ερώτημα είναι: Με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει καταλογισμός (ή και επίγνωση) ενοχής; Η ενοχή έχει εξ ορισμού αναφορικό χαρακτήρα, είμαι ένοχος απέναντι σε κάποιον ή σε κάποιους – στην οικογένειά μου, στους συνεργάτες μου, στην τοπική κοινότητα, στην «κοινωνία» συνολικά. Οταν αυτή η αναφορά παύει να αντιπροσωπεύει πραγματικότητα και εμπειρία σχέσεων, όταν γίνει εντελώς αφηρημένη και θεωρητική, εκπίπτει και η ενοχή σε νομικό ρητόρευμα. Οταν «έναντι» δεν υπάρχει δεύτερος όρος, όταν ο «λαός», οι «συμπολίτες», η «πατρίδα» είναι λέξεις κενές, δίχως αντίκρισμα σχέσεων που συγκροτούν κοινωνία, τότε και ο πιο σαδιστικός βασανισμός ανθρώπου από άνθρωπο, η αυθαιρεσία, η ακύρωση ανειλημμένων δεσμεύσεων δεν δημιουργούν ενοχές. Η λέξη ενοχή λειτουργεί ως γυμνό κέλυφος, δίχως επιπτώσεις ή συνέπειες.
- Ο καταλογισμός της ενοχής ξεπέφτει σε νομική κενολογία.
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν έμοιαζε, δύο δεκαετίες τώρα, εκπληκτική περίπτωση ηγέτη, τυπικού μονάρχη του μαρξιστικού ολοκληρωτικού μοντέλου, που αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες επιχειρούσε να επανεντάξει την αυτοκρατορία του στην κοινωνία των εθνών. Χωρίς εξαγγελίες θεαματικού εντυπωσιασμού και με εμφατικό σημάδι αλλαγής τα σταυροκοπήματά του στις εκκλησίες και στο Αγιονόρος, έχτισε την αινιγματική του εικόνα. Για να ξαφνιάσει αναπάντεχα τον πλανήτη ολόκληρο μακελεύοντας αδίσταχτα την ομόδοξή του Ουκρανία και προκαλώντας ανενδοίαστα την αμερικανική υπεροψία.
Στη σημερινή πολιτισμική (πλανητική) πραγματικότητα και νοο-τροπία τίποτα δεν δεσμεύει κανέναν, αφού έχει πάψει να λειτουργεί άξονας κοινωνικής (εθνικής και διεθνικής) αναφοράς της ευθύνης. Ο άλλοτε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποδεχθεί την «πολιτική ευθύνη» του σκανδάλου Κοσκωτά, αλλά δεν διανοήθηκε να υποστεί την παραμικρή συνέπεια της ομολογημένης ενοχής του. Στη σημερινή πολιτιστική πραγματικότητα και νοοτροπία τίποτα δεν δεσμεύει κανέναν, αφού έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί άξονας κοινωνικής αναφοράς της ευθύνης. Ισως είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία που το αίσθημα της ευθύνης και η συνακόλουθη βίωση ενοχής έχουν τόσο ριζικά αμβλυνθεί. Από τον πλανητάρχη ώς τον ταξιτζή και από τα Ανώτατα Πνευματικά καθιδρύματα ώς τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, όλοι δικαιούνται να καταπατούν τις δεσμεύσεις τους, αφού ο καταλογισμός της ενοχής εξέπεσε σε νομική κενολογία.
Αυτονόητο και το παιχνίδι της μεταφοράς των ευθυνών από τον κυρίως υπεύθυνο στον απλώς αυτουργό – ή το αντίστροφο, όταν ο αυτουργός καλύπτεται από απρόσωπο φορέα της ευθύνης. Ο οδηγός της νταλίκας, που παίρνει εντολή να τρέχει τις περισσότερες και να κοιμάται τις λιγότερες κατά το δυνατόν ώρες, θεωρεί τον εαυτό του ανεύθυνο όταν προκαλέσει δυστύχημα, αλλά την ενοχή αποποιείται και ο εντολέας που εμπιστεύθηκε την ικανότητα ή την αντοχή του οδηγού. Ανεύθυνος είναι και κάθε κρατικός υπάλληλος: Βασανίζει δίχως ενοχές (συχνά και με φανερή ηδονή εξουσίας) τον πολίτη, αφού είναι το «σύστημα» που φταίει για όλα, ακόμα και για τη δική του βάναυση συμπεριφορά. Ατομικές ενοχές δεν υπάρχουν πια στις σημερινές κατ’ ευφημισμόν «κοινωνίες», για όλα φταίνε οι απρόσωποι «φορείς» της εξουσίας.
Φυσικό επακόλουθο: Συντηρούμε με την ψήφο μας στο ενεργό πολιτικό προσκήνιο τους κυρίως υπεύθυνους, πρόσωπα και κόμματα, της κραυγαλέας, άκρως επικίνδυνης αναξιοκρατίας, τους πρωταίτιους για την επικινδυνωδέστερη λοιμική, που είναι η ακρισία, η τέλεια αδιαφορία για την ποιότητα. Η νόσος της ακρισίας, της τέλειας αδιαφορίας για την ανθρώπινη ποιότητα, οι συμβιβασμοί με την ευτέλεια ακόμα και στις κρισιμότερες θεσμικές λειτουργίες (υπουργείο Παιδείας, υπουργείο Εξωτερικών, υπουργείο Αμυνας) προμηνύουν, στο άμεσο μέλλον, «πολλή ξηρασία».
Χρήστος Γιανναράς
https://www.kathimerini.gr/opinion/561846112/i-enochi-kenologia/
8/5/2022
Στη σημερινή πολιτισμική (πλανητική) πραγματικότητα και νοο-τροπία τίποτα δεν δεσμεύει κανέναν, αφού έχει πάψει να λειτουργεί άξονας κοινωνικής (εθνικής και διεθνικής) αναφοράς της ευθύνης. Ο άλλοτε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποδεχθεί την «πολιτική ευθύνη» του σκανδάλου Κοσκωτά, αλλά δεν διανοήθηκε να υποστεί την παραμικρή συνέπεια της ομολογημένης ενοχής του. Στη σημερινή πολιτιστική πραγματικότητα και νοοτροπία τίποτα δεν δεσμεύει κανέναν, αφού έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί άξονας κοινωνικής αναφοράς της ευθύνης. Ισως είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία που το αίσθημα της ευθύνης και η συνακόλουθη βίωση ενοχής έχουν τόσο ριζικά αμβλυνθεί. Από τον πλανητάρχη ώς τον ταξιτζή και από τα Ανώτατα Πνευματικά καθιδρύματα ώς τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, όλοι δικαιούνται να καταπατούν τις δεσμεύσεις τους, αφού ο καταλογισμός της ενοχής εξέπεσε σε νομική κενολογία.
Αυτονόητο και το παιχνίδι της μεταφοράς των ευθυνών από τον κυρίως υπεύθυνο στον απλώς αυτουργό – ή το αντίστροφο, όταν ο αυτουργός καλύπτεται από απρόσωπο φορέα της ευθύνης. Ο οδηγός της νταλίκας, που παίρνει εντολή να τρέχει τις περισσότερες και να κοιμάται τις λιγότερες κατά το δυνατόν ώρες, θεωρεί τον εαυτό του ανεύθυνο όταν προκαλέσει δυστύχημα, αλλά την ενοχή αποποιείται και ο εντολέας που εμπιστεύθηκε την ικανότητα ή την αντοχή του οδηγού. Ανεύθυνος είναι και κάθε κρατικός υπάλληλος: Βασανίζει δίχως ενοχές (συχνά και με φανερή ηδονή εξουσίας) τον πολίτη, αφού είναι το «σύστημα» που φταίει για όλα, ακόμα και για τη δική του βάναυση συμπεριφορά. Ατομικές ενοχές δεν υπάρχουν πια στις σημερινές κατ’ ευφημισμόν «κοινωνίες», για όλα φταίνε οι απρόσωποι «φορείς» της εξουσίας.
Φυσικό επακόλουθο: Συντηρούμε με την ψήφο μας στο ενεργό πολιτικό προσκήνιο τους κυρίως υπεύθυνους, πρόσωπα και κόμματα, της κραυγαλέας, άκρως επικίνδυνης αναξιοκρατίας, τους πρωταίτιους για την επικινδυνωδέστερη λοιμική, που είναι η ακρισία, η τέλεια αδιαφορία για την ποιότητα. Η νόσος της ακρισίας, της τέλειας αδιαφορίας για την ανθρώπινη ποιότητα, οι συμβιβασμοί με την ευτέλεια ακόμα και στις κρισιμότερες θεσμικές λειτουργίες (υπουργείο Παιδείας, υπουργείο Εξωτερικών, υπουργείο Αμυνας) προμηνύουν, στο άμεσο μέλλον, «πολλή ξηρασία».
Χρήστος Γιανναράς
https://www.kathimerini.gr/opinion/561846112/i-enochi-kenologia/
8/5/2022