Το Ελληνοτουρκικό σύστημα σε τροχιά σύγκρουσης σκληρής ισχύος.
Μιντιακά αλλά και πολιτικά στελέχη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Δυτικοευρωπαϊκό γεωπολιτικό στερέωμα, επιμένουν να αποδίδουν την κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας, στις καθεστωτικές ανάγκες του Τουρκικού κατεστημένου το οποίο επιδιώκει να ισχυροποιήσει περαιτέρω την θέση του εν όψει εξελίξεων και φυσικά στις εκλογικές ανάγκες του ιδίου του συστήματος Ερντογάν, που επιδιώκει να αντιστρέψει το κλίμα της πολιτικής αβεβαιότητας εν όψει των προεδρικών εκλογών του Ιουνίου του 2023…
Πρόκειται για μια κατάφορα εσφαλμένη προσέγγιση, που υποβαθμίζει ένα κρίσιμο γεωπολιτικό στοίχημα στο επίπεδο του διαχειριστικού τακτικισμού και συνακόλουθα υποτιμά και το μέγεθος των κινδύνων με τους οποίους βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα μας αλλά και η ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
Η επιθετική κλιμάκωση εκ μέρους της Τουρκίας, ΔΕΝ είναι απλώς μια κλιμάκωση στο επίπεδο της ρητορικής και όλα δείχνουν πως η εξέλιξη αυτής της κλιμάκωσης, ΔΕΝ πρόκειται να περιοριστεί σε μια διευρυμένη – σε σχέση με το παρελθόν – αλληλουχία επιχειρησιακών τυχοδιωκτισμών στο πεδίο, που θα μπορούσε να ενσωματωθεί στα πεπερασμένα όρια ενός «θερμού επεισοδίου», προκειμένου έτσι να καταστεί διαχειρίσιμη.
Η Τουρκία δεν έχει σηκώσει απλώς ψηλά τον πήχη των παράλογων διεκδικήσεων που απαριθμεί στο πλαίσιο του ευρύτερου αναθεωρητικού της παραληρήματος. Η Τουρκία προωθεί μεθοδικά την ατζέντα ενός στρατηγικού διμέτωπου, με την οποία ουσιαστικά αμφισβητεί δυο πράγματα:
- Α. Τα ισχύοντα σύνορα, άρα το εύρος του ΔΙΚΟΥ ΤΗΣ γεωπολιτικού αποτυπώματος το οποίο επιδιώκει να μετατοπίσει ΚΑΙ προς τα Δυτικά ώστε να έχει διαφορετικό ρόλο και πολλαπλά αναβαθμισμένο λόγο στην σχέση ισχύος που διαφαίνεται ότι θα διαμορφωθεί ανάμεσα στην Ευρώπη ως συμπαγή βραχίονα της Δυτικής συμμαχίας από την μια και στην Ρωσία ως μέρος του όποιου διάδοχου Ευρασιατικού σχήματος θα μπορούσε να διαμορφωθεί στο ρευστό μεταπολεμικό σκηνικό. Και…
- Β. Τον γεωπολιτικό ρόλο της Ευρώπης, στο βαθμό που θα μπορούσε να της ανατεθεί ένας τέτοιος ρόλος, στο πλαίσιο του επικαιροποιημένου Νατοϊκού σχεδιασμού.
Δεν είναι λοιπόν διόλου τυχαίο το γεγονός, ότι αυτή η ακραία κλιμάκωση έρχεται να διαψεύσει πλήρως τις προσδοκίες των αφελών που θεωρούσαν ότι η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, θα έστελνε στα αζήτητα τις αναθεωρητικές πρακτικές. Αντιθέτως ο συστημικός χαρακτήρας αυτής της σύγκρουσης, η οποία τύποις μόνον θεωρείται Ρωσσο-Ουκρανική, επιτάχυνε τις εξελίξεις διότι επί της ουσίας επαναδιατύπωσε το κρίσιμο περιφερειακό γεωπολιτικό στοίχημα και επαναπροσδιόρισε τους ρόλους, τους πρωταγωνιστές και τα παραδοσιακά «θεσμικά» στερεότυπα.
Από αυτήν την άποψη, οφείλουμε να αντιληφθούμε, ότι στο δυναμικό μεταπολεμικό περιβάλλον των πολλαπλών και διαρκών αντιπαραθέσεων, το Ελληνοτουρκικό σύστημα έχει πάψει πλέον να είναι ένα πεδίο ελεγχόμενης διμερούς αντιπαράθεσης και αναβαθμίστηκε μέσα σε μια νύχτα, σε ένα από τα κορυφαία θέατρα της συστημικής σύγκρουσης για την ανακατανομή της ισχύος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σε αυτό συνέτειναν ΚΑΙ ο διαχρονικός νεο-οθωμανικός ηγεμονισμός που σπεύδει να καταλάβει το κενό ισχύος που παρατηρήθηκε, επιδιώκοντας να «πάρει θέση» εν όψει των εξελίξεων της επόμενης μέρας… Αλλά ΚΑΙ η διαφαινόμενη πρόθεση των Αμερικανών και των Γερμανογάλλων «συμμάχων» μας να εργαλειοποιήσουν και πάλι την Ελλάδα, προσβλέποντας αυτήν την φορά σε μια διαφορετική επαναδιατύπωση του Ανατολικού ζητήματος.
Στην βάση αυτών των διαπιστώσεων, τα κρίσιμα ζητήματα που κατά την γνώμη μας θα πρέπει να προσεχτούν είναι τα εξής:
- Α. Οι διαρκείς αναφορές Μητσοτάκη στα περί «δεδομένης» συμμάχου χώρας, δεν είναι τυχαίες αναφορές. Αποκαλύπτουν σε κωδικοποιημένη γλώσσα, ότι η Ελλάδα δια του ιδίου του πρωθυπουργού της έχει αποδεχτεί να αναλάβει τον ρόλο που της έχει ανατεθεί. Το αν η ανάθεση αυτού του ρόλου, συνοδεύεται και από τις απαραίτητες εγγυήσεις προκειμένου να μην αναβιώσουν ημέρες του 1922, είναι κάτι που μένει να αποδειχτεί.
- Β. Την λογική αυτής της ανάθεσης, φαίνεται ότι ουσιαστικά την έχουν συναποδεχτεί οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου και οι υποτιθέμενες «εθνικές απαντήσεις» που διατυπώνονται σε αντιστοιχία με την καιροσκοπική διαχείριση του Ουκρανικού, δεν συνιστούν παρά έμπρακτη επιβεβαίωση αυτής της αποδοχής.
- Γ. Η ανάθεση και η συνακόλουθη αποδοχή εκ μέρους της χώρας μας, της ανάληψης συγκεκριμένου ρόλου, είναι φανερό πως έχει γίνει αντιληπτή από την Τουρκία. Και αυτό είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να ερμηνεύσει την έξαρση της επιθετικότητας στις αντιδράσεις της. Ας μην συνεχίσουμε λοιπόν λαθεμένα να αποδίδουμε τα πάντα στο δήθεν επιτυχημένο ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Δεν ήταν ούτε τόσο έξυπνες ούτε τόσο ανησυχητικές για τους Τούρκους οι δηλώσεις που έκανε στις ΗΠΑ ο Έλληνας πρωθυπουργός.
- Δ. Στο πλαίσιο αυτού του κατ’ ανάθεσην ρόλου, είναι πάρα πολύ πιθανό η Ελλάδα να ενθαρρυνθεί ώστε να ασκήσει την επόμενη περίοδο κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και κυριαρχία, με βάση τα προβλεπόμενα του Διεθνούς Δικαίου και στην βάση μιας απολύτως ενορχηστρωμένης απόπειρας να αποτυπωθούν τα νέα δεδομένα ισχύος στο περιβάλλον της κορυφαίας στρατηγικής σύγκρουσης.
Στον βαθμό που οι παραπάνω συλλογισμοί αποδειχτούν βάσιμοι, είναι φανερό ότι θα οδηγηθούμε σε μια ευρύτερη σύγκρουση με όρους στρατηγικής επιβίωσης και όχι σε ένα περιορισμένης έκτασης και ελεγχόμενο «θερμό επεισόδιο». Η Ελληνική κοινωνία λοιπόν καλό θα είναι να προετοιμάζεται για τα δύσκολα και να μην παραδίδεται στην λαγνεία των φωνών εκείνων που επιδιώκουν σταθερά να υποβαθμίσουν το πρόβλημα και τους συνακόλουθους κινδύνους που συνθέτουν την μεγάλη εικόνα.
Οι κυβερνητικοί χειρισμοί πάντως, κατ’ αρχήν ΔΕΝ αποπνέουν την απαραίτητη σοβαρότητα και επάρκεια και αυτή η παράμετρος είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Φυσικά η κυβερνητική ρητορική εμφανίζεται να είναι αισθητά τροποποιημένη σε σχέση με το παρελθόν, προφανώς στο πλαίσιο της προσπάθειας να προετοιμάζεται η κοινή γνώμη για όσα ενδέχεται να ακολουθήσουν. Αυτό όμως δεν αρκεί, εάν η τακτική διαχείριση η οποία έχει υιοθετηθεί συνολικά, δεν προϋποθέτει μεταξύ όλων των άλλων ΚΑΙ την αδιαπραγμάτευτη προώθηση ενός Εθνικού οράματος που θα τροποποιήσει ουσιαστικά και μόνιμα τους κανόνες στο περιφερειακό παίγνιο της ισχύος.
Καλό θα είναι λοιπόν να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι ως προς τις διαπιστώσεις μας, συνειδητοποιώντας ότι:
- Πρώτον: Ο γεωγραφικός χώρος ο οποίος ορίζεται ως χώρος αδιαμφισβήτητης Ελληνικής Εθνικής κυριαρχίας, είναι ο σκληρός πυρήνας ενός κρίσιμου γεωπολιτικού τερέν επί του οποίου θα διατυπωθεί η νέα εξίσωση ισχύος και οι όροι της γεωπολιτικής και οικονομικής της προβολής στο περιβάλλον του νέου πολυπολικού κόσμου που διαμορφώνεται.
- Δεύτερον: Η Τουρκία, στο πλαίσιο των δικών της ιδιαίτερων ηγεμονικών φιλοδοξιών, επιδιώκει την μεταβολή του κυριαρχικού καθεστώτος σε αυτό το ευαίσθητο γεωπολιτικό περιβάλλον, ακριβώς για να μπορέσει να διαδραματίσει τον συμπρωταγωνιστικό ρόλο που διεκδικεί στην νέα Αρχιτεκτονική ισχύος και αυτήν ακριβώς την επιδίωξη εξυπηρετεί η επιθετική διεύρυνση της αναθεωρητικής της ατζέντας, που αμφισβητεί ευθέως ακόμη και τα ισχύοντα σύνορα.
- Τρίτον: Η κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας, δεν αμφισβητεί μονάχα τα σύνορα και τον σκληρό πυρήνα της Εθνικής μας κυριαρχίας, αμφισβητεί παράλληλα με αυτό, ΚΑΙ το «δικαίωμα» τόσο των Αμερικανών όσο και της ΕΕ να προωθούν τα δικά τους γεωπολιτικά σχέδια σε περιοχές που θεωρεί ότι ανήκουν στον δικό της ευρύτερο ζωτικό χώρο.
- Τέταρτον: Η Τουρκία δεν πρόκειται να αποκλιμακώσει την ένταση εάν δεν αποσπάσει σημαντικά και υπολογίσιμα κέρδη, ικανά να τροποποιήσουν εκ θεμελίων και υπέρ της το γεωπολιτικό «καρέ» της ευρύτερης περιοχής. Δεν υπάρχουν ΟΥΤΕ στο Τουρκικό πολιτικό στερέωμα, αλλά ΟΥΤΕ και στην Τουρκική κοινωνία δυνάμεις ικανές και με πρόθεση να ανακόψουν αυτήν την ξέφρενη πορεία μιας χώρας που αντιλαμβάνεται την επιθετική ιστορική και γεωπολιτική αναθεώρηση, ως εργαλείο για την πραγματοποίηση του ιστορικού ρόλου που διεκδικεί στις νέες συνθήκες.
Ας είναι λοιπόν καθαρό σε όλους μας ότι εάν η παρτίδα δεν έχει «πουληθεί» ήδη κάτω από το τραπέζι, τότε οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε μια σύγκρουση σκληρής ισχύος και ότι το διακύβευμα της στρατηγικής επιβίωσης της χώρας και κατ’επέκτασην του Ελληνισμού, περνά μόνον μέσα από την συντριπτική ήττα και εν τέλει τον διαμελισμό της Τουρκίας.
Σε αυτό οφείλει να στοχεύσει πλέον ο Ελληνισμός χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς… Και αυτό ακριβώς οφείλουν να κατανοήσουν και να αποδεχτούν οι στρατηγικοί μας «σύμμαχοι». Και είναι υποχρέωση των πολιτικών μας ταγών να το εξηγήσουν με κάθε τρόπο και χωρίς τα γνωστά μισόλογα ενός αμφιλεγόμενου διπλωματικού σαβουάρ βίβρ…
Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ