Πως το ΔΝΤ αντιμετώπισε την Ελλάδα και πως την Ουκρανία! Για να μην ξεχνιόμαστε.
Η πόρτα του ανελκυστήρα ανοίγει. Δύο νεαρές γυναίκες βγαίνουν, συνεχίζοντας τη συζήτησή τους σε μια σλαβική γλώσσα. Τα διακριτικά τους δείχνουν ότι είναι οικονομολόγοι από τη Βουλγαρία. Η υπεύθυνη επικοινωνίας που μας συνοδεύει, παλαιστινιακής καταγωγής, μας συστήνει στον ιστορικό του οργανισμού, έναν Ινδό οικονομολόγο, ο οποίος μας υποδέχεται πριν μας οδηγήσει στο γραφείο της υπεύθυνης του τμήματος στρατηγικού σχεδιασμού: μιας οικονομολόγου με τουρκικό διαβατήριο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας, θα συναντήσουμε έναν Ολλανδό υπήκοο, οικονομολόγο, έναν Γάλλο, επίσης οικονομολόγο, καθώς και έναν Ιάπωνα, ο οποίος θα μας ζητήσει να τον τραβήξουμε φωτογραφία με φόντο τον λογότυπο του οργανισμού. Ασκεί και αυτός το ίδιο επάγγελμα με τους προηγούμενους1.
Για να φτάσουμε σε αυτόν τον μικρό παράδεισο για διεθνείς οικονομολόγους, στην καρδιά της Ουάσιγκτον, της αμερικανικής πρωτεύουσας, είχαμε περπατήσει ακολουθώντας με το βλέμμα μας ένα τεράστιο ελικόπτερο. Ο βόμβος του έμοιαζε να μην γίνεται αντιληπτός από τους περαστικούς, που προφανώς είχαν συνηθίσει τη χορογραφία των ιπτάμενων μηχανών. Αφού πρώτα είχε πετάξει πάνω από τις πρασιές του Μνημείου του Λίνκολν, το ελικόπτερο είχε προσγειωθεί στο γρασίδι του Λευκού Οίκου. Μας έμενε να διασχίσουμε σχεδόν ένα χιλιόμετρο. Απόσταση αρκετή για να περάσουμε μπροστά από τα κτίρια που στεγάζουν το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (OAS), την αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed), το υπουργείο Εξωτερικών, την Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και το Μουσείο Θυμάτων του Κομμουνισμού. Στο κέντρο αυτού του σκληρού πυρήνα εξουσίας δεσπόζει ο προορισμός μας: ένα ογκώδες τσιμεντένιο κτίριο με γραμμές που παραπέμπουν στο αρχιτεκτονικό ρεύμα του μπρουταλισμού –ή τουλάχιστον εμπνέονται από αυτό. Μόλις είχαμε φθάσει στην έδρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Έχοντας δημιουργηθεί την ίδια εποχή με την Παγκόσμια Τράπεζα, αμέσως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διεθνείς οικονομικές ανισορροπίες δεν θα πυροδοτήσουν νέες πολεμικές συγκρούσεις, το Ταμείο ανέλαβε μια διπλή αποστολή: αφενός τον συντονισμό των νομισματικών πολιτικών στο πλαίσιο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και αφετέρου την παροχή βοήθειας σε χώρες που αντιμετωπίζουν ξαφνική έλλειψη χρηματοδότησης, μέσω ενός κοινού ταμείου στο οποίο συνεισφέρουν όλα τα κράτη-μέλη του.
Ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων, ο θεσμός μετεξελίχθηκε σε οχυρό της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτεί από τις διάφορες χώρες σε αντάλλαγμα των φροντίδων του –ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση αγορών, λιτότητα…– καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες ζωής των λαών τους: θα μπορούν να έχουν περίθαλψη, να πάνε στο σχολείο, να τρέφονται; Κάπως έτσι, μόλις είχαμε διεισδύσει στο εσωτερικό ενός από τους πιο αμφιλεγόμενους θεσμούς του πλανήτη.
Να είναι άραγε αυτός ο λόγος που το ΔΝΤ επιφυλάσσει τόσο ιδιαίτερη υποδοχή στους δημοσιογράφους; Κατά την ξενάγησή μας, υπογραμμίζονται διαρκώς οι προσπάθειες του οργανισμού στο πεδίο της «διαφάνειας» και του «ανοίγματος», αλλά έχουμε εκ των προτέρων προειδοποιηθεί ότι όλες οι συζητήσεις θα θεωρούνται off the record και ότι θα πρέπει να επικυρωθούν επίσημα, ή ακόμη και να ξαναγραφούν. Οι συναντήσεις γίνονται παρουσία ενός υπεύθυνου επικοινωνίας, ο οποίος καταγράφει τους διαλόγους. Προκαλώντας το ερώτημα εάν η ηχογράφηση προορίζεται για τον δημοσιογράφο ή για τον υπάλληλο, καθώς το βλέμμα ορισμένων συνομιλητών μας έμοιαζε να στέκεται συχνά στη συσκευή ηχογράφησης. Η έρευνά μας πάντως θα δείξει ότι το ευγενές αυτό ίδρυμα δεν χαρακτηρίζεται διόλου από πνεύμα αμφισβήτησης. «Η λογική της σταδιοδρομίας μετράει πολύ στο ΔΝΤ», λέει με ειρωνεία η ερευνήτρια Λάρα Μέρλινγκ του Global Development Policy Center, μιας προοδευτικής δεξαμενής σκέψης του πανεπιστημίου της Βοστόνης. «Και κανείς δεν ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας όταν απομακρύνεται από την επίσημη γραμμή.» Αν κρίνουμε από τις συζητήσεις μας, για τους περισσότερους υπαλλήλους του ΔΝΤ οι προοπτικές διαγράφονται ρόδινες.
Το ΔΝΤ φροντίζει τους 2.400 εργαζομένους του. Οι ετήσιες απολαβές των οικονομολόγων κυμαίνονται μεταξύ 100.000 και 200.000 δολαρίων (δηλαδή μεταξύ 96.000 και 195.000 ευρώ). Οι επικεφαλής τμημάτων αμείβονται με 320.000-400.000 δολάρια τον χρόνο. Ο χαμηλότερος προβλεπόμενος μισθός, για τη θέση βοηθού γραμματείας, κυμαίνεται μεταξύ 43.000 και 62.000 δολαρίων. Τα πλεονεκτήματα σε σχέση με την ασφαλιστική κάλυψη, τη συνταξιοδότηση, την τηλε-εργασία, τις άδειες άνευ αποδοχών ή την πρόβλεψη για ησυχαστήρια εντός χώρων εργασίας συμπληρώνουν γενναιόδωρα τους μισθούς, που πολύ συχνά είναι αφορολόγητοι, αφού μόνο οι υπάλληλοι αμερικανικής υπηκοότητας καταβάλλουν φόρο εισοδήματος.
Με καταγωγή από περίπου 160 από τις 190 χώρες-μέλη του οργανισμού, αυτός ο μικρός κόσμος –με σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια– μιλάει την ίδια γλώσσα. Η γλώσσα μοιάζει, φυσικά, με τα αγγλικά, την παγκόσμια διάλεκτο των αγορών. Πρόκειται όμως για ένα ιδιαίτερο είδος αγγλικών, που κατασκευάζει τις φράσεις του σύμφωνα με τον τρόπο που η νεοκλασική οικονομία φαντάζεται την κοινωνία: έτσι, η συζήτηση είναι για τα «συμβαλλόμενα μέρη», τις «βέλτιστες πρακτικές» ή τις «εξωτερικότητες». Πρόκειται επίσης για μια γλώσσα διανθισμένη με νεολογισμούς του ίδιου του οργανισμού, τις περισσότερες φορές διαμορφωμένους σε αρκτικόλεξα, η σωστή χρήση των οποίων αποτελεί ένα από τα πολλά αόρατα τείχη που χωρίζουν το οχυρό ΔΝΤ από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο επισκέπτης θα πρέπει να είναι έτοιμος να αποκρυπτογραφήσει φράσεις όπως: «η MD αναφέρθηκε στο IV που αφορά τα CFM/MPM από κοινού με τους CSO» («Η γενική διευθύντρια αναφέρθηκε στη νέα θέση του οργανισμού σχετικά με τους κεφαλαιακούς ελέγχους και τα μέτρα μακροοικονομικής σύνεσης από κοινού με τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς»). Το Google Translate δεν θα τον βοηθήσει καθόλου…
Το 2007, ο Αμερικανός ερευνητής Τζέιμς Ρέιμοντ Βρίλαντ ξεκινούσε το βιβλίο του για τον ισχυρότερο διεθνή χρηματοπιστωτικό θεσμό με την ακόλουθη παρατήρηση: «Το ΔΝΤ το γνωρίζουν πολύ καλά στον Τρίτο Κόσμο. (…) Ωστόσο, παραμένει πολύ λιγότερο οικείο στους πολίτες του αναπτυγμένου κόσμου»2. Το Ταμείο περνούσε τότε μια υπαρξιακή κρίση. Το πικρό φάρμακο που χορηγεί είχε οδηγήσει τις περισσότερες χώρες να του γυρίσουν την πλάτη. Εκείνη τη χρονιά, μια προεκλογική διαφήμιση της περονίστριας υποψηφίου για την προεδρία της Αργεντινής, της Κριστίνα Φερνάντες δε Κίρτσνερ, υποσχόταν ότι «θα χτίσουμε έναν κόσμο στον οποίο τα παιδιά σας και τα παιδιά τους δεν θα γνωρίζουν τι είναι το ΔΝΤ».
«Πρέπει να μιλήσουμε»
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, τα δάνεια του ΔΝΤ προς τις χώρες που βρίσκονται σε δυσκολία, δηλαδή ο βασικός λόγος ύπαρξής του, έπεσαν από τα 110 δισεκατομμύρια δολάρια σε λιγότερα από 18 δισεκατομμύρια μεταξύ 2003 και 2007. Ο οργανισμός «δεν είναι πια παρά σκιά του εαυτού του», έγραφε με ικανοποίηση ο οικονομολόγος Μαρκ Γουάισμπροτ, ο οποίος κατάγγελλε επί πολύ καιρό τον ρόλο του Ταμείου στην αύξηση των ανισοτήτων3. Με τον ορισμό του στη θέση του εκτελεστικού διευθυντή, στις 28 Σεπτεμβρίου 2007, ο Γάλλος σοσιαλιστής Ντομινίκ Στρος-Καν αναλαμβάνει την αποστολή να προχωρήσει σε περικοπές προσωπικού… λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008. «Επρόκειτο για ένα γελοίο επεισόδιο», μας εκμυστηρεύεται υπάλληλος του οργανισμού υπό τον όρο της ανωνυμίας (απαίτηση που θα συναντήσουμε ξανά κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας). «Προσφέραμε κολοσσιαία πακέτα εθελουσίας εξόδου για να παροτρύνουμε υπαλλήλους μας να φύγουν. Μερικές φορές τους ίδιους που σχεδόν αμέσως μετά χρειάστηκε να καλέσουμε να επιστρέψουν!».
Φθάνοντας στην Ευρώπη, η καταιγίδα που είχε ξεσπάσει στη Γουόλ Στριτ αποσταθεροποιεί την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και, φυσικά, την Ελλάδα. Όχι μόνο το ΔΝΤ επιστρέφει στο προσκήνιο, αλλά το κάνει σε αναπτυγμένες χώρες και έτσι, στο μέτρο που η κρίση βαθαίνει, το όνομά του γίνεται τόσο «οικείο» όσο και στις χώρες του παγκόσμιου Νότου. Κατά τρόπο ώστε, δεκαπέντε χρόνια μετά την παρατήρηση του Βρίλαντ, τα τρία γράμματα φέρνουν στο μυαλό την ίδια εικόνα σε ολόκληρο τον πλανήτη: το χρηματοπιστωτικό ισοδύναμο του Μπαμπούλα. Στις πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου κάνουν πλέον την εμφάνισή τους γκράφιτι που ήταν από καιρό γνωστά στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Όπως το 2011, όταν το ΔΝΤ έφτασε στην Πορτογαλία, όπου το σύνθημα στους τοίχους της Λισαβόνας παραποιούσε το αρκτικόλεξό του (FMI, Fundo MonétarioInternacional) σε «Fome, Miseria, Injustiças», δηλαδή Πείνα, Εξαθλίωση, Αδικίες.
«Ο κόσμος έχει άσχημη εικόνα για εμάς, συχνά πολύ άδικη», επισήμαναν διάφοροι συνομιλητές μας, ακόμα και σε ανεπίσημες συναντήσεις, εντός του Ταμείου. Εδώ προτιμούν να υπενθυμίζουν τις μεγάλες αρχές που διατυπώθηκαν στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, όπου το 1944 γεννήθηκε το ΔΝΤ: συντονισμός, κοινή ανάληψη κινδύνου, αμοιβαιότητα. Σχεδόν 80 χρόνια αργότερα, η ίδια πυξίδα υποτίθεται ότι καθοδηγεί τη δράση του Ταμείου. Η οποία συνοψίζεται σε δύο καθήκοντα: εποπτεία και παροχή βοήθειας.
«Το άρθρο IV του καταστατικού προβλέπει ότι μία φορά τον χρόνο όλα τα κράτη-μέλη δέχονται κλιμάκιο του Ταμείου για να συζητήσουν την οικονομική κατάσταση της χώρας στο πλαίσιο της τακτικής εποπτείας μας», μας εξηγεί ο Κριστόφ Ρόζενμπεργκ, Γερμανός οικονομολόγος και πλέον αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος επικοινωνίας. «Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα κλιμάκιά μας γίνονται δεκτά κατευθείαν από τον υπουργό Οικονομικών, όπως και από τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας.» Η έκθεση που συντάσσεται μετά το πέρας των συζητήσεων παρουσιάζει μια ανάλυση της κατάστασης της χώρας, καθώς και τις συστάσεις του ΔΝΤ. Οι συστάσεις για τη Γαλλία, που δημοσιεύθηκαν στις 26 Ιανουαρίου 2022, στο τέλος μιας έκθεσης 83 σελίδων, καλούν το Παρίσι να εφαρμόσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που προωθεί ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν (σημειώνοντας ταυτόχρονα τη «λαϊκή αντίθεση» στην οποία προσκρούει το σχέδιο), να προχωρήσει σε μια πολυετή δημοσιονομική σταθεροποίηση (δηλαδή μείωση των δημόσιων δαπανών) και να φιλελευθεροποιήσει τις «μη εμπορικές υπηρεσίες» (μεταξύ τους και τα δημόσια αγαθά).
«Ορισμένες χώρες τίθενται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, όταν τα κλιμάκιά μας βλέπουν τα προβλήματα να έρχονται. Για τις υπόλοιπες, πρόκειται για μια μάλλον τυπική διαδικασία», συμπληρώνει οικονομολόγος του Ταμείου. Το 2007, η Ελλάδα ανήκε στη δεύτερη αυτή κατηγορία. Εκείνη την εποχή, η έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηριζόταν από νηφαλιότητα: «Ο τραπεζικός κλάδος μοιάζει υγιής, με υψηλή κερδοφορία και στέρεες βάσεις σε κεφάλαια και ρευστότητα», «Αναμένουμε ρυθμούς ανάπτυξης αρκετά υψηλότερους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης», «Η Ελλάδα έχει συστηματικά προκαλέσει θετικές εκπλήξεις τα τελευταία χρόνια». Δύο χρόνια αργότερα, η κρίση του ευρώ αποκάλυπτε πόσο εύθραυστες ήταν οι οικονομικές δομές της χώρας.
Ο πρώτος τύπος βοήθειας που το ΔΝΤ προσφέρει στα μέλη του είναι τεχνικού χαρακτήρα. Συχνά αντανακλά τις καθυστερημένες συνέπειες της αποικιοκρατίας: μόλις κατακτηθεί η ανεξαρτησία, οι χώρες είναι κυρίαρχες, αλλά χωρίς κράτος άξιο του ονόματός του. «Στο πλαίσιο των αποστολών βοήθειας στην Αφρική, μου έτυχε να πρέπει να παραδώσω μαθήματα αγγλικών σε ανώτατους δημόσιους υπαλλήλους», μας εξηγεί ένας υπάλληλος. «Κάποιες φορές, φθάνουμε σε ορισμένες χώρες και συνειδητοποιούμε ότι τηρούν τους εθνικούς τους λογαριασμούς σε Excel. Άλλες χώρες δεν έχουν καν υπολογιστές». «Συναντιόμαστε για να γράψουμε τις δικές τους ετήσιες εκθέσεις», καταλήγει, με ένα χαμόγελο που προδίδει ενόχληση. Ο λαμπρός νεαρός οικονομολόγος αναμφίβολα δεν αγνοεί ότι, στο επίπεδο αυτό, η παροχή βοήθειας μοιάζει πολύ με κηδεμονία.
Όμως, η κύρια μορφή βοήθειας που το ΔΝΤ προτείνει στα μέλη του είναι πολύ χειροπιαστή: δάνεια. Κάθε μέλος που αντιμετωπίζει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών του μπορεί να αιτηθεί οικονομική βοήθεια. Τέτοιου είδους δυσκολίες σημαίνουν ότι η συγκεκριμένη χώρα δεν διαθέτει αρκετά συναλλαγματικά αποθέματα για να εξυπηρετήσει το χρέος της ή για να εισαγάγει τα τρόφιμα που χρειάζεται ο πληθυσμός της –όπως συμβαίνει σήμερα με τη Σρι Λάνκα. «Όλα ξεκινούν πολύ απλά με ένα τηλεφώνημα των τοπικών αρχών στον εκπρόσωπο του ΔΝΤ στη χώρα: “Πρέπει να μιλήσουμε”», αναφέρει χαμογελώντας ο Ρόζενμπεργκ. Ξεκινούν έτσι κάποιες προκαταρκτικές συνομιλίες, κατά τη διάρκεια των οποίων το Ταμείο σχεδιάζει με αδρές γραμμές τις απαιτήσεις του ώστε να εξετάσει το ενδεχόμενο να παρέμβει: «Διότι το ΔΝΤ δεν δανείζει παρά στη βάση ενός προγράμματος διαρθρωτικής προσαρμογής, το οποίο θα επιτρέψει να διευθετηθούν τα προβλήματα που προκάλεσαν την κρίση», υπογραμμίζει ένας από τους συνομιλητές μας. Και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η αποφασιστικότητα της χώρας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις δεν κάμπτεται με την πάροδο του χρόνου, το δάνειο του ΔΝΤ καταβάλλεται σε δόσεις. Σε περίπτωση μη τήρησης των δεσμεύσεων, οι δόσεις διακόπτονται. «Δεν είμαστε εδώ για να κάνουμε φιλανθρωπία», είχε συνοψίσει ο Στρος-Καν όταν ήταν επικεφαλής του οργανισμού4.
Ενώ αρχικά είχαν εξαιρεθεί από τη λειτουργία του Ταμείου, τα «προαπαιτούμενα» για τη χορήγηση των δανείων εντέλει έγιναν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Η πρώτη συμφωνία, που υπογράφηκε το 1954 με το Περού, αποτελούνταν από δύο σελίδες. Η συμφωνία που υπογράφηκε από την Ελλάδα το 2010 αριθμεί 63 σελίδες. Το ΔΝΤ επεκτείνει πλέον τις απαιτήσεις του στον αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων, τη μεταρρύθμιση των δημόσιων επιχειρήσεων, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.τ.λ. Το είδος του φαρμάκου; «Μέτρα ακραίας αυστηρότητας, χωρίς πολλές πιθανότητες αναισθησίας. Χειρουργείο πολέμου, με λίγα λόγια»5, παρατηρεί ο Μισέλ Καμντεσί, διοικητής του οργανισμού από το 1987 έως το 2000. Διότι, στα μάτια του ΔΝΤ, η χρηματοπιστωτική «ασθένεια» δεν προσβάλλει παρά κράτη με «υποκείμενα νοσήματα», τα οποία πρέπει να χειρουργηθούν.
Μετά από μια επίσκεψη περίπου δύο εβδομάδων, στη διάρκεια της οποίας έχει συναντήσεις με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, εκπροσώπους του υπουργείου Οικονομίας, καθώς και της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας, προκειμένου να εμβαθύνει στη γνώση της κατάστασης, το κλιμάκιο του ΔΝΤ συντάσσει από κοινού με τις τοπικές αρχές μια επιστολή πρόθεσης, την οποία η κυβέρνηση της χώρας θα αποστείλει στο ΔΝΤ. «Πρόκειται για ένα είδος σύμβασης», η οποία προκύπτει από μια διαδικασία «από κοινού συγγραφής», μας εξηγεί ο Ρόζενμπεργκ.
Μια διάσημη πλέον φωτογραφία υποδηλώνει έναν τρόπο σύνταξης αισθητά διαφορετικό. Τραβήχτηκε στις 15 Ιανουαρίου 1998. Εκεί, διακρίνεται ο Καμντεσί, με σκούρο κοστούμι και σταυρωμένα χέρια, να επιβλέπει με αυστηρό ύφος την υπογραφή μιας τέτοιας επιστολής πρόθεσης από τον πρόεδρο της Ινδονησίας Σουχάρτο, καθισμένο με την πένα στο χέρι. «Ο Σουχάρτο, ανίσχυρος, βρίσκεται υποχρεωμένος να παραδώσει την οικονομική κυριαρχία της χώρας στο ΔΝΤ με αντάλλαγμα την οικονομική βοήθεια που έχει ανάγκη», σχολιάζει ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας (1997-2000) και κάτοχος του Βραβείου Οικονομικών Επιστημών της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ6. Όλα δείχνουν ότι, όπως συμβαίνει συχνά, η κυβέρνηση της Ινδονησίας δεν είχε γράψει ούτε μία λέξη από την επιστολή που υπέγραφε.
Παρ’ όλο που το έγγραφο αποτελεί «ένα είδος σύμβασης», δεν πρόκειται για διεθνή συμφωνία. Σε πολλές χώρες, αυτού του είδους τα έγγραφα υποβάλλονται προς κοινοβουλευτική έγκριση και, επομένως, προς συζήτηση –ένας περιορισμός που το ΔΝΤ προτιμά να αποφεύγει. Γι’ αυτό και μια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΔΝΤ της 2ας Μαρτίου 1979 διευκρινίζει ότι τα κείμενά του «πρέπει να αποφεύγουν διατυπώσεις που θυμίζουν συμβάσεις».
Επομένως, ορισμένες χώρες δεσμεύονται «με τη θέλησή τους» να εφαρμόσουν τις δυσκολότερες μεταρρυθμίσεις πριν καν εισπράξουν ένα δολάριο. «Για εμάς, πρόκειται για μια χειρονομία καλής θέλησης, ώστε να σιγουρευτούμε ότι οι ενδιαφερόμενοι ηγέτες είναι σοβαροί», εξηγεί ένας υπάλληλος. Σπάνια οι κυβερνήσεις αντιστέκονται. «Γενικά, οι χώρες που χτυπούν την πόρτα του Ταμείου έχουν τέτοια ανάγκη από χρήματα ώστε είναι έτοιμες να δεχθούν τα πάντα». Όμως επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις επωφελούνται από τη μυστικότητα των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ για να του ζητήσουν «να περάσει για λογαριασμό τους» τα μέτρα που δεν τολμούν να λάβουν. «Συμβαίνει τόσο συχνά ώστε ορισμένοι από τους συναδέλφους μου αστειεύονται, λέγοντας ότι πληρωνόμαστε για να παίζουμε τον ρόλο του κακού λύκου», σημειώνει ειρωνικά ένας από τους συνομιλητές μας.
Η επιστολή πρόθεσης μπορεί πλέον να φθάσει στο διοικητικό συμβούλιο. Εδώ, δεν υπάρχει ο κανόνας «μία χώρα, μία ψήφος» που ισχύει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Τα δικαιώματα ψήφου κατανέμονται σε συνάρτηση με τα ποσά που έχουν καταβληθεί στο Ταμείο από την ίδρυσή του. Και έτσι, οι ΗΠΑ διαθέτουν δικαίωμα βέτο: το μερίδιό τους πάντοτε υπερέβαινε το προβλεπόμενο όριο του 15% για τη δυνατότητα παρεμπόδισης των σημαντικών αποφάσεων. Με μια ιδιαιτερότητα που έχει κληρονομηθεί από μια άλλη εποχή, επτά χώρες διαθέτουν μόνιμο εκπρόσωπο: οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και η Γερμανία (από το 1960), η Ιαπωνία (από το 1970), η Σαουδική Αραβία (από το 1978) και η Κίνα (από το 1980). Οι υπόλοιπες 17 έδρες καταλαμβάνονται από εκτελεστικούς διευθυντές που έχουν αναλάβει την εκπροσώπηση αρκετών χωρών μαζί, στο πλαίσιο ρευστών συμμαχιών, χωρίς να απαιτείται γεωγραφική συνοχή. Το 2022, η Ιρλανδή εκτελεστική διευθύντρια εκπροσωπούσε ταυτόχρονα την Ιρλανδία, την Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, τις Μπαχάμες, τα νησιά Μπαρμπέιντος, τη Μπελίζ, τη Ντομίνικα, τη Γρενάδα, τη Τζαμάικα, το Σεντ-Κιτς και Νέβις, τον Άγιο Βικέντιο και Γρεναδίνες, τη Σάντα Λουσία και τον Καναδά.
Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου αποφεύγουν τις ψηφοφορίες μέχρι να εξασφαλιστεί η ομοφωνία. «Θα το εξηγούσα με ευκολία μέσα από την ποιότητα της προπαρασκευαστικής εργασίας, τον μόνιμο διάλογο μεταξύ διοικητικού συμβουλίου και γενικού διευθυντή», αναλύει ο Καμντεσί. «Με δυο λόγια, εξηγείται από το γεγονός ότι τα διευθυντικά στελέχη που συνδέονται με την καθημερινή ζωή του Ταμείου διαμορφώνουν στο τέλος ένα είδος κοινής σοφίας και ευρείας σύγκλισης απόψεων, από όποια χώρα κι αν προέρχονται»7. Ο ερευνητής Βρίλαντ προτείνει μια διαφορετική ανάγνωση αυτής της «παράδοσης»: «Καθώς είναι αδύνατον να εκφραστεί μέσω της ψήφου, οποιαδήποτε αντιπολίτευση στις Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διατυπωθεί προφορικά. Πρόκειται ακριβώς για το είδος πρωτοβουλίας που η δυνατότητα της Ουάσιγκτον να ασκεί πιέσεις (…) έχει την τάση να αποθαρρύνει»8.
Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, το πρόγραμμα έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων μεταξύ του γενικού διευθυντή του Ταμείου και των εκτελεστικών διευθυντών. Στο περιθώριο των συζητήσεων, ορισμένες τροποποιήσεις επιτρέπουν να επιτευχθεί η πολυπόθητη συναίνεση. Δύο ώρες μετά το πράσινο φως του διοικητικού συμβουλίου, η πρώτη δόση της οικονομικής βοήθειας πιστώνεται στον λογαριασμό της ενδιαφερόμενης χώρας.
Τυχαίνει βέβαια, παρά την ύπαρξη ενός τόσο προστατευμένου περιβάλλοντος, να συμβεί το δράμα. Μια διαφωνία στο διοικητικό συμβούλιο; Παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που δεν καρποφορούν; Μπορεί τότε να επέλθει η καταστροφή, στην οποία όλοι οι συνομιλητές μας αναφέρονται σκυθρωποί και με ζαρωμένο μέτωπο. Την ώρα της τελικής ψηφοφορίας, ένας εκτελεστικός διευθυντής αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το ισοδύναμο μιας πυρηνικής βόμβας στο διοικητικό συμβούλιο για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του: κάτω από τα βλέμματα αποδοκιμασίας των 23 συναδέλφων του, απέχει. Λεπτομέρεια; Κάθε άλλο, καθώς εάν δεν διαφυλαχθεί η αρχή της ομοφωνίας, αποδυναμώνεται ο μύθος της «διεθνούς κοινότητας» που ενώνεται γύρω από τις απαιτήσεις των ειδικών και τη βούληση για συντονισμένη δράση. Αν μάλιστα πολλαπλασιάζονται τα ρήγματα, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δυσάρεστη.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά: Ελλάδα και Ουκρανία
«Το ΔΝΤ είναι ένας κατ’ εξοχήν τεχνοκρατικός οργανισμός. Τα δάνειά του ανταποκρίνονται σε κωδικοποιημένες διαδικασίες, οι οποίες αποκλείουν a priori οποιαδήποτε αυθαιρεσία. Όταν όμως εκδηλώνονται οι πολιτικές προτεραιότητες κάποιας από τις ισχυρές χώρες, το Ταμείο παραβιάζει τους ίδιους του τους κανόνες», δηλώνει με λύπη ο Πάουλο Νογκέιρα Μπατίστα Τζούνιορ, εκτελεστικός διευθυντής μεταξύ 2007 και 2015, ο οποίος εκπροσωπούσε την ομάδα χωρών με επικεφαλής τη Βραζιλία (Δομινικανή Δημοκρατία, Ισημερινός, Γουιάνα, Αϊτή, Παναμάς, Σουρινάμ, Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Πράσινο Ακρωτήριο, Νικαράγουα και Ανατολικό Τιμόρ). Ο Νογκέιρα Μπατίστα απείχε δύο φορές τουλάχιστον από τις ψηφοφορίες στο διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ: η μία αφορούσε την Ελλάδα, η δεύτερη την Ουκρανία.
Το 2008, και στη συνέχεια το 2010, το Κίεβο ζητά τη «βοήθεια» του ΔΝΤ. Το Ταμείο απαιτεί μια τόσο ισχυρή δόση λιτότητας ώστε ο πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς (2010-2014), σύμμαχος της Μόσχας, αναστέλλει την εφαρμογή του προγράμματος το 2013. Το Ταμείο διακόπτει τη χορήγηση των δόσεων. Σε μια μάχη με εμφανή γεωπολιτικό χαρακτήρα, η Μόσχα επεμβαίνει με τη μορφή δανείου 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις 20 Δεκεμβρίου 2013. Μετά από τα γεγονότα της πλατείας Μαϊντάν το 2014, ο Γιανουκόβιτς ανατρέπεται και αντικαθίσταται από τον φιλοδυτικό Πέτρο Ποροσένκο. Ξαφνικά, το ΔΝΤ δείχνει κατανόηση και χορηγεί δάνειο 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Κίεβο.
Κανονικά, ένα τέτοιο ποσό –αποκλειστικά προσβάσιμο μέσω ειδικού μηχανισμού– απαιτεί την εκπλήρωση αρκετών προϋποθέσεων. Να μη βρίσκεται η χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση –την ώρα που η ένοπλη σύρραξη μαινόταν στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Να δηλώνει την αποφασιστικότητά της να εφαρμόσει τις απαιτούμενες από το ΔΝΤ μεταρρυθμίσεις –τη στιγμή που «όλοι γνώριζαν από τη δεκαετία του 1990 ότι η κυβέρνηση του Κιέβου δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει το απόγευμα τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το πρωί», λέει ειρωνικά ο Νογκέιρα Μπατίστα Τζούνιορ. Και να βρίσκεται σε θέση να αποπληρώσει το δάνειο. Στο τελευταίο αυτό σημείο, τα τεχνικά κλιμάκια του ΔΝΤ είχαν διατυπώσει τεκμηριωμένες αμφιβολίες: το 2015, το ΔΝΤ τελικά εγκρίνει τη μείωση κατά 20% του χρέους του Κιέβου προς ιδιώτες και αποδέχεται τον επανασχεδιασμό των σχετικών δόσεων αποπληρωμής. Χειρονομία που το κύριο άρθρο της «Le Monde» της εποχής χαρακτηρίζει «έντονα πολιτική9.
Κατά την ίδια περίοδο, ένα άλλο επεισόδιο οδηγεί το Ταμείο να επιδείξει την ευελιξία για την οποία είναι ικανό. Στις 20 Δεκεμβρίου 2015, το Κίεβο πρέπει να αποπληρώσει χρέη που λήγουν προς τη Μόσχα ή, σε διαφορετική περίπτωση, να κηρυχθεί «σε κατάσταση στάσης πληρωμών προς κυρίαρχο πιστωτή (sovereign creditor)». Οι κανόνες του ΔΝΤ προβλέπουν ότι μια τέτοια κατάσταση απαγορεύει την εκ μέρους του συνέχιση καταβολής των δόσεων της οικονομικής βοήθειας. Στις 8 Δεκεμβρίου, δηλαδή λίγες ημέρες πριν από τη μοιραία ημερομηνία, ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις δίνει συνέντευξη Τύπου: «Το διοικητικό συμβούλιο συνεδρίασε σήμερα και αποφάσισε να αλλάξει την πολιτική του ως προς τη μη ανοχή στάσης πληρωμών προς κυρίαρχους πιστωτές». Στις 21 Δεκεμβρίου, το Κίεβο κηρύσσει στάση πληρωμών στο χρέος του προς τη Ρωσία, αλλά το ΔΝΤ μπορεί να συνεχίσει να του προσφέρει βοήθεια.
Όταν η Ελλάδα στρέφεται προς το ΔΝΤ το 2010, το δημόσιο χρέος της δεν είναι περισσότερο «βιώσιμο» από εκείνο της Ουκρανίας. «Κανονικά, το Ταμείο δεν θα έπρεπε να έχει αποδεχθεί να παρέμβει χωρίς αναδιάρθρωση χρέους», διηγείται ο Νογκέιρα Μπατίστα. «Οι Ευρωπαίοι όμως, με πρώτους τους Γερμανούς και τους Γάλλους, επεδίωκαν να προστατεύσουν τις τράπεζές τους, δηλαδή τους πιστωτές της Ελλάδας. Καθυστέρησαν τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους τόσο ώστε να μπορέσουν οι τράπεζές τους να αποπληρωθούν μέχρι το τελευταίο ευρώ». Τότε, το ΔΝΤ επέλεξε να αφήσει τα πράγματα να κυλήσουν. Όταν το 2015 η χώρα εξέλεξε έναν πρωθυπουργό αντίθετο στις πολιτικές λιτότητας, τον Αλέξη Τσίπρα, «η κατάσταση έγινε πολιτική», συνεχίζει ο συνομιλητής μας. «Ήμουν ανάμεσα σε εκείνους που, στο εσωτερικό του Ταμείου, ρώτησαν: “Δεν θα έπρεπε να ακούσουμε ότι οι Έλληνες μόλις ψήφισαν εναντίον του προγράμματός μας;”. Μου απάντησαν: “Μα, δημοκρατία υπάρχει και στη Γαλλία ή στη Γερμανία, όπου ο κόσμος εξέλεξε σοβαρές κυβερνήσεις, οι οποίες αρνούνται να πληρώσουν για τα λάθη των άλλων”».
Από τη μία πλευρά λοιπόν, μια χώρα που το αίσθημα ευθύνης επιβάλλει να τσακίσουμε. Από την άλλη, ένα κράτος προς το οποίο το καθήκον απαιτεί να φανούμε γενναιόδωροι. «Μας επαναλάμβαναν: “Η Ουκρανία αποτελεί προτεραιότητα! Πρέπει οπωσδήποτε να παρέμβουμε”», θυμάται ο Νογκέιρα Μπατίστα. Ωστόσο, η Ρωσία είναι κι αυτή μέλος του ΔΝΤ. «Το Ταμείο θα μπορούσε να έχει επιλέξει να μην εμπλακεί σε μια διαμάχη ανάμεσα σε δύο πλήρη μέλη του», παρατηρεί ένας υπάλληλος του οργανισμού. Αντιθέτως, το Ταμείο τηρεί στάση μη παρέμβασης στην περίπτωση της Βενεζουέλας, για την οποία εξηγεί ότι δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει ποιος κατέχει τη νόμιμη εξουσία, ο εκλεγμένος πρόεδρος Νικολάς Μαδούρο ή ο εκλεκτός της Ουάσινγκτον Χουάν Γκουαϊδό. Από τα γραφεία του Ταμείου, η κατάσταση στη Βενεζουέλα έμοιαζε πιο ξεκάθαρη κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 2002: μόλις ανατράπηκε η δημοκρατική κυβέρνηση του Ούγκο Τσάβες, το ΔΝΤ διακήρυξε τη διάθεσή του να συνεργαστεί με τους πραξικοπηματίες10.
Οι διαδικασίες αναθεώρησης των δικαιωμάτων ψήφου δυσκολεύονται να καταλήξουν σε αποτελέσματα που να κρίνονται ικανοποιητικά από χώρες εκτός δυτικού μπλοκ, καθώς πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό όπλο. Η πιο σημαντική αναθεώρηση του συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό του διοικητικού συμβουλίου έγινε το 2010: τα δικαιώματα ψήφου των ΗΠΑ πέρασαν από το 16,7% στο 16,5%, τα αντίστοιχα της Κίνας από το 3,8% στο 6% και της Ινδίας από το 2,3% στο 2,6%, με τις ευρωπαϊκές χώρες να υφίστανται τις πιο σημαντικές απώλειες. Χρειάστηκαν όμως έξι χρόνια για να δώσει την έγκρισή του το αμερικανικό Κογκρέσο. «Στην πραγματικότητα, όλα ανατράπηκαν όταν η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον υφάρπαξε τον φάκελο του ζητήματος, τον οποίο προηγουμένως χειριζόταν ο υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ», αναλύει ένας εκτελεστικός διευθυντής που δέχτηκε να μας μιλήσει υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Με δύο λόγια, όταν ένα ζήτημα που θεωρούνταν οικονομικό έγινε γεωπολιτικό».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η επαναδιαπραγμάτευση των δικαιωμάτων ψήφου στο εσωτερικό του ΔΝΤ αποτελούσε μέρος μιας «συνολικής προσφοράς» της Ουάσιγκτον προς το Πεκίνο: υπόσχεση δημιουργίας του «G2» (ενός φόρουμ συντονισμού μεταξύ των δύο οικονομικών μεγαθήριων του πλανήτη), προαγωγή του γιουάν σε καθεστώς διεθνούς αποθεματικού νομίσματος και μείωση των ανισοτήτων στο ΔΝΤ. «Η Κίνα όμως έπρεπε να δεχθεί μια θεσμικά υποδεέστερη θέση»: ένα πικρό ποτήρι για το Πεκίνο, που δεν έδειξε μεγάλη προθυμία να αποδεχθεί, ιδιαίτερα μετά τον «εμπορικό πόλεμο» που του κήρυξε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ (2017-2021). Πολλοί διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχουν πλέον οι συνθήκες που θα διασφαλίσουν την απαραίτητη ταυτότητα απόψεων για μια νέα αναθεώρηση των δικαιωμάτων ψήφου στο ΔΝΤ.
«Εμείς, οι χώρες του Νότου, καταλάβαμε ότι η μεταρρύθμιση του ΔΝΤ που υποσχέθηκαν οι Ευρωπαίοι και οι Ηνωμένες Πολιτείες στη σύνοδο των G20 του 2008 δεν θα υλοποιείτο. Και βγάλαμε τα συμπεράσματά μας», κατέληξε ο Νογκέιρα Μπατίστα Τζούνιορ. Από το 2010, η Κίνα πυκνώνει τις πρωτοβουλίες της με σκοπό τη δημιουργία νέων νομισματικών θεσμών, όπως η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων στις Υποδομές (ADB). Είναι άραγε μια πηγή ελπίδας; «Η άνοδος της Κίνας δεν είναι έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα»11, παρατηρεί ειρωνικά ο ανώνυμος εκτελεστικός διευθυντής. «Πιο πολύ μοιάζει με τις αντιπαλότητες στο εσωτερικό των μεγάλων αστικών οικογενειών που λατρεύουν να αφηγούνται οι τηλεοπτικές σειρές». Οι δομές που έχει δημιουργήσει η Κίνα, ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, μιμούνται για την ώρα τη λειτουργία του ΔΝΤ, με εξαίρεση το πεδίο των «προαπαιτούμενων».
Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι το 2020 το παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έκανε άλμα κατά 28%, για να φθάσει στο 256% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα δάνεια του ΔΝΤ δεν θα αρκούν –και τους διαδρόμους του οργανισμού στοιχειώνει η ιδέα ότι ο ρόλος του από εδώ και εμπρός ενδέχεται να υποβαθμιστεί. «Επί χρόνια, οι πολιτικές χρηματοπιστωτικής φιλελευθεροποίησης που είχε επιβάλει το Ταμείο συνέβαλαν στη διάχυση και την όξυνση των κρίσεων», μας εξηγεί ένας υπάλληλος του οργανισμού. Στο ΔΝΤ, οποιαδήποτε αύξηση των διαθέσιμων πόρων από τα κράτη-μέλη οδηγεί σε τροποποίηση των δικαιωμάτων ψήφου (που εξαρτώνται από τη συνεισφορά της κάθε χώρας): άρα, χωρίς συμφωνία για την αναθεώρησή τους, δεν μπορεί να υπάρξει ενίσχυση της δανειακής δύναμης κρούσης. «Είναι περίπου σαν να έχει δεκαπλασιαστεί το μέτωπο της πυρκαγιάς ενώ η ακτίνα βολής των πυροσβεστών να έχει μείνει η ίδια.»
Επομένως, θα χρειαστεί να γίνουν αναδιαρθρώσεις χρεών. Εκ πρώτης όψεως, τίποτε το αδιανόητο, καθώς το ΔΝΤ ειδικεύεται σε τέτοιες αποστολές, αξιοποιώντας τη δύναμη της πειθούς που διαθέτει απέναντι στους πιστωτές, έτσι ώστε να τους υποχρεώνει να διαπραγματευτούν. Ναι, αλλά με μια λεπτομέρεια: το ήμισυ του χρέους των φτωχών χωρών το κατέχει πλέον η Κίνα, για την οποία τίποτα δεν δείχνει ότι θα θελήσει να συνεργαστεί με έναν θεσμό που μέχρι τώρα την αντιμετώπιζε μειωτικά. Θα μπορούσε να αποφασίσει μόνη της τους όρους που θα συνόδευαν την αποστολή «βοήθειας» στις χώρες με κρίση. Μια τέτοια προοπτική κάνει τα πρόσωπα να σκοτεινιάζουν στην Ουάσιγκτον.
Το 2002, ο Στίγκλιτς κατακεραύνωνε το ΔΝΤ, υπογραμμίζοντας τις ευθύνες του για τα ερείπια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: «Εάν εξετάσουμε το ΔΝΤ θεωρώντας ότι ο κύριος στόχος του ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χρηματοπιστωτικής κοινότητας, βρίσκουμε νόημα σε πράξεις που, χωρίς αυτό το κριτήριο, θα έμοιαζαν αντιφατικές και λογικά ασυνάρτητες»12. Είκοσι χρόνια αργότερα, το Ταμείο συνεχίζει να κάνει τα γλυκά μάτια στο χρηματοπιστωτικό σύμπαν, έχει γίνει όμως πια δυσκολότερο να αγνοεί ότι το καθοδηγεί μία επιπλέον πυξίδα: οι γεωπολιτικές προτεραιότητες της Δύσης. Και χωρίς μεγάλα περιθώρια ελιγμών.
Τον Ιανουάριο του 2021, μια εσωτερική έρευνα απείλησε τη σημερινή γενική διευθύντρια Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα: κατά το πέρασμά της από την Παγκόσμια Τράπεζα φέρεται να παραποίησε το περιεχόμενο μιας έκθεσης προς όφελος της Κίνας. Ο οικονομικός Τύπος άρχισε να διακινεί φήμες, προαναγγέλλοντας –ή απαιτώντας– την παραίτησή της. Σύμφωνα με τους Στίγκλιτς και Γουάισμπροτ, στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια «απόπειρα πραξικοπήματος» καθοδηγούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το λάθος της Γκεοργκίεβα; Είχε απολύσει τον Αμερικανό αναπληρωτή διευθυντή του Ταμείου Ντέιβιντ Λίπτον ενώ, σύμφωνα με τον «Economist», η προκάτοχός της Κριστίν Λαγκάρντ «ήταν ικανοποιημένη με τον ρόλο της βιτρίνας του Ταμείου, την ώρα που ο Λίπτον χειριζόταν τις υποθέσεις»13. Όταν το πραξικόπημα αποτυγχάνει, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γιέλεν προάγει τον Λίπτον σε σύμβουλο για τα θέματα του ΔΝΤ. Σύμφωνα με το επίσημο οργανόγραμμα, η Γκεοργκίεβα διατηρεί το γενικό πρόσταγμα, όμως η πραγματικότητα του συσχετισμού δυνάμεων επικυρώνει την ήττα της. «Σε τελική ανάλυση», καταλήγει ο Γουάισμπροτ, «το ΔΝΤ είναι το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών».
- Ο συγγραφέας επιθυμεί να ευχαριστήσει τον Dominique Plihon για τη φιλική βοήθειά του σε όλη την πορεία της έρευνας.
- James Raymond Vreeland, «The International Monetary Fund. Politics of Conditional Lending», Routledge, Νέα Υόρκη, 2007.
- Mark Weisbrot, «The IMF has lost its influence», «The New York Times», 22 Σεπτεμβρίου 2005.
- Στην εκπομπή «Riz Khan – Does the IMF help or hurt the poor nations?», Al Jazeera English, που μεταδόθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2010.
- Michel Camdessus, «La scène de ce drame est le monde. Treize ans à la tête du FMI», Les Arènes, Παρίσι, 2014.
- Joseph E. Stiglitz, «Globalization and Its Discontents», W. W. Norton & Company, Νέα Υόρκη, 2002. Βλ. επίσης, Joseph Stiglitz, «FMI, la preuve par l’Éthiopie», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2002.
- Michel Camdessus, «La scène de ce drame est le monde», οπ.π.
- James Raymond Vreeland, «The International Monetary Fund», οπ. π.
- «Le Monde», 1η Σεπτεμβρίου 2015.
- Βλ. Ignacio Ramonet, «Un crime parfait», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2002.
- (Σ.τ.Μ.) Αναφέρεται στο γνωστό επεισόδιο της Οκτωβριανής Επανάστασης, στη Ρωσία του 1917.
- Joseph E. Stiglitz, «Globalization and Its Discontents», οπ. προηγ.
- «The IMF undergoes structural reform», «The Economist», Λονδίνο, 15 Φεβρουαρίου 2020.