Σύννεφα στις Ελληνογαλλικές σχέσεις .

 

Μετά από Rafale F3R και FDI HN… περιφρουρήστε τη στρατηγική σχέση Ελλάδας-Γαλλίας.

Οι σχέσεις Ελλάδας-Γαλλίας ήταν πάντα θερμές. Στον τομέα της άμυνας το Παρίσι αποτελούσε πηγή προμήθειας οπλικών συστημάτων τεχνολογίας αιχμής που ενίσχυαν θεαματικά την ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία απέναντι στην Τουρκία. Παράλληλα, λειτουργούσαν και ως πολλαπλασιαστής ισχύος. Πέραν των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των γαλλικών συστημάτων, ερχόταν να προστεθεί και ο παράγοντας της αβεβαιότητας, καθώς οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν τα γνώριζαν ως ολοκληρωμένα οπλικά συστήματα, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.

Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)

Οι γεωπολιτικές συνθήκες ωρίμασαν και οι δυο χώρες υπέγραψαν ένα προωθημένο αμυντικό σύμφωνο που προβλέπει και διμερή αμυντική συνδρομή. Παρότι στη διεθνή πολιτική οι συμφωνίες έχουν αξία για όσο διάστημα ανταποκρίνονται σε ανάγκες που έχει δημιουργήσει το γεωπολιτικό περιβάλλον και μόνο η ύπαρξη του συμφώνου, στη σημερινή συγκυρία, αποτελεί παράγοντα αβεβαιότητας για την Τουρκία, άρα ποιοτική προσθήκη στην ελληνική αποτροπή.

Κατά συνέπεια, η υπογραφή του αμυντικού συμφώνου εξυπηρετεί οφθαλμοφανώς το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Εξυπηρετεί ταυτόχρονα όμως και το γαλλικό. Ως «προίκα» στη συμφωνία, οι Γάλλοι έχουν αποσπάσει εμβληματικά εξοπλιστικά συμβόλαια συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ.

Τελευταίο ήταν το συμβόλαιο για τις τρεις φρεγάτες FDI HN “Belharra” της Naval Group, με «δικαίωμα προαίρεσης» (option) για ακόμα μία, συνολικού ύψους λίγο πάνω από τα 3 δισ. ευρώ. Είχε προηγηθεί συμβόλαιο ύψους 3,5 δισ. ευρώ και για 24 δικινητήρια μαχητικά αεροσκάφη Rafale F3R της Dassault Aviation με τα προηγμένα όπλα τους (του γαλλικού τμήματος της ευρωπαϊκής MBDA, ενώ πρέπει να συνυπολογιστεί στο συμβόλαιο και η κατασκευάστρια των κινητήρων γαλλική SAFRAN).

Πρόκειται για εξαιρετικά προηγμένα οπλικά συστήματα. Τα Rafale είναι κοινώς παραδεκτό, ακόμα και από τους Τούρκους, ότι αποτελούν πραγματικό «game changer» στην περιοχή. Οπλικό σύστημα που αλλάζει τους όρους του -αεροπορικού- παιχνιδιού στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, προσδίδοντας στην Πολεμική Αεροπορία πρωτόγνωρες επιχειρησιακές δυνατότητες.

Όσον αφορά τις FDI HN “Belharra”, ήδη αποτελούν ένα πολύ ισχυρό στην αντιαεροπορική άμυνα περιοχής πολεμικό πλοίο, το οποίο θα εξελιχθεί και αυτό ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αλλαγής των ισορροπιών στην περιοχή, όταν συμπληρωθεί ο εξοπλισμός του με σύγχρονο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου και μερικές ακόμα παρεμβάσεις.

Ο υπογράφων έχει υποστηρίξει την άποψη ότι η συνεργασία με τη Γαλλία είναι αμοιβαία επωφελής για τις δυο χώρες, κατά τρόπον που δικαιολογεί τη δαπάνη-επένδυση κάποιων δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς εισαγάγει στην αποτρεπτική εξίσωση έναν ισχυρό και ποιοτικό πολιτικοστρατιωτικό παράγοντα που προσφέρει σημαντική προστιθέμενη αξία.

Έχει όμως προειδοποιήσει και για το ότι οι εξοπλιστικές συνεργασίες αυτές, στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων, αποτελούν μοναδική ευκαιρία καταπολέμησης αρνητικών στερεοτύπων που επικρατούσαν διαχρονικά στις τάξεις των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και αφορούσαν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην υποστήριξη των γαλλικών συστημάτων.

Είναι εξίσου βάσιμο ασφαλώς και το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να μας φταίει οποιοσδήποτε όταν δεν προβλέπαμε να υπογράψουμε εγκαίρως πολυετείς συμφωνίες εν συνεχεία υποστήριξης (FOS: Follow-on-Support), διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη επιχειρησιακή αξιοποίηση των συστημάτων. Αυτό όμως επ’ ουδενί δεν σημαίνει, π.χ., ότι ήταν αποδεκτές συμπεριφορές του παρελθόντος όταν η προμήθεια ανταλλακτικών αποδεικνυόταν πανάκριβη και χρονοβόρα υπόθεση.

Τα ίδια ισχύουν και για την απουσία βιομηχανικών επιστροφών, καθώς αυτές δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποκλειστικά προ της υπογραφής των συμβάσεων. Διότι ενώ θεωρούσαμε πως είχαμε εισέλθει σε μια νέα εποχή στις ελληνογαλλικές σχέσεις, το τελευταίο διάστημα επικρατεί αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την παντελή απουσία βιομηχανικού έργου στην ελληνική αμυντική βιομηχανία.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η δυσαρέσκεια αυτή έχει φθάσει μέχρι το Μέγαρο Μαξίμου, όπου παρότι έχουν κάθε λόγο να προστατεύσουν τη διμερή σχέση με τη Γαλλία, ο προβληματισμός είναι φανερός. Ίσως αυτό να έχει παίξει ρόλο στο ότι διαρροές αναφέρουν ότι το προβάδισμα στη διαγωνιστική διαδικασία επιλογής νέας κορβέτας διατηρούν οι Ιταλοί της Finacantieri με τις κορβέτες – ελαφριές φρεγάτες FCX-30 DOHA, καθώς η εταιρία συμμετέχει και στην προσπάθεια διάσωσης των ναυπηγείων Ελευσίνας.

Θα πρέπει να γίνει αξιωματικά αποδεκτό, ότι κολοσσοί της παγκόσμιας αμυντικής -αεροναυτικής και ναυπηγικής- βιομηχανίας όπως η Dassault Aviation και η Naval Group αντιστοίχως, έχοντας αμφότεροι εξασφαλίσει καθένας συμβόλαια άνω των 3 δισ. ευρώ, είναι απαράδεκτο να μην έχουν προωθήσει συμφωνίες για την εκτέλεση έστω στοιχειώδους υποκατασκευαστικού έργου από ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες.

Εκπρόσωποι εταιρειών της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας κάνουν ανοιχτά λόγο για υπογραφή «Μνημονίων» που απλώς περιέχουν ευχολόγια, ενώ θεωρείται ότι στην υπόθεση του προγράμματος κορβετών, η γαλλική πλευρά έχει θέσει τις ελληνικές εταιρίες σε μια κατάσταση έμμεσης «ομηρείας», στο πλαίσιο της στρατηγικής της Group Naval για την απόσπαση και του συμβολαίου για τις κορβέτες, ύψους 2 δισ. ευρώ.

«Δώστε μας το συμβόλαιο για αν δώσουμε έργο στην ελληνική αμυντική βιομηχανία», περιγράφεται συνοπτικά αυτή η στρατηγική. Όμως, με βάση το «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», δείχνει να έχει επικρατήσει η πεποίθηση ότι εάν και αυτό το συμβόλαιο καταλήξει σε γαλλικά χέρια χωρίς να έχει προηγηθεί συμφωνία που θα αφορά στο βιομηχανικό έργο, θα οδηγηθούμε… ως φάρσα στο ίδιο αποτέλεσμα.

Αυτό όμως, εκτός από τα γεωστρατηγικά επιχειρήματα είναι και εμπορικά (ακατ)ανόητο, αφού υπονομεύει τα υπαρκτά και ισχυρά επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ μιας νέας συμφωνίας με τη γαλλική πλευρά και έχουν ουκ ολίγους σοβαρούς υποστηρικτές στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία.

Όπως προαναφέρθηκε, στις φυσιολογικές διαγωνιστικές διαδικασίες, οι υποψήφιοι δεν αξιολογούνται μόνο ως προς τη διαμόρφωση των οπλικών συστημάτων που προσφέρουν, αλλά και για το έργο που θα αναθέσουν στην εγχώρια βιομηχανία. Η -πραγματική- δικαιολογία του «εθνικού επείγοντος», κατέληξε να χρησιμοποιείται καταχρηστικά σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων, αφού δεν τηρούνται αρχές βάσει των οποίων λειτουργεί η παγκόσμια αμυντική βιομηχανία.

Ειδικά στην περίπτωση της Dassault Aviation, η «εξαφάνιση» της εταιρίας είναι παντελής. Από την άλλη πλευρά, η Naval Group έκανε μια –κυρίως επικοινωνιακή– προσπάθεια να πείσει ότι ασχολείται με την ελληνική αμυντική βιομηχανία. Παρότι δεν έπεισε, τουλάχιστον διοργάνωσε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ημερίδες με ελληνικές εταιρίες όπου διερευνήθηκε η δυνατότητα ανάπτυξης συνεργασιών. Ίσως διότι αφουγκράστηκε τη γκρίνια μετά την υπογραφή των συμβολαίων για τα Rafale F3R.

Το πραγματικό διακύβευμα είναι όμως οι ελληνογαλλικές σχέσεις. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κινητοποιηθεί και να θέσει σε ανώτατο επίπεδο στη γαλλική το πρόβλημα, λέγοντας ότι αυτές οι συμπεριφορές δημιουργούν αρνητικό κλίμα που θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα στο ψυχολογικό υπόστρωμα της διμερούς σχέσης, δηλαδή την αντίληψη που θα διαμορφωθεί σταδιακά στην ελληνική κοινωνία.

Θα πλήξει δηλαδή την εμπιστοσύνη που υπάρχει σε διακρατικό επίπεδο. Το να χρησιμοποιείται όμως αυτή η απευθείας διακυβερνητική επαφή για την αποφυγή ανάπτυξης βιώσιμης συνεργασίας με την ελληνική αμυντική βιομηχανία, είναι κοντόφθαλμο και αυτοκαταστροφικό. Και πρέπει να αντιμετωπιστεί με πρωτοβουλία και των δύο κυβερνήσεων.

Αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν εντυπωσιακή υποστήριξη από την ελληνική κοινωνία για την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων Ελλάδας-Γαλλίας. Η κοντόθωρη αντιμετώπισή τους όμως από τη γαλλική βιομηχανία, εάν δεν αλλάξει, νομοτελειακά θα οδηγήσει σε σοβαρό πλήγμα, που από επικοινωνιακό θα μετεξελιχθεί σε ουσιαστικό.

Εν ολίγοις, θα είναι απλώς ζήτημα χρόνου προτού διαχυθεί και στο (γεω)πολιτικό επίπεδο. Μεταξύ πραγματικών συμμάχων πρέπει να λέγονται αλήθειες και παρότι η επιδίωξη μεγιστοποίησης του κέρδους είναι θεμιτή αφορά το τακτικό επίπεδο. Το να προσπαθείς «να βγάλεις από τη μύγα ξύγκι» όμως, θα δημιουργήσει πρόβλημα στο στρατηγικό.

Εν κατακλείδι, η διμερής σχέση πρέπει να προστατευθεί εκατέρωθεν. Να οριοθετηθεί και να υπάρξει μέτρο με τη μέριμνα των δυο κυβερνήσεων. Ας φροντίσουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, προτού αποδειχθεί πως είναι πολύ αργά.

https://www.defence-point.gr/6-7-2022