Κατεστημένη παραχάραξη.

 



Κατεστημένη παραχάραξη.

Τι είναι η κομματοκρατία; Εσχατη αλλοτρίωση της δημοκρατίας στη Νεωτερικότητα. Το πολυκομματικό σύστημα παύει να είναι αντιπροσωπευτικό, τα κόμματα αυτονομούνται από την κοινωνία των πολιτών, συγκροτούν καθεστώς ολιγαρχίας. Στυγνή ολιγαρχία ανεξέλεγκτων «Διευθυντηρίων», που νομιμοποιείται τυπικά κάθε τέσσερα χρόνια, με την ψήφο του λαού. Για την υφαρπαγή της ψήφου επιστρατεύονται οι υπερσύγχρονες τεχνικές του «μάρκετιγκ» – τεχνικές πλύσης εγκεφάλου των μαζών, πληρωμένες με μυθώδη ποσά για την κατασκευή ψευδαισθητικών εντυπώσεων.

Στο καθεστώς της «κομματοκρατίας» δεν υπάρχει πτυχή του κοινωνικού και του κρατικού βίου που να μην υπηρετεί πρωτίστως (ή αποκλειστικά) τα κόμματα. Το Σύνταγμα το συντάσσουν τα κόμματα, το ψηφίζουν τα κόμματα, το αναθεωρούν τα κόμματα, ερήμην του λαού. Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (εγγυητή του πολιτεύματος) τον εκλέγουν τα κόμματα με παρασκηνιακό μεταξύ τους αλισβερίσι. Τους προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, το ίδιο. Την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, επίσης. Ο συνδικαλισμός είναι, απροσχημάτιστα και αναιδέστατα, κομματικός: υπηρετεί τις σκοπιμότητες των κομμάτων, όχι το δίκιο των εργαζομένων – γι’ αυτό και η χώρα οδηγήθηκε νομοτελειακά στην ολοκληρωτική αποβιομηχάνισή της. Η τοπική δήθεν «αυτοδιοίκηση», κομματικά κατευθυνόμενη, τα ΜΜΕ, διαπλεκόμενα με τα κόμματα, έχουν μετασχηματίσει το δημόσιο ήθος σε αδιάντροπη χυδαιότητα. Οι εκλογές πρυτάνεων και προέδρων τμημάτων στα Πανεπιστήμια συνεπικουρούν το καινούργιο κοινωνικό μας ήθος: τον αμοραλισμό.

Δεν απομένει πια στο λαό των Ελλήνων η παραμικρή δυνατότητα να αξιοποιήσει τα δικά του θησαυρίσματα, τη δική του αρχοντική αξιοπρέπεια. Ακόμη και με τις πιο αγνές διαθέσεις αν προσεγγίσει τα κόμματα, η ηθική του ευαισθησία θα εκβιαστεί να προσκυνήσει το αρχηγικό ξόανο, να συσχηματιστεί με τη δολιότητα, έστω και μόνο για την κομματική του επιβίωση. Μελετήστε και λογαριάστε πόσο μακροχρόνια σπουδή, μελέτη, πλούτος εμπειρίας, ευφυΐα φυσική και κατακτημένη, ποιοι έγκυροι τίτλοι και ποια κοινή αναγνώριση προαπαιτούνται για να μην ντρέπεται ένας υπουργός συγκρίνοντας την αφεντιά του με τα στελέχη (ή και τους κλητήρες) του υπουργείου του. Ευτυχώς, τις συγκρίσεις τις κάνει από μόνη της η λογική μας (κοινή λογική), όσο κι αν πεισματικά τη φιμώνουμε.

Αναξιοπρεπές πια επάγγελμα η πολιτική, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι διατεθειμένοι να το αναλάβουν. Δεν χρειάζεται κανένα τυπικό προσόν ούτε πτυχίο ούτε εξειδίκευση ούτε προϋπηρεσία ευδόκιμος – τίποτα. Ακόμη και με χαμηλότατο δείκτη ευφυΐας, με ανικανότητα έκφρασης και κωμική άγνοια της μητρικής του γλώσσας μπορεί το κομματικό στέλεχος να υπουργήσει τα καίρια του συλλογικού βίου. Είναι για την κοινωνία μας αυτονόητο.

Τους λογαριάζουμε σαν ικανούς να διαχειριστούν οποιαδήποτε αρμοδιότητα, οποιαδήποτε ευθύνη. Γι’ αυτό και μεταπηδούν από υπουργείο σε υπουργείο, σαν σοφοί παντογνώστες, «αντιστάσεως μη ούσης». Από την άκρα επιστημονική πολυπλοκότητα της σύγχρονης πολεμικής τεχνολογίας και στρατηγικής μεταφέρονται, ως εξίσου ειδήμονες, στον σχεδιασμό της βιομηχανικής ανάπτυξης, στη διαχείριση των παραγωγικών λειτουργιών της αγοράς. Από τα ερμητικώς εξειδικευμένα προβλήματα της εκπαίδευσης, μεταφυτεύονται (χωρίς την παραμικρή προετοιμασία ή προειδοποίηση) στα λαβυρινθώδη προβλήματα λειτουργίας της δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος. Από την άσκηση της κυβερνητικής προπαγάνδας και τη μεθόδευση της παραπληροφόρησης μεταπηδούν στην αναμέτρηση με το πολυσύνθετο πρόβλημα της ανεργίας και των κοινωνικών ασφαλίσεων.

Γνωστή η αιτιολογία που προβάλλεται, ότι αυτός ήταν πάντοτε ο ρόλος των πολιτικών. Η πολιτική, λένε, είναι ταλέντο ηγετικό, όχι επιστήμη. Να ξέρεις να λειτουργείς επιτελικά σε οποιονδήποτε τομέα του κοινού βίου: να ιεραρχείς προτεραιότητες, να συντονίζεις ευθύνες, να αναθέτεις αρμοδιότητες. Κυρίως, να προστατεύεις τον κοινωνικό χαρακτήρα των κρατικών λειτουργιών. Είναι άλλης τάξεως από την επιστημονική εξειδίκευση η λογική της πολιτικής.

Αυτά στη θεωρία. Στην πράξη σήμερα η πολιτική είναι ένα επάγγελμα, που μπορεί να το ασκήσει ακόμη και ένας αφοσιωμένος στον αρχηγό αφισοκολλητής – δεν χρειάζονται ικανότητες και καλλιέργεια, προσόντα σχεδιασμού, συντονισμού, δημιουργικής φαντασίας. Οσο το Σύνταγμα στην Ελλάδα θα είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αχαλίνωτης κομματοκρατίας, το κράτος θα το διαχειρίζονται οι «πρωτοκλασάτοι» της εύνοιας και της φράξιας. Δεν μπορεί να λειτουργήσει κράτος στην Ελλάδα, γιατί οι σχέσεις κοινωνίας – εξουσίας είναι παγιδευμένες στο σύνδρομο σκλάβου – αφέντη.

Η συγκαταρίθμηση στα αφεντικά προϋποθέτει και άμετρο λιβανωτό στον εκάστοτε κομματάρχη: να σηκώνεσαι όρθιος και να τον χειροκροτείς, να ταπεινώνεσαι εξευτελιστικά παρέχοντας συνεχώς εχέγγυα δουλοφροσύνης. Με πληθωρική επίδειξη, στους αποκάτω, σπουδαιοφάνειας και κομπασμού. Αλαζονεία και ιταμότητα στο βλέμμα, χαμόγελο σαρδόνιο, κουρδισμένες χειρονομίες, προπέτεια στη συμπεριφορά.

Χρήστος Γιανναράς

https://www.kathimerini.gr/opinion/561980263/katestimeni-paracharaxi/

31/7/2022 

        ΣΧΕΤΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ       


1.
 Μεθοδευμένη αρνησιπατρία.

'Οταν η δημοκρατία είναι μόνο πρόσχημα και κενή ρητορεία, τα περιθώρια ενδοκυβερνητικών και εσωκομματικών διαφορών και αντιθέσεων διευρύνονται στο έπακρο. Τότε τα ίδια τα κόμματα δεν είναι πολιτικοί σχηματισμοί, δεν εκφράζουν ανάγκες και στόχους συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Ομολογούν με αφελή καύχηση ότι είναι «πολυσυλλεκτικά», όχι μόνο ψήφων αλλά και απόψεων, ιδεολογικών αντιλήψεων, ιδιοτελών επιδιώξεων. Είναι, δηλαδή, α-πολιτικά συνδικάτα συμφερόντων.

Γι’ αυτό και τα κομματικά συνέδρια, οι κεντρικές επιτροπές, τα εκτελεστικά γραφεία των κομμάτων λειτουργούν στην προσχηματική «δημοκρατία» μόνο σαν εκφάνσεις ενός στερεότυπου τελετουργικού. Ούτε εκφράζουν κοινωνικά αιτήματα, ούτε παράγουν πολιτική. Φιλοξενούν ρητορικές κορόνες και υπηρετούν κενά προσχήματα – κυρίως τηλεοπτικές εντυπώσεις.

Δεν έχει, επομένως, κανένα νόημα η ηθικολογική προτροπή προς τους διαφωνούντες με την κυβέρνησή τους υπουργούς, να εκθέτουν τις διαφωνίες τους στα «κομματικά όργανα», προτού τις δημοσιοποιήσουν. Είναι σαν να τους προτρέπει κανείς να σπείρουν σιτάρι στην άσφαλτο. Να προσαγάγουν πολιτικές προτάσεις και πολιτικό προβληματισμό σε χώρους που έχουν συγκροτηθεί για να είναι πολιτικά άγονοι και μόνο εθιμοτυπικά διακοσμητικοί.

Στις προσχηματικές δημοκρατίες, να είσαι υπουργός, δεν σημαίνει ότι ασκείς πολιτική. Κατά κανόνα, περνάς το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας με τηλεφωνήματα και επισκέψεις της εκλογικής σου πελατείας. Αν τα περιθώρια για ρουσφέτια έχουν αναγκαστικά περιοριστεί, παρέχεις στην πελατεία σου ψυχολογική τόνωση και παρηγορητική κατανόηση. Το σπουδαιότερο έργο σου είναι να βρίσκεις τρόπους επιδέξιου συμβιβασμού με τα ενδοϋπουργικά και τα έξωθεν συμφέροντα που διαπλέκονται στον τομέα σου και υπαγορεύουν την πολιτική του υπουργείου σου. Αν είσαι ιδιαίτερα φιλόδοξος, προσπαθείς εσπευσμένα να προωθήσεις δυο-τρεις δευτερεύουσες πρωτοβουλίες που ξέρεις ότι θα είναι βραχύβιες, αφού ο διάδοχός σου στο υπουργείο θα τις ξηλώσει οπωσδήποτε, για να πειραματιστεί με δικές του.

  • 'Αηχες οι οιμωγές των αδικημένων.

Δεν μετέχουν σε συνολικές κυβερνητικές ευθύνες οι υπουργοί μιας προσχηματικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό και οι τολμηρότεροι (συνήθως όσοι αποβλέπουν στην πρωθυπουργική καθέδρα) δεν διστάζουν να δημοσιοποιούν την κριτική τους ή τις αντιρρήσεις τους για κάποιες πτυχές του κυβερνητικού έργου, για την καταλληλότητα ή όχι συναδέλφων τους, για τη στρατηγική συγκεκριμένου υπουργείου. Ετσι προσπαθούν να διασώσουν έναν διακοσμητικό, αλλά διακριτό ρόλο, αφού η άσκηση πολιτικής έχει αποκλειστεί από τις αρμοδιότητές τους. Λογικό και συγγνωστό.

Αλλά και σπάνιο. Κατά κανόνα, η υπουργοποιημένη κομματική υπαλληλία περιφέρεται σε τηλεοράσεις και ραδιοθαλάμους (είναι μέσα στις υποχρεώσεις του καθημερινού ασφυκτικού προγράμματος) μόνο για να εκθειάσουν τον πρωθυπουργό και το κυβερνητικό έργο, εξωραΐζοντας ακόμα και τις πιο εξόφθαλμες αποτυχίες της κυβέρνησης. Τότε είναι που ο αξιοπρεπής πολίτης δείχνει στα παιδιά του την εικόνα αυτών των θλιβερών θυμάτων της εξουσιολαγνείας, για να πει: «Προσέξτε, μην φθάσετε ποτέ σε τέτοιον ανθρώπινο εκπεσμό».

Οταν η δημοκρατία είναι μόνο πρόσχημα και κενή ρητορεία, τα περιθώρια ενδοκυβερνητικών και εσωκομματικών διαφορών και αντιθέσεων διευρύνονται στο έπακρο. Τα ίδια τα κόμματα δεν είναι πολιτικοί σχηματισμοί, δεν απηχούν ανάγκες και στόχους συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Το ομολογούν με αφελή καύχηση ότι είναι «πολυσυλλεκτικά», όχι μόνο ψήφων αλλά και απόψεων, ιδεολογικών αντιλήψεων, κοινωνικών επιδιώξεων. Δηλαδή, α-πολιτικά συνδικάτα συμφερόντων.

Τουλάχιστον να επιβιώνει έστω και σε ελάχιστο λήμμα λαού η συνείδηση: τι είναι «δημοκρατία» και τι ωμή απάτη. Για την ελληνική συνείδηση δημοκρατία θα είναι πάντα η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, η ευρύτερη οικογένεια κάθε ανθρώπου.

Χρήστος Γιανναράς

https://www.kathimerini.gr/opinion/561959863/methodeymeni-arnisipatria/

17/7/2022


 
2.
Δημοκρατική αποσύνδεση.

Η επικίνδυνη αποσύνδεση των πολιτών από τις αρχές και  τα  ιδεώδη  της  Δημοκρατίας,  καθιστά  τους ανθρώπους επιρρεπείς στη ρητορική των άκρων και των ακροτήτων.

Έχει αλλοτριωθεί άραγε η Δημοκρατία, σε σχέση με τον αρχετυπικό της προσδιορισμό, σε βαθμό που πλέον να έχει απωλέσει ακόμα και τα βασικά δομικά της χαρακτηριστικά; Η εξουσία πηγάζει όντως από το λαό; Ασκείται όντως από το λαό; Εξυπηρετεί όντως τα συμφέροντα του λαού;

Η προβληματική που αναπτύσσεται στο πολιτικό γίγνεσθαι από την καθολική επικράτηση των κομμάτων, τα οποία ελέγχουν κάθε πτυχή τού κράτους, από τη σύνταξη του Συντάγματος μέχρι τους επικεφαλής της Δικαιοσύνης ενώ ταυτόχρονα αποφασίζουν και καθορίζουν ασφυκτικά τις διαδικασίες τής διακυβέρνησης σε κεντρικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, συνεπάγεται εν πολλοίς τη μετατόπιση της περί της Δημοκρατίας αντίληψης στην κομματική οπτική των πολιτικών πραγμάτων.

Ποιος, για παράδειγμα, επιλέγει τις επιλογές μας; Ποιος αποφασίζει για τα πρόσωπα που στελεχώνουν τα ψηφοδέλτια και στη συνέχεια καλλιεργεί την επιτηδευμένη ψευδαίσθηση στους πολίτες πως ο λαός επιλέγει και όχι οι αρχηγοί των κομμάτων; Είναι πραγματική η ψήφος των πολιτών από τη στιγμή που οι ίδιοι δεν μπορούν να επιλέξουν τους υποψηφίους; Κι εφόσον δεν μπορούν να τους επιλέξουν, εκπληρώνεται η αρχή της Δημοκρατίας που θέλει η εξουσία να πηγάζει από το λαό;

Η ιδεολογική πυκνότητα της έννοιας ‘Δημοκρατία’ είναι βέβαιο πως δεν είναι καθόλου εύκολο να διερευνηθεί, πολλώ δε μάλλον να εξαντληθεί μέσα σε ένα κείμενο λίγων λέξεων. Παρά το γεγονός αυτό όμως, είναι βέβαιο πως Δημοκρατία και κομματική πολιτική είναι δύο έννοιες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, απολύτως διακριτές και μάλιστα η δεύτερη υπάρχει για να υπηρετεί την πρώτη και όχι το αντίστροφο.

Στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία της Ελλάδας όμως τα πράγματα δεν είναι απολύτως διακριτά από τη στιγμή μάλιστα που η πολιτική πρακτική έχει αποδείξει ότι η κομματική αυτοαναφορικότητα προσπαθεί πάντοτε να συνδέσει τη Δημοκρατία με το ίδιο το κόμμα ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο δυικό σύστημα που -δήθεν- πρέπει να είναι κυρίαρχο πάση θυσία για το καλό του τόπου και της κοινωνίας.

Για να επιτευχθεί δε ο σκοπός αυτός, οι κομματικοί μηχανισμοί συχνά χειρίζονται εργαλειακά τους κρατικούς θεσμούς με αποτέλεσμα η τακτική αυτή να λειτουργεί τελικά ως φενάκη για το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Με την καθιερωμένη πια χρόνια αυτή πρακτική, στο υποσυνείδητο των ανθρώπων κλονίζονται οι αρχές και τα ιδεώδη της Δημοκρατίας και ταυτόχρονα δημιουργούνται έμφοβα συναισθήματα, λόγω της αβεβαιότητας που επιφέρουν οι ενδεχόμενες αλλαγές, στους αδύναμους να προσεγγίσουν την εξουσία πολίτες.

Η Δημοκρατία δεν ήταν και δεν πρέπει να γίνει πεδίο μάχης αντιθέσεων. Λειτουργεί εκ της γεννήσεώς της πάντοτε συνθετικά με κύριο γνώρισμά της την ελευθερία στη λήψη αποφάσεων, η οποία όμως προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης. Η μεροληψία των κομμάτων από την άλλη, αν και η προς τα έξω μαρτυρία τους είναι πάντοτε διαφοροποιητική ως προς τις εκτός των τειχών τους ιδεολογίες, φροντίζει πάντοτε να ρευστοποιεί και να διαχέει την ευθύνη για τα κακώς κείμενα είτε στα υπόλοιπα κόμματα είτε στην ίδια την κοινωνία. Καλλιεργεί δηλαδή τις αντιθέσεις και αποτάσσει κάθε συνθετική διαδικασία αλλά και τον ουσιαστικό και σοβαρό κοινωνικό διάλογο.

Την ίδια στιγμή, η κοινωνία βιώνοντας τον προβληματικό αυτό τρόπο λειτουργίας που έχει επιβληθεί από το πολιτικό σύστημα επί της Δημοκρατίας και αντιλαμβανόμενη την αντικειμενική της αδυναμία, λόγω του ουσιαστικού της αποκλεισμού από τη λήψη των αποφάσεων, να αξιοποιήσει τις σοβαρές και υγιείς κοινωνικές δυνάμεις της για να συμμετέχει εν τοις πράγμασι στα κοινά, δυσπιστεί συνολικά απέναντι στο σύστημα διακυβέρνησης αλλά τους θεσμούς της χώρας.

Ταυτόχρονα, οι ολοένα και διευρυνόμενες οικονομικές, κοινωνικές, φυλετικές, εκπαιδευτικές κλπ. αδικίες, καθιστούν τους πολίτες έτι περαιτέρω επιφυλακτικούς απέναντι στη συμμετοχή τους στις δημοκρατικές διαδικασίες. Η βαθιά παγιωμένη αυτή αντίληψη ότι το δημοκρατικό πολίτευμα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, επιβάλλει στη συνείδηση των πολιτών, έστω κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε ή το αποκρύπτουμε τεχνηέντως, την αποσύνδεσή τους από την ιδέα της Δημοκρατίας. Η επικίνδυνη αυτή αποσύνδεση όμως από τις αρχές και τα ιδεώδη της, καθιστά τους ανθρώπους επιρρεπείς στη ρητορική των άκρων και των ακροτήτων.

Η διολίσθηση της Δημοκρατίας σε έναν, αφύσικο για την ίδια, περιοριστικό τρόπο λειτουργίας που ουσιαστικά αποκλείει το λαό από την άσκηση της εξουσίας, αποτελεί ίσως το έρεισμα και το ισχυρότερο επιχείρημα αποδρομής των πολιτών από πράξεις πολιτικής συμμετοχής τους στα κοινά, έστω κι αν η ίδια η Δημοκρατία απαιτεί πλήρη και καθολική συλλογικότητα για να νομιμοποιηθεί μέσα σε κάθε κοινωνία.

Τι φταίει λοιπόν για την εκφυλιστική πορεία και την αποσύνδεσή μας από την ιδέα της Δημοκρατίας αν όχι η ενίσχυση της ψευδαίσθησης της κομματικής παντοδυναμίας αλλά και η ελαχιστοποίηση της κοινωνικής κινητικότητας των πολιτών; Σίγουρα πάντως, όχι η ίδια Δημοκρατία!

 Κώστας Θερμογιάννης, Αρθρογράφος
Διαχειριστής της ιστοσελίδας τοβιβλίο.net

https://thermoyiannis.gr