Η αξία της εργασίας.

 
Workers in the Snow, 1912 by Edvard Munch


 Η αξία της εργασίας.


Μολονότι η διάσταση της αναγκαιότητας δεν μπορεί να εξαλειφθεί από την εργασία, η ποιοτική διάσταση, εκείνη της ικανοποίησης, δεν μπορεί να είναι ένα προνόμιο των λίγων ● Μια κοινωνία η οποία ενδιαφέρεται να δίνει στους πολίτες της τα εργαλεία για να έχουν μιαν εργασία, που δεν είναι απλώς μια σκληρή αναγκαιότητα, είναι περισσότερο βιώσιμη και δίκαιη από μια κοινωνία που αδιαφορεί ή δημιουργεί συνθήκες εξαναγκασμού στην εργασιακή ανασφάλεια και δυστυχία



Η Ιταλίδα Νάντια Ουρμπινάτι είναι καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το ακόλουθο άρθρο της δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».


Η εργασία είναι κόπος. Αλλά δεν είναι μόνο κόπος. Είναι και το μέσο χάρη στο οποίο διαμορφώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις, ιδιωτικές και δημόσιες. Συνδεδεμένη με μια κατάσταση ανάγκης στην κλασική και την ιουδαϊκο-χριστιανική κουλτούρα, στη σύγχρονη κοινωνία η εργασία συνδέθηκε βαθμιαία με την ιδέα της ευχαρίστησης ή της προσωπικής αυτοπραγμάτωσης. «Τι δουλειά θα σου άρεσε να κάνεις όταν μεγαλώσεις;» ή «Σου αρέσει η δουλειά που κάνεις;» είναι συνηθισμένα ερωτήματα (μολονότι απαντήσεις του τύπου: «Μου αρέσει η δουλειά μου» δεν είναι διόλου συνηθισμένες). Ενα αμερικανικό απόφθεγμα αποδίδει καλά αυτή την ιδέα: «Do what you love, the money will follow». Γίνεται δηλαδή σαφές ότι η προσωπική αυτοπραγμάτωση είναι εκείνη που ανταμείβει τον κόπο και όχι μόνον ο μισθός.

Ενώ η προτεσταντική κουλτούρα υπογράμμιζε την ηθική αξία της εργασίας, εμφανίζοντάς την όχι μόνον ως εξιλέωση για το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και ως έκφραση και πραγμάτωση των ταλέντων που μας έχει δωρίσει ο Θεός, η εκκοσμικευμένη ατομικιστική ηθική τονίζει το στοιχείο της προσωπικής ικανοποίησης, και με αυτόν τον τρόπο γεννάει την προσδοκία μιας εργασίας «κατάλληλης» για μας, και όχι απλώς μιας οποιασδήποτε εργασίας. Αυτό είναι το κίνητρο που μας ωθεί να πράττουμε, να δημιουργούμε, να παράγουμε και επιπλέον μας κάνει να νιώθουμε ικανοποιημένοι ή ακόμα και ευτυχείς με την εργασία που έχουμε. Με δυο λόγια, δεν εργαζόμαστε μόνο για να ζήσουμε και να συντηρήσουμε την οικογένειά μας. Εργαζόμαστε και, ή κυρίως, για μας τους ίδιους, για να ικανοποιήσουμε τις φιλοδοξίες και τις προσδοκίες μας, ιδίως για να έχουμε από τους άλλους μιαν αναγνώριση, την οποία θεωρούμε ότι αξίζουμε.

Αν σε σχέση με την εργασία ως «αναγκαιότητα» το κριτήριο αξιολόγησης είναι η απασχόληση και ο μισθός (αφού όλοι πρέπει να εργάζονται, σε όλους θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να βρουν μιαν εργασία), σε σχέση με την εργασία ως επάγγελμα που «μας αρέσει» το κριτήριο είναι εκείνο της αυτοπραγμάτωσης. Το «πώς» εργαζόμαστε επομένως, και όχι μόνο το «αν» εργαζόμαστε, είναι ένα σημαντικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε τον χαρακτήρα της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Πριν από τον Μαρξ, ο Ανταμ Σμιθ ήταν εκείνος ο οποίος φώτισε τις εντάσεις που ενυπάρχουν στη νεότερη εργασία. Ο καταμερισμός της εργασίας, προέβλεπε ο Σμιθ, θα συμβάλει στη διάπλαση των ανθρώπινων ικανοτήτων εξειδικεύοντάς τες και τελειοποιώντας τες, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να κάνει πολλές ανθρώπινες υπάρξεις περισσότερο «ανόητες και αμαθείς», καθώς θα είναι υποχρεωμένες να κάνουν επαναλαμβανόμενες εργασίες και να νιώθουν μόνο κούραση.

Από τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εργασία ως ικανοποίηση και σε εργασία ως σκληρή αναγκαιότητα θα μπορούσε να προκύψει νέα δυστυχία, αν η κατανομή της «εργασίας που αρέσει» μεταξύ των μελών της κοινωνίας είναι έντονα άνιση και άδικη. Προφανώς είναι παράλογο να έχουμε την αξίωση η εργασία του Σέξπιρ να κατανέμεται δίκαια. Ωστόσο, μια δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να μην ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση των ευκαιριών και για την ποιότητα της εργασίας. Και δεν μπορεί ούτε να προδίδει τον εαυτό της οργανώνοντας κοινωνικές υπηρεσίες και σχολική εκπαίδευση με τρόπο που κατανέμει διαφορετικές ευκαιρίες ανάλογα με την κοινωνική τάξη, παραγνωρίζοντας επομένως τα πρόσωπα και εκείνο που μπορεί να γίνουν ή να κάνουν. Συμφέρει αληθινά τα πρόσωπα και την κοινωνία το πιο ενεργητικό και δημιουργικό τμήμα του πληθυσμού, η νεολαία, να υποχρεώνεται να εργάζεται σε συνθήκες στις οποίες απουσιάζει η ελπίδα;

Αντίθετα με όσα λένε οι ιδεολόγοι της Δεξιάς, οι οποίοι ταυτίζουν την εργασιακή αβεβαιότητα και ανασφάλεια με την ελευθερία και το ρίσκο, η αβεβαιότητα για το μέλλον δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη διακινδύνευση και την ελευθερία επιλογής. Είναι μια παραλυτική κατάσταση, επειδή δεν μας επιτρέπει να κάνουμε σχέδια και επομένως αποθαρρύνει την πρωτοβουλία, απαξιώνει την εργασία, μειώνει την παραγωγικότητα. Οι δημοκράτες πολίτες είναι εργαζόμενοι επειδή είναι αυτόνομα πρόσωπα, που οφείλουν να φροντίζουν για τους εαυτούς τους, καθώς δεν ζουν σε βάρος αριστοκρατικών οικογενειών ούτε σε βάρος δούλων. Οι σύγχρονες δημοκρατίες, όλες τους (ακόμα και εκείνες που δεν το γράφουν στο Σύνταγμά τους), είναι θεμελιωμένες πάνω στην εργασία. Ωστόσο, μολονότι η διάσταση της αναγκαιότητας δεν μπορεί να εξαλειφθεί από την εργασία, η ποιοτική διάσταση, εκείνη της ικανοποίησης, δεν μπορεί να θεωρείται καθαρά προσωπικό ζήτημα ή κάτι που εγκαταλείπεται στην τύχη.

Δεν μπορεί, τέλος, να είναι ένα προνόμιο των λίγων. Ελεγε ορθά ο Τζον Ρολς ότι «ο τρόπος με τον οποίο οι ανθρώπινες υπάρξεις εργάζονται μαζί για να ικανοποιούν τις τωρινές επιθυμίες τους επηρεάζει εκείνες που θα γίνουν οι μελλοντικές επιθυμίες τους ή τον τύπο των προσώπων που θα γίνουν». Γι’ αυτό, μια δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να αποδέχεται την ύπαρξη μιας απόκλισης, όπως αυτή που υπάρχει σήμερα στην Ιταλία, ανάμεσα στην εργασία ως απλή αναγκαιότητα και στην εργασία ως ικανοποίηση, ανάμεσα στην εργασία ως ανώνυμο μόχθο και αθέατο ιδρώτα και στην εργασία ως αυτοπραγμάτωση. Μια κοινωνία η οποία ενδιαφέρεται να δίνει στους πολίτες της τα εργαλεία για να έχουν μιαν εργασία, που δεν είναι απλώς μια σκληρή αναγκαιότητα, είναι περισσότερο βιώσιμη και δίκαιη από μια κοινωνία που αδιαφορεί ή δημιουργεί συνθήκες εξαναγκασμού στην εργασιακή ανασφάλεια και δυστυχία.

Το να είμαστε δημοκράτες σημαίνει και να πιστεύουμε ότι κανείς δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να μην έχει άλλη επιλογή από το να κάνει εργασίες που δεν δίνουν καμία ικανοποίηση· εργασίες που, για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ανταμ Σμιθ, μας κάνουν «ανόητους και αμαθείς» (προς μεγάλο κέρδος εκείνων που πάνω στην αμάθεια και στην ανοησία άλλων φτιάχνουν τις δικές τους οικονομικές και πολιτικές τύχες). Μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να αποβλέπει σε περισσότερη υλική ισότητα των αφετηριακών συνθηκών και σε περισσότερες ευκαιρίες για τα παιδιά και τους νέους να εξερευνούν τις δυνατότητές τους και να προσβλέπουν στην εργασία ως αξιοπρεπή και ικανοποιητική απασχόληση και όχι απλώς αναγκαστική και κακά αμειβόμενη.

Θανάσης Γιαλκέτσης

21/8/2022

https://www.efsyn.gr/themata/idees-palies-kai-nees/356153_i-axia-tis-ergasias