Γιατί η Πολωνία εγείρει ζήτημα γερμανικών αποζημιώσεων.

 


Γιατί η Πολωνία εγείρει ζήτημα
γερμανικών αποζημιώσεων.

 
Του Κώστα Ράπτη

Η παρουσίαση χθες Πέμπτη, 83η επέτειο της ναζιστικής εισβολής στην Πολωνία, της έκθεσης του πολωνικού κυβερνώντος κόμματος σχετικά με τις διεκδικούμενες από τη Γερμανία αποζημιώσεις για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες μάλιστα υπολογίζονται στο αστρονομικό ποσό των 1,3 τρισ. ευρώ, δεν περιγράφει (τουλάχιστον προς το παρόν) την επίσημη θέση της κυβέρνησης της Βαρσοβίας. Είναι δε εξαιρετικά αμφίβολο αν διαθέτει την απαιτούμενη νομική βάση. Εξ ού και οι ξένοι αναλυτές, με πρώτους βεβαίως τους Γερμανούς, κάνουν λόγο για καθαρά προεκλογική κίνηση του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS), με το βλέμμα στραμμένο στο εγχώριο ακροατήριο και τις πολωνικές εκλογές που πρόκειται να πραγματοποιηθούν το 2023.

Ωστόσο, αυτό διόλου δεν μειώνει την πολιτική σημασία του εγχειρήματος, το οποίο ρίχνει βαριά σκιά στις γερμανο-πολωνικές σχέσεις, σε μία συγκυρία κατά την οποία η ενότητα της Ε.Ε. αποτελεί μέγα ζητούμενο, λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία.

Έτσι και αλλιώς, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Ήδη στις 21 Μαρτίου 2018 με δήλωση του Πολωνού υπουργού Εξωτερικών Γιάτσεκ Τσαπούτοβιτς το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων τέθηκε επί τάπητος – και η χθεσινή παρουσίαση της έκθεσης από τον ισχυρό άνδρα του PiS, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι μάλλον αποτελεί προσπάθεια οικειοποίησης από τον ίδιο μιας κυβερνητικής πρωτοβουλίας που βρίσκεται στα σκαριά.

Η Πολωνία αποτελεί, ως γνωστόν, την περισσότερο πληγείσα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ευρωπαϊκή χώρα μετά τη Σοβιετική Ένωση, έχοντας χάσει περί το ένα πέμπτο του πληθυσμού της (έως 6 εκατομμύρια ανθρώπους), συμπεριλαμβανομένου του συνόλου σχεδόν του εβραϊκού στοιχείου. Τον επαύριο του πολέμου η Βαρσοβία δεν ήταν παρά ένας σωρός ερειπίων.

Η πολωνική πλευρά στηρίζει τις αξιώσεις της στο γεγονός ότι δεν αποτέλεσε συμβαλλόμενο μέρος στην συμφωνία "4+2” του 1990, με την οποία οι έως τότε κατέχουσες δυνάμεις συγκατατέθηκαν στην επανένωση της Γερμανίας, κλείνοντας τις μεταπολεμικές εκκρεμότητες.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η Πολωνία επωφελήθηκε το 1945 της προσάρτησης γερμανικών εδαφών, γεγονός που αποτελεί την υπέρτατη μορφή αποζημίωσης. Επιπλέον, το 1953 στη Διάσκεψη του Λονδίνου παραιτήθηκε των αξιώσεών της έναντι της Ανατολικής Γερμανίας, έχοντας ήδη έως τότε αποζημιωθεί στην πράξη με την μεταφορά 3.000 εργοστασιακών εγκαταστάσεων.

Η γερμανική πλευρά διακηρύσσει μονομερώς, τόσο προς την Πολωνία όσο και προς την Ελλάδα (οι αξιώσεις της οποίας είναι ακόμη ισχυρότερες λόγω του αναγκαστικού κατοχικού δανείου) ότι η υπόθεση έχει λήξει και, μολονότι η Γερμανία αναλαμβάνει πλήρως τις ηθικές και ιστορικές της ευθύνες, δεν τίθεται μετά το 1990 ζήτημα αποζημιώσεων. Ωστόσο, κατά καιρούς προβαίνει σε χειρονομίες αποζημίωσης σε ατομική βάση, π.χ. σε θύματα του Ολοκαυτώματος ή της καταναγκαστικής εργασίας κ.ο.κ.

Σύμφωνα με ανακοίνωση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, το ζήτημα συνιστά "ουσιαστική βάση για την σημερινή ευρωπαϊκή τάξη”. Όμως το πρόβλημα του Βερολίνου είναι ακριβώς η διασάλευση αυτής της ευρωπαϊκής τάξης.

Η εξωτερική πρόκληση που συνιστά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν αναστέλλει, αντιθέτως μάλλον επιταχύνει την ανάδειξη των εσωτερικών ρωγμών. Και από αυτή την άποψη ο ρόλος της Βαρσοβίας είναι κομβικός.

Η θερμή υποστήριξη της Ουκρανίας από την Πολωνία (συνοδευόμενη πάντως και από υπόρρητες βλέψεις στην πάλαι ποτέ πολωνική επαρχία της Γαλικίας) συνταιριάζεται με ολοένα και πιο καταγγελτική γλώσσα έναντι της Γερμανίας, της επιφυλακτικότητά της για αποστολή οπλισμού στο Κίεβο και των ενεργειακών και άλλων δεσμών της με τη Ρωσία.

Σε κάθε περίπτωση, το PiS δεν κρύβει την εχθρότητά του προς ό,τι μονίμως εκλαμβάνει ως γερμανική απόπειρα μετατροπής της Ε.Ε. σε ιεραρχημένο "υπερ-κράτος”.

Το ότι αυτή η ρητορική αξιοποιείται από το PiS για την προσπάθεια εξασφάλισης μιας τρίτης κατά σειρά κυβερνητικής θητείας οφείλεται στις βαθιές ρίζες που έχει στον πολωνικό πληθυσμό ο μεγαλομανής εθνικισμός – και δη η εκδοχή του που ανάγεται ιστορικά στο αγροτιστικό κίνημα Piast του μεσοπολέμου. Σε αντίθεση με την Γιαγκελόνια δυναστεία και την περί αυτήν αριστοκρατία, που κύριο ανταγωνιστή τους αναγνώριζαν την Ρωσία, το ρεύμα του Piast είχε πρωτίστως αντιγερμανικό προσανατολισμό. Άλλωστε οι διαδοχικοί διαμελισμοί της Πολωνίας τον 18ο και 19ο αιώνα δεν είχαν μόνο την Ρωσία ως δράστη.

Οι παλαιές εκείνες διαιρέσεις μοιάζει να διατηρούν την επικαιρότητά τους, αν αντικρίσει κανείς τον εκλογικό χάρτη: το PiS κυριαρχεί κυρίως στα ανατολικά της χώρας και η αντιπολίτευση στα δυτικά. Σαν να μην άλλαξαν τα προ του 1945 σύνορα...

https://www.capital.gr/diethni/3655876/giati-i-polonia-egeirei-zitima-germanikon-apozimioseon

3/9/2022