Πρίγκηπας Ανδρέας: “Νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους…”

 

Πρίγκηπας Ανδρέας: “Νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους…”
 
Αναντίρρητα, η καταστροφή της Σμύρνης συνιστά την κορυφαία πράξη του δράματος του Ελληνισμού της Ιωνίας. Αυτές τις ημέρες συμπληρώνεται ένας αιώνας. Το απόγευμα της 31ης Αυγούστου/13ης Σεπτεμβρίου (παλαιό/νέο ημερολόγιο) του 1922, η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε, το πρωί της ίδιας ημέρας, στην αρμενική συνοικία, επεκτάθηκε στην ελληνική συνοικία της Σμύρνης. Η εμπρηστική επίθεση των Τούρκων θα λάβει χώρα αμέσως μετά την είσοδο των στρατιωτικών δυνάμεων του Κεμὰλ και την εγκατάσταση του Νουρεντίν Πασά ως διοικητή της πόλης (28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1922).

Προηγουμένως, ο τακτικός στρατός του Κεμὰλ και άτακτες ένοπλες ομάδες (Τσέτες) είχαν προβεί σε συστηματικές λεηλασίες και σφαγές Ελλήνων και Αρμενίων. Ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος του Κεμὰλ, αποκρυσταλλώνονταν στο “Εθνικό Σύμφωνο” που υιοθετήθηκε από το τελευταίο οθωμανικό Κοινοβούλιο (Ιανουάριος 1920). Αυτό συνίστατο στην ολοκλήρωση του έργου της τουρκικής εθνογέννεσης, μέσω της εθνικής ομογενοποίησης-εκτουρκισμού των αλλοεθνών πληθυσμών και της ενσωμάτωσης μείζονων εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο (νέο) τουρκικό κράτος (Αντιόχεια, Αρδαχάν, Βατούμ, Καρς, Κιρκούκ, Μοσούλη, Ντερ αλ Ζορ, Σουλεϊμανίγια, Τζαραμπλούς, Χαλέπι, νησιά βορείου Αιγαίου, Δωδεκάνησα, δυτική Θράκη, Κύπρος).

Στο περιβάλλον αυτό, η ιδιάζουσα θέση του Ελληνισμού της Ιωνίας αναδεικνύονταν σε άμεση απειλή για την πραγμάτωση του. Δεν ήταν μόνο η οικονομική, πολιτισμική και πολιτική του πρωτοκαθεδρία, που εξήρε την μοναδικότητά του. Ήταν κυρίως ο ελληνικός τρόπος του βίου που ανήγαγε την “κοσμόπολη” του Ελληνισμού σε αέναη απειλή για τη συγκρότηση του τουρκικού έθνους-κράτους που οραματίζονταν ο Κεμὰλ.

Κατά τον μέντορα του τουρκικού στρατού, Γερμανό στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς: «Ουδέποτε, η Τουρκία θα έχει ασφάλεια στη δυτική Μικρά Ασία εφόσον εκεί είναι μια άλλη Ελλάδα». Συναφώς, ο αφανισμός της κοιτίδας του έξω-ελλαδικού Ελληνισμού και της ελληνικής αστικής τάξης, αποτελούσε, σύμφωνα και με λεγόμενα του Αμερικανού προξένου στη Σμύρνη, George Horton, τον θεμελιώδη στόχο «ενός σταθερού προγράμματος εξοντώσεως του Χριστιανισμού σε όλο το μήκος και πλάτος της Παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».

Το μέγεθος της καταστροφής για την “κοσμόπολη” του Ελληνισμού της Ιωνίας ήταν ολοκληρωτικό, σηματοδοτώντας το τέλος της οργάνωσης του Ελληνισμού, από τις απαρχές του, κατά τη διάρκεια των κρητομυκηναϊκών χρόνων (1700-1070 π.χ.) έως τις αρχές του 20ο αιώνα (1922), σε πόλεις και κοινά. Αρκεί η αναδίφηση σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές του Διπλωματικού και Ιστορικού αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (βλέπε “Μικρασιατική Καταστροφή. Καταθέσεις-Μαρτυρίες προσφύγων Σμύρνης”, Φάκελος 97, υποφάκελος 1, 1923), για να ξετυλιχθεί ολοζώντανη, η περιγραφή των θηριωδιών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της πυρπόλησης της Σμύρνης από τις δυνάμεις του Κεμὰλ καταγράφοντας το μέγεθος της “Δάντειας” τραγωδίας.

Συγκλονιστικές καταθέσεις

Κατάθεσις αρ.213, Αρμενίου Αρχ. Τουριάν:
«Η νυξ της φρίκης. Η κολοσσιαία αυτή πυρκαία υπεχρέωσε τους κατοίκους πανικόβλητους να τρέξουν προς την προκυμαίαν. Το θέαμα της προκυμαίας ήτο διαβολικώς αξιοθρήνητον όταν επλησίαζεν η πυρκαϊά προς το μέρος της προκυμαίας η θέσις των εκεί προσφύγων επεδεινούτο έτι περισσότερον, ευρίσκετε μεταξύ πυρός και θαλάσσης, και το εις την απελπιστικήν ταύτην κατάστασιν ευρισκόμενον πλήθος διέσχιζον Τούρκοι στρατιώται οπλισμένοι.

Λεηλασία, κλοπαί απέραντοι, και ακατανόμασται πράξεις ετέθησαν εις εφαρμογήν καθ’ όλην την γραμμήν κατά των πανικοβλήτων τούτων πληθυσμών, πολυάριθμοι εκ τούτων εγκατέλιπον παν ότι πολύτιμον ηδυνήθησαν να σώσουν εις χείρας των κεμαλικών. Πολλοί εξ απελπισίας ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και κατέφυγον εις βασιλικά Ευρωπαϊκά πλοία, τα οποία δυστυχώς δεν τους εδέχθησαν. Παρουσιάζετο μια εικών κολάσεως την περιγραφήν της οποίας αφίνω εις αρμοδιωτέρους απ’ εμέ.

Προσθέσατε πυροβολισμόν Τούρκων ιππέων και άλλων στρατιωτών οίτινες ελευθέρως μετεχειρίζοντο την βούρδουλαν εναντίων των άοπλων προσφύγων και θα έχετε μιαν αμυδράν σκιαγραφίαν. […]. Την πρωίαν της Πέμπτης της 14ης Σεπτεμβρίου 1922 (ν.η) ο κόλπος της Σμύρνης παρουσίαζε θέαμα τρομακτικόν, επί των κυμάτων έπλεον πτώματα πολυαρίθμων ανθρωπίνων πλασμάτων, ως να είχον ναυαγήσει ταυτοχρόνως πολλά πλοία. Υπήρχαν δε διάφοραι λέμβοι κατάμεστοι από πρόσφυγας επί της θαλάσσης, αναμένοντες σωτηρίαν. Ήρχισαν να καιώνται αι επί της προκυμαίας ευρισκόμεναι οικίαι».
 
Κατάθεσις αρ.215, Αζκόπ Δερέντς:

«Την ημέραν της Πέμπτης 14ην Σ/ρίου η Σμύρνη επαρουσιάζεν ένα θέμα αξιοδάκρυτον. Η πυρκαϊά είχε φθάσει μέχρι των οικιών της προκυμαίας, ο δε κόλπος της Σμύρνης έγινε τάφος πολυάριθμων ανδρών και γυναικών των οποίων τα πτώματα έπλεον επί της επιφανείας της θαλάσσης. Ταυτοχρόνως επί της προκυμαίας διεδραματίζοντο τρομακτικαί σκηναί˙ το παιδομάζωμα ελάμβανε χώραν υπό των στρατιωτών. Εκατοντάδες τούτων μετεφέρεντο εις τον Στρατώνα και εξ αυτών όλοι υπέστησαν ακατανόμαστα βασανιστήρια, άλλοι εδολοφονήθησαν, και ουκ ολίγοι απελάθησαν εις το Εσωτερικόν».

Κατάθεσις αριθ. 127. Εκ της Εφημ. “Ελευθερία” της Κύπρου της 7/20 Σεπτεμβρίου 1922. Αφήγησις Άγγλου ιατρού:
 «Οι Τούρκοι οδηγούν τους κατοίκους εις τας Εκκλησίας, τα σχολεία και τα μεγάλα κτίρια και τους έλεγον. Μη φοβείσθαι θα σας δώσωμεν. Και αφού τους, συνήθροιζον εκεί, τους έκαιον κατά μάζας. Είδον Τούρκους Αξιωματικούς να οδηγούν μικρά παιδιά εις την πυράν και εις την σφαγήν. Και δεν έσφαζον και δεν έκαιον μόνο Έλληνας και Αρμενίους, αλλά και Άγγλους. Οι δρόμοι είχον υπερπληρωθή πτωμάτων. Το παν εκαίετο. Παντού ανεδίδετο η οσμή της καμένης ανθρώπινης σαρκός. Η προκυμαία απετέλει κατάμαυρον όγκον από τον συνωστιζόμενον κόσμον».

Οι προειδοποιήσεις Στεργιάδη

Υπό το πρίσμα των ιστορικών γεγονότων του ξεριζωμού του Ελληνισμού της Ιωνίας, το ερώτημα που τίθεται προς διερεύνηση στις αμέσως επόμενες γραμμές συνδέεται με την ύπαρξη στρατηγικής για τη διαχείριση της ήττας της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία, τον Αύγουστο του 1922. Εδραζόμενοι στις επισημάνσεις του ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη, Αριστείδη Στεργιάδη, προς την αντιβενιζελική κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα η απάντηση είναι αποφατική.

Αναλυτικότερα, με διαδοχικά του τηλεγραφήματα, (17/30 Αυγούστου 1922), ο Στεργιάδης επισημαίνει το ανοχύρωτο της πόλης, προειδοποιεί για τον αναφαινόμενο κίνδυνο ως προς την επιβίωση των ελληνικών πληθυσμών. Ζητούσε την άμεση λήψη πολιτικών και στρατιωτικών μέτρων για την σύμπτυξη αμυντικής γραμμής στη Σμύρνη, παράλληλα με τη διπλωματική κινητοποίηση των δυνάμεων της Αντάντ για την ανάσχεση των στρατιωτικών δυνάμεων του Κεμὰλ.

«…επαναλαμβάνω κατόπιν σημερινών πληροφοριών μου ότι θεωρώ κατάστασιν σοβαροτάτην εξελισσομένην προς καταστροφήν ραγδαίαν. Σμύρνη κινδυνεύει αιφνηδιασμού εκ Μαιάνδρου. Εχθρός προετοιμάζει εισβολή εκείθεν δια ελαφρού ιππικού… Ημέτεραι δυνάμεις τομέως τούτου ανίκανοι αντιτάξωσι καμμίαν αντίστασιν μέχρι πυλών Σμύρνης. Σμύρνη παραμένει εντελώς αφρούρητος. Ανάγκη καταπλεύση ενταύθα στόλος και στρατός ίνα ανακόψη αιφνηδιαστικόν τόλμημα και εξέγερσιν τουρκικού στοιχείου.

»Αντικειμενικός σκοπός εχθρού κατά Σμύρνης αποβλέπει εις δημιουργίαν καταστάσεως ταραχών, πανικού και αποσυνθέσεως υπηρεσιών βάσεως εφοδιασμού και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών. Μόνη υπολειπομένη προσπάθεια είναι κατά την γνώμην μου να κρατήσωμεν στενήν περί την Σμύρνη γραμμήν των προ πολλού μελετηθείσαν αλλά ατυχώς μη ωχυρομένην και εκεί ανασυντασσόμενοι να προκαλέσωμεν επέμβασιν των Συμμάχων προς σωτηρίαν χριστιανικών πληθυσμών».
 
Ο Χατζανέστης καθησυχάζει

Το οξύμωρο, κατά τα γραφόμενα του Έλληνα αρμοστή, είναι η διαβεβαίωση του αρχιστράτηγου Χαντζανέστη ότι η διαμορφωθείσα κατάσταση στο θέατρο των επιχειρήσεων, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν ενέπνεε «μεγάλη ανησυχία». «…επίσημοι πληροφορίαι μου περί εξελισσομένης καταστάσεως μετώπου είναι ελάχιστοι πλην αορίστου βεβαιώσεως εκ μέρους αρχηγού ότι μεγάλη ανησυχία δεν φαίνεται δικαιολογημένη προς το παρόν»!

Πάραυτα, η μετανοεμβριανή (φιλοβασιλική) κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, θα ζητήσει από τον Στεργιάδη να προχωρήσει στη λήψη διοικητικών μέτρων για την παρεμπόδιση της καθόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη ενδοχώρα προς τη Σμύρνη. Συγχρόνως, τίθεται σε εφαρμογή και η καθολική απαγόρευση της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον νόμο (2870/1922) περί διαβατηρίων, που ψηφίσθηκε στις 20 Ιουλίου του 1922 και προσέδιδε τη δυνατότητα αναχώρησης για την Ελλάδα μόνο σε κατόχους ελληνικού διαβατηρίου. Όπως αναφέρονταν σε τηλεγράφημα του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη προς τον Στεργιάδη (22.8/4.9.1922): «Εγκρίνεται εμποδισθώσι αναχωρήσωσι Έλληνες Μικρασιάται δι’ Ελλάδα ακόμα και όταν είναι εύποροι, δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια».

Ο πρίγκηπας Ανδρέας

Γενικότερα μιλώντας, για τις μετανοεμβριανές (φιλοβασιλικές) κυβερνήσεις, οι Έλληνες Μικρασιάτες ταυτίζονταν με τον βενιζελισμό, γεγονός που απέκλειε τη συνάντησή τους με τους φορείς του παλαιοκομματισμού (βασιλικοί-αντιβενιζελικοί, θρόνος). Αφενός γιατί δεν είχαν καμία “οργανική συνάφεια” (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κ.λπ.) μαζί τους, αφετέρου γιατί συνιστούσαν μια άμεση απειλή για την πολιτική τους επιβίωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρίγκηπας Ανδρέας, διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1921), σε επιστολή του στον Ιωάννη Μεταξά (19.12.1921):

«Ἀπαίσιοι πραγματικῶς εἶναι οἱ ἐδῶ Ἕλληνες, ἐκτὸς ἐλαχίστων. Ἐπικρατεῖ Βενιζελισμὸς ὀγκώδης καὶ κατὰ τὴν 15ην Δεκεμβρίου εἶχον κλείσει σχεδὸν ὅλα τὰ καταστήματα. Θὰ ἤξιζε πράγματι νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους, οἱ ὁποῖοι φέρονται οὕτω κατόπιν τοῦ φοβεροῦ αἵματος ὅπερ ἐχύσαμεν ἐδῶ. Αἵματος τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος δέ, διότι ὅλα τὰ παιδιὰ τῶν ὁπωσδήποτε καλυτέρων οἰκογενειῶν τῶν ἐνταύθα ὑπηρετοῦν εἰς τὴν Σμύρνην καὶ τὰ μετόπισθεν, ἀλλοίμονον δὲ ἂν ἓν οἱονδήποτε τμῆμα εὑρεθῇ σχηματισμένον μόνον ἀπὸ Μικρασιάτας καὶ ἐνώπιον τοῦ ἐχθροῦ».

Τσιριγώτης Διονύσιος
1/9/2022

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς με αντικείμενο Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Από τον Απρίλιο του 2008 έως σήμερα είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ίδιου πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας μονογραφιών, δοκιμίων και άρθρων.

https://slpress.gr/istorimata/prigkipas-andreas-quot-n-paradosomen-t-n-smyrnin-e-s-t-n-kem-l-di-n-to-s-petsokops-loys-quot/
 

            ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ             




Η τελευταία ευκαιρία να αποτραπεί
 η Μικρασιατική Καταστροφή.

Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα μέτρα παρεμπόδισης της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία (όπως περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο, με αφορμή τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή) και σε συνέχεια των επισημάνσεων του Στεργιάδη περί του ανοχύρωτου της πόλεως, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη θα αποστείλει την 1η Μεραρχία, που βρισκόταν στη Θράκη, με μεταγωγικά πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης (23.8/5.9 1922). Δύο τάγματα της 1ης Μεραρχίας μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς προς τη Μαινεμένη, για να ανακόψουν το προσφυγικό κύμα προς τη Σμύρνη, ενδυναμώνοντας το ηθικό των γηγενών πληθυσμών.

Ο στόχος δεν επετεύχθη, καθότι η ορμή του προσφυγικού κύματος τα ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν προς τη Σμύρνη, ενώ και οι άλλες μονάδες της 1ης Ελληνικής Μεραρχίας, αρνήθηκαν να αποβιβασθούν, απαιτώντας (και μάλιστα υπό την απειλή εξεγέρσεως) να επιστρέψουν στη Θράκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βρισκόταν στην προκυμαία της Σμύρνης επιβιβάσθηκε, χωρίς κανέναν περιορισμό, σε καταπλέοντα πλοία, διαφεύγοντας από τη Μικρά Ασία, στις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου του 1922.

Την αμέσως επόμενη ημέρα (26.8/8.9.1922) απέπλευσαν και τα τελευταία ελληνικά πλοία από το λιμάνι της Σμύρνης, μεταφέροντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Ακολούθησε η είσοδος τμήματος του ιππικού του Κεμάλ στην ανοχύρωτη πόλη (27.8/9.9.1922) με τις συμπαρομαρτούσες φρικαλεότητες που εκτυλίχθηκαν τις αμέσως επόμενες μέρες.

Εύλογα λοιπόν δύναται κανείς να διερωτηθεί γιατί οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις δεν μερίμνησαν ν’ αποτρέψουν τον διαφαινόμενο οδυνηρό γεωπολιτικό μετασχηματισμό στη Μικρά Ασία, μετριάζοντας τις συνέπειες για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ιωνίας. Με διαφορετική διατύπωση το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν αξιοποιηθήκαν οι προτάσεις των δυνάμεων της Ανταντ για διαμεσολάβηση και συνθηκολόγηση μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών;

Είναι γνωστές οι αβελτηρίες των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, ο διπλωματικός-οικονομικός αποκλεισμός και η οικονομική αποδιάρθρωση της Ελλάδος, η μεταστροφή της ισορροπίας δυνάμεων στη Μικρά Ασία, απότοκη της σύμπραξης Ιταλίας, Γαλλίας και Ρωσίας με τον Κεμάλ και της απόφασης των δυνάμεων της Αντάντ για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Επίσης, η είναι γνωστό ότι η ελληνική στρατιωτική στρατηγική είχε συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενους στόχους (Σαγγάριος, Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη) με συνεπαγόμενο την απουσία μιας ορθολογικής στρατηγικής για τη διαχείριση του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στη Μικρά Ασία.

Υψηλή στρατηγική και διπλωματία

Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επικεντρωθούμε στη διπλωματική διάσταση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής. Χωρίς να θέλουμε να προδικάσουμε το αποτέλεσμα της διπλωματικής παρέμβασης των δυνάμεων της Αντάντ για τον τερματισμό του πολέμου στη Μικρά Ασία, ούτε να προδιαγράψουμε ένα διαφορετικό ιστορικό αποτέλεσμα, καθότι η ιστορία δεν γράφεται με “εάν”, αυτό το οποίο θα πρέπει να καταδειχθεί είναι η δυνατότητα που αναφύονταν για τη σύναψη ειρήνης με κάποια υπολογίσιμα ανταλλάγματα.

Ειδικότερα, στις διασυμμαχικές προτάσεις για διαμεσολάβηση-συνθηκολόγηση (Φεβρουάριος/Μάρτιος 1921), προβλέπονταν η διατήρηση της ανατολικής Θράκης, η αυτονομία της Σμύρνης υπό Γενικό Διοικητή διοριζόμενο από την Κοινωνία των Εθνών και η παραμονή για ορισμένο χρονικό διάστημα του ελληνικού στρατού στην περιοχή, η διπλωματική υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ και η επιβολή των όρων της συνθηκολόγησης στον Κεμάλ σε περίπτωση μη αποδοχής τους, από τον τελευταίο. Κατά τα λόγια του διπλωμάτη και πολιτικού Κωνσταντίνου Ρέντη: «Δεξιώς δε χειριζομένον το ζήτημα θα ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις να μετατρέψη την μεσολάβησιν των Μ. Δυνάμεων εις σύμπραξιν εναντίον των Τούρκων».

Αναλυτικότερα, οι διπλωματικές πρωτοβουλίες των δυνάμεων της Ανταντ, για διαμεσολάβηση μεταξύ των δύο εμπολέμων, διεξάγονται την περίοδο Φεβρουαρίου/Μαρτίου και Ιουνίου του 1921. Αν και οφείλουμε να προσημειώσουμε ότι προσδίδοντας ισότιμη θέση-ρόλο στον Κεμάλ, αναγνώριζαν de facto την κυβέρνησή του (επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας), οι ευήθειες των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων θα αποδυναμώσουν τη διπλωματική θέση της Αθήνας ενισχύοντας υπέρμετρα την αντίστοιχη θέση του Κεμάλ.

Αφενός η απόφαση της κυβέρνησης του Δημήτρη Γούναρη να εκκινήσει τις επιθετικές επιχειρήσεις της ελληνικής στρατιάς προς τη γραμμή Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιον Καραχισάρ (12/25. 3.1921) και ενώ προηγουμένως είχε αποδεχθεί (εν μέρει) το σχέδιο της διασυμμαχικής διάσκεψης του Λονδίνου (6/19.3.1921) για την εξεύρεση πολιτικής λύσης, υπονόμευσε τη διπλωματική διάσταση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής.

Έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος

Ομοίως τον Ιούνιο του 1921 οι συμμαχικές δυνάμεις με διάβημά τους κάλεσαν την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τη μεσολάβησή τους, για αναστολή των εχθροπραξιών και συνθηκολόγηση μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών, προδηλώνοντας ότι η απόρριψη της πρότασής τους, θα ενείχε υψηλό πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κόστος για την Αθήνα.

«[…] Ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνησις ἀποφασίσῃ ὅτι δὲν συμφέρει αὐτῇ νὰ δεχθῇ παρέμβασίν τινα ἢ γνώμην ἔξωθεν διδομένην, αἱ Σύμμαχοι Δυνάμεις δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ ἐμμείνωσιν ἐν προσπαθείᾳ προωρισμένῃ προδήλως νὰ παραμείνῃ ἄκαρπος. Ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ ἡ εὐθύνη τῶν συνεπειῶν τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ ἀγῶνος θὰ βαρύνῃ ἀποκλειστικῶς τοὺς Ἕλληνας».

Ως εκ τούτου, το σημείο τρωτότητας της ελληνικής διπλωματικής στρατηγικής εντοπίζεται στην έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος και στην αδυναμία εγκαθίδρυσης ενός πλαισίου πελατειακών σχέσεων με τις δυνάμεις της Αντάντ (ιδίως τη Βρετανία). Η ελληνική διπλωματία διαποτιζόμενη από το αρχέτυπο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς ηθικής, επικαλείται το αξίωμα της «pacta sunt servanda», δηλαδή του σεβασμού των διεθνών υποχρεώσεων, του απαραβίαστου των υποσχέσεων και του δεσμευτικού χαρακτήρα των συνθηκών, για να εκμαιεύσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά οφέλη.
 
Χαρακτηριστικά ο Έλληνας πρωθυπουργός, Δημήτρης Γούναρης, σε συνομιλία του με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Κάρλο Σκάντζερ, αναφέρει: «Τι ζητεί επι τέλους η Ελλάς; Ουδέν άλλο, ει μη μόνον την εκπλήρωσιν παρ’ υμών εκείνου μόνον του μέρους των υποχρεώσεων σας, όπερ σχετίζεται με την εξασφάλισιν αθώων πληθυσμών, ους απειλεί η φρικωδεστέρα καταστροφή! Ζητεί εκείνο, όπερ θα εδικαιούτο να ζητήση, και αν δεν προυπήρχε το γεγονός, ότι συνεπολέμησε μεθ’ υμών, και αν ακόμη δεν είχατε αναλάβη υποχρεώσεις!….

»Ζητεί τουλάχιστον την ανταπόδοσιν αδαπάνου δι’ υμάς βοήθειας, απέναντι των θυσιών και των καταστροφών, ας αυτή υπέστη, αποτελέσασα αυθορμήτως δια μέσου των αιώνων προπύργιον, εξασφαλίσαν τον Πολιτισμόν της Δύσεως εναντίον των εξ Ανατολής βαρβάρων επιδρομών! Αντί τούτου τι πράττετε υμείς; Βοηθείτε τους επιδρομείς αυτούς, ίνα εξοντώσωσι τον Μικρασιατικόν Ελληνισμόν! Ποιον συμφέρον είναι δυνατόν αν είναι ανώτερον της ηθικής;».

Φθαρμένα υπολείμματα της κομματοκρατίας

Καταλήγοντας, η επικαιρότητα του ζητήματος του αφανισμού των ελληνικών κοινών-πόλεων της Ιωνίας, συνέχεται με τις βαθύτερες γεωπολιτικές-γεωστρατηγικές του προεκτάσεις στην ιστορική διαχρονία και τις συμπαρομαρτούσες απολήξεις του, στην εσωτερική-εξωτερική πολιτική του ελλαδικού κράτους.

Στις πρώτες εγγράφεται ο στρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ ναυτικών (Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ) και ηπειρωτικών δυνάμεων (Ρωσία) για τον έλεγχο της περιμέτρου της Ευρασίας και επέκεινα η ιδιάζουσα θέση-ρόλος των κρατών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης (Ελλάδα, Τουρκία και Ιράν). Στις δεύτερες εμπερικλείονται οι πολιτικές της ελληνικής κομματοκρατίας που κυριάρχησε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αμέσως μετά τη δολοφονία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, (1831) δημιουργώντας συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και στρατηγικής καχεξίας-επαιτείας.

Για παράδειγμα, την τελευταία περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Γούναρης, διαγιγνώσκοντας το στρατηγικό αδιέξοδο που οδηγείτο η Αθήνα, ανέλαβε, με τη συνεπικουρία του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Μπαλτατζή, μια τετράμηνη περιοδεία διπλωματικής επαιτείας σε Παρίσι και Λονδίνο (Οκτώβριος 1921-Φεβρουάριος 1922) για σύναψη δανείων άνευ αποτελέσματος, ενώ τον Μάιο του 1922 οδηγείται σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Κεμάλ.

Τσιριγώτης Διονύσιος
 3/9/2022

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς με αντικείμενο Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία. Από τον Απρίλιο του 2008 έως σήμερα είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ίδιου πανεπιστημίου. Είναι συγγραφέας μονογραφιών, δοκιμίων και άρθρων.

https://slpress.gr/istorimata/i-teleytaia-eykairia-na-apotrapei-i-mikrasiatiki-katastrofi/