Οι Αμερικανοί πεθαίνουν πλέον νωρίτερα.

 


Οι Αμερικανοί πεθαίνουν πλέον νωρίτερα.
 
Του Κώστα Ράπτη

Οι μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις αισιοδοξούν. Αν όχι για το κόστος της ενέργειας ή τον πληθωρισμό, τουλάχιστον για τη μείωση, κατά αρκετά δισεκατομμύρια, των συνταξιοδοτικών τους υποχρεώσεων. Και ο λόγος είναι αρκούντως μακάβριος. Οι Αμερικανοί πεθαίνουν πλέον σε ηλικία μικρότερη από ό,τι προβλέπουν οι αναλογιστικές μελέτες.

Η σταθερή αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης θεωρείται περίπου αυτονόητη για τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες (απουσία πολέμων ή πανδημιών) και αυτή ήταν πράγματι η περίπτωση των ΗΠΑ τις προηγούμενες δεκαετίες. Όμως η αύξηση αυτή έχει "φρενάρει” τα τελευταία χρόνια. Ίσως μάλιστα και να έχει αντιστραφεί.

Την προηγούμενη διετία, τουλάχιστον 12 μεγάλες επιχειρήσεις, από τη Verizon μέχρι τη General Motors, μείωσαν κατά 9,7 δισ. δολάρια τις εκτιμήσεις τους για τα ποσά που θα οφείλουν στο συνταξιοδοτημένο προσωπικό τους, σύμφωνα με ανάλυση των εταιρικών ισολογισμών από το Bloomberg. Και μολονότι οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις καθορίζονται από πολλούς παράγοντες (ύψος των μισθών και των δαπανών περίθαλψης, απόδοση των στοιχείων ενεργητικού κ.ο.κ.) αυτή η προσαρμογή προς τα κάτω αντανακλά κατά βάση τον περιορισμό της μακροβιότητας.

Αλλά και στον δημόσιο τομέα, η διοίκηση του προγράμματος Social Security σε έκθεσή της που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο αναφέρει μικρότερη του προϋπολογισθέντος αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, με εμφανή λογιστικά αποτελέσματα ήδη.

Αναλύοντας τα δημογραφικά δεδομένα, η αμερικανική Ένωση Ασφαλιστών (Society of Actuaries) υπολογίζει ότι η θνησιμότητα των Αμερικανών άνω των 50 ετών υποχωρούσε κατά 1% κάθε χρόνο μετά το 1950 και κατά 1,5%-2% από το 2000 έως το 2009. Έκτοτε όμως σημειώνεται στασιμότητα: από το 2010 έως το 2014 η θνησιμότητα μειώνεται κατά μόλις 0,5%, ενώ για το 2015 το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των ΗΠΑ (CDC) εκτιμά ότι η θνησιμότητα αυξήθηκε.

Για το συνταξιοδοτικό σύστημα το κρίσιμο μέγεθος είναι το ποσοστό θνησιμότητας των άνω των 65 ετών, όπου το 2015 σημειώθηκε αντιστροφή της καθοδικής τάσης.

Σε νεώτερες ηλικίες, ιδίως μεταξύ των λευκών Αμερικανών μεσαίας τάξης, τα πράγματα ίσως είναι χειρότερα. Και αυτό λόγω της αύξησης των λεγόμενων "θανάτων από απελπισία”, δηλ. των οφειλόμενων σε αυτοκτονίες, κατάχρηση αλκοόλ, καθώς και την "επιδημίᔨτων συνταγογραφούμενων οπιοειδών.

"Θάνατοι από απελπισία”

Ο όρος deaths of despair καθιερώθηκε αφότου το ζεύγος των οικονομολόγων του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, Angus Deaton (Βραβείο Νόμπελ Οικονομίας 2015) και Anne Case εξέδωσαν το βιβλίο "Θάνατοι από απελπισία και το μέλλον του καπιταλισμού”. Οι δύο ερευνητές εκτοξεύθηκαν έκτοτε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, στην οποία συνεισφέρουν πολύτιμα στοιχεία για την φύση της αμερικανικής κοινωνίας , αρχής γενομένης από ένα αμείλικτο αριθμητικό δεδομένο: ότι οι αυτοκτονίες ή οι θάνατοι από ουσίες κλιμακώθηκαν από περίπου 65.000 ετησίως το 1995 σε 158.000 το 2018.

Έτερη μελέτη των Steven H. Woolf και Heidi Shoomaker, του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια στο Ρίτσμοντ και της Ιατρικής Σχολής της Ανατολικής Βιρτζίνια στο Νόρφολκ αντιστοίχως, που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Medical Association περιγράφει την αντιστροφή των δημογραφικών τάσεων.

Για περισσότερο από μισόν αιώνα το προσδόκιμο επιβίωσης του μέσου Αμερικανού αυξανόταν διαρκώς, χάρη στις προόδους που είχαν σημειωθεί στην αντιμετώπιση του καρκίνου, του τραύματος και των καρδιαγγειακών νοσημάτων και ανήλθε από τα 69,9 έτη το 1959 στα 78,9 έτη το 2013. Όμως από το 2011 είχε σταματήσει να αυξάνεται. Το 2014 άρχισε να κινείται καθοδικά και η πτώση συνεχίστηκε και για τα δύο επόμενα έτη.

Σε καιρούς που σημαντικές απειλές για την υγεία των Αμερικανών έμπαιναν στο στόχαστρο αυστηρότερων δημόσιων ρυθμίσεων, σε ό,τι έχει να κάνει λ.χ. με την ασφάλεια των αυτοκινήτων, το κάπνισμα ή την μόλυνση της ατμόσφαιρας, και που η αξιοποίηση νέων φαρμάκων για τον HIV/AIDS ή των στατινών για τα καρδιαγγειακά νοσήματα απέτρεπαν περισσότερους θανάτους, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι παραγωγικής ηλικίας, δηλ. μεταξύ 25 και 64 ετών, έφευγαν πρόωρα από τη ζωή για άλλες αιτίες, που παρέπεμπαν σε ένα "τοπίο αυτοκαταστροφής”.

Μεταξύ 1999 και 2017 οι θάνατοι λόγω overdose ναρκωτικών σε Αμερικανούς αυτής της ηλικίας σχεδόν πενταπλασιάσθηκαν, εκτοξευόμενοι από 6,7 ανά 100.000 άτομα σε 32,5 ανά 100.000 άτομα.

Οι αυτοκτονίες την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 38,3%, ήτοι από 13,4 ανά 100.000 άτομα το 1999 σε 18,6 ανά 100.000 το 2017.

Το αλκοόλ διεκδίκησε επίσης βαρύ τίμημα. Οι θάνατοι από κίρρωση του ήπατος αυξήθηκαν, πάντα την ίδια περίοδο και για την ίδια ηλικιακή κατηγορία, κατά 40%, ενώ οι θάνατοι από καρκίνο του ήπατος αυξήθηκαν κατά 60%, σε εμφανή παρέκκλιση από την χαλιναγώγηση άλλων τύπων καρκίνου, και οι περιπτώσεις μοιραίας αλκοολικής δηλητηρίασης σχεδόν τετραπλασιάσθηκαν.

Οι Woolf και Shoomaker υπολογίζουν ότι μεταξύ 2010 και 2017 σημειώθηκαν 33.307 "επιπλέον θάνατοι” (excess deaths) που αποδίδονται σε αύξηση κατά 6% της θνησιμότητας των νέων και μεσηλίκων Αμερικανών.

Δεν είναι δύσκολο να συσχετίσει κανείς αυτή την εικόνα με κοινωνικούς δείκτες όπως η καθήλωση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων από τη δεκαετία του '80 και μετά, η αύξηση του αριθμού των ανασφάλιστων, η όξυνση της ανισότητας στην κατανομή εισοδημάτων, η αύξηση της παιδικής φτώχειας κ.ο.κ.

Αλλά και η γεωγραφία των "θανάτων από απελπισία” είναι άκρως διαφωτιστική. Πολιτείες που άλλοτε αποτελούσαν την καρδιά της αμερικανικής μεταποίησης βυθίστηκαν στην αποβιομηχάνιση, την μαζική απώλεια θέσεων εργασίας και την διαρροή πληθυσμού. Το Οχάιο, η Πενσιλβάνια, το Κεντάκι και η Ιντιάνα αντιπροσωπεύουν μόλις το 11% του συνολικού αμερικανικού πληθυσμού, αλλά εμφανίζουν περίπου το ένα τρίτο των "επιπλέον θανάτων” της περιόδου 2010-2017, κατά τους Woolf και Shoomaker.

Το ερμηνευτικό κλειδί που γεφυρώνει τα κοινωνικά με τα υγιειονομικά δεδομένα είναι το χρόνιο στρες, είτε αυτό οφείλεται στην ανεργία, είτε στην έλλειψη ασφαλιστικής κάλυψης, τη μοναξιά, την έλλειψη προοπτικών. Και το αποτύπωμα του χρόνιου στρες στον οργανισμό είναι η φλεγμονή, η υπέρταση, η κατάθλιψη.

Η μακροπρόθεσμη απώλεια κοινωνικού κεφαλαίου ή "η καταστροφή του καθιερωμένου τρόπου ζωής”, όπως θα το έθεταν οι ίδιοι οι πληγέντες, εξηγεί το γιατί η επιδείνωση του προσδόκιμου επιβίωσης προχωρά με μια σχετική ανεξαρτησία από τις συγκυριακές μεταβολές των οικονομικών δεδομένων. Οι Deaton και Case επισημαίνουν ότι οι "θάνατοι από απελπισία” αυξάνονταν τόσο πριν από την κρίση του 2008, όσο και μετά, όταν η ανεργία εκτοξεύθηκε από το 4,5% στο 10% - και δεν υποχώρησαν ούτε κατά την μετέπειτα περίοδο ανάκαμψης, οπότε το ποσοστό ανεργίας προσγειώθηκε (μέχρι να χτυπήσει ο κορονοϊός) στο 3,5%.

Σε μια πρώτη φάση, οι "θάνατοι από απελπισία” θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν θλιβερό προνόμιο κυρίως της υποβαθμιζόμενης λευκής αμερικανικής υπαίθρου, η οποία "χάνει την χώρα που ήξερε” και για τον λόγο αυτό στρέφεται σε οργισμένες πολιτικές επιλογές όπως η υπερψήφιση του Ντόναλντ Τραμπ.

Όμως, με το πέρασμα του χρόνου, η απελπισία "εισβάλλει” και στην Αμερική των προαστίων, ενώ και η ψαλίδα με τις μειονότητες κλείνει προς τα κάτω.

Η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή παραμένει πάντως σταθερά αυτή που αποτυπώνεται στο μορφωτικό επίπεδο. Οι κάτοχοι τίτλου κολεγίου και άνω εξακολουθούν να υπερτερούν των υπολοίπων όχι μόνο εισοδηματικά, αλλά και από την άποψη της υγείας, καθώς το δικό τους προσδόκιμο επιβίωσης εξακολουθεί να αυξάνεται.

Οι Deaton και Case δεν κουράζονται να καταγγέλλουν ότι κύρια πηγή των υγιειονομικών δεινών, τωρινών ή παλαιότερων της Αμερικής, είναι η κοινωνική ανισότητα, αλλά επίσης και το ίδιο το σύστημα υγείας, που έχει την ιδιαιτερότητα να απορροφά το 17% του ΑΕΠ. Και μολονότι το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο παγκοσμίως, τα αποτελέσματα, εμφραζόμενα σε δείκτες όπως το προσδόκιμο επιβίωσης, είναι πολύ χειρότερα από αυτά οποιασδήποτε ανεπτυγμένης χώρας (λ.χ. της δεύτερης σε δαπάνες Ελβετίας). Το φυλετικό ζήτημα κατέστησε αδύνατη την καθιέρωση ενός εθνικού δημόσιου συστήματος υγείας (με καθοριστική την αντίσταση των γερουσιαστών του Νότου ήδη από τη δεκαετία του '60) και το αποτέλεσμα είναι ο ιδιωτικός τομέας να αναλαμβάνει τόσο την ασφαλιστική κάλυψη όσο και την παροχή περίθαλψης, δημιουργώντας ένα σπιράλ εκτόξευσης του κόστους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό απόσπασης προσόδου τον οποίο οι Deaton και Case παρομοιάζουν με καταβολή φόρου υποτέλειας από την αμερικανική κοινωνία σε μια ξένη δύναμη.

Οι λοιποί Αγγλοσάξωνες

Αν όλα αυτά αποτελούσαν μέχρι τώρα καθαρά αμερικανικές ιδιαιτερότητες μεταξύ του ανεπτυγμένου κόσμου, οι λοιπές αγγλοσαξωνικές χώρες δείχνουν να ακολουθούν τελευταία εξίσου ανησυχητική πορεία.

Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε τον Ιούλιο το Institute and Faculty of Actuaries in the United Kingdom, η Βρετανία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ εμφανίζουν παρόμοια "επιβράδυνση” στο προσδόκιμο επιβίωσης μετά το 2011, η οποία αποδίδεται στον συνδυασμό οικονομικής ύφεσης και περικοπών στο κοινωνικό κράτος.

Οι αλλαγές αυτές στο προσδόκιμο επιβίωσης, που ανατρέπουν δεδομένα δεκαετιών, θα μπορούσαν να μειώσουν τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του βρετανικού ιδιωτικού τομέα κατά 310 δισ. στερλίνες, ήτοι 15% του συνόλου, σύμφωνα με εκτιμήσεις της PwC που δημοσιεύθηκαν τον Μάιο, αλλά κρίνονται από άλλους αναλογιστές ως "σχετικά ακραίες”.  

6/9/2022

https://www.capital.gr/diethni/3656094/oi-amerikanoi-pethainoun-pleon-noritera