Ευθύνες του Βενιζέλου και των αντιπάλων του για τη Μικρασιατική Καταστροφή.

 
Ευθύνες του Βενιζέλου και των αντιπάλων του
για τη Μικρασιατική Καταστροφή.


Αναζητώντας την πρωτοτυπία και τον εντυπωσιασμό, μερικοί σήμερα εξισώνουν επιπόλαια τις ευθύνες του Βενιζέλου για τη Μικρασιατική Καταστροφή με εκείνες των αντιπάλων του. Δεν τους ενδιαφέρει η πληρέστερη κατανόηση του ζητήματος.
Ο Βενιζέλος διέγνωσε αμέσως ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πρόσφερε στην Ελλάδα μία μοναδική ευκαιρία να αντιμετωπίσει την Τουρκία στο πλευρό ισχυρών συμμάχων (Αντάντ) και την τελευταία ευκαιρία για τη διάσωση των εκεί ελληνικών πληθυσμών, με την αντίστοιχη επέκταση του ελληνικού κράτους. Αντίθετα, οι  αντίπαλοι του Βενιζέλου βαυκαλίζονταν με τις υποσχέσεις της Γερμανίας ότι θα προστάτευε τους Έλληνες της Τουρκίας, όσο η Ελλάδα έμενε ουδέτερη.  Ωστόσο, οι διωγμοί των Ελλήνων κλιμακώθηκαν το 1916.

Όταν τελικά καταλήφθηκε η Σμύρνη από τον ελληνικό στρατό, τον Μάιο του 1919, ο Βενιζέλος μπορούσε βάσιμα να υπολογίζει ότι η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ μόνη της ενδεχόμενη αντίσταση εκ μέρους των Τούρκων, αλλά μόνο σε σύμπραξη με τις νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις και, ιδίως, με τη μεγάλη Αρμενία που επρόκειτο να δημιουργηθεί. Δεν μπορούσε τότε να προβλέψει τη μεταγενέστερη ραγδαία μεταβολή αυτών των συνθηκών. Όμως η προσήλωση στη Σμύρνη υπήρξε εξαρχής άστοχη, όχι μόνο από στρατιωτική, αλλά και από οικονομική άποψη. Αν νέα κρατικά σύνορα την είχαν αποκόψει από τη μικρασιατική ενδοχώρα της, θα είχε αναπόφευκτα παρακμάσει.

Το 1920 ο Βενιζέλος παρουσίασε παραπλανητικά τη Συνθήκη των Σεβρών σαν οριστική τάχα επίτευξη ειρήνης με την Τουρκία. Δεν μπορούσε λοιπόν να καθυστερήσει άλλο τη διεξαγωγή εκλογών. Μπορούσε όμως να τις αναβάλει μετά τον απροσδόκητο θάνατο του βασιλέα Αλεξάνδρου μέχρι να βρεθεί ένας συμβιβασμός ώστε να μην επανέλθει αμέσως ο Κωνσταντίνος Α΄, προκαλώντας την εχθρική αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Την αντίδραση αυτή αγνόησαν οι Αντιβενιζελικοί μόλις κέρδισαν τις εκλογές. Γι’ αυτούς, είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία η επάνοδος του Κωνσταντίνου και η απαλλαγή από την «τυραννία» των Φιλελευθέρων παρά η διεξαγωγή του πολέμου στη Μικρά Ασία. Απέκλεισε μάλιστα ο Γούναρης οποιαδήποτε επαφή με τον Βενιζέλο, μολονότι αυτός ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί τους στο διπλωματικό πεδίο, αξιοποιώντας τις γνωριμίες και το διεθνές κύρος του.

Αξίζει να υπογραμμιστεί εδώ η σύμπτωση απόψεων Βενιζέλου και Μεταξά το 1921: να οχυρωθούν τα σύνορα της Συνθήκης των Σεβρών και να περιοριστεί η Στρατιά Μικράς Ασίας στην άμυνα, μέχρι να βρεθεί διπλωματική λύση.

Όμως οι Αντιβενιζελικοί επιδίωξαν οριστική στρατιωτική λύση από μόνο τον ελληνικό στρατό, αντί να εκμεταλλευθούν τρεις διαδοχικές ευκαιρίες διπλωματικής διεξόδου για τερματισμό του πολέμου, με βρετανική μεσολάβηση και υποστήριξη. Ήθελαν να αποδείξουν σε όλους και προπαντός στη Μεγάλη Βρετανία ότι θα τα καταφέρουν εξίσου καλά ή και καλύτερα από τον Βενιζέλο. Αντίστροφα, τους κατείχε ο φόβος ότι τυχόν απαγκίστρωση εκ μέρους τους από τη Μικρά Ασία θα επέφερε μοιραία την επιστροφή του. Η στάση τους υποχρέωσε ακόμη και τον Μεταξά να αναφωνήσει αγανακτισμένος: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον, διά να μη έλθη ο Βενιζέλος;».

Στρατιωτικές ευθύνες για τη Μικρασιατική Καταστροφή δεν έχει ο Κωνσταντίνος Α΄, επειδή δεν υπήρξε στ’ αλήθεια «αρχιστράτηγος», όπως τον παρουσίασαν. Η κυριότερη ευθύνη του είναι ότι επέμεινε να επιστρέψει το 1920 παρά τις προειδοποιήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας ότι η επάνοδός του θα προκαλούσε απαλλαγή τους από κάθε δέσμευση απέναντι στην Ελλάδα, καθώς και τη διακοπή κάθε οικονομικής βοήθειας. Παρά τις δηλώσεις που είχε κάνει  στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι θα παραιτηθεί αν νικήσει η Αντάντ, αρνήθηκε μέχρι τέλους να παραιτηθεί οικειοθελώς.

Οι Αντιβενιζελικοί οργάνωσαν το νόθο δημοψήφισμα του 1920 για την επιστροφή του και δημιούργησαν ύστερα την πλαστή εντύπωση ότι τάχα αναλάμβανε ξανά «αρχιστράτηγος», όπως στους Βαλκανικούς Πολέμους. Γι’ αυτό τον περιέφεραν στη Μικρά Ασία επί τρεις μήνες σαν ζωντανό ακόμη σύμβολο για παραπλάνηση του στρατού και της κοινής γνώμης, μολονότι ήταν βαριά άρρωστος και δεν είχε επαρκή επαφή με την πραγματικότητα.

Επιλέγοντας τη συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου, οι Αντιβενιζελικοί και προσωπικά ο Γούναρης προτίμησαν ως υπουργό Στρατιωτικών τον ανίδεο Νικόλαο Θεοτόκη και ως αρχιστράτηγο τον αστοιχείωτο Αναστάσιο Παπούλα, προκαλώντας παράλληλα αντιζηλίες και πολυφωνία μεταξύ διαφόρων στρατιωτικών (Β. Δούσμανη, Ξ. Στρατηγού, Κ. Πάλλη, Πτ. Σαρηγιάννη). Έτσι αποφασίστηκε η μοιραία προέλαση προς την Άγκυρα. Χωρίς σαφείς στόχους, η Στρατιά υπέστη μάταια εξαντλητικές πορείες, μεγάλες στερήσεις και σκληρές μάχες στον Σαγγάριο, με πολλές απώλειες. Ακόμη πιο ανεπανόρθωτη ήταν η απώλεια του ηθικού και της μαχητικής της ικανότητας. 

Οι Αντιβενιζελικοί απέκρουαν τις διπλωματικές λύσεις όσο το γόητρο και το ηθικό του ελληνικού στρατού ήσαν ακμαία και τις αναζήτησαν μόνο όταν είχαν πια καταρρακωθεί και τα δύο. Ακόμη και όταν πλέον προεξοφλούσαν την καταστροφή, τον Φεβρουάριο του 1922, δεν προχώρησαν στην επιβαλλόμενη εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό πληθυσμό και τον στρατό. Έλειψε το πολιτικό θάρρος, όπως έλεγε το 1930 ο Βενιζέλος. Άφησαν ιδίως τη Στρατιά αποτελματωμένη για ένα σχεδόν χρόνο σε ένα μέτωπο που ήταν εξαρχής μειονεκτικό και ευάλωτο ακριβώς στο σημείο όπου εκδηλώθηκε η απόλυτα προβλέψιμη τουρκική επίθεση.

Παρά τις επίσημες διακηρύξεις, η τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας δεν απασχολούσε τους Αντιβενιζελικούς, τουλάχιστον ως πρώτη προτεραιότητα. Δεν υπήρξε η παραμικρή μέριμνα για την έγκαιρη διαφυγή τους. Αντίθετα μάλιστα, εμποδίζονταν να φύγουν μέχρι και δέκα ολόκληρες μέρες μετά την εκδήλωση της τελικής τουρκικής επίθεσης (όπως έδειξε και πρόσφατη σχετική μελέτη για τον Στεργιάδη). Αυτή είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του Βενιζέλου  και των αντιπάλων του. Η πιο ασυγχώρητη επιλογή τους.

Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ.

https://www.tovima.gr/printed_post/eythynes-tou-venizelou-kai-ton-antipalon-tou-gia-ti-mikrasiatiki-katastrofi/

28/9/2022 


 
      ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ    


  Η προκυμαία της Σμύρνης πριν από την Καταστροφή.


Γιατί οι αντιβενιζελικοί δεν άλλαξαν πολιτική
στο Μικρασιατικό.


Στις 4 Νοεμβρίου του 1920, τρεις μόνο ημέρες μετά την εκλογική ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου και τον εκλογικό θρίαμβο της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα ακολουθούσε την ίδια πολιτική στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αφού δεν επρόκειτο για μια πολιτική του Βενιζέλου αλλά για μια εθνική πολιτική. Οι διαβεβαιώσεις των αντιβενιζελικών, την ώρα που χιλιάδες έλληνες στρατιώτες μάχονταν στο μικρασιατικό μέτωπο, εμπεριείχαν σαφές μήνυμα τόσο προς το εσωτερικό αλλά κυρίως προς το εξωτερικό, τους συμμάχους της Αντάντ, πως η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρασία θα συνεχιζόταν. Επρόκειτο για σημαντική διαβεβαίωση, δεδομένου ότι η Στρατιά Μικράς Ασίας είχε μεταβεί εκεί όχι μόνο στο πλαίσιο μιας εθνικά ασκούμενης πολιτικής αλλά και ως εντολοδόχος των Μεγάλων Δυνάμεων.

Ομως η πρόσληψη του μηνύματος της Αθήνας δεν υπήρξε το ίδιο ενθουσιώδης στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδίως στο Λονδίνο και στο Παρίσι, όπου επικράτησε παγωμάρα και αμηχανία. Δεν ήταν τόσο οι αντικρουόμενες πληροφορίες, αφού, σε αντίθεση με την ηγεσία τους, μεσαία και κατώτερα στελέχη των αντιβενιζελικών ζητούσαν τη διακοπή της πολεμικής περιπέτειας. Αυτά μπορούσαν, ενδεχομένως, να ερμηνευθούν στο πλαίσιο του προεκλογικού λαϊκισμού. Ηταν κυρίως το εκφρασμένο ορατό ενδεχόμενο επιστροφής του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν ανεπιθύμητος για τους Συμμάχους λόγω της στάσης που κράτησε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ετσι, μπορεί η βιτρίνα να παρέμενε η ίδια, η απόφαση συνέχισης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ωστόσο μια πιο προσεκτική ανάγνωση αναδείκνυε ξεκάθαρα τις βαθύτατες ποιοτικές μεταβολές που είχαν συμβεί. Ισως η σημαντικότερη από αυτές να ήταν πως η Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε σε πολύ μεγάλο βαθμό μια πολιτική επιλογή, πίσω από την οποία βρίσκονταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος καθώς και οι πρωθυπουργοί της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, Λόιντ Τζορτζ και Ζορζ Κλεμανσό. Από τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές, μετά τον Νοέμβριο του 1920, είχε απομείνει στο πολιτικό προσκήνιο μόνο ένας, ο βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος μάλιστα είχε να αντιμετωπίσει τη διαφορετική προσέγγιση του Ανατολικού Ζητήματος από το Foreign Office.

Κατά την άποψή μου, οι αντιβενιζελικοί – ιδίως ο Δημήτριος Γούναρης – αυτοεγκλωβίστηκαν σε μια στρατιωτική επιχείρηση, την οποία δεν πίστευαν. Από την άλλη μεριά, δεν διανοούνταν να την ακυρώσουν, φοβούμενοι τις συνέπειες λόγω της αναπόφευκτης σύγκρισής τους με τον Βενιζέλο. Αποφάσισαν λοιπόν να μην αλλάξουν πολιτική στο Μικρασιατικό, αποφεύγοντας να αναζητήσουν στρατηγικές διεξόδου από το Μέτωπο. Αντιθέτως, επιχείρησαν να πλειοδοτήσουν έναντι των βενιζελικών στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπως απέδειξαν οι επιλογές που έκαναν τους επόμενους μήνες.

Ομως προφανώς υποτίμησαν τους ευρύτερους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς, που λειτουργούσαν εις βάρος της Ελλάδας ήδη από το 1919 και είχαν «απελευθερωθεί» μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ από την άλλη δεν αντιλήφθηκαν την ενδυνάμωση του τουρκικού αντιστασιακού κινήματος που μέρα με τη μέρα εδραιωνόταν. Η ηγεσία των αντιβενιζελικών δεν υπολειπόταν σε πατριωτισμό και εθνικές ευαισθησίες έναντι των βενιζελικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, το ερώτημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο του 1920 δεν ήταν αυτό, αλλά αν διέθεταν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να κατανοήσουν αρχικά και ακολούθως να μεταστρέψουν υπέρ της Ελλάδας τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των πρώην συμμάχων της Αντάντ που είχαν να κάνουν με τεράστια οικονομικά συμφέροντα, όπως τον έλεγχο των δρόμων του πετρελαίου αλλά και την παρεμπόδιση της σοβιετικής διείσδυσης στην Εγγύς Ανατολή. Είχαν να κάνουν επίσης με πισώπλατα μαχαιρώματα, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και υπόγειες συναλλαγές, στις οποίες εμπλέκονταν μυστικές υπηρεσίες και άτομα αμφιβόλου ηθικής. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής και δυστυχώς, εκ του αποτελέσματος, είναι αρνητική.

Δικαιολογώντας τη στάση των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων ο Ξενοφών Στρατηγός, υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, υποστηρίζει ότι οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να συνεχίσουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσουν πλήρως τους αντιπάλους τους. Κατηγορεί μάλιστα τον Βενιζέλο για ενδοτικότητα απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, θεωρώντας ότι τον Μάρτιο του 1920, όταν η ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν πολύ ισχυρή, θα έπρεπε να δράσει αυτοβούλως παραβλέποντας τις εντολές των Συμμάχων και να συντρίψει οριστικά τους αντάρτες του Κεμάλ.

Γνώμη μου είναι πως ένα τόσο φιλόδοξο και πολυσύνθετο εγχείρημα, όπως η Μικρασιατική Εκστρατεία, θα έπρεπε να είχε αφεθεί ολοκληρωτικά στα χέρια του εμπνευστή της, του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε να αποτιμηθούν με ενάργεια οι πιθανότητες επιτυχίας της, ένα ζήτημα που έως σήμερα ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Στην πολιτική, όπως εξάλλου και στην ίδια τη ζωή, δεν είμαστε όλοι και για όλα. Ας κρατήσουμε αυτή την επισήμανση, ως υπόμνηση για το μέλλον και για όσα πρόκειται να έρθουν.

 Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης,

 καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
 
30/9/2022

https://www.tovima.gr/printed_post/giati-oi-antivenizelikoi-lfden-allaksan-politiki-lfsto-mikrasiatiko/