Εκρηκτικά υλικά στα θεμέλια της διεθνούς οικονομίας.

 

Εκρηκτικά υλικά
στα θεμέλια της διεθνούς οικονομίας.

 
Του Κώστα Ράπτη


Θεαματικό όσο και μία αποπομπή η οποία πραγματοποιήθηκε σχεδόν εν πτήσει. Ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας Κουάζι Κουάρτενγκ αναχώρησε εσπευσμένα από τη Ουάσινγκτον, όπου βρισκόταν για τη φθινοπωρινή σύνοδο του ΔΝΤ, ενώ η πολιτική του προϊσταμένη και στενή ιδεολογική του σύμμαχος Λιζ Τρας προγραμμάτιζε έκτακτη συνέντευξη τύπου για χθες το απόγευμα, εν μέσω της κρίσης ομολόγων και του καταποντισμού της στερλίνας που περιβάλλει το τελευταίο διάστημα τη Βρετανία.

Πρωθυπουργός εδώ και μόλις έναν μήνα, η Τρας υποχρεώθηκε όχι μόνο να υπαναχωρήσει σε σειρά εμβληματικών μέτρων του "μίνι-προϋπολογισμού" τον οποίο ο υπουργός της ανακοίνωσε άμα τη ελεύσει του στα πράγματα, αλλά και να αντικαταστήσει τον ίδιο τον εισηγητή τους.

Η εξαγγελία της μείωσης του ανώτατου φορολογικού συντελεστή του 45% αποτελεί παρελθόν, ενώ πλέον η Ντάουνινγκ Στριτ υποχρεώνεται και να υιοθετήσει εν πολλοίς την ενδιαμέσως ανασταλείσα αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 19% στο 25% που είχε θεσπίσει τον Απρίλιο η τότε κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον.

Την ώρα που το πολιτικό ρεπορτάζ θέλει ισχυρούς βουλευτές των Συντηρητικών να σχεδιάζουν την ανατροπή της ίδιας της πρωθυπουργού και την αντικατάστασή της είτε με τον Ρίσι Σούνακ είτε με την Πένι Μόρνταντ που υπήρξαν αντίπαλοί της στην πρόσφατη εσωκομματική κούρσα διαδοχής, η εικόνα ενός δημοσιονομικού προγράμματος, το οποίο ακυρώνεται εν τη γενέσει του υπό την πίεση των αγορών, καταδεικνύει την εκρηκτική δυναμική της οικονομικής αβεβαιότητας και την εξάντληση της δυναμικής παλαιών συνταγών. Τρας και Κουάρτενγκ θέλησαν να συνδυάσουν την πεπατημένη των φοροαπαλλαγών με μια επεκτατική αντι-κυκλική δημοσιονομική πολιτική τόνωσης της οικονομίας, μόνο και μόνο για να προσκρούσουν στην αντιμετώπιση του βρετανικού κράτους από τις αγορές ως οιονεί αφερέγγυου. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν το όπλο της αύξησης του δανεισμού βραχυκυκλώνει σε ένα περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων, για πρώτη φορά μετά από μιαν ολόκληρη εποχή νομισματικής χαλαρότητας.

Προς περαιτέρω αύξηση επιτοκίων


Εξού και τα τεκταινόμενα στη Βρετανία δεν έχουν να κάνουν με κάποια αποκλειστικά βρετανική ιδιαιτερότητα. Αποτελούν περισσότερο την πρόγευση μιας επερχόμενης διεθνούς κρίσης, για την οποία εκφράζονται φόβοι ότι θα ξεπεράσει τόσο το κραχ του 2008, όσο και το "φθινόπωρο της δυσφορίας" της δεκαετίας του '70, καθώς δυνάμει θα συνδυάζει στοιχεία και των δύο: την κρίση χρέους από το πρώτο και τον στασιμοπληθωρισμό από το δεύτερο.

Άλλωστε, την ίδια στιγμή, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, παράλληλες εξελίξεις φώτιζαν εντονότερα την υποκείμενη ευαλωτότητα του συστήματος. Η ανακοίνωση των στοιχείων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ τον μήνα Σεπτέμβριο έδειξαν ότι, παρά τις ήδη συντελεσθείσες αυξήσεις επιτοκίων από πλευράς της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (κατά 360 μονάδες βάσης το τελευταίο επτάμηνο), ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε σε μηνιαία βάση κατά 0,4%, έναντι εκτίμησης για αύξηση 0,2%, και σε ετήσια βάση κατά 8,2%, χωρίς δηλαδή ουσιαστική υποχώρηση από το 8,3% του Αυγούστου. Και κυρίως: ο δομικός δείκτης (ο οποίος δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα τρόφιμα), έφθασε στο 6,6% σε ετήσια βάση, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη άνοδό του από το 1982 και υποδεικνύοντας διάχυση των πληθωριστικών πιέσεων.

Επί του πρακτέου, αυτό σημαίνει ότι η Fed δεσμεύεται, για όσο μπορεί να προβλέψει κανείς, σε μία πολιτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων, γεγονός που αποκλείει "ομαλή προσγείωση" από τους τωρινούς κραδασμούς, λόγω του αναπόφευκτου (και εν πολλοίς ηθελημένου) υφεσιακού αντίκτυπου της νομισματικής περιστολής.

Για τους αισιόδοξους, μένει μόνο η πεποίθηση ότι τα τελευταία στοιχεία ενδέχεται να καταδεικνύουν κορύφωση του πληθωριστικού κύματος, με την εκτόνωσή του να μην απέχει πολύ χρονικά. Αλλά πρόκειται απλώς για προσδοκία.

Ανεπάρκεια των γνωστών εργαλείων


Παραμένει εξάλλου αμφισβητήσιμη η χρησιμότητα των τυπικών εργαλείων νομισματικής πολιτικής, εάν ο πληθωρισμός προκύπτει όχι από την πλευρά της ζήτησης, αλλά από την πλευρά της προσφοράς, δεδομένης της μεταπανδημικής διατάραξης των εφοδιαστικών αλυσίδων και της εξόδου από την αγορά σημαντικών ποσοτήτων εμπορευμάτων, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Όμως σε μια τέτοια περίπτωση, η αύξηση του κόστους του χρήματος, μολονότι καθηλώνει τη ζήτηση, δεν επιλύει τα προβλήματα που τροφοδοτούν τις πληθωριστικές πιέσεις. Απλώς δυσχεραίνει τη θέση επιχειρήσεων και κρατών εθισμένων καθ' όλο το προηγούμενο διάστημα να κινούνται σε ένα περιβάλλον αφειδούς δανεισμού, με τα τελευταία να έχουν επιπλέον να αντιμετωπίσουν (πέρα από τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της πράσινης μετάβασης και της γήρανσης των πληθυσμών) το άμεσο καθήκον της άμεσης ελάφρυνσης των κραδασμών από την ενεργειακή κρίση, που επιβάλλει δημοσιονομικά ανοίγματα. Πρόκειται για συνδυασμό πράγματι εκρηκτικό.

Δυσοίωνες προβλέψεις: το 2023 χειρότερο του 2022


Τη συσσώρευση των αδιεξόδων καταγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο οι εξαμηνιαίες εκθέσεις του ΔΝΤ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας (World Economic Outlook και Global Financial Stability Report) που κυκλοφόρησαν στις 11 Οκτωβρίου.

Η πρώτη αναφέρεται σε επαπειλούμενη κρίση κόστους ζωής, με μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις, εν μέσω της εντεινόμενης χρηματοπιστωτικής αστάθειας που αναδεικνύει η δεύτερη. Εξού και το ΔΝΤ χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία "ιστορικά εύθραυστη", κάνει λόγο για "το πιο αδύναμο αναπτυξιακό προφίλ από το 2001" και αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις του για τον ρυθμό ανάπτυξης: 3,2% για φέτος (έναντι 6% το 2021) και 2,7% το 2023 (έναντι πρόβλεψης για 2,9% τον περασμένο Ιούλιο). Με άλλα λόγια, "τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη" και μολονότι ήδη ο χειμώνας του 2022 θα είναι δύσκολος, το 2023 θα αποδειχθεί πιο βαρύ. Επιπλέον, "η γεωπολιτική αναδιάταξη του ενεργειακού εφοδιασμού στον απόηχο του πολέμου της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας είναι ευρεία και μόνιμη" δηλαδή μη αντιστρέψιμη.

Μεγάλα θύματα οι αναδυόμενοι

Σημαντικό ρόλο στην εξαγωγή των κραδασμών παίζει βεβαίως η ενίσχυση του δολαρίου, λόγω της πολιτικής της Fed, γεγονός που έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή αποδυνάμωση των νομισμάτων χωρών-πιστωτών όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, σε φυγή κεφαλαίων πέραν του Ατλαντικού (γεγονός που μεταξύ άλλων εξηγεί και τις δοκιμασίες της Βρετανίας), αλλά και σε αναμενόμενη συμπίεση όσων έχουν δανεισθεί σε συνάλλαγμα. Για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι κραδασμοί του 2022 θα "ανοίξουν ξανά οικονομικές πληγές που επουλώθηκαν μόνο εν μέρει μετά την πανδημία", αναφέρει το ΔΝΤ.

Και αυτή τη φορά, πρέπει να επισημάνουμε, σε αντίθεση με το 2008-9, δεν είναι η Κίνα που θα "τραβήξει το κάρο από τη λάσπη", καθώς είναι η ίδια απορροφημένη από το ξεφούσκωμα της στεγαστικής αγοράς της, αλλά και από τις επιπτώσεις της πολιτικής Zero Covid με τα αλλεπάλληλα λοκντάουν.

  16/10/2022

https://www.capital.gr/diethni/3674842/ekriktika-ulika-sta-themelia-tis-diethnous-oikonomias