Ελλάδα-Τουρκία: Αμυντική Βιομηχανία - Σύγκριση ... Θα σοβαρευτούμε;


 Λύσεις τώρα, «out of the box»,
για την ελληνική αμυντική βιομηχανία.


Συνήθως οι συγκρίσεις που γίνονται ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία αφορούν τον γεωπολιτικό τους ρόλο στην παγκόσμια σκακιέρα, τις αμυντικές, πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες το υς, καθώς και στην ισορροπία στον τομέα των δυνάμεων της αεροπορίας, του ναυτικού και του στρατού ξηράς, που τα τελευταία δυο χρόνια δείχνει να μεταβάλλεται αισθητά.

Ωστόσο θα ήταν επιπόλαιο αν δεν προσπαθούσαμε να προσεγγίσουμε και τα οικονομικά μεγέθη των δύο χωρών πέρα και έξω από το στερεότυπο, πως η τουρκική οικονομία καταρρέει. Διότι η δυναμική των οικονομιών παίζει πρωτεύοντα ρόλο, στη σύγκριση των δυο χωρών. Ας βγάλουμε λοιπόν μια στιγμιαία φωτογραφία των δυο οικονομιών.

Οι δαπάνες του Ελληνικού κράτους για το 2021 ανέρχονταν στα €105,8 δισ., την ίδια στιγμή που τα έσοδα βρίσκονταν στα €89,81 δισ. Οι αντίστοιχες δαπάνες του Τουρκικού κράτους για το 2021 ανέρχονταν στα €88,87 δισ., με τα έσοδα να είναι €78,18 δισ.

Η σχέση του Ελληνικού χρέους προς τα ΑΕΠ βρισκόταν το 2021 στο 193,3% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ του Τουρκικού χρέους ήταν αντίστοιχα στο 39,7% του ΑΕΠ. Όσον αφορά τα ΑΕΠ των δυο χωρών, της Ελλάδας για το 2021 ήταν στα $216,38 δισ. και της Τουρκίας στα $851 δισ.

Όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες, η Ελλάδα δαπάνησε μέσα στο 2021 το 3,8% του ΑΕΠ, ενώ η Τουρκία το 2,1% του ΑΕΠ μέσα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το κόστος από την παρουσία των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων σε άλλες χώρες, όπως είναι η Λιβύη, η Σομαλία, το Κατάρ, το Σουδάν, το Ιράκ, τη Συρία, το Αζερμπαϊτζάν και την Αλβανία. Η Ελλάδα δαπάνησε για παραγγελίες αμυντικών συστημάτων από το εξωτερικό  $5,31 δισ. μέσα στο 2021, ενώ παράλληλα τρέχει το πρόγραμμα των Rafale, των αναβαθμίσεων των F-16, και των παραγγελιών των Γαλλικών φρεγατών.

Οι Ελληνικές εξαγωγές στρατιωτικού υλικού ανήλθαν το 2021 στα $17 εκατ. ευρώ. Οι αντίστοιχες Τουρκικές εξαγωγές υπερέβησαν τα $3 δισ., ενώ οι Τουρκικές εταιρείες που κατασκευάζουν οπλικά συστήματα με την ευρύτερη έννοια σύναψαν μέσα στην ίδια χρονική περίοδο νέες συμφωνίες ύψους $8,5 δισ.

Και εδώ βρίσκεται η «Αχίλλειος Πτέρνα» της χώρας μας. Την ίδια στιγμή που η Τουρκία έχει περισσότερες από 8 αεροναυπηγικές επιχειρήσεις, περισσότερες από 30 επιχειρήσεις στρατιωτικών ψηφιακών και ηλεκτρονικών συστημάτων, 12 μονάδες ναυπήγησης, 17 μονάδες παραγωγής πυραυλικών συστημάτων, μια στρατιωτική βιομηχανία που κατασκευάζει περισσότερα από 60 διαφορετικά τεθωρακισμένα άρματα και οχήματα, και περισσότερες από 100 εταιρείες που κατασκευάζουν όπλα, βόμβες, ραντάρ και πάσης φύσεως πυρομαχικά, η Ελληνική αμυντική βιομηχανία κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, αναπαυόμενη κάτω από το σκιά του κρατικού τομέα.

Την ίδια στιγμή που στη λίστα με τις 100 μεγαλύτερες εταιρείες της παγκόσμιας αμυντικής βιομηχανίας, φιγουράρουν 7 Τουρκικές, όπως είναι η ASELSAN, η Turkish Aerospace Industries (TAI), η BMC, η Roketsan, η Defense Technologies Engineering and Trade Inc. (STM), η FNSS και η Havelsan, εδώ στη χώρα μας ασχολούμαστε ακόμα με τη διάσωση των κατεστραμμένων αμυντικών εταιρειών του Δημοσίου, τα δίκαια των εργαζομένων, τις τοποθετήσεις «δικών μας» διοικητικών συμβουλίων και την υποταγή σε στερεότυπα δεκαετιών.

Με την αναγκαστική αύξηση των αμυντικών δαπανών, η Ελλάδα θα πρέπει να απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος τους, μέσω της εγχώριας παραγωγής ή και συμπαραγωγής αμυντικών συστημάτων. Οι εκροές προς τις χώρες που μας προμηθεύουν με οπλικά συστήματα δεν θα μπορούν να συνεχίζονται εσαεί, εκτός και αν θέλουμε να τιναχτεί η οικονομία της Ελλάδας στον αέρα. Πρέπει να αναζητηθούν λύσεις «out of the box», για την ελληνική αμυντική βιομηχανία.

Λύσεις που θα προσφέρουν όχι μόνο εξοικονόμηση πόρων, αλλά απόκτηση καινοτομίας και τεχνογνωσίας στο χώρο της αμυντικής και τεχνολογικής βιομηχανίας. Η συμφωνία συνεργασίας της Γαλλικής Naval Group που έχει αναλάβει την κατασκευή των φρεγατών, με εγχώριες εταιρείες όπως είναι η Mevaco, η Akmon, η IDE Intracom, η Scytalis, η Prisma και άλλες, κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση. Ωστόσο πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα και πολύ ταχύτερα.

Κωνσταντίνος Χαροκόπος,  1/11/2022 

https://www.liberal.gr/k-harokopos/lyseis-tora-out-box-gia-tin-elliniki-amyntiki-biomihania


            ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ            





1.
Εξοπλισμοί και Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία:
πώς θα γίνουμε παραγωγοί.

Κατά την ομιλία του εχθές στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Ειδικής Ομάδος για τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή (GSM) της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, ο ΥΕΘΑ Νικόλαος Παναγιωτόπουλος παρουσίασε τα οικονομικά μεγέθη που αφιερώνει η Ελλάδα για αμυντικές δαπάνες.

Ο ΥΕΘΑ, ανέφερε συγκεκριμένα ότι η χώρα κατά το 2021, διέθεσε το 3,7% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες, με «διοχέτευση του 37% από αυτές τις αμυντικές δαπάνες σε έρευνα, ανάπτυξη και προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων». Στο 2022, οι αντίστοιχοι αριθμοί έχουν αυξηθεί σε 4% επί του ΑΕΠ και 45% περίπου εκ του συνόλου των αμυντικών δαπανών για προμήθειες κ.λπ.

Προκαλεί ίσως εντύπωση η αναφορά σε δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη αμυντικών προϊόντων. Θα είχε ενδιαφέρον όμως να διευκρινιστεί το ποσοστό και συνολικό ύψος των δαπανών που αφορά καθαρά σκοπούς Έρευνας & Ανάπτυξης. Πρέπει να επισημάνουμε δύο στοιχεία:

α) Εάν αυτό το ποσοστό είναι τόσο μικροσκοπικό που χάνεται στα δισεκατομμύρια που δαπανώνται για προμήθειες και αποπληρωμή εν εξελίξει συμβάσεων οπλικών συστημάτων, δεν είναι περίεργο που η χώρα δεν αναπτύσσει εγχώρια αμυντικά προϊόντα.

β) Εάν οι αναφερόμενες δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη αφορούν την συμμετοχή της χώρας σε κοινά ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα, αυτό αντιπροσωπεύει απλώς εθνική συμμετοχή σε μια συλλογική προσπάθεια (αυτήν την ΕΕ). Το βασικό ερώτημα είναι εάν η χώρα διοχετεύει η ίδια πόρους σε ελληνικές εταιρείες και οντότητες για τον ίδιο σκοπό. Μόνο εάν ισχύει το δεύτερο μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι υπάρχει εθνική – κρατική πολιτική για εξασφάλιση κάποιου βαθμού αυτάρκειας σε εξοπλιστικές ανάγκες, καθώς μια αμιγώς εθνική προσπάθεια, είναι αυτονόητο ότι συνδέεται απευθείας με ανάπτυξη αμυντικών προϊόντων που έχουν ανάγκη οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Τα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα δεν αφορούν πάντα αντικείμενα και προϊόντα που έχουν ζητήσει οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες έχουμε το παράδοξο να ζητείται η τοποθέτησή τους ως προς αυτά, αφού πρώτα έχουν ανατεθεί τα προγράμματα. Επιπλέον, το τελικό αποτέλεσμα που θα παρουσιάσει μία ελληνική εταιρεία μέσα από τα κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα, δεν είναι απαραίτητο ότι θα υιοθετηθεί από τις ένοπλες δυνάμεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή, τελικώς, και από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Με βάση τα ανωτέρω, η πρόκληση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεν είναι να σύρεται απλώς από τις πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ και να συμμετέχει σε αυτές αλλά να προσδιορίσει εθνική κρατική πολιτική αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η σημερινή πολιτική αντιπαράθεση ως προς την αποτυχία της παρούσης κυβερνήσεως να εξασφαλίσει μέσα από τις προμήθειες ξένων οπλικών συστημάτων σοβαρή συμμετοχή και ανάθεση έργου σε ελληνικές εταιρείες, δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση ότι αυτή είναι η κύρια μέθοδος αναπτύξεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στον δρόμο προς απόκτηση ενός βαθμού εθνικής αυτάρκειας στις εξοπλιστικές ανάγκες. 

Στην πραγματικότητα, είναι μία μόνο από τις μεθόδους συντηρήσεως – ενισχύσεως της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η κύρια μέθοδος αποκτήσεως εθνικής αυτάρκειας, είναι το ίδιο το κράτος να διαθέτει πόρους για αναπτυξιακά προγράμματα που θα ανατίθενται κατόπιν διαγωνισμού και διαφανών διαδικασιών, σε ελληνικές οντότητες. Τα προγράμματα αυτά όμως, δεν μπορούν να έχουν γενικό και αόριστο περιεχόμενο και… προορισμό, αλλά να ορίζονται θεσμικά ως εκπεφρασμένη απαίτηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Το ζήτημα ενός νέου αμυντικού προϊόντος, είναι να εξασφαλίσει τον πρώτο πελάτη, ώστε να εξελιχθεί ομαλότερα η πορεία του στην διεθνή αγορά. Η ορθολογική πρακτική, είναι το κράτος να χρηματοδοτεί αναπτυξιακά προγράμματα πρώτα και κύρια προς εξυπηρέτηση των ίδιων των κρατικών φορέων του, δηλαδή των Ενόπλων Δυνάμεων. Όταν λοιπόν θα φτάσουμε στο σημείο το ΥΠΕΘΑ να δρομολογεί εθνικά αναπτυξιακά προγράμματα προς κάλυψη εθνικών αναγκών, τότε μόνο θα μπορούμε να πούμε ότι αναπτύσσουμε εθνικά αμυντικά προϊόντα και αποκτούμε σιγά σιγά εθνική αυτάρκεια σε όπλα. 

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970, αποφασίστηκε ότι έπρεπε να αποκτηθεί εγχώρια αυτάρκεια σε όπλα και η προσπάθεια ξεκίνησε από τα βασικά. Με ΕΑΒ για συντήρηση – υποστήριξη σε πρώτη φάση του αεροπορικού υλικού και ΕΒΟ για στοιχειώδη, όπως φορητός οπλισμός και πυρομαχικά. Αντί η προσπάθεια να εξελιχθεί σταδιακώς και η αυτάρκεια να ενισχύεται, το κράτος τα έκανε θάλασσα. Βλέπουμε σήμερα έπειτα από μισό αιώνα, που βρίσκονται αυτές οι δύο κρατικές βιομηχανίες και κατά πόσο καλύπτουν την αποστολή για την οποία δημιουργήθηκαν. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν είμαστε αυτάρκεις, ούτε στα βασικά, επειδή ως κράτος λείπει η συνέχεια και το εθνικό όραμα, επιβραβεύοντας αναξιοκρατία και διαφθορά.

Σήμερα, η Ελλάδα έχει πολύ μικρή αυτάρκεια στους εξοπλισμούς, ακόμη και σε βασικούς τομείς όπως είναι τα πυρομαχικά. Η εμπειρία της Ουκρανίας, ανέδειξε παγκοσμίως την αξία της εγχώριας παραγωγής όπλων για την συντήρηση κι αντοχή σε μια πολεμική δοκιμασία που ουδείς διασφαλίζει ότι θα είναι βραχεία. Μπορεί να αγοράζουμε αεροπλάνα ή φρεγάτες από ξένους αλλά έχουμε ικανότητα παραγωγής απλούστερων χρειαζούμενων, όπως χειροβομβίδες, ρουκέτες, πυρομαχικά διαφόρων διαμετρημάτων; Οι όποιες υποδομές σε κρατικές εταιρείες, μήπως πλέον έχουν απαξιωθεί και δεν υφίστανται καν οι γραμμές παραγωγής;

Συνοψίζοντας, παλεύοντας να πάρουμε ως αντάλλαγμα από ξένους κάποιο έργο για τις ελληνικές εταιρείες, δεν παύουμε να είμαστε πρωτίστως απλοί αγοραστές. Πρέπει κάποια στιγμή να δημιουργηθεί ο αρμόδιος κρατικός φορέας που θα συντονίσει την πολιτική προς έναν σοβαρό βαθμό εγχώριας αυτάρκειας στους εξοπλισμούς, ώστε να γίνουμε και παραγωγοί.

Αυτός ο αρμόδιος κρατικός φορέας σήμερα λείπει, γι’ αυτό και δεν εξαγγέλονται προγράμματα αναπτύξεως ενός εθνικού drone, ενός εθνικού loitering munition, ενός κατευθυνόμενου πυρομαχικού, για να αναφερθούμε απλώς σε κάποια αντιπροσωπευτικά όπλα που ηγούνται των νέων τάσεων στον πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία. Αντιπροσωπευτικά όπλα, για τα οποία ο βαθμός τεχνολογικής προκλήσεως εμπίπτει εντός των ικανοτήτων του εθνικού δυναμικού σε επιστημονικό προσωπικό και μηχανικούς, για να τα σχεδιάσουν.

Σάββας Δ. Βλάσσης
10/11/2022

https://doureios.com/



 GREECE  HAF -  Rafale

 2.
Η αποτροπή του πολέμου
είναι προτιμότερη και από τη νίκη.

Οι επόμενοι μήνες για τον Ελληνισμό θα είναι τόσο κρίσιμοι όσο οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα έχει περάσει στη μακρά πλέον ιστορία μας.

Οι στρατιωτικές ασκήσεις και οι αναλύσεις αποκαλύπτουν ότι για τον Ελληνισμό δεν υπάρχουν ευχάριστοι τρόποι να νικήσει τη στρατηγική της Τουρκίας στις θαλάσσιες ζώνες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Ο κύριος προβληματισμός είναι πώς να διατηρήσουμε τη στρατηγική σταθερότητα και θα αποτρέψουμε με αυτό τον τρόπο έναν συστημικό πόλεμο διασφαλίζοντας ότι η αποτροπή θα παραμείνει αξιόπιστη. Για το σκοπό αυτό, έχουν ξεκινήσει συζητήσεις για την ανθεκτικότητα, τη μελλοντική δομή δυνάμεων, την καινοτομία και τη βιομηχανία, την πολιτική, τη στρατηγική και την αποτροπή και τέλος την τεχνολογία. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι τι θα συμβεί αν αποτύχει η αποτροπή;

Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός καταστροφικού γενικευμένου πολέμου που σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα θα κάλυπτε όλο τον κυβερνοχώρο και το υβριδικό φάσμα της σύγκρουσης. Η βασική υπόθεση σε μεγάλο μέρος της συζήτησης είναι η διάθεση των πόρων, της ανάπτυξης ανθεκτικότητας, αλλά πάνω από όλα η επαρκής μαχητική ισχύς για να ενεργούν ως υψηλού επιπέδου πρώτες ανταποκρίσεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και να ενεργούν ως μέρος μιας σχέσης ασφάλειας.

Το δεδομένο είναι ότι κάθε πόλεμος πρέπει να αποτραπεί μέσω ενισχυμένης και αξιόπιστης αποτροπής. Ειδάλλως μπορούμε είτε να μείνουμε σε πολιτικές κατευνασμού, και να επιτρέψουμε την Τουρκία να ανταποκριθεί στην αξίωσή της για «γαλάζια πατρίδα» κατά παράβαση του δικαίου της θάλασσας, ή μπορούμε να ανοίξουμε πυρ και να φέρουμε την ευθύνη για την επιθετικότητα. Βέβαια υπάρχουν και οι θιασώτες του ναυτικού δικαίου οι οποίοι αναφέρονται σε διεθνή προσφυγή αντί της επίλυσης με όπλα ή πυραύλους. Εξ ου και η αναζήτηση για «δυνατότητες ενδιάμεσης λύσης» μεταξύ παθητικής συναίνεσης και πολέμου.

Απαιτούνται πλέον σκληρές επιλογές και ριζοσπαστικές λύσεις μαζί με μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ πολιτικών ηγετών, επαγγελματιών, βιομηχανίας και εμπειρογνωμόνων για να διασφαλιστούν αποφάσεις για την αύξηση των επενδύσεων στον τομέα της άμυνας που θα διατηρηθούν και θα εφαρμοστούν σωστά ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής θεώρησης της αποτροπής και της άμυνας μας.

Η τρέχουσα ελληνοτουρκική προκλητικότητα είναι συνέπεια μιας σειράς κρίσεων που πλήττουν τον Ελληνισμό από το 1974, αποσταθεροποιώντας το γεωπολιτικό χώρο και το συμμαχικό αμυντικό σύστημα του ΝΑΤΟ όποτε υπήρχε μια μετατόπιση ισχύος και πλούτου προς την Τουρκία. Ωστόσο, οι ίδιες κρίσεις αυξάνουν την πιθανότητα στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού καθώς ο αυταρχικός πρόεδρος Ερντογάν επιδιώκει να διατηρηθεί στην εξουσία. Αυτή η προκλητικότητα έχει επιδεινωθεί και μεγιστοποιηθεί στην Τουρκία από ψευδείς υποθέσεις και παράλογες απαιτήσεις που ευνοούν την εντύπωση της περιφερειακής επιρροής και όχι το γεγονός της.

Ένας απειλητικός αντίπαλος μπορεί επίσης να ενισχύσει την αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Ο πολιτικός θεωρητικός Karl Deutsch περιγράφει το έθνος ως «μια ομάδα ανθρώπων που ενώνονται με μια λανθασμένη άποψη για το παρελθόν και με μίσος για τους γείτονές του». Εκτιμώ ότι αυτό είναι το σημερινό αλλά και το αυριανό πολιτικό στίγμα των Τούρκων, δεν αλλάζει με τίποτα. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος της ισχυρής και αξιόπιστης αποτροπής του πολέμου.

Με αυτές τις παράλογες σκέψεις και αξιώσεις της Άγκυρας γίνονται προσπάθειες που εφαρμόζονται με επιχειρήσεις γκρίζας ζώνης. Μέχρι πρόσφατα, οι προσπάθειες για την εύρεση τρόπων αποτελεσματικής λειτουργίας σε αυτό το σκοτεινό βασίλειο γίνονταν υπό το πρόσχημα των θερμών επεισοδίων. Σήμερα ο Ελληνισμός μετά το πάθημα των Ιμίων αντιλήφθηκε ότι ένα όπλο είναι ένα εργαλείο και όχι μια ικανότητα. Έτσι οι ελληνικές κυβερνήσεις πλέον ορίζουν την ικανότητα, ως την ολοκλήρωση της στρατιωτικής επιχείρησης ή της εκτελέσεις μιας πορείας δράσης υπό συγκεκριμένες συνθήκες και επίπεδο απόδοσης. Σε αυτή την περίπτωση, η απαραίτητη ικανότητα είναι η ικανότητα αντιμετώπισης και εξουδετέρωσης των καταχρήσεων που κάνει η Τουρκία είτε σε βάρος των μεταναστών και προσφύγων, ή της ακτοφυλακής και των ερευνών σε θαλάσσιες ζώνες υπό “αμφισβήτηση”.

Η Τουρκία προσπαθεί να αναπτύσσει πλοία σε διεκδικούμενη από τον Ελληνισμό ΑΟΖ για να μας στερήσει από τα δικαιώματά μας βάσει του διεθνούς δικαίου. Επίσης προσπαθεί να ξεφεύγει από την ανομία χρησιμοποιώντας μη στρατιωτικές θαλάσσιες υπηρεσίες για να εδραιώσει τις αξιώσεις της. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία απέχει από τη χρήση βίας σε περιφερειακές διαμάχες. Η τουρκική ακτοφυλακή χρησιμοποιεί βία όλη την ώρα, αλλά απέχουν από την απροκάλυπτη χρήση ένοπλης δύναμης. Οι Τούρκοι διακινητές με παράνομα σκάφη όπου στοιβάζουν πρόσφυγες πλημμυρίζουν το ανατολικό Αιγαίο σε μεγάλους αριθμούς, αψηφώντας τις προσπάθειες αστυνόμευσης των χωρικών υδάτων. Μόλις διαταραχθεί η ισορροπία ισχύος υπέρ της, εκτιμά ότι θα της δώσουν τη δυνατότητα να κλιμακώσει μια σύγκρουση παραμένοντας κάτω από το κατώφλι του γενικευμένου πολέμου.

Εμείς πρέπει να τηρήσουμε την ισορροπία ισχύος εκβιάζοντας την Τουρκία να τραβήξει τη σκανδάλη πρώτα και να εκτεθεί για την αρπακτική της διάθεση ή να αποκλιμακώσει σε μη καταναγκαστική ναυτική διπλωματία. Ως εκ τούτου, ο Ελληνισμός θα χρειαστεί μια υψηλού επιπέδου στρατιωτική δύναμη πρώτης ανταπόκρισης που θα μπορεί να δράσει από τον βυθό της θάλασσας μέχρι το διάστημα σε όλους τους τομείς του αέρα, της θάλασσας, της ξηράς, του κυβερνοχώρου, του διαστήματος, των πληροφοριών και της γνώσης με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Μια στρατιωτική δύναμη επαρκούς ελιγμού για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε απειλή από το Αιγαίο έως τη Μεσόγειο. Μια δύναμη χτισμένη πάνω και γύρω από τις τεχνολογίες που εισέρχονται και διαμορφώνουν τον χώρο της μάχης, όπως τεχνητή νοημοσύνη, υπερηχητικοί πύραυλοι βαθιάς κρούσης, έξυπνα και μη έξυπνα σμήνη drone και νανοτεχνολογίες.

Θα πρέπει επίσης να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ πλατφορμών και συστημάτων. Οι τουρκικές ασκήσεις υποδηλώνουν ότι η Άγκυρα κινείται γρήγορα προς μια νέα στρατιωτική αντίληψη απεριόριστου πολέμου που ενισχύεται από ολοκληρωμένη ασυμμετρία υιοθετώντας μια προσέγγιση αυτόματων συστημάτων. Τα drones θα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό συστατικό οποιουδήποτε οπλοστασίου και θα έρχονται με πολλές μορφές και θα παρέχουν πολλές υπηρεσίες, δίνοντας στον επιτιθέμενο ένα κρίσιμο πλεονέκτημα στον χώρο της μάχης. Επίσης, ο ρομποτικός πόλεμος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στο δρόμο για την πλήρη αυτονομία στο πεδίο της μάχης, θέτοντας τόσο πολυδιάστατες ευκαιρίες διοίκησης όσο και προκλήσεις. Τα εντελώς αυτόνομα σμήνη drone θα γίνουν ο κανόνας για να εκπληρώσουν τις προσαρμοσμένες τους αποστολές.

Οι επόμενοι μήνες για τον Ελληνισμό θα είναι τόσο κρίσιμοι όσο οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα έχει περάσει στη μακρά πλέον ιστορία μας. Ενώ πολλές από τις προκλήσεις είναι τεχνολογικές, η τεχνολογία δεν είναι το σημαντικό πρόβλημα, αλλά η προσαρμογή και η διατήρηση της προόδου στην προσαρμογή στο νέο στρατηγικό περιβάλλον. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις πρέπει να είναι έτοιμες με αυτοπεποίθηση να δώσουν τον αγώνα παντού, αλλά αυτή η φιλοδοξία απαιτεί να συνεχίσουμε τις προσπάθειές να καταστούμε ικανοί στους πολλούς τομείς του αέρα, της θάλασσας, της ξηράς, του κυβερνοχώρου, του διαστήματος, των πληροφοριών και της γνώσης.

Τέτοιες καινοτομίες είναι όλες προς όφελος μας, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να βρίσκονται στη σκηνή του ανταγωνισμού της γκρίζας ζώνης για να τις χειριστούμε. Η καλύτερη ικανότητα στον κόσμο δεν προξενεί καμία διαφορά εκτός και αν τη χρησιμοποιήσετε. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι μας πρέπει να κάνουν τη συνειδητή στρατηγική επιλογή να ανταγωνιστούν την Τουρκία στη γκρίζα ζώνη. Αυτό σημαίνει ενίσχυση της μόνιμης παρουσίας στις αμφισβητούμενες από την Τουρκία θαλάσσιες ζώνες με τη μορφή ναυτικών δυνάμεων, πλοίων και αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας, των δυνάμεων των νήσων στρατού ξηράς και της Ακτοφυλακής. Με άλλα λόγια, σημαίνει να παραμερίσουμε την προηγούμενη πρακτική του να εμφανιζόμαστε ισχυροί και αποφασισμένοι όποτε απειλούμαστε και μετά να απομακρυνόμαστε. Αυτή η πρακτική παραχωρεί το αμφισβητούμενο έδαφος στην Τουρκία, η οποία είναι πάντα εκεί.

Η αποτροπή είναι η βασική υπόθεση όλων μας, με μοναδικό στόχο να πείσουμε τον αντίπαλο, ότι μια επίθεση στον Ελληνισμό απλά δεν θα αξίζει το ρίσκο. Απαιτείται επίσης μια νέα έννοια της αποτροπής, η οποία να βασίζεται σε μια ισορροπία μεταξύ της ενισχυμένης προστασίας των Ελλήνων, της κοινωνικής ανθεκτικότητας και της προβολής ισχύος. Η «παραδοσιακή» αποτροπή πρέπει τώρα να ενισχυθεί με την αποτροπή πληροφοριών και την αποτροπή στον κυβερνοχώρο, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας για επιθετική δράση.

Δημήτριος Τσαϊλάς, Αρθρογράφος
Υποναύαρχος (εα) επιστημονικός συνεργάτης- ερευνητής στα ''Institute for National and International Security'' (INIS) και ''Strategy International''

 9/11/2022 

https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-apotrope-toe-polemoe-einai-protimotere-kai-apo-te-nike_gr

 

    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ - ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ     

Μαργαρίτης Γιώργος :''Μπορεί η Ελλάδα να εξισορροπήσει το τουρκικό πλεονέκτημα στα μεγέθη; '' - 20/11/2022 '

"' (...) για να αποφύγει η Ελλάδα την πολεμική εμπλοκή και ταυτόχρονα να διασφαλίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της, θα πρέπει να ανεβάσει το κόστος των εχθρικών διεκδικήσεων και της τυχόν έμπρακτης πραγμάτωσής τους σε τέτοια ύψη, ώστε το όφελος που θα προκύψει για τον διεκδικητή και επιτιθέμενο να είναι πολλαπλάσιο των τυχόν ωφελημάτων που θα αποκτήσει. Αυτό λέγεται αποτροπή.

Όταν η δυσαναλογία σε μεγέθη και γεωγραφικά δεδομένα είναι τόσο μεγάλη, τότε η αποτροπή οφείλει να τείνει προς το απόλυτο, το ολοκληρωτικό. Το γαλλικό πυρηνικό δόγμα της γκωλικής εποχής είναι ένα καλό παράδειγμα για το τι εννοούμε. Η Γαλλία δεν μπορούσε να διαθέσει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο αντίστοιχο με τις λοιπές δυνάμεις. Όμως, διατήρησε σε μικρή κλίμακα, τη δυνατότητα πυρηνικής απάντησης, που να καθιστά ασύμφορη την όποια εναντίον της επιβουλή.

Στο δικό μας αμυντικό πρόβλημα αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι σε θέση να προκαλέσει τέτοια ζημιά στον επιτιθέμενο, ώστε το τυχόν όφελος του τελευταίου να ακυρωθεί από τις συνέπειες της πράξης του. Ετούτη η αρχή, η αναζήτηση του αποτρεπτικού πλήγματος οφείλει να καθοδηγεί και την διαμόρφωση του οπλοστασίου, των οπλικών συστημάτων, δηλαδή που θα εξυπηρετήσουν τον στόχο της αποτροπής.

Για να μην γίνουμε όμως περισσότερο κουραστικοί σε ένα υπερβολικά μακροσκελές άρθρο, τέτοιο που να αποτρέπει τον αναγνώστη από την προσεκτική ανάγνωσή του ας επιστρέψουμε και πάλι στην αναδρομή που κάναμε στην εισαγωγή: Πως οι κατάλληλοι για την αποτροπή  εξοπλισμοί, δεν προέρχονται μόνο από τα πανάκριβα και “πολυδιαφημισμένα” οπλικά συστήματα. '' (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το άρθρο )