Πόσο γνωρίζουμε την Αμερική;
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φεντερίκο Ραμπίνι «America. Viaggio alla riscoperta di un paese» (Solferino 2022)
Παρά τη σχετική παρακμή της, η Αμερική παραμένει πάρα πολύ σημαντική. Νιώθουμε ότι χρειάζεται να τη γνωρίζουμε. Ισως να αυταπατόμαστε ότι γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτήν επειδή περάσαμε εκεί κάποιες διακοπές. Ή επειδή τη βλέπουμε συνεχώς στις ταινίες και στις τηλεοπτικές σειρές. Ακούμε μουσική, διαβάζουμε μυθιστορήματα που προέρχονται από εκεί ή αφηγούνται ιστορίες που εκτυλίσσονται στην αμερικανική κοινωνία. Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε αληθινά την Αμερική. Σε αυτόν τον τόπο έχουν γεννηθεί τόσα πράγματα που κατακλύζουν την καθημερινή μας ζωή και κρίνουν το μέλλον μας. Για παράδειγμα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν ο κόσμος μάς φαίνεται μικρός, αν επικοινωνούμε εύκολα με φίλους που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, πέρα από τον ωκεανό, αυτό συμβαίνει επειδή οι τεχνολογίες που γεννήθηκαν στην Αμερική έχουν κατακτήσει τον πλανήτη.
Οταν άρχισε η δική μου αμερικανική ζωή, στην αλλαγή της χιλιετίας, εδραιωνόταν μια «παγκόσμια τάξη» γνωστή ως παγκοσμιοποίηση, που είχε σχεδιαστεί κυρίως από την αμερικανική ηγετική τάξη. Εκείνη την εποχή κατοικούσα σε ένα από τα εργαστήρια αυτού του πειράματος: στο Σαν Φρανσίσκο, στην τεχνόπολη που είναι η πρωτεύουσα της Silikon Valley. Εντυπωσιασμένοι από την πρώτη ψηφιακή επανάσταση, περνούσαν από εκεί Ιταλοί, οι οποίοι, μετά από μια σύντομη παραμονή, πείθονταν ότι έχουν κατανοήσει τα πάντα. Και μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα, εξηγούσαν γιατί το Ιντερνετ θα έκανε καλύτερο τον κόσμο. Μετά από είκοσι χρόνια, οι ίδιοι οι αφελείς θαυμαστές του made in USA ψηφιακού σύμπαντος έχουν μεταστραφεί και έχουν υιοθετήσει αποκαλυψιακές και δυστοπικές αντιλήψεις.
Η αμερικανοκεντρική παγκόσμια τάξη έχει μπει σε βαθιά κρίση, αλλά εκείνοι που θέλουν να την γκρεμίσουν δεν έχουν σαφείς ιδέες γι’ αυτό που θα έπρεπε να την αντικαταστήσει. Η εικόνα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος έχει παραμορφωθεί από πολλές κρίσεις: πρόεδροι δολοφονημένοι όπως ο Λίνκολν και ο Κένεντι· ένας πρόεδρος που εκδιώχθηκε επειδή κατασκόπευε παράνομα τους αντιπάλους του (Νίξον, υπόθεση Γουότεργκέιτ, 1974)· δύο δίκες σε βάρος του Μπιλ Κλίντον (σκάνδαλο Λεβίνσκι και ψευδορκία, 1998) και του Ντόναλντ Τραμπ. Αυτός ο τελευταίος είναι μια αρκετά σπάνια περίπτωση προέδρου, που ποτέ δεν αναγνώρισε τη νόμιμη νίκη του διαδόχου του. Με μια ανεύθυνη συγκέντρωση, παρακίνησε μερικούς οπαδούς του να επιτεθούν στη Γερουσία στις 6 Ιανουαρίου 2021. Κι ωστόσο, θα μπορούσε να είναι ξανά υποψήφιος.
Στην Ιταλία, η κρίση για την Αμερική συχνά μετεωρίζεται ακολουθώντας τις πολιτικές προτιμήσεις εκείνου που μιλάει. Αν είσαι αριστερός, είναι μια θαυμάσια χώρα όταν την κυβερνάει ο Ομπάμα, για να γίνει έπειτα κόλαση υπό τον Τραμπ. Και το αντίστροφο αν είσαι δεξιός. Κανείς όμως δεν τη θεωρεί αληθινά πρότυπο. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι για τους οποίους πρέπει να θεωρείται από πολλούς αρνητικό παράδειγμα. Καθώς παραμένει το πλουσιότερο και ισχυρότερο έθνος του κόσμου, με στρατεύματα και στρατιωτικές βάσεις σε όλες τις ηπείρους, μπορούμε να την ορίσουμε ως «αυτοκρατορία» (έστω χωρίς τις αποικίες των παραδοσιακών αυτοκρατοριών). Στην Ιστορία, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, οι λαοί που ήταν υποταγμένοι στις αυτοκρατορικές δυνάμεις ένιωθαν συχνά γι’ αυτές μικτά συναισθήματα: θαυμασμό ή δέος για το κέντρο της αυτοκρατορίας· ζήλια, φθόνο, επιθυμία εξέγερσης για απελευθέρωση από την κυριαρχία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ξανάφερε στο φως του ήλιου τα βαθιά κοιτάσματα αντιαμερικανισμού που υπήρχαν πάντοτε στην Ιταλία.
Παρά την επίθεση της Ρωσίας σε έναν ανεξάρτητο λαό, για ένα σημαντικό τμήμα της ιταλικής κοινής γνώμης η ευθύνη και σε αυτή την περίπτωση βαραίνει την Αμερική, όπως πάντοτε. Το ίδιο αυτόματο ανακλαστικό εκδηλώθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, όταν πολλοί αναζήτησαν «τις ευθύνες της Αμερικής, που άξιζε να το πάθει». Ορισμένοι επινόησαν ακόμα και θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου την είχαν ενορχηστρώσει οι Αμερικανοί. Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αφυπνίστηκαν οι εχθρότητες που διακρίνουν διάφορες ιταλικές πολιτικές παραδόσεις. Αντιαμερικανικός ήταν ο φασισμός, ήταν ο κομμουνισμός πριν από τη στροφή του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ υπέρ του ΝΑΤΟ, ήταν ένα τμήμα του καθολικισμού, που ποτέ δεν συγχώρεσε τον χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργό Αλτσίντε Ντε Γκάσπερι για το ότι ανασυγκρότησε την Ιταλία με τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ, δηλαδή με τη βοήθεια της μισητής αγγλο-προτεσταντικής δύναμης.
Από τους καιρούς των παππούδων μας, η Αμερική εξήγε τα προϊόντα-σύμβολά της σε ολόκληρο τον κόσμο. Αρχισε με την Κόκα-Κόλα και τα τζιν, για να περάσει έπειτα στα iPhone, YouTube, Amazon, Facebook, Google, Netflix και Zoom. Γι’ αυτό, ένα άλλο ρεύμα αγάπης-μίσους συνδεόταν πάντοτε με τον καταναλωτισμό. Για να βρούμε ένα αρχετυπικό δείγμα της ευρωπαϊκής απέχθειας προς την αμερικανική κοινωνία, μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το σκοτεινό λογοτεχνικό αριστούργημα που είναι το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Λουί-Φερντινάν Σελίν, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1932. Πριν ακόμα γίνει ενθουσιώδης οπαδός του γερμανικού ναζισμού, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος περιγράφει την άφιξή του στη Νέα Υόρκη με όρους ανατριχιαστικούς. Η Αμερική ενός αιώνα πριν είναι γι’ αυτόν μια σύνοψη όλων των δεινών της ανθρωπότητας: υλισμός και δικτατορία του κέρδους, εκμετάλλευση του βιομηχανικού προλεταριάτου, αποκτήνωση των εργατικών μαζών που υποχρεώνονται να ζουν σε υποβαθμισμένες πόλεις-άσυλα.
Το
αμερικανικό όνειρο το καταγγέλλει σαν αισχρό εμπαιγμό. Στο αντίθετο
άκρο, υπάρχει πολύς κόσμος που θαυμάζει την Αμερική ως τη χώρα των
ευκαιριών και της αξιοκρατίας, όπου όποιος έχει ταλέντο μπορεί να
αναδειχθεί, όπου η οικονομία της αγοράς φανερώνει τα οφέλη της. Η
παράταξη των θαυμαστών είναι περισσότερο διαδεδομένη στις αναπτυσσόμενες
χώρες, εκείνες που εδώ και δεκαετίες είναι οι δεξαμενές της νέας
μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αυτό το δεύτερο στρατόπεδο
-τους θαυμαστές- έχει «πουληθεί» και μια σωτήρια θεωρία του
εξαμερικανισμού. Η ιδέα δηλαδή ότι κάνοντας ολόκληρο τον κόσμο
περισσότερο όμοιο με το οικονομικό μοντέλο των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω
της παγκοσμιοποίησης, θα έχουμε και την αιώνια ειρήνη. «Δεν θα γίνει
ποτέ πόλεμος μεταξύ δύο χωρών που έχουν και οι δυο McDonald’s». Αυτή η
γνωστή προφητεία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τόμας Φρίντμαν, που
διατυπώθηκε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, γνώρισε μια
τραγική διάψευση. […]
https://www.efsyn.gr/ 4-12-2022