Τουρκία: Κίνδυνος χρηματοπιστωτικής κρίσης το επόμενο έτος.
Τουρκία: Κίνδυνος χρηματοπιστωτικής κρίσης
το επόμενο έτος.
Παρά τον πληθωρισμό που βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη και τις ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές, η χώρα μέχρι στιγμής έχει αποφύγει μια μεγαλύτερη κρίση. Γιατί η τύχη της μπορεί να τελειώνει...
Παρά τον εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό και τις ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές, η Τουρκία μέχρι στιγμής έχει αποφύγει μια συστημική χρηματοπιστωτική κρίση. Αλλά η συνεχιζόμενη επικέντρωση της κυβέρνησης στη βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη αντί για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα θα αυξήσει τον κίνδυνο η χώρα να εισέλθει σε μια τέτοια κρίση το 2023.
Η οικονομία της Τουρκίας αναπτύχθηκε γρήγορα το 2022 καθώς η χώρα βγήκε δυνατά από την πανδημία της Covid-19 και απορρόφησε τα αρχικά σοκ του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αλλά αυτό συνοδεύτηκε από έναν διογκούμενο πληθωρισμό (που χτύπησε το δυσθεώρητο 84% τον περασμένο μήνα) και ένα βαθύτατα αποδυναμωμένο νόμισμα (που έχει χάσει σχεδόν το ένα τρίτο της αξίας του σε σχέση με πέρυσι).
Σε αντίθεση με άλλες χώρες που έχουν απαντήσει στην εκτίναξη των παγκόσμιων τιμών εμπορευμάτων μετά την Covid και λόγω του πολέμου της Ουκρανίας, συσφίγγοντας τις νομισματικές τους πολιτικές, η Τουρκία έχει επιδιώξει τη νομισματική χαλάρωση -καταφεύγοντας σε ορθόδοξα και ανορθόδοξα μέτρα για να επιβραδύνει την υποτίμηση της λίρας, που έχει αυξήσει το χρηματοπιστωτικό βάρος για τις εταιρείες που έχουν χρέος σε ξένο νόμισμα. Αλλά ενώ αυτή η μη συμβατική στρατηγική έχει βοηθήσει την τουρκική οικονομία να επεκταθεί σε μια περίοδο που οι περισσότερες χώρες έρχονται αντιμέτωπες με την ύφεση, έχει επίσης αυξήσει την έκθεση της χώρας σε μια χρηματοπιστωτική κρίση, με τους δείκτες του κινδύνου χρεοκοπίας να αυξάνονται σημαντικά τον τελευταίο χρόνο.
* Η τουρκική οικονομία έχει επεκταθεί κατά 3,9% το γ’ τρίμηνο φέτος, έναντι του 7,6% το προηγούμενο τρίμηνο. Ο πληθωρισμός στην Τουρκία άγγιξε το 84% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο (λίγο χαμηλότερα από το 85% του Οκτωβρίου), σε σύγκριση με λιγότερο από 20% πριν από ένα χρόνο. Για να μετριάσει τις αυξανόμενες τιμές καταναλωτή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέτρεψε την Τουρκία να αυξήσει τα επιτόκια τον Νοέμβριο. Αλλά η κεντρική τράπεζα της χώρας συνεχίζει να μειώνει το βασικό της επιτόκιο, που έχει υποχωρήσει στο 9% από 16% τον τελευταίο χρόνο.
* Η λίρα έχει υποτιμηθεί κατά 36% σε ετήσια βάση παρά τις σημαντικές προσπάθειες από την τουρκική κυβέρνηση να σταματήσει την πτώση μέσω πωλήσεων ξένου συναλλάγματος και μιας ποικιλίας μέτρων εκτός αγοράς.
* Τα spreads των τουρκικών CDS, που διασφαλίζουν τους επενδυτές έναντι του κινδύνου κρατικής χρεοκοπίας, διαπραγματεύονται πάνω από τις 500 μ.β. -δείχνοντας έναν σημαντικό, αλλά διαχειρίσιμο κίνδυνο κρατικής χρεοκοποίας. Οι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης -η Standar & Poor’s, η Moody’s και η Fitch- αξιολογούν την Τουρκία με «Β», σηματοδοτώντας αυξημένους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.
Το πολιτικό κατεστημένο της Τουρκίας ενώνεται στο θέμα της προώθησης μιας ταχείας ανάπτυξης για να ενισχύσει την υποστήριξη ενόψει των εκλογών του 2023, κάτι που καθιστά πιθανό οι ανορθόδοξες οικονομικές πολιτικές της Άγκυρας να συνεχιστούν ή και να επιταχυνθούν το επόμενο έτος και δυνητικά, για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι γνωστό ότι αποφεύγει τη χρήση των επιτοκίων ως εργαλείου για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, λόγω των προσωπικών θρησκευτικών του πεποιθήσεων, που θεωρούν τα επιτόκια τοκογλυφία, καθώς και λόγω της γενικής του αντιπάθειας για υπερβολική εξάρτηση από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κυριαρχούνται από τη Δύση, όπως το ΔΝΤ. Αυτή η ιδεολογία -σε συνδυασμό με τη φήμη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ότι τροφοδότησε την οικονομική ανάπτυξη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν ήρθε στην εξουσία- είναι που οδηγεί την ανορθόδοξη οικονομική στρατηγική της Άγκυρας, την οποία ο Ερντογάν έχει ορκιστεί να διατηρήσει μέχρι τις επερχόμενες εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023. Επιπλέον, τα πεσμένα ποσοστά αποδοχής του ΑΚΡ έχουν αρχίσει να βελτιώνονται τους τελευταίους μήνες, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι απλοί Τούρκοι συμφωνούν με την τρέχουσα οικονομική προσέγγιση του κόμματος, γεγονός που θα αναγκάσει περαιτέρω το κυβερνών κόμμα να διατηρήσει την πορεία του. Όμως, ο βασικός αντίπαλος του ΑΚΡ, το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), έχει επίσης υποσχεθεί να συνεχίσει τις επεκτατικές πολιτικές, αντί να επιβάλει πολιτικά αντιδημοφιλή μέτρα λιτότητας για τον περιορισμό του πληθωρισμού. Αυτό δείχνει ότι οι ανορθόδοξες πολιτικές της Άγκυρας είναι πιθανό να συνεχιστούν κατά τους μήνες πριν και αμέσως μετά τις εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει την ψηφοφορία.
* Ο Ερντογάν έχει δηλώσει ότι θα συνεχίσει να ευνοεί τα χαμηλότερα επιτόκια, ενώ το CHP έχει δηλώσει ότι θα ευνοήσει την αύξηση των μισθών, ιδίως για τους συνταξιούχους, ώστε να συμβαδίσει με το αυξανόμενο κόστος ζωής.
Αλλά αυτή η επικέντρωση της εσωτερικής πολιτικής στη διατήρηση υψηλής ανάπτυξης ασχέτως των υποκείμενων θεμελιωδών, σε συνδυασμό με την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, αυξάνουν τον κίνδυνο χρηματοπιστωτικής αστάθειας στην Τουρκία.
Η εξωτερική ρευστότητα -η οποία είναι χοντρικά ο λόγος των συναλλαγματικών διαθεσίμων μιας κυβέρνησης προς τα επίπεδα του βραχυπρόθεσμου εξωτερικού χρέους της- είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Τουρκία. Λόγω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της και των υψηλότερων τιμών των εισαγωγών που σχετίζονται με την ενέργεια, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας θα είναι πολύ μεγαλύτερο φέτος σε σύγκριση με πέρυσι, ασκώντας σημαντική πίεση στη συναλλαγματική ισοτιμία της λίρας.
Το γεγονός αυτό έχει επίσης αφήσει τα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής της τράπεζας στο «κόκκινο», περιορίζοντας απότομα την ικανότητα της τράπεζας να αποτρέψει περαιτέρω υποτίμηση του νομίσματος και να παράσχει στήριξη σε περίπτωση πιέσεων στο ισοζύγιο πληρωμών.
Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν μεγάλα χρέη και το χρέος τους σε ξένο νόμισμα είναι μόνο μερικώς καλυμμένο. Οι τραπεζικές υποχρεώσεις σε συνάλλαγμα είναι κατ' αρχάς σε μεγάλο βαθμό αντισταθμισμένες, αλλά η ρυθμιστική ανοχή και η έλλειψη διαφάνειας καθιστούν δύσκολη την εκτίμηση του επιπέδου κινδύνου. Το ίδιο ισχύει και για τις κρατικές εταιρείες και τις κρατικές τράπεζες.
Από την άλλη πλευρά, ο εταιρικός τομέας της Τουρκίας στο σύνολό του έχει δημιουργήσει μια μικρή βραχυπρόθεσμη πιστωτική θέση σε ξένο νόμισμα και το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Αλλά αυτό δεν περιλαμβάνει τις μελλοντικές ενδεχόμενες υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα μέτρα ελάφρυνσης για την Covid-19 και τις πράξεις εκτός προϋπολογισμού.
* Το ΔΝΤ έχει εκτιμήσει ότι η Τουρκία έχει πιθανώς ανεπαρκή αποθέματα εξωτερικής ρευστότητας, κάτι που σημαίνει ότι διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εξωτερικής χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Μεταξύ άλλων μεγάλων αναδυόμενων αγορών, μόνο η Αργεντινή και η Νότια Αφρική έχουν παρόμοια κακές μετρήσεις.
* Τα συναλλαγματικά αποθέματα της τουρκικής κεντρικής τράπεζας έχουν μειωθεί απότομα σε ακαθάριστους όρους και είναι πλέον αρνητικά όταν συνυπολογιστούν οι υποχρεώσεις. Το μεγάλο ποσό των εγχώριων καταθέσεων σε ξένο νόμισμα (δηλαδή το παθητικό των τραπεζών), μαζί με το υψηλό μερίδιο των ρευστοποιήσιμων στοιχείων ενεργητικού σε ξένο νόμισμα που διακρατούνται στην κεντρική τράπεζα, έχει καταστήσει τους ισολογισμούς τόσο των κρατικών όσο και των ιδιωτικών τραπεζών στην Τουρκία ευάλωτους σε σοκ στην αγορά συναλλάγματος.
* Πέρυσι, οι εγχώριες καταθέσεις σε ξένο νόμισμα της Τουρκίας ανήλθαν σε 230 δισ. δολάρια, ενώ ο λόγος αποθεματικών προς καταθέσεις ήταν πολύ χαμηλός.
* Ο εταιρικός τομέας της Τουρκίας ενδέχεται να δει αυξανόμενες αθετήσεις πληρωμών τα επόμενα χρόνια. Το εταιρικό χρέος στην Τουρκία ως ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων έχει αυξηθεί απότομα την τελευταία δεκαετία, από 150% σε 250% -γεγονός που μεταφράζεται σε αυξημένη χρηματοοικονομική ευπάθεια. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι τομείς της μεταποίησης, του εμπορίου και των κατασκευών της χώρας είναι ιδιαίτερα ανεπαρκώς καλυμμένοι σε σχέση με τα έσοδα από τις εξαγωγές.
Όπως και πολλές άλλες χώρες, η Τουρκία έχει πληγεί από τις υψηλές τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, οι οποίες έχουν επίσης τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό. Η Τουρκία είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και πάνω από το 90% της κατανάλωσης πετρελαίου και φυσικού αερίου εξαρτάται από εισαγωγές, ιδίως από τη Ρωσία. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να φθάσει το 6% του ΑΕΠ φέτος, αυξάνοντας την εξωτερική ρευστότητα -ιδίως σε σχέση με τη μείωση των χρηματοοικονομικών εισροών.
Η Τουρκία θα μπορούσε να εισέλθει σε μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση, εάν οι παγκόσμιες μακροοικονομικές συνθήκες αποδυναμωθούν περαιτέρω ή εάν το τρέχον μείγμα πολιτικής της κυβέρνησης πυροδοτήσει μια συστημική αστάθεια.
Η Τουρκία ενδέχεται να επιβάλει capital controls τους επόμενους μήνες για να στηρίξει τη λίρα που αποδυναμώνεται -είτε άμεσα είτε ενισχύοντας τους λεγόμενους ελέγχους «από την πίσω πόρτα» που δυσχεραίνουν την ανάληψη ξένου συναλλάγματος από τους καταθέτες. Η Άγκυρα θα μπορούσε να λάβει καταθέσεις σε δολάρια και να τις χρησιμοποιήσει για την πληρωμή ελλειμμάτων.
Η κυβέρνηση παραμένει απίθανο να περιορίσει τους Τούρκους πολίτες από το να καταθέτουν ξένα μετρητά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, καθώς αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτικές αντιδράσεις και να αυξήσει τη δολαριοποίηση σε επίπεδο νοικοκυριών. Στο εξωτερικό, η Τουρκία θα μπορούσε να πιέσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία να επενδύσουν περαιτέρω στη χώρα και ενδεχομένως να προβούν σε άμεσες καταθέσεις στις τουρκικές τράπεζες για την ενίσχυση της λίρας. Αυτές οι τακτικές θα επιτρέψουν προσωρινά στην Άγκυρα να συνεχίσει να μειώνει τα επιτόκια και να ενισχύει τις κρατικές δαπάνες.
Αλλά τέτοιες συνεχιζόμενες επεκτατικές πολιτικές αυξάνουν σταθερά τον κίνδυνο της χώρας να εισέλθει σε κρίση του ισοζυγίου πληρωμών και τελικά σε ύφεση. Ο κίνδυνος αυτός θα είναι ιδιαίτερα έντονος εάν οι βασικές εμπορικές αγορές της Τουρκίας, όπως η Ευρώπη, εισέλθουν σε ύφεση αρκετά βαθιά ώστε να επηρεαστούν σημαντικά οι εξαγωγές ή/και εάν οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική στο Αμπού Ντάμπι ή στο Ριάντ ωθήσουν τα πλούσια αραβικά κράτη του Κόλπου να μειώσουν τις επενδύσεις τους και τη νομισματική τους στήριξη προς την Άγκυρα.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να βελτιώσει τους δεσμούς της με πρώην περιφερειακούς αντιπάλους όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προσελκύει περισσότερες επενδύσεις στη χώρα, οι οποίες με τη σειρά τους συμβάλλουν στη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας για τους Τούρκους. Η Σαουδική Αραβία φέρεται να ετοιμάζεται να καταθέσει 5 δισ. δολάρια στην κεντρική τράπεζα της χώρας, ενώ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν υποσχεθεί να επενδύσουν 10 δισ. δολάρια στη χώρα. Τον Αύγουστο, η International Holding Co. με έδρα το Άμπου Ντάμπι αγόρασε επίσης μερίδιο 50% στην τουρκική εταιρεία ΑΠΕ Kalyon Enerji.
Σύμφωνα με αναλύσεις που δημοσίευσαν το Bloomberg και οι Financial Times τον Σεπτέμβριο, ανεξήγητες εισροές κεφαλαίων από ξένες πηγές συμβάλλουν επίσης επί του παρόντος στην άμβλυνση του διευρυνόμενου ελλείμματος του ισοζυγίου της χώρας. Οι μυστηριώδεις πηγές αυτών των μετρητών είναι δυνητικά μη βιώσιμες και πιθανότατα εξαρτώνται από τη διατήρηση θετικών πολιτικών σχέσεων της Τουρκίας με τους ξένους εταίρους, πράγμα που σημαίνει ότι αν οι σχέσεις αυτές αλλάξουν, η Τουρκία θα μπορούσε να χάσει μία από τις τρέχουσες πηγές ξένου συναλλάγματος.
Η τουρκική κυβέρνηση μπορεί να επιστρέψει σε πιο συμβατικές και μετριοπαθείς οικονομικές πολιτικές μετά τις εκλογές του επόμενου έτους. Αλλά ο κίνδυνος μιας ύφεσης θα διατηρηθεί, καθώς η βελτίωση της μακροπρόθεσμης οικονομικής υγείας της χώρας θα έχει ως τίμημα την πρόσφατη ανάπτυξή της.
Το ΑΚΠ και η αντιπολίτευση επί του παρόντος ευθυγραμμίζονται στην προσπάθεια να τονώσουν την οικονομία όσο το δυνατόν περισσότερο πριν τις κάλπες του επόμενου έτους. Αλλά μόλις κλείσουν οι κάλπες, θα υπάρξει λιγότερη άμεση πίεση για την αποφυγή αντιδημοφιλών μέτρων λιτότητας ή αύξησης των επιτοκίων. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει τον υπολογισμό των Τούρκων ηγετών μετά τις εκλογές, δίνοντάς τους μεγαλύτερη πολιτική ανάσα για να επικεντρωθούν σε πολιτικές που διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας μπορεί
να αρχίσει να σφίγγει τη νομισματική της πολιτική για να αντιστρέψει
ταχύτερα τον πληθωρισμό -ειδικά εάν το αντιπολιτευόμενο CHP (το οποίο
υποστηρίζει μια πιο ορθόδοξη στρατηγική της κεντρικής τράπεζας) έχει
ισχυρές επιδόσεις στις εκλογές του επόμενου έτους. Επιπλέον, η τουρκική
κυβέρνηση θα μπορούσε να μειώσει ορισμένα από τα ακριβά μέτρα ανακούφισης που έχει εφαρμόσει για να αντισταθμίσει τις αρνητικές κοινωνικές
επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού, γεγονός που θα άφηνε περισσότερο
συνάλλαγμα στα ταμεία της Τουρκίας και θα μείωνε τον κίνδυνο περαιτέρω
κρίσεων στο μέλλον. Όμως, ενώ τέτοιες περικοπές δαπανών και αυξήσεις
επιτοκίων θα βελτίωναν τη μακροπρόθεσμη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της
χώρας, θα μπορούσαν επίσης να επιτρέψουν την ύφεση να παρεισφρήσει,
καθώς θα μείωναν την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας βραχυπρόθεσμα.
20/12/2022
https://www.euro2day.gr/specials/topics/article/2165438/toyrkia-kindynos-hrhmatopistotikhs-krishs-to-epome.html