Κοινωνία του απαλφαβητισμού;
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
«Δεν είναι αρκετό να καταλαβαίνεις σε τι άγνοια ζουν ο άνθρωπος και
το ζώο﮲πρέπει να έχεις επίσης τη θέληση για άγνοια και να αποκτήσεις
επίγνωση. Πρέπει να καταλάβεις ότι δίχως αυτό το είδος άγνοιας η ίδια η
ζωή θα ήταν αδύνατη, ότι είναι μια συνθήκη κάτω απ’ την οποία κάθε
ζωντανό πλάσμα μπορεί μονάχα να διατηρήσει τον εαυτό του και να
ευδοκιμήσει».
ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
1.
Μια νέα συναίνεση έχει εμφανισθεί και κυριαρχεί τουλάχιστον στις χώρες του δυτικού πολιτισμού: δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στην παρούσα κατάσταση. Ο κόσμος εμφανίζεται όλο και λιγότερο θελκτικός. Οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται, δεν στοχάζονται. Αυτό που όλες οι προγενέστερες γενιές μπορούσαν και ήταν θεμιτό να κάνουν, φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν για τη τωρινή γενιά. Κανένας ουτοπικός σχεδιασμός δεν ενσαρκώνει στην παρούσα φάση οράματα του μέλλοντος.
Και όμως, δεν έχουν εξαφανιστεί όλες οι «ουτοπίες». «Χιλιαστικές» ομάδες, θιασώτες της επιστημονικής φαντασίας και μερικοί διανοούμενοι του κυβερνοχώρου διατηρούν ένα «ουτοπικό» όραμα. Μεταξύ των εναπομεινάντων «ουτοπικών», οι πιο σημαντικοί σήμερα είναι αναμφίβολα οι «μελλοντολόγοι», εκείνοι που παρουσιάζουν οράματα του μέλλοντος βασισμένα εξολοκλήρου πάνω σε τεχνολογικές προόδους. Αυτοί είναι «ουτοπικοί» ως προς την πεποίθησή τους, ότι μια πολύ διαφορετική και πολύ «ανώτερη» κοινωνία είναι δυνατή, ακόμη και επικείμενη. Οραματίζονται ένα νέο μεταβιομηχανικό πολιτισμό, βασισμένο πάνω σε μια μεταμορφωμένη ύπαρξη, η οποία θα προέλθει από την κοινωνία της πληροφορίας.[1]
Η κοινωνία της πληροφορίας αποτελεί στα μάτια τους το λαμπρό επιστέγασμα, αλλά και μια ουσιώδη κινητήρια δύναμη της κοινωνίας εκείνης, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι η οικονομία. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, όσο πιο περίπλοκη γίνεται η κοινωνία, τόσο επιτείνεται η στοχαστικότητά της αναφορικά με τις ίδιες της τις λειτουργίες και τόσο μεγαλώνει η σημασία της γνώσης για τη διεκπεραίωσή τους. Γνώση σημαίνει όμως, για τις συγκεκριμένες αντιλήψεις, μόνο πληροφορία, και έτσι η πληροφορία γίνεται το μυαλό και η καρδιά της κοινωνίας – όπως και η «επικοινωνία» γίνεται η κεντρική έννοια της κοινωνικής θεωρίας στη σύγχρονη εποχή.
Ο Μ. Δερτούζος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκπροσώπου αυτής της αντίληψης. Στο βιβλίο του Τι μέλλει γενέσθαι[2], περιγράφει έναν κόσμο συγκεντρωμένο γύρω απ’ αυτό που αποκαλεί «αγορά πληροφορίας», ένα νέο τρόπο να εργάζεσαι, να ψωνίζεις και να αναπαύεσαι. Φλυαρώντας αδιάκοπα σε πλήθος αλλαγών, αποφεύγει συστηματικά να αναφερθεί στους συγκεκριμένους θεμελιακούς μετασχηματισμούς, που αυτές συνεπάγονται. Η ανθρώπινη ελευθερία αναλώνεται σε τυχαίες επιλογές του υπολογιστή.
Η πίστη, ότι ένα νέο μέσο θα μεταμορφώσει το πολιτισμικό πεδίο κέντρισε κάθε γενιά. Η πίστη αυτή εδράζεται σε μια συγκεκριμένη αντίληψη της φιλοσοφίας της ιστορίας, η οποία προσβλέποντας σε ένα ευτυχές τέλος της ιστορίας, θεωρεί ότι ο κυβερνοχώρος θα αποτελέσει μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, δίχως πολιτικούς και ιδεολογικούς διαχωρισμούς, δεδομένου ότι θα τη διακρίνει η επιβολή του γνωστικού στοιχείου και θα καθοδηγείται με βάση την επιστημονική γνώση.
Παρόμοια φαινόμενα χρησιμεύουν συχνά ως αφετηρία ευθύγραμμων προβολών στο μέλλον και ερμηνεύονται ως ορόσημα ριζοσπαστικών στροφών, γιατί πιστεύεται, ότι η εμφάνισή τους εξουδετερώνει την επίδραση των ως τώρα καθοριστικών παραγόντων και επιβάλλει να ξαναγραφεί εξ αρχής η οντολογία της κοινωνίας.
Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε θα έπρεπε να αποδείξει κανείς ότι η θεμελιώδης ανθρώπινη συμπεριφορά άλλαζε αντίστοιχα σε κάθε επαναστατική αλλαγή της πυκνότητας και της μετάδοσης πληροφοριών, π.χ. όταν εφευρέθηκε η γραφή ή η τυπογραφία. Όμως, κάτι τέτοιο διόλου δεν έγινε. Όσες αλλαγές επήλθαν, ήταν ιστορικές και δευτερογενείς, δηλαδή δεν έθιγαν τον πρωτογενή τομέα της ανθρωπολογίας και της κοινωνικής οντολογίας. Η λογική της πληροφορίας υποτάχθηκε πάντοτε, σε γενικές γραμμές, στη λογική των κυρίαρχων ενδοανθρωπίνων σχέσεων και των συναφών ιδεολογικών τοποθετήσεων.
2.
Στο πλαίσιο όμως αυτών των δευτερογενών αλλαγών, είναι ιστορικά βέβαιο ότι κάθε νέο σημαντικό τεχνολογικό μέσο – ράδιο, κινηματογράφος, ή τηλεόραση – γρήγορα ενσωματώνεται μέσα στην κουλτούρα μεταλλάσσοντάς την. Το Διαδίκτυο, η πληροφορική και ο «κυβερνοχώρος» δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου. Κάθε μορφή πολιτισμού, διαπραγματεύεται, υποχρεωτικά και αναπόδραστα με την τεχνολογία, ανεξάρτητα αν η παραπάνω διαπραγμάτευση μπορεί να είναι επιτυχής ή όχι. Οι ρηξικέλευθες μορφές τεχνολογίας δεν είναι ποτέ ουδέτερες. Οι χρήσεις της όποιας τεχνολογίας προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη δομή της ίδιας της τεχνολογίας. Επιβάλουν συμπεριφορές. Τα νέα πράγματα που εισάγουν οι νέες τεχνολογίες απαιτούν την εισαγωγή νέας ορολογίας. Παράλληλα –και αυτό είναι το πιο σημαντικό και ύπουλο συγχρόνως– νοηματοδοτούν εκ νέου τους παλαιούς όρους. «Τα νέα πράγματα τροποποιούν επίσης τις παλαιές λέξεις, λέξεις που περιέχουν βαθιά ριζωμένα νοήματα. Το τηλεγράφημα και ο ημερήσιος Τύπος άλλαξαν αυτό που κάποτε εννοούσαμε με τη λέξη πληροφορία. Η τηλεόραση αλλάζει αυτό που εμείς εννοούμε με τους όρους πολιτική συζήτηση, ειδήσεις και κοινή γνώμη. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής αλλάζει την έννοια πληροφορία για άλλη μια φορά. Η γραφή άλλαξε αυτό που κάποτε εννοούσαμε, τις λέξεις αλήθεια και νόμος, η τυπογραφία τις επανακαθόρισε, ενώ τώρα η τηλεόραση και ο υπολογιστής τις αλλάζουν ως έννοιες και πάλι».[3] Οι παλαιές λέξεις χρησιμοποιούνται ακόμα, όμως δεν έχουν το ίδιο νόημα. Μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις έχουν ακριβώς το αντίθετο νόημα. Η τεχνολογία προσδιορίζει αυταρχικά το νόημα του σημαντικότερου μέρους της ορολογίας μας. Επαναπροσδιορίζει τις έννοιες «ελευθερία», «αλήθεια», «νοημοσύνη», «γεγονός», «σοφία», «μνήμη», «ιστορία», όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στη συζήτηση.
Οι αλλαγές που κυοφορεί η ρηξικέλευθη τεχνολογία είναι περίπλοκες και εντελώς απρόβλεπτες. Οι κυριότερες από τις απρόβλεπτες είναι αυτές που ονομάζονται «ιδεολογικές» αλλαγές, δηλαδή αυτές που αποσκοπούν να αλλάξουν τον τρόπο που οι άνθρωποι μιας εποχής βλέπουν τις βασικές αξίες της ζωής τους, αυτές που μεταμορφώνουν τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, όπως «γνώση» και «αλήθεια». «Η διαδικασία των τεχνολογικών εξελίξεων δεν έχει ούτε προσθετικές ούτε αφαιρετικές δυνατότητες. Είναι οικολογική… Μια σημαντική αλλαγή προκαλεί συνολική αλλαγή… Μια νέα τεχνολογία δεν προσθέτει ή αφαιρεί κάτι. Αλλάζει τα πάντα… τροποποιούν τη δομή των ενδιαφερόντων μας: τα πράγματα δηλαδή για τα οποία σκεφτόμαστε. Αλλάζουν τον χαρακτήρα των συμβόλων μας: τα πράγματα δηλαδή με τα οποία σκεφτόμαστε. Και μεταμορφώνουν τη φύση της κοινότητας: το χώρο δηλαδή στον οποίο αναπτύσσονται οι σκέψεις»[4]. Όμως εκείνο που ορίζεται ως σημαντικό σε ολόκληρη αυτή τη διαδικασία είναι να μάθουμε και να καταλάβουμε με ποιους τρόπους πραγματοποιούνται οι αλλαγές στην αντίληψή μας σχετικά με τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξής μας.
3.
Υπάρχουν πλήθος επιστημονικών ερευνών που δείχνουν με σαφήνεια ότι πράγματι οι εξελίξεις κινούνται στην παραπάνω αναφερόμενη κατεύθυνση. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και μια πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Σάκλερ για τη Συνείδηση του Πανεπιστημίου του Σάσεξ, με επικεφαλής τους νευροεπιστήμονες Κεπ Kι Λοχ και Ριότα Κανάι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «PLOS ONE». Οι ερευνητές μελέτησαν με ειδικές τεχνικές λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI) τους εγκεφάλους 75 εθελοντών, τους οποίους προηγουμένως είχαν ρωτήσει αναλυτικά για τις συνήθειές τους σχετικά με την χρήση διαφόρων ηλεκτρονικών συσκευών.
Η νέα βρετανική μελέτη δείχνει ότι η σύγχρονη τεχνολογία αλλάζει τον ανθρώπινο εγκέφαλο, ιδίως αν κανείς ταυτόχρονα βλέπει τηλεόραση, «σερφάρει» στο διαδίκτυο, ενώ «τσεκάρει» στο κινητό του τα μηνύματα που έχει στο facebook. Όσοι είναι φανατικοί χρήστες ηλεκτρονικών συσκευών, χρησιμοποιώντας παράλληλα ή εναλλάσσοντας διαδοχικά ταμπλέτες, «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα, τηλεόραση κ.α., εμφανίζουν μεταβολές στη φαιά ουσία σε μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, η οποία σχετίζεται με τα συναισθήματα.
Οι ερευνητές δεν αποκλείουν –αλλά δεν μπορούν και να βεβαιώσουν κατηγορηματικά (προς το παρόν τουλάχιστον)– ότι αυτή η συνήθεια (multitasking) έχει ως συνέπεια να αυξάνεται εν καιρώ ο κίνδυνος στους συγκεκριμένους ανθρώπους για συναισθηματικά προβλήματα, όπως δυσκολία συγκέντρωσης, άγχος και κατάθλιψη.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν, ότι μια περιοχή του εγκεφάλου, ο πρόσθιος φλοιός του προσαγωγίου, είναι μικρότερος σε όσους χρησιμοποιούν τις περισσότερες συσκευές ταυτόχρονα, ενώ έχει και μικρότερη πυκνότητα φαιάς ουσίας. Η εν λόγω περιοχή εμπλέκεται στη ρύθμιση των συναισθημάτων, στην λήψη των αποφάσεων, στον έλεγχο των ορμών, στην ενσυναίσθηση (συναισθηματική κατανόηση των άλλων) κ.ο.κ.
Οι ερευνητές δεν αποκλείουν ότι η συχνή και εκ παραλλήλου χρήση συσκευών μπορεί να βλάψει τον εγκέφαλο και τη συναισθηματική ισορροπία, ιδίως ενός νέου. «Είναι σημαντικό να αποκτήσουμε επίγνωση ότι ο τρόπος που αλληλεπιδρούμε με τις συσκευές, μπορεί να αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και αυτές οι αλλαγές μπορεί να συμβαίνουν στο επίπεδο της δομής του εγκεφάλου», δήλωσε ο Κεπ Κι Λοχ, που αναγνώρισε ότι είναι ακόμη άγνωστο με ποιό ακριβώς τρόπο η τεχνολογία μπορεί να επιφέρει αυτές τις εγκεφαλικές μεταβολές. Όπως είπε, χρειάζεται μια νέα μεγαλύτερη έρευνα για να φωτίσει περισσότερο το ζήτημα. Παρόμοιες έρευνες τείνουν να καταδείξουν στην πειραματική ελεγχόμενη πραγματικότητα αυτό που η Εξελικτική Παλαιοανθρωπολογία έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό, χωρίς βέβαια να έχει τη δυνατότητα της πειραματικής επαλήθευσης των υποθέσεών της: ότι μια κοινωνική λειτουργία (πχ. η συνεργασία των μακρινών προγόνων του ανθρώπου για την επιτυχή ολοκλήρωση του κυνηγιού στις αντίξοες συνθήκες του τότε φυσικού περιβάλλοντος για τους τροφοσυλλέκτες των πρωτόγονων ομάδων εντός των οποίων ζούσαν και επιβίωναν τα άτομα, καθώς και η κοινωνική οργάνωση ή ο καταμερισμός της εργασίας που υποστήριζε αυτές τις μορφές συνεργασίας), μπορεί να έχει μια καθοριστική επίδραση στην ανάπτυξη των εγκεφαλικών δομών και ιδίως τον νεοφλοιό. Οι έρευνες αυτές αμφισβήτησαν συνεπώς τις εργαλειακές προσεγγίσεις της ανθρώπινης συνείδησης, οι οποίες αρκούνται με μεγάλη αφέλεια να ανάγουν την ανθρώπινη ψυχοκοινωνική πραγματικότητα στις δομές του οργανισμού και στα βιολογικά δεδομένα, που θα ερμήνευαν δήθεν, πέραν κάθε ιστορικής και ανθρωπολογικής κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, τις ικανότητες και τις αντικειμενικές δυνατότητες του ανθρώπου να εξελιχθεί «νομοτελειακά» προοδεύοντας ορθολογικά προς το σημερινό «τέλος της Ιστορίας».
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος είναι αρκετά εύπλαστος, με αποτέλεσμα να αλλάζει ακόμη και δομικά λόγω της παρατεταμένης έκθεσής του σε νέα περιβάλλοντα και εμπειρίες. Οι νευρώνες (τα εγκεφαλικά κύτταρα) και οι μεταξύ τους συνάψεις συνεχώς μεταβάλλονται υπό την επίδραση των καθημερινών εμπειριών, ενώ ορισμένες αλλαγές –λόγω της μακρόχρονης μάθησης– μπορεί να είναι πιο μόνιμες.
Επίσης, η πρόσφατη έρευνα στις γνωσιακές νευροεπιστήμες έχει δείξει τη σχέση ανάμεσα στην ορθολογική λήψη αποφάσεων και το συναίσθημα, αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό ότι τα δύο αυτά δεν αντιτίθενται μεταξύ τους, αλλά αντίθετα αλληλοσυμπληρώνονται. Ειδικότερα, τα συναισθήματα είναι η βάση για ένα σύστημα ανταμοιβής-τιμωρίας που διευκολύνει την επιλογή της συμφέρουσας συμπεριφοράς, η οποία με τη σειρά της προσφέρει «χρόνο» στους εμπλεκόμενους, ούτως ώστε οι τελευταίοι να εμπλακούν στην ανάλυση «κόστους – ωφέλειας» που συνεπάγονται οι ενέργειές τους.
Ακόμα και ο φόβος και η απληστία – τα δύο κύρια αρνητικά χαρακτηριστικά που ευθύνονται για την αποδόμηση της λογικής σκέψης, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές συμπεριφοράς – είναι το αποτέλεσμα εξελικτικών δυνάμεων, προσαρμοστικών γνωρισμάτων, που αυξάνουν την πιθανότητα επιβίωσης.
Από τη σκοπιά της εξέλιξης, το συναίσθημα είναι ένα δυνατό εργαλείο για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας με την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί μαθαίνουν από το περιβάλλον τους και το παρελθόν τους. Όταν η ικανότητα του ατόμου να βιώνει το συναίσθημα μειώνεται, τότε χειροτερεύει ο ρυθμός με τον οποίο λαμβάνεται η επαναπληροφόρηση και αδυνατίζει η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ο εντελώς ασυγκίνητος άνθρωπος είναι στην κυριολεξία ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Πρόκειται για το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο: χωρίς συναισθήματα δεν μπορούν να παρθούν αποφάσεις. Τα συναισθήματα επηρεάζουν απολύτως την ανθρώπινη σκέψη.[5] Η στενά αλγοριθμική διαδικαστική εργαλειακή νοημοσύνη – εκείνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή όταν επιλύει προβλήματα– δεν είναι ανθρώπινη ούτε καν νοημοσύνη με την έννοια που οι κοινωνικές επιστήμες αντιλαμβάνονται τις ανθρώπινες διαδικασίες της σκέψης.
4.
Οι ενθουσιώδεις οπαδοί «της πληροφοριακής επανάστασης» θεωρούν ότι ο κόσμος θα βελτιωθεί, αν περισσότεροι άνθρωποι έχουν ευκολότερη πρόσβαση στη γνώση, δεδομένου ότι έτσι θα επικρατήσει το γνωστικό – ορθολογικό στοιχείο μέσα στην κοινωνία.
Οι δεδομένες προσδοκίες βασίζονται στην άποψη ότι όποιος είναι περισσότερο πληροφορημένος σκέπτεται και ενεργεί ορθολογικότερα έναντι των λιγότερο πληροφορημένων. Όπως σημειώνει ο Κονδύλης: «το λογικό άλμα είναι προφανές: δεν είναι αυτή κάθε αυτή η χρήση της πληροφορίας, αλλά το ποσόν της χρήσης που καθιστά την πληροφορία γνωστικό θεμέλιο της ορθολογικής πράξης. η ορθολογικότητα του πράττοντος πρέπει λοιπόν να προϋποθέτει ως καταβολή και ως αυτοτελές μέγεθος. Θα πρέπει να γίνει εξάλλου σαφές ότι η μεγαλύτερη ποσότητα των «πληροφοριών» (αν πράγματι αποτελούν πληροφορίες και όχι ανακοινώσεις, δηλαδή ήδη γνωστά πράγματα ή χωρίς γνωστική σημασία) δεν σημαίνει απαραιτήτως μεγαλύτερη γνώση. Η συσσώρευση πληροφοριών στον υπολογιστή έχει την ίδια αξία με τη γνώση που υπάρχει σε χιλιάδες βιβλία στις βιβλιοθήκες. Το ζήτημα συνίσταται στην αξιολόγηση και στη στοχαστική αφομοίωση των γνώσεων, και αυτό απαιτεί χρόνο και προσπάθεια. Ένα υποκείμενο που συλλογίζεται είναι φύσει αργό, καθώς μας δείχνουν τα συγγενή ρήματα και εκφράσεις, όπως συλλογίζομαι μελαγχολικά, ατενίζω θεωρητικά, διαλογίζομαι, σκέπτομαι περιεσκεμμένα, γυροφέρνω στο μυαλό μου τα πράγματα».[6]
Μπροστά σε ένα τεράστιο όγκο πληροφοριών οι άνθρωποι σηκώνουν τα χέρια ψηλά γιατί δεν ξέρουν τι να σκεφτούν. Η έκρηξη των πληροφοριακών δεδομένων κατάστρεψε την πρόταση της κατανοησιμότητας. Πλημμυρισμένοι από απόψεις, από πλάγιους ορίζοντες της πληροφορίας, που απλώνεται αέναα προς κάθε κατεύθυνση, δεν δεχόμαστε πλέον την πιθανότητα της συναρμολόγησης μιας πλήρους εικόνας. Χάνουμε το χρόνο και την ευκαιρία να καταλάβουμε τι σημαίνουν τα γεγονότα. Όπου κυβερνά η ηλεκτρονική ώθηση, όπου η σκέψη συνηθίζει να εργάζεται με δεδομένα, η εμπειρία του βαθέως χρόνου είναι αδύνατη. Καθόλου βαθύς χρόνος, καθόλου σοφία.
«Είναι πλέον γνωστό ότι περισσότερη πληροφόρηση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε καλύτερες αποφάσεις. Η διαίσθηση, πχ., υπερβαίνει τις διαθέσιμες πληροφορίες και ακολουθεί τη δική της λογική. Σήμερα, μάλιστα, η υψηλότερη κριτική μας δυνατότητα ατροφεί εξαιτίας αυτού ακριβώς του καταιγισμού πληροφοριών. Συχνά, λιγότερη γνώση και πληροφόρηση παράγει ένα πλεόνασμα, ενώ και η αρνητικότητα της παραμέλησης και της λησμοσύνης είναι συχνά παραγωγική».[7]
Μια κρίσιμη δεξιότητα στην κοινωνία της πληροφορίας συνίσταται στο να προστατεύει κανείς τον εαυτό του από το 99,99% της παρεχόμενης πληροφορίας που του είναι άχρηστη (και φυσικά, να αξιοποιεί στο έπακρο το υπόλοιπο 0,01%).[8] Η υπέρμετρη αύξηση της ποσότητας των πληροφοριών καθιστά ως γενικευμένη επιδίωξη των ανθρώπων το πώς θα αναδείξουν το φιλτράρισμα της πληροφορίας σε βασική τους προτεραιότητα. Ανακύπτει επομένως η επιτακτική ανάγκη για ένα μηχανισμό διαλογής. Για την επιλογή κριτηρίων με βάση τα οποία θα μπορεί ο καθένας να διακρίνει και να αξιολογεί τις πληροφορίες που λαμβάνει. Στο πρόσφατο παρελθόν, την εποχή της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού, η λύση στο παραπάνω πρόβλημα ήταν είτε μια άρτια παιδεία, είτε μια καλά εδραιωμένη ταυτότητα, είτε ξεκάθαρα ενδιαφέροντα. Σήμερα, εκείνο που συμβαίνει είναι, ότι όλο και μεγαλύτεροι αριθμοί ανθρώπων ζουν σ’ έναν κόσμο όπου παντού γύρω τους κυκλοφορούν θραύσματα πληροφορίας δίχως κατεύθυνση, συνοχή και πάνω από όλα χωρίς ένταξη στο απαραίτητο εννοιολογικό πλαίσιο που θα επιτρέψει τη δημιουργία γνώσης. Στην κατάσταση αυτή μπορούν να βοηθήσουν μόνον οι συνειδητοί ή ασυνείδητοι, ανθρωπολογικά καθορισμένοι μηχανισμοί, τους οποίους επιστρατεύει η νόηση προκειμένου να απλοποιήσει, έστω και αυθαίρετα, μια πολυσύνθετη κατάσταση και να καταστήσει έτσι δυνατό τον πρακτικό προσανατολισμό των ανθρώπων.
Είναι γνωστόν ότι η βασική προϋπόθεση κάθε σωστής συλλογιστικής είναι η γνώση του πραγματικού χαρακτήρα του αντικειμένου των συλλογισμών. Η μη έμφυτη επιθυμία για το «άριστο» είναι κατ’ ανάγκη επίκτητη και βασισμένη στην κρίση (δόξαν) [9]. Η απουσία αυτής της προϋπόθεσης την εποχή της υπέρμετρης ποσότητας της πληροφορίας προκαλεί μια εκ βάθρων μεταλλαγή της έννοιας της γνώσης.
«Όλη η δουλειά του κομπιουτερά συνίσταται στον πολλαπλασιασμό των δεδομένων, της διασταύρωσης των πληροφοριών, των κριτηρίων προκειμένου να παίρνονται λογικές αποφάσεις. Είναι κάτι που δεν έχει νόημα. Για να μιλήσουμε έξω από τα δόντια, είναι μάλλον αρνητικό﮲ ένα άχρηστο φορτίο για τους νευρώνες. Αυτός ο κόσμος έχει ανάγκη τα πάντα, εκτός από επιπλέον πληροφορίες»[10].
Ο αριθμός των αναλφάβητων μπορεί να έχει μειωθεί, αλλά ο αριθμός των λειτουργικών αναλφάβητων και των ημιμαθών αυξάνονται ταχύτητα σε όλο τον δυτικό κόσμο. Ή για να το πούμε διαφορετικά: η εποχή μας παράγει έξυπνα μηχανήματα και έξυπνες λύσεις αλλά ευήθεις ανθρώπους!!!
5.
Το 1979, ο Κρίστοφερ Λας, ένα από τα οξύτερα πνεύματα του καιρού μας, περιγράφει ως εξής την παρακμή του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος:
«Η μαζική εκπαίδευση υποσχόμενη να εκδημοκρατίσει την κουλτούρα που παλαιότερα επιχωρίαζε στις προνομιούχες τάξεις, κατέληξε να αποβλακώνει τους ίδιους τους προνομιούχους. Η σύγχρονη κοινωνία, αν και κατάφερε να δημιουργήσει ένα χωρίς προηγούμενο επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης, παρήγαγε ταυτόχρονα νέες μορφές αμάθειας. Ολοένα και πιο δύσκολα οι άνθρωποι χειρίζονται τη γλώσσα τους με άνεση και ακρίβεια, ολοένα και πιο δύσκολα είναι σε θέση να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη».[11]
Αν συνυπολογίσουμε στα παραπάνω την επίδραση, στην ήδη προβληματική διαδικασία της μαζικής εκπαίδευσης, της χρήσης του ηλεκτρονικού υπολογιστή ως βασικού εργαλείου μάθησης (όπως σύσσωμη η καρτελοποιημένη πολιτική ελίτ της χώρας μας υποστηρίζει), είναι εύκολο να αντιληφθούμε το ότι οδηγούμεθα στην παραγωγή της κοινωνίας του απαλφαβητισμού.
Τούτο για τους εξής απλούς λόγους. Η υφή της πληροφορικής είναι στενά υπολογιστική και συνδυαστική. Υπόκειται σε μια τεχνική λογική, κατά το πρότυπο του δυαδικού κώδικα μηδέν/ ένα του ηλεκτρονικού υπολογιστή. «Είναι συνεπώς από τη φύση της αντιπαραγωγική, αδυνατώντας να λειτουργήσει διερωτητικά ή πολύ περισσότερο αναστοχαστικά. Δεν επιλύει γνήσια διανοητικά προβλήματα, ούτε καν ασχολείται με όσα θα ονομάζαμε προβλήματα, στο πλαίσιο μιας επιστημονικής ή διανοητικής παράδοσης… Δεν ανοίγει ένα παράθυρο προς την εξήγηση του κόσμου ή την ερμηνεία των συνιστωσών του…»[12]. Η λογική του υπολογιστή επιλύει μόνο γρίφους, με τυποποιημένες συνδυαστικές δυνατότητες και απόλυτο απαντητικό καταναγκασμό, προσδιορισμένο από το δίπολο ναι/όχι. Η τεχνική λογική, ως υπόστρωμα των προγραμμάτων εκπαίδευσης, παράγει το φαινόμενο του απαλφαβητισμού, αποψιλώνοντας τη σκέψη και το στοχασμό από το πρωτογενές υλικό του σκέπτεσθαι. Η μονομερής εξοικείωση με το ηλεκτρονικό λεξιλόγιο ισοδυναμεί με την απώλεια κάθε αίσθησης στοχασμού.
«Όποιος αρχίζει από παιδί να συλλογίζεται αποκλειστικά όπως επιβάλλει η μαθηματική και συναρτησιολογική δομή του υπολογιστή, μολονότι θα λειτουργεί πάντα στο πλαίσιο ενός κοσμοθεωρητικού σχήματος, είναι εξόχως πιθανό ότι ουδέποτε θα διαλογισθεί περί το ουσιώδες, τουτέστιν περί τους υπαρξιακούς όρους βίωσης του κόσμου, τη φιλία και την έχθρα, την εμπράγματη δυνατότητα μιας εναλλακτικής διάταξης του κόσμου με άλλες παραμέτρους, κατηγορίες και ιεραρχίες και ότι, εντέλει, θα καθηλωθεί σε μια ιδιότυπη μορφή επαναληπτικότητας»[13].
6.
Από την άποψη της συγκρότησης όμως των κοινωνιών του μέλλοντος, δύσκολα κανείς μπορεί να διαφωνήσει για το που οδηγούνται τα πράγματα. Ολοταχώς οι κοινωνίες της πληροφορίας οδηγούνται να μετατραπούν σε αντίστοιχες κοινωνίες ελέγχου.[14] Η εξουσία, ίδιον της οποίας αποτελούν οι συμπεριφορές κοινωνικής ένταξης και αποκλεισμού, ασκείται μέσω μηχανισμών διάχυτων στο κοινωνικό σώμα με άμεση επίδραση στη ψυχοσωματική υφή των υποκειμένων και σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη κατάσταση όπου υπήρχαν συγκεκριμένοι εξωτερικοί μηχανισμοί επέμβασης και διαμόρφωσης της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Συγκεκριμένα, μέσω των επικοινωνιακών συστημάτων και των πληροφοριακών δικτύων, οργανώνει τους τρόπους του σκέπτεσθαι των ανθρώπων, ενώ μέσω επιτηρουμένων δραστηριοτήτων, κυρίως κρατικής προέλευσης, ωθεί προς καταστάσεις αυτόβουλης αποξένωσης από την επιθυμία για δημιουργικότητα.
Η ρύθμιση του κοινωνικού βίου γίνεται ουσιαστικά εκ των έσω, από τη στιγμή που η εξουσία μπορεί να επιβάλλει έναν έλεγχο πολυποίκιλο και αρθρωμένο στην παρακολούθηση, στην ερμηνεία, στην απορρόφηση και στην αναδιάρθρωση του βίου. Τα σύγχρονα πληροφορικά και επικοινωνιακά δίκτυα επιτρέπουν στην εξουσία να επιτύχει την αποτελεσματική διοίκηση ολόκληρου του φάσματος του βίου του πληθυσμού, μόνο όταν καθίσταται μια αναπόσπαστη ζωτική λειτουργία, την οποία κάθε άτομο ενστερνίζεται και επανενεργοποιεί εκουσίως.
Ο «θαυμαστός καινούργιος κόσμος» αλλάζει τον καθημερινό βίο των ανθρώπων και διαμορφώνει τις συμπεριφορές του με τρόπο πολιτικό. Επομένως και ο στοχασμός για αυτόν δεν μπορεί να είναι παρακολουθητικός της τεχνολογικής προόδου, αλλά πρωτίστως πολιτικός.
7.
Από τη μεριά της εργασίας, εύκολα παρατηρήσιμο είναι το γεγονός ότι οι πληροφοριακές τεχνολογίες χρησιμοποιούνται για να αποδυναμώσουν τις δομικές αντιστάσεις της εργατικής δύναμης, αναφορικά ως προς το μισθό, όσο και προς τις πολιτισμικές και γεωγραφικές διαφορές. Με τον τρόπο αυτό, η κεφαλαιακή σχέση έχει μπορέσει να επιβάλει τόσο τη χρονική ευελιξία, όσο και τη χωρική κινητικότητα. Η διαδικασία αποδυνάμωσης των αντιστάσεων της εργατικής δύναμης έχει καταστεί τελείως πολιτική διαδικασία, προσανατολισμένη στη μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους.
Η ρύθμιση του εργάσιμου χρόνου έχει κυριολεκτικά καταλυθεί. Η εργάσιμη ημέρα συχνά διαρκεί δώδεκα, δεκατέσσερις, δεκαέξι ώρες χωρίς να υπάρχουν Σαββατοκύριακα ή διακοπές, υπάρχει εξίσου δουλειά για άντρες, γυναίκες και παιδιά, όπως και για τους ηλικιωμένους και τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Όσο ελάχιστη και μηδαμινή είναι η ρύθμιση του καθεστώτος που διέπει την εργασία, τόσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά εργασίας. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία δημιουργούνται οι νέες διαφοροποιήσεις – διακρίσεις της εργασίας καθώς και οι νέοι κατακερματισμοί της εργατικής τάξης ως συλλογικού υποκειμένου.
Τα διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας δεν είναι τίποτε διαφορετικό από περισσότερη εργασία για μικρότερο μισθό. Το κεφάλαιο ρέει προς τα εκεί όπου η τιμή της εργατικής δύναμης είναι η ελάχιστη δυνατή και όπου η δύναμη της διοίκησης για εξασφάλιση της εκμετάλλευσης είναι η μέγιστη. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι υπάρχει μια τάση «επιστροφής» σε δουλικές συνθήκες εργασίες εντός της ελεύθερης αγοράς, χωρίς δηλαδή τις προνεωτερικές δουλοκτητικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.
Οι χώρες που εξακολουθούν να διατηρούν τον άτεγκτο χαρακτήρα της εργασίας, δίχως πλήρη ευελιξία και κινητικότητα, τιμωρούνται υποφέροντας από ανεργία, υποτιμήσεις και καταστροφές. Οι χρηματαγορές εμφανίζουν καθοδική τάση όταν μειώνεται το ποσοστό της ανεργίας. Το ίδιο συμβαίνει όταν η κοινωνική πολιτική μιας χώρας δεν συμμορφώνεται πλήρως με το όραμα της ευελιξίας και της κινητικότητας. Ο φόβος της ανεργίας είναι η βασική δύναμη που δημιουργεί τις νέες διαφοροποιήσεις στον χώρο της εργασίας.
Η μαζική εισαγωγή στην εκπαίδευση της εκμάθησης στην χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, μέσω του απαλφαβητισμού που προκαλεί, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο παρά την πλέον πρόσφατη μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου προτάγματος.
8.
Βρισκόμαστε, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, σε μια ιστορική καμπή για την ανθρωπότητα. Οι παγκόσμιες εξελίξεις κινούνται στον αστερισμό της περιδίνησης και της έντονης αβεβαιότητας. Όλο και περισσότερο φαίνεται ότι η πραγματικότητα πλησιάζει προς τις κοινωνίες ελέγχου και κυριαρχίας, όπως αυτές περιγράφονται στα γνωστά βιβλία Ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Άλντους Χάλξεϋ και το 1984 του Τζώρτζ Όργουελ.
Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή που διαρκώς μας θέτει το δίλημμα να διαλέξουμε μεταξύ της υπάρχουσας κατάστασης και κάτι χειρότερου. Άλλες εναλλακτικές προτάσεις δεν φαίνεται να υπάρχουν. Διαμορφώνουμε τη ζωή μας μέσα σε στενά πλαίσια, έχοντας ελάχιστη προσδοκία ότι το μέλλον θα διαφέρει από το παρόν. Έχει εξαφανισθεί ακόμη και η αίσθηση ότι το μέλλον θα μπορούσε να υπερβεί το παρόν. Η ιδέα ότι η μελλοντική σύσταση της ζωής, της εργασίας, της καθημερινότητας θα μπορούσε να μοιάζει ελάχιστα με εκείνη που είναι τώρα γνωστή σε μας, συνεχώς φθίνει.
Ο περιορισμός του στοχασμού βαδίζει παράλληλα με την αποσάθρωση του ουτοπικού οράματος. Όνειρα και φαντασία σε μια κατάσταση σκλαβιάς, σημαίνει να προδίδουμε κάθε έννοια απόλυτης δικαιοσύνης μέσα μας. Μόνο η φαντασία προσφέρει κάποια νύξη αυτού που μπορεί να υπάρξει, σημειώνει ο Αντρέ Μπρετόν. «Η φαντασία ως ικανότητα του θέτειν νέες μορφές… όπως διείδαν ορισμένοι φιλόσοφοι (ο Αριστοτέλης, ο Καντ, ο Φίχτε), η φαντασία είναι αυτό που μας επιτρέπει να δημιουργούμε για λογαριασμό μας ένα κόσμο, δηλαδή να παρουσιάζουμε στους εαυτούς μας κάτι για το οποίο, χωρίς τη φαντασία, δεν θα ξέραμε τίποτε, δεν θα μπορούσαμε να πούμε τίποτε»[15].
Σε μια εποχή πολιτικής παραίτησης και κόπωσης, το πραγματικό ουτοπικό πνεύμα παραμένει περισσότερο αναγκαίο από ποτέ. Η προσπάθεια να οραματιστούμε άλλες δυνατότητες ζωής και κοινωνίας παραμένει επείγουσα και συνιστά την απαραίτητη προϋπόθεση για να κάνουμε κάτι. Αυτό το κάτι δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σε μια επαναστατική θεωρητική καινοτομία, δηλαδή την εφευρετικότητα, η οποία πηγάζει από την ελευθερία της παραδοξότητας μιας και το παράδοξο είναι ασυμβίβαστο με οποιαδήποτε λογισμική δόμηση, καθ’ όσον αναβλύζει από την «καθεστωτική αναρχία» του φαντασιακού[16].
Μπορούμε;
Η Ιστορία ξεγελάει ακόμη και τους πιο ευφυείς μελετητές της. Κανένας δεν προέβλεψε τον ακαριαίο θάνατο του σοβιετικού συστήματος (1989). Ποιος μπορεί να πει αν το μέλλον επιφυλάσσει και άλλες παρόμοιες εκπλήξεις;
ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ