Γιατί η Ινδία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Κίνα. Τα εμπόδια στην επόμενη άνθηση του Νέου Δελχί.

 Οι ξένες εταιρίες εξακολουθούν να μην έχουν την εμπιστοσύνη ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές την εποχή που επενδύουν δεν θα αλλάξουν αργότερα, με τρόπους που θα καταστήσουν τις επενδύσεις τους ασύμφορες. Και ακόμη και αν το πλαίσιο της πολιτικής παραμένει ελκυστικό στα χαρτιά, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να είναι σίγουρες ότι οι κανόνες θα επιβληθούν αμερόληπτα και όχι υπέρ των «εθνικών πρωταθλητών».

Τηλεοπτική μετάδοση της υπουργού Οικονομικών της Ινδίας, Nirmala Sitharaman, στο Χρηματιστήριο της Βομβάης, στην Ινδία, τον Φεβρουάριο του 2020. Francis Mascarenhas / Reuters
 

 
  Γιατί η Ινδία δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Κίνα.
Τα εμπόδια στην επόμενη άνθηση του Νέου Δελχί.


 Με την ιδιότητα της Κίνας ως το «εργαστήριο του κόσμου» να αμαυρώνεται από αυξανόμενους πολιτικούς κινδύνους, επιβράδυνση της ανάπτυξης, και ολοένα και πιο αβάσιμες πολιτικές «μηδενικής COVID», καμία χώρα δεν φαίνεται πιο έτοιμη να επωφεληθεί από την Ινδία. Τον Μάιο, ο Economist δημοσίευσε ένα εξώφυλλο για την Ινδία, στο οποίο αναρωτιόταν αν αυτή ήταν η στιγμή της χώρας -και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ναι, μάλλον ήταν. Πιο πρόσφατα, ο οικονομολόγος του Στάνφορντ και βραβευμένος με Νόμπελ, Michael Spence, δήλωσε ότι «η Ινδία είναι η χώρα με την πιο παραγωγική επίδοση τώρα», σημειώνοντας ότι η χώρα «παραμένει ο πλέον προτιμώμενος επενδυτικός προορισμός». Και τον Νοέμβριο, ο Chetan Ahya, επικεφαλής οικονομολόγος της Morgan Stanley για την Ασία, προέβλεψε ότι η ινδική οικονομία θα αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο της παγκόσμιας ανάπτυξης κατά την επόμενη δεκαετία.

Χωρίς αμφιβολία, η Ινδία θα μπορούσε να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας ιστορικής άνθησης -αν καταφέρει να αυξήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις, μεταξύ άλλων προσελκύοντας μεγάλο αριθμό παγκόσμιων επιχειρήσεων από την Κίνα [1]. Θα είναι ικανό όμως το Νέο Δελχί να εκμεταλλευτεί αυτήν την ευκαιρία; Η απάντηση δεν είναι προφανής. Πίσω στο 2021, παρείχαμε μια απογοητευτική εκτίμηση των προοπτικών της Ινδίας στο Foreign Affairs. Επισημάναμε ότι οι δημοφιλείς υποθέσεις σχετικά με μια ακμάζουσα οικονομία ήταν ανακριβείς. Στην πραγματικότητα, η οικονομική άνοδος της χώρας είχε σκοντάψει μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και είχε σταματήσει εντελώς μετά το 2018. Και υποστηρίξαμε ότι ο λόγος αυτής της επιβράδυνσης βρισκόταν βαθιά στο οικονομικό πλαίσιο της Ινδίας: την έμφαση που δίνει στην αυτοδυναμία και τα σφάλματα στην διαδικασία χάραξης πολιτικής -«σφάλματα λογισμικού», όπως τα ονομάσαμε.

Έναν χρόνο αργότερα, παρά τον ενθουσιώδη Τύπο, το οικονομικό περιβάλλον της Ινδίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητο. Ως αποτέλεσμα, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι χρειάζονται ριζικές αλλαγές πολιτικής προτού η Ινδία μπορέσει να αναζωογονήσει τις εγχώριες επενδύσεις, πόσω μάλλον να πείσει μεγάλο αριθμό παγκόσμιων επιχειρήσεων να μεταφέρουν την παραγωγή τους εκεί. Ένα σημαντικό μάθημα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι ότι δεν υπάρχει κάτι το αναπόφευκτο, δεν υπάρχει ευθεία γραμμή αιτιότητας, από την παρακμή της Κίνας στην άνοδο της Ινδίας.

Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ;

Κατά κάποιο τρόπο, η Ινδία [2] μοιάζει με την γη της Επαγγελίας για τις παγκόσμιες εταιρείες. Διαθέτει διαρθρωτικά πλεονεκτήματα, οι δυνητικοί ανταγωνιστές της έχουν σοβαρά μειονεκτήματα, και η κυβέρνηση προσφέρει μεγάλα επενδυτικά κίνητρα.

Ξεκινήστε με τα διαρθρωτικά πλεονεκτήματα. Διοικώντας μια περιοχή εννέα φορές μεγαλύτερη από την Γερμανία και έναν πληθυσμό που σύντομα θα ξεπεράσει εκείνον της Κίνας ως τον μεγαλύτερο στον κόσμο, η Ινδία είναι μια από τις λίγες χώρες που είναι αρκετά μεγάλη για να στεγάσει πολλές βιομηχανίες μεγάλης κλίμακας, παράγοντας αρχικά για τις παγκόσμιες αγορές και τελικά για την αναπτυσσόμενη εγχώρια αγορά. Επιπλέον, είναι μια εδραιωμένη δημοκρατία με μακρά νομική παράδοση και ένα ιδιαίτερα νέο, ταλαντούχο, και αγγλόφωνο εργατικό δυναμικό. Και η Ινδία έχει επίσης κάποια σημαντικά επιτεύγματα στο ενεργητικό της: η φυσική της υποδομή έχει βελτιωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, ενώ η ψηφιακή της υποδομή -ιδιαίτερα το σύστημα χρηματοοικονομικών πληρωμών- έχει από κάποιες πλευρές ξεπεράσει εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών [3].

Πέραν αυτών των πλεονεκτημάτων, υπάρχει το θέμα των εναλλακτικών [επιλογών]. Εάν οι διεθνείς επιχειρήσεις δεν πάνε στην Ινδία, πού αλλού θα μπορούσαν να πάνε; Πριν από μερικά χρόνια, άλλες χώρες της Νότιας Ασίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ελκυστικές υποψήφιες. Αλλά αυτό έχει αλλάξει. Κατά την διάρκεια του τελευταίου χρόνου, η Σρι Λάνκα βίωσε μια ιστορική κοινωνική, πολιτική, και οικονομική κρίση. Το Πακιστάν μαστίζεται από ένα περιβαλλοντικό σοκ που έχει επιδεινώσει την πολυετή μακροοικονομική του ευπάθεια και την πολιτική του αστάθεια. Ακόμη και το Μπαγκλαντές, επί μακρόν αγαπημένος προορισμός της ανάπτυξης, αναγκάστηκε να δανειστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία [4] προκάλεσε την εκτόξευση των τιμών των εμπορευμάτων, εξαντλώντας τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. Εν μέσω αυτής της «πολυκρίσης» της Νότιας Ασίας, όπως την έχει αποκαλέσει ο οικονομικός ιστορικός, Adam Tooze, η Ινδία ξεχωρίζει ως καταφύγιο σταθερότητας.

Ακόμη πιο σημαντική είναι η σύγκριση με την Κίνα, τον πιο προφανή οικονομικό ανταγωνιστή της Ινδίας. Κατά το τελευταίο έτος, το καθεστώς του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, έχει πληγεί από πολλαπλές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της αργής οικονομικής ανάπτυξης και της επικείμενης δημογραφικής παρακμής. Οι δρακόντειες καραντίνες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος λόγω της COVID-19 [5] και η επίθεση στον ιδιωτικό τομέα έχουν επιδεινώσει τα πράγματα. Τις τελευταίες εβδομάδες, το Πεκίνο έχει έρθει αντιμέτωπο με έναν όλο και πιο ανήσυχο πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των πιο εκτεταμένων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων [6] που έχει δει η χώρα εδώ και δεκαετίες. Η στροφή της χώρας προς τον αυταρχισμό στο εσωτερικό και την επιθετικότητα στο εξωτερικό -και η ακατάλληλη διακυβέρνηση που έχει αφαιρέσει την λάμψη από το θρυλικό «μοντέλο της Κίνας»- έχουν κάνει την δημοκρατική Ινδία να φαίνεται ακόμη πιο ελκυστική.

Τέλος, η Ινδία έχει λάβει μέτρα που, στα χαρτιά, θα πρέπει να κάνουν πιο θελκτικές τις συμφωνίες για τις διεθνείς επιχειρήσεις. Στις αρχές του 2021, η κυβέρνηση εισήγαγε το σχήμα Συνδεδεμένων με την Παραγωγή Κινήτρων (Production-Linked Incentives) για την παροχή οικονομικών κινήτρων τόσο σε ξένες όσο και σε εγχώριες βιομηχανίες που «Κατασκευάζουν στην Ινδία». Έκτοτε, η πρωτοβουλία PLI -η οποία προσφέρει σημαντικές επιδοτήσεις σε μεταποιητές σε προηγμένους τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, τα ηλεκτρονικά, και οι ιατρικές συσκευές- είχε μερικές αξιοσημείωτες επιτυχίες. Τον Σεπτέμβριο του 2022, για παράδειγμα, η Apple ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να παράγει μεταξύ 5% και 10% των νέων μοντέλων iPhone 14 στην Ινδία˙ και τον Νοέμβριο, η Foxconn δήλωσε ότι σχεδιάζει να κατασκευάσει στην χώρα ένα εργοστάσιο ημιαγωγών αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε συνεργασία με έναν εγχώριο εταίρο.

ΡΗΤΟΡΙΚΗ VS. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Αν η Ινδία είναι πράγματι η γη της Επαγγελίας, ωστόσο, τα παραδείγματα αυτά θα έπρεπε να συμπληρωθούν από πολλά άλλα. Οι διεθνείς επιχειρήσεις θα έπρεπε να κάνουν ουρά για να μεταφέρουν την παραγωγή τους στην υποήπειρο, ενώ οι εγχώριες επιχειρήσεις να αυξάνουν τις επενδύσεις τους για να επωφεληθούν από την άνθηση. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι κάτι από τα δύο αυτά συμβαίνει. Σύμφωνα με πολλές μετρήσεις, η οικονομία εξακολουθεί να αγωνίζεται να ανακτήσει το έδαφος που είχε πριν από την πανδημία.

Πάρτε το ΑΕΠ της Ινδίας. Είναι αλήθεια -όπως δεν παύουν να επισημαίνουν οι ενθουσιώδεις σχολιαστές- ότι η ανάπτυξη τα τελευταία δύο χρόνια ήταν εξαιρετικά ταχεία, υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη χώρα. Αλλά αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό μια στατιστική ψευδαίσθηση. Παραλείπεται ότι κατά το πρώτο έτος της πανδημίας, η Ινδία υπέστη την χειρότερη συρρίκνωση της παραγωγής από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη αναπτυσσόμενη χώρα. Σε σχέση με το 2019, το ΑΕΠ σήμερα είναι μόλις 7,6% μεγαλύτερο, σε σύγκριση με 13,1% στην Κίνα και 4,6% στις αργά αναπτυσσόμενες Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της Ινδίας τα τελευταία τρία χρόνια ήταν μόλις 2,5%, πολύ μικρότερος από τον ετήσιο ρυθμό 7% που η χώρα θεωρεί ότι αποτελεί το αναπτυξιακό δυναμικό της. Οι επιδόσεις του βιομηχανικού τομέα ήταν ακόμη πιο αδύναμες.

Και οι δείκτες που προβάλλουν τη μελλοντική ανάπτυξη είναι ελάχιστα πιο ενθαρρυντικοί. Οι ανακοινώσεις νέων έργων (όπως μετρήθηκαν από το Κέντρο Παρακολούθησης της Ινδικής Οικονομίας) έχουν μειωθεί και πάλι μετά από μια σύντομη ανάκαμψη μετά την πανδημία, παραμένοντας πολύ πιο κάτω από τα επίπεδα που επιτεύχθηκαν κατά την διάρκεια της άνθησης στις αρχές αυτού του αιώνα. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι ξένες επιχειρήσεις μεταφέρουν την παραγωγή τους στην Ινδία. Παρ' όλη την συζήτηση για την Ινδία ως τον επενδυτικό προορισμό επιλογής, οι συνολικές άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν στάσιμες την τελευταία δεκαετία, παραμένοντας γύρω στο 2% του ΑΕΠ. Για κάθε επιχείρηση που ενστερνίστηκε την ευκαιρία της Ινδίας, πολλές άλλες είχαν ανεπιτυχείς εμπειρίες στην Ινδία, συμπεριλαμβανομένων της Google, της Walmart, της Vodafone, και της General Motors. Ακόμα και η Amazon δυσκολεύτηκε, ανακοινώνοντας στα τέλη Νοεμβρίου ότι κλείνει τρεις από τις ινδικές επιχειρήσεις της, σε τομείς τόσο διαφορετικούς όπως η παράδοση τροφίμων, η εκπαίδευση, και το ηλεκτρονικό εμπόριο χονδρικής.

Γιατί οι παγκόσμιες επιχειρήσεις διστάζουν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από την Κίνα στην Ινδία; Για τον ίδιο λόγο που οι εγχώριες επιχειρήσεις διστάζουν να επενδύσουν: επειδή το ρίσκο παραμένει πολύ υψηλό.

ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΣΤΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Από τους πολλούς κινδύνους για τις επενδύσεις στην Ινδία, δύο είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Πρώτον, οι εταιρίες εξακολουθούν να μην έχουν την εμπιστοσύνη ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές την εποχή που επενδύουν δεν θα αλλάξουν αργότερα, με τρόπους που θα καταστήσουν τις επενδύσεις τους ασύμφορες. Και ακόμη και αν το πλαίσιο της πολιτικής παραμένει ελκυστικό στα χαρτιά, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να είναι σίγουρες ότι οι κανόνες θα επιβληθούν αμερόληπτα και όχι υπέρ των «εθνικών πρωταθλητών» -των γιγάντιων ινδικών ομίλων που έχει ευνοήσει η κυβέρνηση.

Τα προβλήματα αυτά έχουν ήδη σοβαρές συνέπειες. Οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών είδαν τα κέρδη τους να καταστρέφονται από μεταβαλλόμενες πολιτικές. Οι πάροχοι ενέργειας δυσκολεύτηκαν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις του κόστους στους καταναλωτές και να εισπράξουν τα υποσχόμενα έσοδα από τα Κρατικά Συμβούλια Ηλεκτρισμού. Οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου ανακάλυψαν ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις σχετικά με τις επιτρεπόμενες πρακτικές μπορούν να αντιστραφούν αφότου [οι εταιρείες] έχουν πραγματοποιήσει μεγάλες επενδύσεις σύμφωνα με τους αρχικούς κανόνες.

Την ίδια στιγμή, οι εθνικοί πρωταθλητές έχουν ευημερήσει δυναμικά. Από τον Αύγουστο του 2022, σχεδόν το 80% της ετήσιας αύξησης των 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην χρηματιστηριακή αγορά της Ινδίας αντιστοιχούσε σε έναν μόνο όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, τον Όμιλο Adani, του οποίου ο ιδρυτής έγινε ξαφνικά ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. Με άλλα λόγια, ο αγωνιστικός χώρος έχει κλίση.

Ούτε οι ξένες εταιρείες μπορούν να μειώσουν τα ρίσκα τους συνεργαζόμενες με μεγάλες εγχώριες εταιρείες. Η συναλλαγή με εθνικούς πρωταθλητές είναι επικίνδυνη, καθώς οι όμιλοι αυτοί επιδιώκουν οι ίδιοι να κυριαρχήσουν στους ίδιους επικερδείς τομείς, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο. Και άλλες εγχώριες εταιρείες δεν επιθυμούν να μπουν σε τομείς που κυριαρχούνται από ομίλους που έχουν λάβει εκτεταμένες ρυθμιστικές χάρες από την κυβέρνηση.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ

Εκτός από τους αυξημένους κινδύνους, υπάρχουν αρκετοί άλλοι λόγοι για τους οποίους οι διεθνείς επιχειρήσεις είναι πιθανό να παραμείνουν επιφυλακτικές απέναντι στην Ινδία. Ένα από τα βασικά στοιχεία του συστήματος PLI, για παράδειγμα, είναι η αύξηση των δασμών στα εξαρτήματα που κατασκευάζονται στο εξωτερικό. Η ιδέα είναι να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να μετεγκατασταθούν στην Ινδία για να αγοράζουν εξαρτήματα στην εγχώρια αγορά, αλλά η προσέγγιση αυτή εμποδίζει σημαντικά τις περισσότερες παγκόσμιες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι τα προηγμένα προϊόντα σε πολλούς τομείς αποτελούνται συνήθως από εκατοντάδες ή και χιλιάδες εξαρτήματα που προέρχονται από τους πιο ανταγωνιστικούς παραγωγούς παγκοσμίως. Επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς σε αυτά τα εξαρτήματα, το Νέο Δελχί έχει παράσχει ένα ισχυρό αντικίνητρο για τις επιχειρήσεις που σκέφτονται να επενδύσουν στην χώρα.

Για εταιρείες όπως η Apple που σχεδιάζουν να πωλούν τα προϊόντα τους στην Ινδία, οι υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί μπορεί να είναι λιγότερο σημαντικό ζήτημα. Αλλά αυτές οι εταιρείες είναι λίγες και σπάνιες, καθώς η αγορά των καταναλωτών της μεσαίας τάξης της Ινδίας παραμένει εκπληκτικά μικρή -όχι περισσότερα από 500 δισεκατομμύρια δολάρια σε σύγκριση με μια παγκόσμια αγορά περίπου 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με μια μελέτη του Shoumitro Chatterjee και ενός από εμάς (Subramanian). Μόνο το 15% του πληθυσμού μπορεί να θεωρηθεί μεσαία τάξη σύμφωνα με τους διεθνείς ορισμούς, ενώ οι πλούσιοι που αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ τείνουν να αποταμιεύουν μεγάλο μέρος των κερδών τους. Και οι δύο παράγοντες μειώνουν την κατανάλωση της μεσαίας τάξης. Για τις περισσότερες επιχειρήσεις, οι κίνδυνοι της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ινδία υπερτερούν των πιθανών οφελών.

Το Νέο Δελχί, αναγνωρίζοντας την αυξανόμενη ένταση μεταξύ των προστατευτικών πολιτικών του και του στόχου του να ενισχύσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ινδίας, διαπραγματεύτηκε πρόσφατα συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με την Αυστραλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αλλά αυτές οι πρωτοβουλίες -με οικονομίες που είναι μικρότερες και λιγότερο δυναμικές- ωχριούν μπροστά σε εκείνες των ανταγωνιστών της Ινδίας στην Ασία. Το Βιετνάμ, για παράδειγμα, έχει υπογράψει δέκα συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου από το 2010, μεταξύ άλλων με την Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και με τους περιφερειακούς εταίρους του στην Ένωση Εθνών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN).

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ


Σε οποιαδήποτε χώρα, μια γνωστή προϋπόθεση για την οικονομική απογείωση είναι η ύπαρξη βασικών μακροοικονομικών δεικτών σε εύλογη ισορροπία: τα δημοσιονομικά ελλείμματα και [τα ελλείμματα] επί του εξωτερικού εμπορίου πρέπει να είναι χαμηλά, όπως και ο πληθωρισμός. Αλλά στην Ινδία σήμερα, οι δείκτες αυτοί είναι εκτός ισορροπίας. Από πολύ πριν από την έναρξη της πανδημίας, ο πληθωρισμός βρισκόταν πάνω από το νομικά καθορισμένο στην κεντρική τράπεζα ανώτατο όριο του 6%. Εν τω μεταξύ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ινδίας έχει διπλασιαστεί σε περίπου 4% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2022, καθώς πασχίζει να αυξήσει τις εξαγωγές της ενώ οι εισαγωγές της συνεχίζουν να αυξάνονται.

Φυσικά, πολλές χώρες έχουν μακροοικονομικά προβλήματα, αλλά ο μέσος όρος των τριών αυτών δεικτών στην Ινδία είναι χειρότερος από όσο σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της Ινδίας, περίπου στο 10% του ΑΕΠ, είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, με τις πληρωμές τόκων μόνο να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20% του προϋπολογισμού. (Συγκριτικά, οι πληρωμές χρέους αντιπροσωπεύουν μόλις το 8% του προϋπολογισμού των ΗΠΑ). Την κατάσταση επιδεινώνει η δυσχερής θέση των κρατικών εταιρειών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της Ινδίας, οι ζημιές των οποίων ανέρχονται πλέον σε περίπου 1,5% του ΑΕΠ, πέραν των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Ένα τελευταίο εμπόδιο στην ανάπτυξη είναι μια βαθιά διαρθρωτική αλλαγή που έχει υπονομεύσει τον δυναμισμό και την ανταγωνιστικότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ο πολύ μεγάλος άτυπος τομέας της Ινδίας έχει πληγεί ιδιαίτερα σκληρά: πρώτα από την απόσυρση των χαρτονομισμάτων μεγάλης ονομαστικής αξίας το 2016, η οποία επέφερε καταστροφικό πλήγμα στις μικρότερες επιχειρήσεις που διατηρούσαν το κεφάλαιο κίνησής τους σε μετρητά˙ στην συνέχεια από έναν νέο φόρο αγαθών και υπηρεσιών το επόμενο έτος˙ και τέλος από την πανδημία COVID-19 [7]. Ως αποτέλεσμα, η απασχόληση εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης έχει μειωθεί σημαντικά, και οι πραγματικοί αγροτικοί μισθοί έχουν πράγματι πέσει, αναγκάζοντας τον φτωχό και χαμηλού εισοδήματος πληθυσμό της Ινδίας να περιορίσει την κατανάλωσή του.

Αυτές οι ευαλωτότητες της αγοράς εργασίας αποτελούν μια προειδοποιητική υπενθύμιση ότι ο περιβόητος ψηφιακός τομέας της χώρας -η υπόσχεση του οποίου φαίνεται σχεδόν απεριόριστη- απασχολεί εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης που αποτελούν ένα μικρό κλάσμα του εργατικού δυναμικού. Ως εκ τούτου, η άνοδος της Ινδίας ως ψηφιακή ατμομηχανή, ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένη είναι, φαίνεται απίθανο να δημιουργήσει επαρκή οφέλη σε ολόκληρη την οικονομία για να επιφέρει τον ευρύτερο διαρθρωτικό μετασχηματισμό που χρειάζεται η χώρα.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ

Με άλλα λόγια, η Ινδία αντιμετωπίζει τρία μεγάλα εμπόδια στην προσπάθειά της να γίνει «η επόμενη Κίνα»: το επενδυτικό ρίσκο είναι πολύ μεγάλο, η πολιτική της εσωστρέφειας είναι πολύ ισχυρή, και οι μακροοικονομικές ανισορροπίες είναι πολύ μεγάλες. Αυτά τα εμπόδια πρέπει να αρθούν προτού οι παγκόσμιες επιχειρήσεις θελήσουν να επενδύσουν, καθώς έχουν όντως άλλες εναλλακτικές. Μπορούν να επαναφέρουν τις δραστηριότητές τους στην ASEAN, η οποία χρησίμευσε ως το εργατικό δυναμικό του κόσμου πριν ο ρόλος αυτός μετατοπιστεί στην Κίνα. Μπορούν να τις επαναφέρουν στην πατρίδα τους στις προηγμένες χώρες, που έπαιζαν αυτόν τον ρόλο πριν από τις χώρες της ASEAN. Ή μπορούν να τις διατηρήσουν στην Κίνα, αποδεχόμενες τα εκεί ρίσκα με το σκεπτικό ότι η ινδική εναλλακτική δεν είναι καλύτερη.

Εάν οι ινδικές Αρχές είναι πρόθυμες να αλλάξουν πορεία και να άρουν τα εμπόδια στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, οι ρόδινες εξαγγελίες των ειδικών θα μπορούσαν πράγματι να γίνουν πραγματικότητα. Αν όχι, ωστόσο, η Ινδία θα συνεχίσει να είναι συγκεχυμένη, με τμήματα της οικονομίας να πηγαίνουν καλά, αλλά η χώρα στο σύνολό της να αποτυγχάνει να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της.

Οι Ινδοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ίσως να μπουν στον πειρασμό να πιστέψουν ότι η παρακμή της Κίνας προκαθορίζει την ιλιγγιώδη ανάδυση της Ινδίας. Αλλά, τελικά, το αν η Ινδία θα μετατραπεί ή όχι στην επόμενη Κίνα δεν είναι απλώς ένα ζήτημα παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων ή γεωπολιτικής. Είναι κάτι που θα απαιτήσει μια δραματική αλλαγή πολιτικής από το ίδιο το Νέο Δελχί.

Σύνδεσμοι:
 
Στα αγγλικά:  

https://www.foreignaffairs.com/india/why-india-cant-replace-china
 
Arvind Subramanian και Josh Felman

Ο ARVIND SUBRAMANIAN είναι ανώτερος συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Brown και διετέλεσε επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης της Ινδίας από το 2014 έως το 2018. Ο JOSH FELMAN είναι διευθυντής της JH Consulting και διετέλεσε ανώτερος μόνιμος αντιπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ινδία από το 2006 έως το 2008.

14/12/2022

https://www.foreignaffairs.gr/articles/73945/arvind-subramanian-kai-josh-felman/giati-i-india-den-mporei-na-antikatastisei-tin-kin