Τουρκία – Δύση: ποιος καθορίζει αυτή τη σχέση;


  Τουρκία – Δύση: 
ποιος καθορίζει αυτή τη σχέση;

Η Τουρκία βρίσκεται σε πορεία εκδημοκρατισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνέπεσε το ξεκίνημα αυτής με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, η οποία προφανώς έγινε αμιγώς με τα κριτήρια που επέβαλε η ψυχροπολεμική περίοδος και η ανάγκη ανάσχεσης του σοβιετικού κινδύνου
 
Η Τουρκία βρίσκεται σε πορεία εκδημοκρατισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Συνέπεσε το ξεκίνημα αυτής με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, η οποία προφανώς έγινε αμιγώς με τα κριτήρια που επέβαλε η ψυχροπολεμική περίοδος και η ανάγκη ανάσχεσης του σοβιετικού κινδύνου. Η Τουρκία παραμένει στο μέσον της δημοκρατικής μετάβασης, ενώ τα τελευταία χρόνια –κόντρα στις μεγάλες προσδοκίες που αρχικά δημιούργησε– ο πρόεδρος Ερντογάν έχει οπισθοχωρήσει δραματικά. Ολες οι διεθνείς εκθέσεις άλλωστε μαρτυρούν την απουσία διαχωρισμού των τριών εξουσιών, με την ποδηγέτηση της δικαστικής εξουσίας (όπως συνέβαινε κατά κόρον και στα χρόνια της κυριαρχίας των κοσμικών κεμαλιστών), τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, τη διαρκώς μειούμενη ελευθερία της έκφρασης και εν γένει τη χρήση μεθόδων που παραπέμπουν σε αυταρχοποίηση της διακυβέρνησης. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η απόκλιση της Τουρκίας από τη Δύση ούτε φαινομενική είναι ούτε απόπειρα εκβιασμού της δεύτερης συνιστά. Αποτελεί συνειδητή επιλογή της ηγεσίας της, η οποία έχει σταθμίσει τις παγκόσμιες τάσεις, κρίνει ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή με βάση λόγια του ίδιου του Ερντογάν, συνεπώς οφείλει η Τουρκία να αναζητήσει τη θέση της σε έναν κόσμο που αλλάζει με διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αυτή η διαπίστωση, συνδυαστικά με τον μετασχηματισμό της τουρκικής ταυτότητας και κοινωνίας, δημιούργησαν τη μαγιά για την επικράτηση ενός μοντέλου που αποτελεί κράμα του πολιτικού (νεο-οθωμανικού) Ισλάμ και του κεμαλικού εθνικισμού. Συνέπεια αυτού, πέραν της παραδοσιακής άποψης περί τουρκικού εξαιρετισμού και λόγω των διεθνών και περιφερειακών συνθηκών (υποχώρηση της Δύσης, αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από περιφερειακά μέτωπα και επακόλουθο κενό εξουσίας, αραβικές εξεγέρσεις), η Αγκυρα ανέπτυξε δυναμική ηγεμόνευσης στην ευρύτερη γειτονιά της, θεωρώντας πως έχει μια μοναδική ευκαιρία να επικρατήσει.

Η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν είναι πως η Τουρκία δεν προσπαθεί πλέον να πείσει τη Δύση ότι πρέπει να την υποστηρίξει γιατί έτσι εξυπηρετούνται και τα δυτικά συμφέροντα, αλλά πως η Δύση πρέπει να αποδεχθεί και να ανεχθεί, αν δεν μπορεί να στηρίξει, τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της. Και αυτή την άποψη προσπαθεί να την επιβάλει στους εταίρους της βάσει μιας συναλλακτικής σχέσης, όπου διευρύνει το αποτύπωμά της, παρεμβαίνοντας σε διάφορα μέτωπα, συχνά σε περιφρόνηση της διεθνούς νομιμότητας αλλά και των δυτικών συμφερόντων. Αυτό εκ των πραγμάτων αλλάζει τη φύση και τους συσχετισμούς στη σχέση Τουρκίας – Δύσης και δυσχεραίνει την προσπάθεια της τελευταίας να θέσει ένα πλαίσιο κανόνων αποδεκτό και σεβαστό από την άλλη πλευρά. Συνάμα, αρκετοί στη Δύση κάνουν το λάθος να υποβαθμίζουν τη φυσική εχθρότητα για κάθε τι δυτικό και τη συστηματική απαξίωση του δυτικού προτύπου, στοιχεία που απομακρύνουν έτι περαιτέρω την Αγκυρα από τη Δύση. Αυτή η κατάσταση είναι απότοκο της αντίληψης ότι η Τουρκία μεγαλώνει, δεν στερείται εναλλακτικών, άρα ο δυτικός της προσανατολισμός δεν είναι μονόδρομος.
  • Η φοβία της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δίνει τα περιθώρια στην Αγκυρα να ασκεί πολυδιάστατη πολιτική, στο μοντέλο της Ινδίας.
Ετσι δημιουργούνται συνεχώς εστίες έντασης με τη Δύση, χωρίς απαραιτήτως να αισθάνεται την ανάγκη ο Ερντογάν να τις κλείσει, όχι όμως μόνο για εσωτερική κατανάλωση (σοβαρή, αν και όχι καταλυτική, η απήχηση του αντιδυτικού λόγου στους συμπατριώτες του) ή για διαπραγματευτικούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή αυτές πηγάζουν από την πεποίθησή του ότι η χώρα του αυτονομείται, οπότε δεν καθυποτάσσεται υποχρεωτικώς στις επιταγές της Δύσης. Τουναντίον, οι Δυτικοί πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να αρκεστούν στο ότι η Αγκυρα, έστω και δυστροπώντας, δέχεται τις βασικές σταθερές της Δύσης, όπως το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ωστόσο δεν αισθάνεται δεσμευμένη από αυτές, ενώ τεχνηέντως επιχειρεί την αναδιάταξη των ισορροπιών. Η άποψη ότι με την κλίση της προς την Ανατολή και τη συμπεριφορά της εντός του ΝΑΤΟ (π.χ. η άρνησή της να συνηγορήσει στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας και η ένταση με την Ελλάδα) καταλήγει να υπονομεύει τη συνοχή του, κερδίζει ακροατήριο αλλά δεν είναι ακόμη πλειοψηφική.

Πάντως, πρόκειται περί ψευτοδιλήμματος όταν αναρωτιόμαστε αν για την Ελλάδα και τη Δύση είναι προτιμότερη η παραμονή της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο ή η απομάκρυνσή της. Γιατί με αυτόν τον τρόπο η Αγκυρα καταφέρνει να διεκδικεί συνεχώς ανταλλάγματα και κυρίως απαιτεί πλέον να γίνονται σεβαστές ακραίες θέσεις και μαξιμαλισμοί, στο όνομα της διατήρησής της εντός της Δύσης, χωρίς όμως να έχει σοβαρή εναλλακτική επιλογή. Στην ουσία, το φλέγον ζήτημα, όπως εκφράζεται και από τις αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο σχολές σκέψης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, είναι ποιο μέρος θα καθορίσει τις προϋποθέσεις της σχέσης. Η φοβικότητα της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ βάζει χαμηλά τον πήχυ και δίνει τα περιθώρια στην Τουρκία να αξιώνει να νοείται ως αναντικατάστατος εταίρος της Δύσης, χωρίς τις συνεπαγόμενες συμβατικές υποχρεώσεις και με την ευχέρεια άσκησης πολυδιάστατης πολιτικής στο μοντέλο της Ινδίας, κάτι δηλαδή σαν χώρα του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Η πιο ρεαλιστική και τολμηρή για τα αμερικανικά δεδομένα προσέγγιση του Κογκρέσου προσδιορίζει ένα πλαίσιο συμπεριφοράς που στηρίζεται σε αρχές, αποδεκτές τουλάχιστον από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Η γερμανικής έμπνευσης, ορθή στη θεωρητική της σύλληψη αλλά εν τέλει αποτυχημένη, πολιτική κατευνασμού έναντι της Ρωσίας μέσω της αλληλεξάρτησης (μεταξύ άλλων σε ενέργεια και εμπόριο) πρέπει να διδάξει τη Δύση.

  Κωνσταντίνος Φίλης,

 διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1.

https://www.kathimerini.gr/politics/foreign-policy/562228246/arthro-toy-k-fili-stin-k-toyrkia-dysi-poios-kathorizei-ayti-ti-schesi/

 
18/1/2023  
 

           ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ              




Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ στη στρατηγική της Ελλάδας απέναντι στις ΗΠΑ και για τα F-16 στην Τουρκία.

Για πόσο άραγε ακόμα είναι δυνατόν να αφεθεί η Τουρκία να συνεχίζει το δικό της παιχνίδι ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή; Είναι τυπικά, πλέον, μέλος του ΝΑΤΟ, όμως ο νέος κόσμος που φαίνεται πως θα αναδυθεί μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα κάνει δύσκολη τη ζωή σε επίδοξους «αδέσμευτους». Μπορεί άραγε η Ιστορία να επαναληφθεί ως φάρσα; Όπως η Κύπρος πλήρωσε την προσπάθεια να ισορροπεί διατηρώντας σχέσεις και με τις δυο πλευρές του Ψυχρού Πολέμου, να κληθεί να καταβάλει παρεμφερές τίμημα. Στη δική της περίπτωση η απειλή δεν θα προέλθει ασφαλώς από εισβολή, αλλά από τις εσωτερικές της αντιφάσεις, που εν μέρει τουλάχιστον εξηγούν και την επιθετική διεθνώς συμπεριφορά της, ως απόπειρα συγκάλυψής τους, διά της φυγής προς τα εμπρός…

Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)

Το «δράμα» με την προσπάθεια της Τουρκίας να αποκτήσει την πιο σύγχρονη έκδοση των μαχητικών αεροσκαφών F-16 (Block 70) λαμβάνει νέα τροπή, μετά από την παραπομπή της υπόθεσης από τον Λευκό Οίκο στο Κογκρέσο. Εκεί θα διεξαχθεί μεγάλη μάχη ανάμεσα στην ομογένεια και τους συμμάχους της (κυρίως Αρμένιους και Εβραίους), με βασικό επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να πωλούν προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό στην Τουρκία, τον οποίο και να στρέφει κατά συμμαχικών χωρών.

Ο αντίλογος επικεντρώνεται στο ακατανίκητο, προς το παρόν, αφήγημα περί «τεράστιας γεωστρατηγικής σημασίας του τουρκικού χώρου για τη Δύση», το οποίο εξακολουθεί να πείθει σημαντικό μέρος της αμερικανικής γραφειοκρατίας. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που έχει θιασώτες και στην Ελλάδα, με τη λογική ότι όσο παραμένει η Τουρκία σε δυτική τροχιά, θα υπάρχουν δυνατότητες περιορισμού της συμπεριφοράς της. Εάν όμως ισχύει η συμβατική σοφία στην Ελλάδα, ότι σε περίπτωση που ξεσπάσει κάποια σύγκρουση, θα πρέπει να είναι έτοιμη να την αντιμετωπίσει μόνη της, αυτό υπονομεύει την εγκυρότητα του ανωτέρω επιχειρήματος…

Ο βασικότερος λόγος είναι ότι περιορίζει την αξία της παρέμβασης των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ μόνο στο επίπεδο της αποτροπής. Εάν όμως αυτή καταρρεύσει και προκύψει σύγκρουση, τα πράγματα θα έχουν αλλάξει. Ακόμα κι αν ο δυτικός παράγοντας παρέμβει άμεσα, εάν οι τουρκικές δυνάμεις έχουν κατορθώσει να επιβάλουν επί του πεδίου κάποιο τετελεσμένο, δύσκολα θα αντιστραφεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Κατά συνέπεια, το θεμελιώδες ερώτημα πρέπει να διατυπωθεί εκ νέου κάπως διαφορετικά: Εάν η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και η Τουρκία όχι, θα έχει η Ατλαντική Συμμαχία και οι ΗΠΑ το περιθώριο να μην αμυνθούν στα ελληνικά σύνορα που θα έχουν καταστεί ΝΑΤΟϊκά; Άρα, τι συμφέρει περισσότερο την Ελλάδα; Η απάντηση σίγουρα δεν είναι απλή.

Όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι η γεωστρατηγική θεώρηση των ΗΠΑ επιθυμεί τη διατήρηση της Τουρκίας για να τη χρησιμοποιεί, μαζί με τη σημαντική επιρροή που διαθέτει στον τουρκικό κόσμο, για την υπονόμευση της Ρωσίας μέχρι τα βάθη της κεντρικής Ασίας. Προφανώς, γεωστρατηγική αξία έχει η Τουρκία και απέναντι στην Κίνα. Πόσο όμως μπορεί να σταθεί το συγκεκριμένο γεωπολιτικό αφήγημα με δεδομένη μια νέα στρατηγική της Τουρκίας που αποκτά ολοένα και περισσότερο μόνιμα χαρακτηριστικά; Η Άγκυρα χρησιμοποιεί τα πάντα για να διεξάγει το σύνηθες αέναο και αμετροεπές ανατολίτικο παζάρι, επιχειρώντας να αποσπάσει από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές το μέγιστο! Το παράδειγμα του μπλοκαρίσματος της εισόδου Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ αποκαλύπτει του λόγου το αληθές.

Εάν θεωρηθεί ότι αυτό είναι το νέο υπόδειγμα της τουρκικής συμπεριφοράς, μέχρι πότε θα είναι άραγε διατεθειμένη η Δύση να παίξει ένα άτυπο παιχνίδι πλειοδοσίας με τη Ρωσία για τα μάτια των Τούρκων; Ενδεχομένως να ήταν διατεθειμένη να το κάνει, ή τουλάχιστον να μην το εγκαταλείψει ολοκληρωτικά, εάν η Τουρκία δεχόταν να στραφεί προς ανατολάς, κλείνοντας όλα τα μέτωπα στα δυτικά. Δηλαδή και απέναντι στον Ελληνισμό, με την εξεύρεση ενός στρατηγικού modus vivendi που θα ακύρωνε στην πράξη τις αντισυσπειρώσεις που προκάλεσε η νεοθωμανική πολιτική και θα οδηγούσε στην ανάδυση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή.

Αυτό όμως δεν φαίνεται πιθανό να συμβεί, καθώς η Τουρκία είναι αποφασισμένη να κυριαρχήσει στο τεράστιας γεωστρατηγικής σημασίας σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου αλλά και αυτό του Αιγαίου. Εν ολίγοις, κάθε μέρα που περνάει φαντάζει ολοένα και πιο δύσκολο να χαλιναγωγηθεί η τουρκική συμπεριφορά. Αυτό έχει καταστεί δυσχερέστερο από τη στιγμή που έχει καλλιεργηθεί στην τουρκική κοινωνία μια αίσθηση υπερδύναμης, πανταχόθεν βαλλόμενης και αδικημένης, τόσο από την Ιστορία όσο και στη σημερινή εποχή.

Εάν όμως ισχύουν αυτά, τότε η άρνηση από την πλευρά της Δύσης να παίξει στο τουρκικό γεωπολιτικό παίγνιο, θα σήμαινε ακύρωση στην πράξη της προσπάθειας της Τουρκίας να παίξει τη Δύση απέναντι στην Ανατολή για την απόσπαση μέγιστων ανταλλαγμάτων από όλους. Σημαίνει, ότι η Ουάσιγκτον θα πετούσε το γάντι στην Τουρκία, προκαλώντας την εάν το επιθυμεί να προσδεθεί στο ρωσικό άρμα. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί για ιστορικούς και γεωστρατηγικούς λόγους. Η προσέγγιση της Άγκυρας με τη Μόσχα είχε ως βασικό κίνητρο για τη Ρωσία τη διαίρεση του βασικού αντιπάλου, του ΝΑΤΟ, σε μια από τις ευαίσθητές του πτέρυγες, τη νοτιοανατολική. Παράλληλα, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια συνεργατική αντιμετώπιση του πλήθους των διμερών διαφωνιών σε πολλά μέτωπα για την αποφυγή εκτροπής, καθώς η Μόσχα φοβάται ότι αυτό θα την οδηγούσε σε αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ.

Οι Τούρκοι, παρά τις μεγαλοστομίες, ξέρουν καλά τι θα συνεπαγόταν η προμήθεια ρωσικών μαχητικών αεροσκαφών. Εάν μάλιστα κλιμακωθεί η ρήξη με τη Δύση, ακόμα και στην περίπτωση που θα το επιθυμούσαν οι δυνητικοί υποψήφιοι προμηθευτές προηγμένων δυτικών μαχητικών, η συνεργασία δεν θα μπορούσε να προχωρήσει λόγω παρουσίας αμερικανικών υλικών σε αυτά. Εάν υποτεθεί πως αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Γαλλίας, η χώρα αυτή είναι το λιγότερο πιθανό να εμφανιζόταν ποτέ διατεθειμένη να συνεργαστεί με την Τουρκία σε αυτό τον τομέα.

Κατά συνέπεια, η προβολή του επιχειρήματος στην Ελλάδα υπέρ του να παραμείνει η Τουρκία σε δυτική τροχιά, είτε εντάσσεται στη γενικότερη τάση άκριτης ευθυγράμμισης με τις αμερικανικές επιλογές, είτε αποτελεί άλλη μια απόδειξη απροθυμίας αντιμετώπισης του προβλήματος ασφαλείας της χώρας όπως θα έπρεπε. Διότι η στρατηγική που φαίνεται να έχει προκριθεί και υλοποιείται από την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, είναι γενικώς και αορίστως η θεωρητική ενίσχυση της αποτροπής δια της μετατροπής της Ελλάδας σε χώρο ανάπτυξης αμερικανικών δυνάμεων σε πολλαπλά σημεία της επικράτειας.

Παρότι η στρατηγική αυτή όμως όντως δυσχεραίνει τη λήψη τουρκικής απόφασης για καταφυγή σε στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, δεν διασφαλίζει τις πιο ευαίσθητες αμυντικά περιοχές της χώρας όπου επικεντρώνονται οι τουρκικές διεκδικήσεις, δηλαδή τις νήσους του ανατολικού Αιγαίου, μέχρι και το Καστελλόριζο. Το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί προτού αποφανθούμε ελαφρά της καρδία για τη δέουσα στάση στο ζήτημα της πώλησης προηγμένων μαχητικών από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, αλλά ακόμα και αυτής καθαυτής της επιθυμίας παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι απλό…

Εάν η Τουρκία δεν ήταν μέλος της Συμμαχίας και η Ελλάδα αποτελούσε σύνορο, θα υπήρχε περιθώριο για γραφικές συζητήσεις περί αποστρατιωτικοποίησης, με δεδομένη και την ανάγκη άσκησης αποκλειστικού ελέγχου στον στρατηγικό διάδρομο που συνιστά το Αιγαίο; Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα θα έδειχνε τον δρόμο και στη στάση που πρέπει να τηρήσει η ελληνική διπλωματία στις διάφορες προσπάθειες παρασκηνιακής διπλωματικής διαμεσολάβησης, ευρωπαϊκές και αμερικανικές, για την εξεύρεση λύσης στο θέμα.

Όλα δείχνουν ότι ολοένα και πλησιάζει η στιγμή που η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αποφασίσει τα όρια των υποχωρήσεων που είναι διατεθειμένη να κάνει για να διατηρήσει την Τουρκία σε δυτική τροχιά. Όπως καταδείχθηκε, η αλλαγή στρατηγικής ίσως είχε καλύτερα αποτελέσματα προκαλώντας ισχυρό σοκ στην Άγκυρα και θέτοντάς την προ σοβαρών διλημμάτων. Ουάσιγκτον και Αθήνα πρέπει να κατανοήσουν ότι οι συμβιβασμοί έχουν όρια. Όσον αφορά δε το εσωτερικό μέτωπο στην Ελλάδα, κρίνεται χρήσιμη η εκ νέου υπενθύμιση, ότι η εξυπηρέτηση του εθνικού είναι προϋπόθεση εξυπηρέτησης του συμμαχικού συμφέροντος και ουχί το αντίθετο.

18/1/2023

https://www.defence-point.gr/news/i-mayri-trypa-sti-stratigiki-tis-elladas-apenanti-stis-ipa-kai-ta-f-16-stin-toyrkia?fbclid=IwAR2kbMV6_7fZpZfuiC2kY43OihC9-bV8ofJy1SClPUP2yBRcb-5buapnY2Y





  ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ     

 ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΙΒΑΣ:'' Ο τουρκικός τρίτος πόλος μήλον της έριδος μεταξύ Δύσης-Ευρασίας'' (slpress.gr/18-1-2023)

 '' (...) η Ελλάδα δεν έχει απέναντί της μόνον την Τουρκία, αλλά και το γεωπολιτικό σύστημα, που ονομάζεται τουρκικός τρίτος πόλος. Στη μεταβατική φάση που βρίσκεται σήμερα το διεθνές σύστημα, ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή, υπάρχει η τάση στους κόλπους των δύο μεγάλων, ασαφών και ρευστών ακόμη γεωπολιτικών μαζών, της Ευρασίας και του ωκεάνιου Δυτικού Κόσμου, να δημιουργούνται επιμέρους ad hoc ομαδοποιήσεις. Στόχος τους είναι να βελτιστοποιήσουν τα διαπραγματευτικά χαρτιά των χωρών που συμμετέχουν σε αυτές, έτσι ώστε να αναβαθμίσουν με τον καλύτερο τρόπο τη θέση και τον ρόλο τους στους δύο μεγάλους σχηματισμούς.

Συνακόλουθα, λοιπόν, η πολιτική της Άγκυρας να τοποθετήσει τον εαυτό της σαν μήλον της έριδος μεταξύ Δύσης και Ανατολής, συνδυάζεται με τις επιθυμίες χωρών, όπως το Πακιστάν ή και το Ιράν και φυσικά των τουρκογενών χωρών της Κεντρικής Ασίας, να αποκτήσουν κάποιον βαθμό αδέσμευτης πολιτικής, παρότι αποτελούν μέρος της ευρασιατικής συσπείρωσης. Υπό μία έννοια, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Τουρκία φιλοδοξεί να ηγηθεί μίας συσπείρωσης που έχει αναλογίες με το ιστορικό Κίνημα των Αδεσμεύτων του Ψυχρού Πολέμου.

Το νέο αυτό κίνημα θα αποτελείται από τις μουσουλμανικές χώρες της κεντρικής και νότιας Ασίας. Μπορεί η Τουρκία να ηγηθεί αυτού του ενδιάμεσου κόσμου, μεταξύ των δύο μεγάλων γεωπολιτικών σχηματισμών; Θα φανεί στην πράξη. Δεν μπορεί να ηγηθεί το πολύ ισχυρότερο Πακιστάν, επειδή η Τουρκία βρίσκεται στην κατάλληλη γεωγραφική και πολιτική θέση. Ως μέλος του ΝΑΤΟ έχει στενές σχέσεις με τον Δυτικό Κόσμο και δεν έχει κάποια ισχυρότερη δύναμη γύρω της. Αντίθετα, το Πακιστάν βρίσκεται στη σκιά και σε αντιπαράθεση με την πολύ ισχυρότερη Ινδία.

Άρα έχουμε απέναντι μας όχι απλώς μια νέα Τουρκία, που έχει ποιοτικά μεταλλαχθεί σε σχέση με την Τουρκία των περασμένων δεκαετιών, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα χωρών με δυνάμει επικεφαλής την Τουρκία. Και οι Δυτικές δυνάμεις με κανέναν τρόπο δεν θέλουν να οδηγηθούν σε πλήρη ρήξη μαζί της. Γιατί τότε πολύ απλά θα την οδηγήσουν στην αγκαλιά του αντιπάλου σχηματισμού και μαζί με αυτήν και τις μουσουλμανικές χώρες που λειτουργούν μαζί της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άσκηση ισορροπίας του Ερντογάν γενικά μεταξύ Δύσης και ευρασιατικής συσπείρωσης και ειδικά μεταξύ των δύο εμπολέμων στην Ουκρανία. (...) ''

Η συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ