Στο φως της κριτικής θεωρίας.


 Στο φως της κριτικής θεωρίας


Η βοή του δημόσιου πολιτικού χώρου έχει αποφασιστική σημασία, επειδή για τους πολίτες των δημοκρατιών η δημόσια επικοινωνία αντιπροσωπεύει τη μόνη δυνατότητα μη βίαιης ισχύος.
 
Συνέντευξη του Γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «Sciences Humaines» (τεύχος Ιανουαρίου 2022)


 Μετά τους Τέοντορ Αντόρνο, Μαξ Χορκχάιμερ και Χέρμπερτ Μαρκούζε, εσείς αναπτύξατε μια κριτική θεωρία της κοινωνίας. Η δική σας ιδέα για την κριτική θεωρία είναι διαφορετική από τη δική τους;

Αναφέρατε τους τρεις φιλοσόφους που θεμελίωσαν και ανέπτυξαν την κριτική θεωρία δημοσιεύοντας μεγάλα και πρωτότυπα δοκίμια στην «Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών». Αυτό το περιοδικό εκδόθηκε στην εξορία (με εξαίρεση το πρώτο έτος), στα έτη 1932 έως και 1941, με αποτέλεσμα οι συγγραφείς του να είναι πρακτικά άγνωστοι στη μεταπολεμική Γερμανία. Το 1944 οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο δημοσίευσαν το έργο τους «Η διαλεκτική του Διαφωτισμού», που πρότεινε μια βαθιά απαισιόδοξη ανάλυση της ηθικής κατάρρευσης μιας εποχής, η οποία σημαδεύτηκε από τον φασισμό και τον σταλινισμό (έργο που προέκυπτε ήδη από την κριτική θεωρία της δεκαετίας του 1930). Αρχικά η κριτική θεωρία της κοινωνίας συνέδεε τον Καρλ Μαρξ με την κριτική της γραφειοκρατίας του Μαξ Βέμπερ. Απέβλεπε στο να εξηγήσει την έμμονη ικανότητα για αυτοσταθεροποίηση του συστήματος, το οποίο κατόρθωνε να ανακάμπτει πάντα από τις κρίσεις που το ίδιο γεννούσε. Εγώ επανασυνδέθηκα με αυτή την προοπτική της δεκαετίας του 1930 μέσα στο πολύ διαφορετικό κλίμα της δεκαετίας του 1950. Εκείνη την εποχή μάς έκανε μεγάλη εντύπωση η αντίφαση ανάμεσα από τη μια μεριά στο δυναμικό των δημοκρατικών θεσμών που εγκαθιδρύθηκαν από τις νικήτριες δυνάμεις και από την άλλη στη συνέχεια των ελίτ που είχαν αναλάβει τους παλιούς τους ρόλους. Τα λίγα πρόσωπα της γενιάς μου, που ήμασταν αριστεροί, αντιλαμβανόμασταν αυτή τη χειροπιαστή πολιτική σύγκρουση ως μια πρόκληση για να προτείνουμε ένα ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό. Στη σκιά του Ολοκαυτώματος κάτι θεμελιώδες είχε αλλάξει προς το καλύτερο –συγκεκριμένα η επαγγελία της δημοκρατίας. Θέλαμε να συμπληρώσουμε με σοσιαλιστικό περιεχόμενο τις δημοκρατικές διαδικασίες, που είχαν εισαχθεί αρχικά με τυπικό τρόπο στη μεταπολεμική Γερμανία. Πρέπει να αναγνωρίσουμε αναδρομικά ότι οι μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού κράτους, που ακολούθησαν, δεν ήταν ασήμαντες, παρ’ όλο που εκείνη την εποχή μάς είχαν απογοητεύσει πολύ.

 Το 1981 εισάγετε την ιδρυτική στην κοινωνική θεωρία έννοια του «επικοινωνιακού πράττειν»…

Με τη θεωρία του «επικοινωνιακού πράττειν» προσπάθησα στη φιλοσοφία να αναδείξω ένα δυναμικό ορθολογικότητας μέσα στη γλώσσα, καθώς αυτή είναι το μέσο της κοινωνικοποίησης των δρώντων υποκειμένων. Στην καθημερινή επικοινωνιακή πρακτική δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά παρά να θεωρούμαστε αμοιβαία υπεύθυνοι για τις ενέργειές μας και να προσανατολιζόμαστε ακολουθώντας τα κριτήρια της αλήθειας. Αυτά τα κριτήρια, που προϋποτίθενται σιωπηρά σε κάθε έκφραση του λόγου μας, είναι η ένδειξη του ότι λειτουργεί μια μορφή ορθολογικότητας. Επιπλέον η θεωρία του «επικοινωνιακού πράττειν» ανοίγει τον δρόμο για την ερμηνεία του θεμελιώδους κοινωνιολογικού προβλήματος, που είναι η κοινωνική ενσωμάτωση: τι είναι σε τελική ανάλυση αυτό που θα μπορούσε να διατηρεί την κοινωνική συνοχή, πέρα από όλες τις συγκρούσεις, αν δεν βρισκόταν πάντα μια συμφωνία, εύθραυστη έστω, βασιζόμενη τελικά σε λόγους; Μπορούμε ωστόσο να εξαπατηθούμε και να εξαπατήσουμε τους άλλους με λόγους. Αυτές οι παθολογίες της αλληλοκατανόησης έχουν επίπτωση στην κοινωνική συνοχή. Ας πάρουμε ένα επίκαιρο παράδειγμα, όπως είναι τα φαινόμενα που συνδέονται με τη διατύπωση που προκαλεί σοκ: «δημοκρατία της μετα-αλήθειας». Το κοινωνιοψυχολογικό δυναμικό που εκφράστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με την επίθεση στο Καπιτώλιο και που συναντάμε στις χώρες μας στο κίνημα των ανορθολογικών αρνητών του κορονοϊού, εν μέρει και σε εκείνο των Κίτρινων Γιλέκων, είναι ταυτόχρονα αιφνιδιαστικό όσο και αινιγματικό. Αυτή η άναρχη και τυφλή απώλεια ελέγχου φανερώνει μια διατάραξη της κοινωνικής ενσωμάτωσης, ίσως και μια ανεκπλήρωτη ανάγκη κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας, σε μια κοινωνία που διατρέχει τον κίνδυνο να εξαντλήσει τα τελευταία κατάλοιπα αλληλεγγύης που διαθέτει, χωρίς να μπορεί να τα αναγεννήσει επαρκώς.

 Στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των fake news οι καθημερινές επικοινωνίες μας διατηρούν ένα δυναμικό αντίστασης στις γραφειοκρατικές ή αντιδημοκρατικές πιέσεις;

Αγγίζετε εδώ ένα λεπτό σημείο. Μια δημοκρατική διαμόρφωση της γνώμης και της βούλησης δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε έναν δημόσιο πολιτικό χώρο, όπου οι πολίτες μπορούν να διαμορφώνουν λιγότερο ή περισσότερο θεμελιωμένες γνώμες για τα προβλήματα της πολιτικής επικαιρότητας. Η βοή του δημόσιου πολιτικού χώρου έχει αποφασιστική σημασία, επειδή για τους πολίτες των δημοκρατιών η δημόσια επικοινωνία αντιπροσωπεύει τη μόνη δυνατότητα μη βίαιης ισχύος. Στις χώρες μας μέχρι περίπου τα τέλη του εικοστού αιώνα ο Τύπος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση αποτελούσαν ένα σύστημα μέσων επικοινωνίας του οποίου τα θέματα και οι συμβολές καθιστούσαν εφικτή μια χειραφετική μαζική επικοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν πριν από κάθε δημοκρατική εκλογή να διαμορφώνονται ανταγωνιστικές δημόσιες γνώμες με ένα αξιόπιστο επίπεδο πληροφοριών και τοποθετήσεων. Αυτό έχει αλλάξει φανερά σε αυτές τις δύο τελευταίες δεκαετίες με τη διάδοση των ψηφιακών μέσων μαζικής επικοινωνίας. Από τη μια μεριά η συχνότητα και η εμβέλεια αυτής της επικοινωνίας έχουν επεκταθεί αξιοσημείωτα, ενώ από την άλλη το μερίδιο των εφημερίδων και των έντυπων περιοδικών επιθεωρήσεων έχει μειωθεί δραστικά. Η προσοχή του κοινού έχει τόσο πολύ διασκορπιστεί και κυρίως η όλο και περισσότερο καθοδηγούμενη από τις ψηφιακές πλατφόρμες επικοινωνία έχει τόσο πολύ αποσυνδεθεί από τα προγράμματα των δημοσιογράφων, ώστε ο κοινός δημόσιος χώρος κατακερματίζεται. Αυτή η τάση γίνεται πιο έντονη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτά τα μέσα διαμορφώνονται κυκλώματα επικοινωνίας ημι-δημόσια ή ημι-ιδιωτικά, ανεξάρτητα τα μεν από τα δε, των οποίων οι ορίζοντες εδραιώνονται στον βαθμό που οι χρήστες επιβεβαιώνουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους και αποσύρονται από τη δημόσια κριτική.

 Επεξεργαστήκατε θεωρητικά την έννοια του δημόσιου πολιτικού χώρου ως τόπου διαβούλευσης και ανταλλαγής κριτικών γνωμών. Ποια θέση μπορεί να κατέχει ο φιλόσοφος στον σύγχρονο δημόσιο χώρο;

Ο δημόσιος πολιτικός χώρος χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες ειδικές γνώσεις στις κοινωνίες μας, που γίνονται γρήγορα όλο και πιο περίπλοκες. Ολοι οι ειδικοί θα πρέπει να κάνουν την επαγγελματική τους γνώση γόνιμη σήμερα, όχι μόνο για συμβουλευτικούς σκοπούς, αλλά και -ανάλογα με την προσωπική ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες του καθένα- για να εξηγούν σε όλους τα δημόσια προβλήματα. […]


ℹ️ Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, 94 χρονών σήμερα, είναι ένας από τους τελευταίους κορυφαίους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού πνεύματος. Κληρονόμος της Κριτικής Θεωρίας της κοινωνίας, γνωστότερης ως Σχολής της Φρανκφούρτης, την οποία θεμελίωσαν οι Μαξ Χορκχάιμερ, Τέοντορ Αντόρνο (του οποίου ο νεαρός Χάμπερμας ήταν βοηθός), Χέρμπερτ Μαρκούζε και Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Χάμπερμας είναι ίσως ο σύγχρονος στοχαστής που έχει διαβαστεί, μεταφραστεί και συζητηθεί περισσότερο από κάθε άλλον σε διεθνή κλίμακα. Το έργο του στην κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία τρέφεται από τον διάλογο με άλλους επιστημονικούς κλάδους, όπως η κοινωνιολογία, η ψυχανάλυση, η ηθική, το δίκαιο, η θεωρία της γλώσσας κ.ά. Παρεμβαίνει άλλωστε συχνά στις δημόσιες συζητήσεις, όπως μαρτυρούν οι δώδεκα τόμοι στους οποίους συγκεντρώνεται η πολιτική του αρθρογραφία

Θανάσης Γιαλκέτσης

29/1/2023

https://www.efsyn.gr/themata/idees-palies-kai-nees/376377_sto-fos-tis-kritikis-theorias