«Αντιμαγική» συμμαχία μεταξύ επιστήμηςκαι μεταφυσικής.

Δύο κορυφαίοι προπαγανδιστές της νέας φυσικής φιλοσοφίας:
Βολτέρος και Bernard le Bovier de Fontenelle.


 «Αντιμαγική» συμμαχία
μεταξύ επιστήμηςκαι μεταφυσικής
.
 
Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος αποδέχεται τόσο πρόθυμα και άκριτα τα προϊόντα της επιστήμης και την τεχνολογίας, ενώ συγχρόνως τα φοβάται και τα αντιμετωπίζει, εν πολλοίς, ως προϊόντα της πιο «μαύρης μαγείας»; Σήμερα, όπως και κατά το μακρινό παρελθόν, οι περισσότεροι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως «μαγικές» τις νέες δυνατότητες που μας προσφέρουν οι εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης.

Τόσο τα θεωρητικά όσο και τα πραγματικά όρια μεταξύ μαγείας και επιστήμης δεν υπήρξαν ποτέ σαφή. Αλλά και η πολυπόθητη και υποτίθεται ακριβής διαχωριστική γραμμή που οριοθετεί αυστηρά αυτές τις δύο διαφορετικές γνωστικές προσεγγίσεις, μετατοπίζεται διαρκώς, ανάλογα με την ιστορική εποχή και την κοινωνική συγκυρία που αυτές εμφανίζονται. Εξάλλου, ανάμεσα στη μαγική και την επιστημονική σκέψη υπήρξαν, ανέκαθεν, αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις και εντυπωσιακές ομοιότητες.

Για παράδειγμα, τόσο η ερμητική-μαγική σκέψη όσο και η ορθολογική-εμπειρική επιστημονική σκέψη βασίζονται στην πεποίθηση ότι η φαινομενική και άμεσα ορατή πραγματικότητα δεν είναι πάρα μια ψευδαίσθηση. Και επομένως, μόνο η «ορθή» μέθοδος -είτε μαγική είτε επιστημονική ή, συνήθως, ένα μείγμα τους- μπορεί να μας διασφαλίσει κάποια γνωστική πρόσβαση στις θεμελιώδεις δομές και τους νόμους της Φύσης.

Εξάλλου, τόσο η πρώιμη μαγική-μυθολογική όσο και η μετέπειτα φιλοσοφική-επιστημονική σκέψη προέκυψαν από τη ζωτική ανάγκη των ανθρώπων να επιβιώνουν σε έναν εχθρικό και ακατάληπτο κόσμο. Και αμφότερες οδήγησαν στην ανάπτυξη τελετουργικών πρακτικών ή τεχνικών που διευκόλυναν τις προσπάθειες του είδους μας να χαλιναγωγήσει και να εκμεταλλευτεί επωφελώς τις εχθρικές και σκοτεινές «δυνάμεις» του γήινου περιβάλλοντος. Ενα φαινομενικά εχθρικό για την ανθρώπινη επιβίωση περιβάλλον, μέσα στο οποίο βρεθήκαμε «ριγμένοι» ως τιμωρία για κάποιο προαιώνιο… «προπατορικό αμάρτημα».

Οι γνωστικές ανεπάρκειες της «κλασικής» επιστήμης

Πάντως, ακόμη και κατά τη νεωτερική εποχή της ανθρώπινης γνωστικής περιπέτειας, τόσο τα νέα «μαγικά» τεχνήματα όσο και οι επιστημονικές προϋποθέσεις τους παραμένουν γνωστικά αδιαφανή και μυστηριώδη για τους μη μυημένους. Και όπως ακριβώς κατά το μακρινό παρελθόν, έτσι και σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι που καταφεύγουν καθημερινά σε διάφορα τεχνήματα, βιώνουν περίπου ως «μαγικές» τις καινοφανείς πρακτικές -και κυρίως τις εντυπωσιακές γνωσιακές δυνατότητες- που απορρέουν από τα νέα προϊόντα της τεχνοεπιστήμης.

Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον από τις απαρχές των «Νέων Χρόνων» μέχρι σήμερα, τα πολύ καυτά ζητήματα της σχετικής γνωσιακής αξίας και της διευθέτησης των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεων ή των αποκλεισμών μεταξύ των μαγικών και των επιστημονικών προσεγγίσεων της πραγματικότητας βρίσκονται διαρκώς στο επίκεντρο των ανθρώπινων διανοητικών αναζητήσεων. Και όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε στα δύο τελευταία μας άρθρα, η διαχρονική παρουσία και η γοητεία της μαγικής σκέψης δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους πρωτεργάτες της νεότερης επιστήμης, δηλαδή τους μεγάλους φυσικούς φιλοσόφους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού.

Πράγματι, οι σύγχρονες ιστορικές ανασυγκροτήσεις της μεγάλης επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα αναδεικνύουν την απρόσμενη (;) συνύπαρξη και τη σχεδόν καθολική παρουσία ενός «μείγματος» υπερφυσικού αποκρυφισμού και επιστημονικού ορθολογισμού στο πρωτοποριακό έργο του Φράνσις Μπέικον, του νεαρού Ρενέ Ντεκάρτ, του Γιοχάνες Κέπλερ, του Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς και των περισσότερων νέων φυσικών φιλοσόφων.


Ωστόσο, ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, η μεγαλειώδης νευτώνεια σύνθεση (κλασική μηχανική) έδειξε ότι εφαρμόζοντας οι άνθρωποι το διαφορικό λογισμό στην περιγραφή όλων των μακροσκοπικών φυσικών φαινομένων, μπορούν όχι απλώς να εξηγούν, αλλά και να προβλέπουν νομοτελειακά (π.χ. με τον νόμο της βαρύτητας) τη δυναμική κάποιων μεμονωμένων φυσικών αντικειμένων στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Και κυρίως, τους επέτρεψε να ενοποιούν τα διάφορα φυσικά φαινόμενα που, μέχρι τότε, θεωρούνταν εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους: από την πτώση ενός μήλου πάνω στη γη μέχρι την ακριβή τροχιά κίνησης ενός πλανήτη ή ενός δορυφόρου γύρω από τον Ηλιο.

Σύμφωνα με αυτό το γραμμικό και αποκλειστικά αιτιοκρατικό πρότυπο εξήγησης, που ήταν, ταυτοχρόνως, φυσικό και μεταφυσικό, μικρά φυσικά αίτια προκαλούν νομοτελειακά μικρά φυσικά αποτελέσματα, αλλά και όλες οι αλλαγές που παρατηρούνται στη Φύση προκύπτουν αποκλειστικά από την αθροιστική δράση λίγων βασικών φυσικών αιτιών.

Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων και όπως συνειδητοποιούμε πλέον καθημερινά, αυτή η «κλασική» αιτιοκρατική περιγραφή -μέσω αποκλειστικά γραμμικών εξισώσεων- τόσο για τη νομοτελειακή δράση απλών και μεμονωμένων φυσικών αιτιών όσο και για τη συνολική δυναμική όλων των φυσικών φαινομένων είναι όχι απλώς απλοϊκή περιγραφικά, αλλά και παραπλανητική γνωσιολογικά. Αφού, πολύ συχνά, οι όποιες προβλέψεις μας σχετικά με τη μελλοντική δυναμική ή την εξέλιξη των πιο πολύπλοκων φυσικών φαινομένων αποδεικνύονται εκ φύσεως αβέβαιες και άρα γνωστικά επισφαλείς!

Οι «απαγορευμένοι» καρποί της πολύπλοκης γνώσης


Αραγε, πώς δικαιολογούνται αυτή η εγγενής γνωστική ανεπάρκεια και η εμφανής προβλεπτική αποτυχία του γραμμικού και ντετερμινιστικού τρόπου σκέψης της «κλασικής» επιστήμης; Η συνήθης απολογητική στρατηγική που υιοθετούν κάποιοι φυσικοί επιστήμονες και επιστημολόγοι είναι να επικαλούνται την υποτίθεται προσωρινή άγνοιά μας σχετικά με ορισμένες άγνωστες φυσικές παραμέτρους.

Με άλλα λόγια, όπως οι μάγοι και οι προφήτες των προεπιστημονικών χρόνων, οι νέοι φυσικοί επιστήμονες διατείνονται ότι η εξόφθαλμη αδυναμία τους είτε να περιγράψουν επαρκώς είτε να προβλέψουν τη δυναμική κάποιων περίπλοκων φυσικών φαινόμενων δεν οφείλεται σε εγγενείς ανεπάρκειες της επιστημονικής γνώσης ή στην εσκεμμένα απλοϊκή μέθοδο προσέγγισης των πιο αινιγματικών φαινομένων, αλλά μόνο στην πρόσκαιρη παράλειψη κάποιας άγνωστης -και άρα προσωρινά απόκρυφης- μεταβλητής, την οποία δεν έλαβαν υπόψη τους, επειδή «απλώς» την αγνοούσαν.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την πιο διαδεδομένη, μέχρι σήμερα, επιστημονικοφανή δοξασία: όλα τα σύνθετα φυσικά φαινόμενα μπορούν, κατ’ αρχήν, να εξηγηθούν από λίγους απλούς νόμους ή από κάποιες θεμελιώδεις «πρώτες αρχές», στις οποίες και οφείλουμε να αναγάγουμε όλα τα φυσικά-υλικά φαινόμενα, δηλαδή σχεδόν τα πάντα. Αυτό το αναγωγικό-αιτιοκρατικό εξηγητικό πρότυπο της κλασικής φυσικής αποδείχτηκε εξαιρετικά γόνιμο αλλά, ενίοτε, και πολύ περιοριστικό για την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης: μας βοηθά να ανακαλύψουμε το γιατί γενικά πέφτουν τα μήλα από τις μηλιές, ενώ αγνοούμε το πώς αυτά δημιουργήθηκαν ή γιατί, ενδεχομένως, τα θεωρούμε εύγευστα!

Πάντως, κατά τον εικοστό αιώνα, τόσο το γνωσιακό καθεστώς όσο και τα μεθοδολογικά κριτήρια για την αξιολόγηση των «επαρκών» επιστημονικών εξηγήσεων φαίνεται να έχουν αλλάξει ριζικά: όλο και περισσότεροι κορυφαίοι επιστήμονες συνειδητοποίησαν πλέον την αναγκαιότητα μιας εντελώς διαφορετικής γνωστικής προσέγγισης, η οποία όχι μόνο δεν επιθυμεί να εξαλείψει την εγγενή πολυπλοκότητα της Φύσης, αλλά αντίθετα επιχειρεί να την κατανοήσει με εντελώς νέα επιστημονικά εργαλεία. Η κβαντική φυσική και οι μετέπειτα φυσικές θεωρίες του Χάους και της Πολυπλοκότητας, τα Μαθηματικά των μη γραμμικών συστημάτων και η γεωμετρία των φράκταλ είναι μερικά από τα πρώτα, πολύ εντυπωσιακά διανοητικά «άνθη» από τον κήπο αυτής της νέας πολύπλοκης φυσικομαθηματικής σκέψης και έρευνας.

Ετσι, η ίδια η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας οδήγησε στην αποκάλυψη των ανυπέρβλητων ορίων της μηχανιστικής και της αποκλειστικά αναγωγικής μεθόδου που, κατά το παρελθόν, είχαν οδηγήσει στους μεγάλους θριάμβους της λεγόμενης κλασικής επιστήμης, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική και η θεωρία της σχετικότητας. Τα πρώτα σοβαρά ρήγματα στην κλασική επιστημονική κοσμοαντίληψη τα επέφερε η Θερμοδυναμική με την εισαγωγή της εντροπίας, δηλαδή του βέλους του χρόνου στη φύση, και η κβαντική φυσική με την εισαγωγή του παρατηρητή ως παράγοντα που επηρεάζει την παρατήρηση των μικροφυσικών φαινομένων, για να μην αναφέρουμε την εξελικτική θεωρία στη βιολογία ή τα θεωρήματα της μη πληρότητας του Godel στα μαθηματικά.

Και μαζί με τις εντυπωσιακές ανατροπές στη βιολογία και την πληροφορική, αυτές οι κορυφαίες επιστημονικές εξελίξεις υπήρξαν, τον προηγούμενο αιώνα, οι απαγορευμένοι, μέχρι τότε, «καρποί» μιας νέας και ιδιαίτερα ανατρεπτικής γνωστικής προσέγγισης, με τεράστιες φυσικές και φιλοσοφικές συνέπειες! Σύμφωνα με την οποία, κάθε ώριμη επιστήμη οφείλει να διερευνά –και όχι μόνο θεωρητικά αλλά στην πράξη!– την εγγενή φυσική πολυπλοκότητα της επιστημονικής γνώσης που δημιουργεί, δηλαδή την ανεξάλειπτη διαπλοκή των «επιστημονικών αντικειμένων» με τα «γνωστικά υποκείμενα» που την περιγράφουν.

Κοντολογίς, μετά το τέλος της υπερφυσικής-θεολογικής σκέψης, κάθε ανθρώπινη αναζήτηση μιας αποκλειστικά φυσικής και άρα εγκόσμιας γνώσης φαίνεται πως είναι καταδικασμένη να παραπαίει μεταξύ επιστήμης και μεταφυσικής. Ομως, για όλα αυτά θα μιλήσουμε αναλυτικά στο επόμενο άρθρο. Και οδηγός μας στη διερεύνηση των σκοτεινών σχέσεων μεταξύ της νεωτερικής επιστήμης και της μεταφυσικής φιλοσοφίας θα είναι ο κορυφαίος Ελληνας επιστημολόγος, Αριστείδης Μπαλτάς, ο οποίος θα μας μιλήσει για όλα αυτά με αφορμή την κυκλοφορία στα ελληνικά του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Σπύρος Μανουσέλης

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/376343_antimagiki-symmahia-metaxy-epistimis-kai-metafysikis


28/1/2023


          ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ         




Η έκλειψη της μαγείας.

 

Για να αντιμετωπίσουμε τις σημερινές απειλές από τη διάδοση της υπερφυσικής και ανορθολογικής σκέψης που, ανέκαθεν, διευκόλυναν την επιστροφή της μαγείας, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις σκοτεινές απαρχές και να συνειδητοποιήσουμε τα όρια της δήθεν παντοδύναμης επιστημονικής σκέψης ◆ Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πληθύνει οι αξιόλογες ιστορικές μελέτες που τοποθετούν τις απαρχές της νεότερης επιστήμης στον ύστερο Μεσαίωνα (μεταξύ 1500 και 1600 ή και νωρίτερα). Ωστόσο, σε αυτή την ταραγμένη, από πολέμους και πανδημίες, ιστορική περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς σαφώς τα καινοφανή γνωστικά στοιχεία της νέας επιστήμης από τις μαγικές-θεολογικές προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν μέχρι τότε.

Στην αστρονομία περιγράφεται ως «έκλειψη» η προσωρινή εξαφάνιση ενός ουράνιου σώματος από το οπτικό μας πεδίο, λόγω είτε της απόκρυψης είτε της επισκίασής του από ένα άλλο ουράνιο σώμα. Για παράδειγμα, οι γήινοι παρατηρητές βλέπουν την έκλειψη Ηλίου όταν η Σελήνη παρεμβάλλεται μεταξύ της Γης και του Ηλίου, ενώ όταν η Γη παρεμβάλλεται μεταξύ του Ηλίου και της Σελήνης παρατηρούν την έκλειψη Σελήνης.

Κοντολογίς, η έκλειψη Ηλίου παρατηρείται όποτε επέρχεται μια κατά προσέγγιση ευθυγράμμιση Ηλίου-Σελήνης-Γης, ενώ η έκλειψη Σελήνης όταν έχουμε την ευθυγράμμιση Ηλίου-Γης-Σελήνης. Ωστόσο, εν αντιθέσει με την έκλειψη Ηλίου, που διαρκεί μονάχα μερικά λεπτά και είναι ορατή από σχετικά περιορισμένα σημεία της Γης, η μερική ή η ολική έκλειψη Σελήνης διαρκεί αρκετές ώρες και είναι ορατή από κάθε σημείο της γήινης επιφάνειας που είναι νύχτα.

Στον τίτλο του σημερινού άρθρου επιλέξαμε, κατ’ αναλογία, τη λέξη «έκλειψη» για να περιγράψουμε το ιδιότυπο γνωσιολογικό καθεστώς και τη διαχρονική επιρροή των μαγικών-υπερφυσικών τρόπων σκέψης, κατά τους νεότερους χρόνους. Μολονότι ήταν αναμενόμενη η σχεδόν καθολική απαξίωση της μαγείας, μετά τη Μεγάλη Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Πράγματι, ύστερα από μια τόσο ριζική γνωσιολογική ανατροπή για τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης, θα έπρεπε να θεωρούνται εύλογες (θεωρητικά) και αποδεκτές (στην πράξη) μόνο οι εμπειρικά τεκμηριωμένες επιστημονικές εξηγήσεις για τα φυσικά φαινόμενα, δηλαδή για τα πάντα!

Ενα πολύ φιλόδοξο επιστημονικό πρόγραμμα απομάγευσης του κόσμου, που, τους τελευταίους αιώνες, οδήγησε στις πολύ εντυπωσιακές γνωστικές καινοτομίες και στις πρωτοφανείς τεχνολογικές εφαρμογές τους. Χωρίς, εν τούτοις, να καταφέρει να εξαλείψει τη διαχρονική και, απ’ ό,τι φαίνεται, βαθύτατα ριζωμένη ανάγκη των περισσότερων ανθρώπων να καταφεύγουν σε μαγικές «εξηγήσεις». Δηλαδή σε υπερφυσικές και, εξ ορισμού, μη ελέγξιμες ερμηνείες της φυσικής πραγματικότητας.


Από τη «διαφωτιστική» επιστήμη της απομάγευσης…

Από τις απαρχές της νεωτερικής επιστημονικής επανάστασης μέχρι σήμερα, επιχειρήθηκε να χαραχτεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή που να διαφοροποιεί τις προγενέστερες «μαγικές» από τις μεταγενέστερες «επιστημονικές» γνωστικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, η ακριβής διάκριση ανάμεσα στη μαγεία και την επιστήμη δεν είναι πάντοτε εφικτή, επειδή αμφότερες αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε προσπάθειά μας να τις οριοθετήσουμε, άπαξ διά παντός, με βάση τα γνωστικά και τα μεθοδολογικά κριτήρια της εποχής μας. Και γι’ αυτό ακριβώς τα σύνορα μεταξύ της μαγικής και της επιστημονικής προσέγγισης της πραγματικότητας ήταν και παραμένουν θολά για την πλειονότητα των ανθρώπων.

Πάντως, αναζητώντας κανείς τις πιο εμφανείς και ανθεκτικές στον χρόνο νοητικές και μεθοδολογικές καινοτομίες που διαφοροποίησαν τη νεότερη επιστημονική έρευνα από τις κυρίαρχες μεσαιωνικές προσεγγίσεις της γνώσης, θα μπορούσε να εντοπίσει τουλάχιστον τέσσερις αποφασιστικές διαφορές:

1. Ως προς τη «φύση» των γνωστικών αντικειμένων, για τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες δεν υπάρχει καμία διάκριση «ουσίας» μεταξύ των φυσικών και των τεχνητών αντικειμένων.

2. Για την έρευνα και την κατανόηση αυτών των εξίσου φυσικών γνωστικών αντικειμένων επιβάλλεται, εκτός από την παρατήρησή τους στις φυσικές συνθήκες όπου υπάρχουν, η απομόνωσή τους σε τεχνητές-πειραματικές συνθήκες, ώστε να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν πειραματικά οι επιστημονικές υποθέσεις που διατύπωναν οι νέοι επιστήμονες σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία αυτών των αντικειμένων.

3.
Μεθοδολογικά, η επιστημονική διερεύνηση της φυσικής πραγματικότητας μπορεί να παρομοιαστεί με την εξερεύνηση και τη χαρτογράφηση μιας εντελώς άγνωστης ηπείρου. Πρόκειται για ένα είδος έρευνας που γίνεται πάντα «εκ των ενόντων»: δηλαδή σύμφωνα με τα διαθέσιμα κάθε εποχή γνωστικά και τεχνικά εργαλεία, τα οποία και χρησιμοποιούνται χωρίς προδιαγεγραμμένους κανόνες ή προσδοκίες.

4. Εξάλλου, οι πρώτοι μεγάλοι φυσικοί επιστήμονες -από τον Κέπλερ και τον Γαλιλαίο μέχρι τον Νεύτωνα- επιδεικνύουν μια εντελώς άγνωστη, κατά τον Μεσαίωνα, μεθοδολογική ελευθερία και έναν πρωτοφανή γνωστικό καιροσκοπισμό, που τους οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση της νέας φυσικομαθηματικής περιγραφής των γήινων και των αστρονομικών φυσικών φαινομένων.

Πάντως, οι σύγχρονοι ιστορικοί της επιστήμης θεωρούν πλέον βέβαιο ότι, εκτός από αυτές τις αποφασιστικές επιστημολογικές καινοτομίες, που αναδύθηκαν κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, θα ήταν μάλλον δύσκολο -αν όχι εντελώς ανέφικτο- να διακρίνει κανείς τα αμιγώς επιστημονικά επιτεύγματα από τις μαγικές-υπερφυσικές προϋποθέσεις τους. Και οι πιο σημαντικές ιστορικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι στη σκέψη των πρωτεργατών της Μεγάλης Επιστημονικής Επανάστασης συνυπήρχαν, λίγο-πολύ αρμονικά, οι πιο ριζοσπαστικές φυσικές κοσμοθεωρίες με τις πιο σκοταδιστικές ερμητικές δοξασίες.



…στη «σκοταδιστική» αναγέννηση της μαγείας


Αναμφίβολα, εκείνη την εποχή, τόσο η πανάρχαια μαγική σκέψη όσο και η νεωτερική επιστήμη αποτελούν δύο συμπληρωματικές γνωστικές προσεγγίσεις, δύο αλληλοτροφοδοτούμενες τεχνικές για τον έλεγχο της Φύσης (και των ανθρώπων). Στις απαρχές των «Νέων Χρόνων», το επιτακτικό ζήτημα της διευθέτησης των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεων και της αρμονικής συνύπαρξης μεταξύ των μαγικών και των επιστημονικών προσεγγίσεων βρισκόταν στο επίκεντρο των αναζητήσεων πολλών πρωτοπόρων ερευνητών και φυσικών φιλοσόφων. Και η διαχρονική παρουσία και γοητεία της μαγικής σκέψης, που προέρχεται και τροφοδοτείται από τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπινου νου για απόλυτες βεβαιότητες και αλήθειες, δεν άφησε ανεπηρέαστους πολλούς πρωταγωνιστές της νεότερης επιστήμης.

Για παράδειγμα, κάθε σύγχρονη ιστορική ανασυγκρότηση της επιστημονικής επανάστασης διαπιστώνει τη συνύπαρξη ενός περίεργου «μίγματος» επιστημονικού αποκρυφισμού στο πρωτοποριακό έργο του Φράνσις Μπέικον, του νεαρού Ρενέ Ντεκάρτ, του Γιοχάνες Κέπλερ, του Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, αλλά και πολλών άλλων. Στο έργο των οποίων βρίσκει κανείς ερμητικές, μαγικές και ανθρωπομορφικές ερμηνείες για τις δήθεν απόκρυφες «δυνάμεις» που δρουν και διαμορφώνουν τη φυσική «αρμονία» των σφαιρών, για τον φυσικό χώρο ως το «αισθητήριο του Θεού». Σκοταδιστικές ιδέες που, όταν δεν εμπνέουν, επιβιώνουν στο νέο «μηχανιστικό μοντέλο» για το Σύμπαν.

Πάντως, μετά τον 18ο αιώνα, ο θρίαμβος και η γνωστική κυριαρχία των μηχανιστικών εξηγήσεων και των αιτιοκρατικών μοντέλων επιστημονικής γνώσης θα σημάνουν την απόρριψη όλων των μέχρι τότε ερμητικών και μαγικών προϋποθέσεων της ανθρώπινης γνώσης και την οριστική διάψευση κάθε ανθρωποκεντρικής και πνευματιστικής ερμηνείας της Φύσης.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα, επιβιώνουν πολλές μαγικές και αποκρυφιστικές ερμηνείες, για παράδειγμα ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός ανθρώπων πιστεύει ότι η διάταξη των ουράνιων σωμάτων κατά τη στιγμή της γέννησης ενός ατόμου καθορίζει αποφασιστικά τον χαρακτήρα και το πεπρωμένο του. Γεγονός πολύ εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς ότι όλες οι τεχνικές κατασκευής ωροσκοπίων, μολονότι μπορεί να βασίζονται σε ακριβείς αριθμητικούς και γεωμετρικούς υπολογισμούς, δεν έχουν την παραμικρή επιστημονική νομιμοποίηση! Δυστυχώς, ύστερα από τρεις χιλιετίες αστρονομικών παρατηρήσεων εξακολουθούμε να αγνοούμε παντελώς το πώς μια πλανητική συζυγία θα μπορούσε να επηρεάζει την πορεία της ζωής μας. Οσο για το γεωκεντρικό μοντέλο, τις αστρικές ή πλανητικές μονόδρομες επιδράσεις, και τον εντελώς αυθαίρετο διαχωρισμό σε μια «ατελή υποσελήνια» και σε μια «τέλεια ουράνια» πραγματικότητα, δηλαδή οι θεωρητικές προκείμενες και προϋποθέσεις κάθε μαγικού αστρολογικού μοντέλου, αποτελούν μόνο τα κατάλοιπα ενός προεπιστημονικού τρόπου σκέψης που, εδώ και τρεις αιώνες, διαψεύδεται καθημερινά από όλες τις σχετικές αστρονομικές παρατηρήσεις.

Εν τούτοις, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, η tv, τα περιοδικά, οι εφημερίδες και το διαδίκτυο φιλοξενούν ωροσκόπια, αστρολογικές προβλέψεις και μαγικές αυτοθεραπείες, που αποτυπώνουν την επίμονη παρουσία και την αξιοσημείωτη διάδοση της μαγικής υποκουλτούρας, στην εποχή της παντοκρατορίας της τεχνοεπιστήμης.


Για το κυνήγι μαγισσών


Αν αναζητάτε μια ιστορικά τεκμηριωμένη και πολύ γοητευτική αναπαράσταση του μεσαιωνικού κλίματος και της στάσης της εξουσίας απέναντι στους λαϊκούς εκπροσώπους της μαγείας και ειδικότερα τις μάγισσες, τότε το βιβλίο «Η μάγισσα» (La Sorciere) του κορυφαίου Γάλλου ιστορικού Ζιλ Μισλέ (Jules Michelet, 1798-1874) είναι το πιο κατάλληλο ανάγνωσμα. Το βιβλίο κυκλοφορεί άριστα μεταφρασμένο και επιμελημένο από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), ενώ πολύ κατατοπιστική είναι και η εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, που έγραψε η Ανδρονίκη Διαλέτη. Το δοκίμιο περιγράφει αναλυτικά και, ενίοτε, ποιητικά την παρουσία και την αντιμετώπιση της μαγείας κατά τον 17ο αιώνα, όταν ο πόλεμος στη μαγεία από τα τάγματα των χριστιανών μοναχών είχε κορυφωθεί και το κυνήγι μάγων και μαγισσών αποτελούσε καθημερινή κοινωνική πρακτική.

Σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου η ιστοριογραφία για την κοινωνική-πολιτισμική σημασία της μαγείας και το κυνήγι των μαγισσών είναι ιδιαίτερα επίκαιρη και γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη, επειδή, μεταξύ άλλων, η σύγχρονη φεμινιστική ενασχόληση με τις μάγισσες και τις τραγικές ιστορίες τους παραμένει ζωντανή.

Για όλα αυτά, η ανάγνωση της απολαυστικής ιστορικής ανασυγκρότησης του Μισλέ αποδεικνύεται ένα πολύτιμο γνωστικό εργαλείο, που διαφωτίζει τις διαφορετικές πτυχές ενός αποτρόπαιου ιστορικού γεγονότος: το λυσσαλέο κυνήγι και την καύση στην πυρά των μαγισσών. Ενα ιστορικό-πολιτισμικό έγκλημα που εξακολουθεί να στοιχειώνει το συλλογικό φαντασιακό και τη σκέψη των ανθρώπων στον δυτικό κόσμο.

Σπύρος Μανουσέλης

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/375320_i-ekleipsi-tis-mageias


 21/1/2023