Η αντιεπιστημονική υπέρβαση του χάσματος.


 
Η αντιεπιστημονική υπέρβαση του χάσματος.


Το ψευδές δίλημμα μεταξύ ανθρωπισμού και επιστήμης ⫸ Μήπως το αυτονόητο, μέχρι χθες, διαζύγιο ανάμεσα στις δύο μείζονες κουλτούρες, που διαφοροποιούσε (γνωσιακά) και απομόνωνε (πολιτισμικά και κοινωνικά) τις «φυσικές» από τις «ανθρωπιστικές» επιστήμες, είναι αναχρονιστικό και ιστορικά ξεπερασμένο; Κατά τον 21ο αιώνα η σχεδόν απόλυτη μονοκρατορία των τεχνοεπιστημών σε βάρος των ανθρωπιστικών επιστημών είναι μία εμφανώς σκοταδιστική βιοπολιτική επιλογή, που έχει ήδη πολύ αρνητικές συνέπειες, όχι μόνο για την ανθρώπινη σκέψη, αλλά και για την ελευθερία και τη δημοκρατία.

Η άλλοτε σαφής ανάγκη διαφοροποίησης των γνωστικά «αφερέγγυων» ανθρωπιστικών επιστημών και των καλών τεχνών από τις πιο «ορθολογικές» φυσικομαθηματικές επιστήμες δεν θεωρείται πλέον καθόλου αυτονόητη. Διότι, όπως είδαμε στα δύο προηγούμενα άρθρα, το δήθεν ανυπέρβλητο χάσμα ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες κουλτούρες αποδεικνύεται, στις μέρες μας, ιδιαίτερα προβληματικό –αν όχι εντελώς αναχρονιστικό!– λόγω των αμφίδρομων και των πολλαπλών δημιουργικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φυσικομαθηματικών επιστημών με τις εξίσου «ορθολογικές», δηλαδή φυσικές και εμπειρικά τεκμηριωμένες, ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα έλαβαν χώρα μια σειρά από σπουδαίες θεωρητικές –εννοιολογικές και τεχνολογικές– μεθοδολογικές επαναστάσεις που όχι απλώς θα φέρουν πιο κοντά, αλλά θα αποκαλύψουν τον βαθύτερο δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ειδικότερα στην επιστήμη της φυσικής θα εμφανιστούν και θα επικρατήσουν δύο πολύ διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις: η αιτιοκρατική-νομοτελειακή της Σχετικότητας και η μη αιτιοκρατική-πιθανοκρατική προσέγγιση της Κβαντομηχανικής. Και μέχρι σήμερα παραμένει άπιαστο το όνειρο της ενοποίησης αυτών των δύο θεωριών σε μία ενιαία φυσική «θεωρία των Πάντων». Πώς αντιμετωπίζετε αυτή η πολύ άβολη επιστημονική κατάσταση από τη φυσική;

Πάντως, σύμφωνα με ό,τι γνωρίζουμε ύστερα από σχεδόν έναν αιώνα συστηματικών ερευνών, η ενιαία επιστημονική περιγραφή και κατανόηση του φυσικού κόσμου περιορίζεται από κάποια μη προβλέψιμα ή και παράδοξα φαινόμενα. Εμπειρικά και πειραματικά επιβεβαιωμένα φυσικά φαινόμενα, που ανάγκασαν τους φυσικούς επιστήμονες να συνειδητοποιήσουν ότι τόσο η εμφάνιση όσο και η διαπιστωμένη εξέλιξη στον χρόνο των μικροσκοπικών αλλά και των μακροσκοπικών φυσικών δομών εξαρτάται από απολύτως φυσικές πιθανοκρατικές διακλαδώσεις, που, ωστόσο, δεν προβλέπονται από τους γνωστούς φυσικούς νόμους.

Και για να κατανοήσουμε αυτή την ανοίκεια εικόνα της φύσης, που προκύπτει από τις περισσότερες βασικές έρευνες της σύγχρονης επιστήμης, ίσως θα πρέπει τελικά να αποδεχτούμε την «ενοχλητική» ιδέα ενός αέναα και, εν πολλοίς, απρόβλεπτα εξελισσόμενου φυσικού κόσμου, που επειδή βρίσκεται διαρκώς σε γίγνεσθαι η πορεία του δεν είναι εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένη, αλλά «οικοδομείται κάθε στιγμή». Συνεπώς, η πλήρης και γνωστικά ακριβής πρόβλεψη του μέλλοντός του είναι αβέβαιη.

Πράγματι, οι δύο βασικοί αλλά ασύμβατοι μεταξύ τους πυλώνες της σύγχρονης φυσικής, δηλαδή οι θεωρίες της Σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής, καθώς και οι πιο πρόσφατες κατακτήσεις της θεωρίας του Χάους και των πολύπλοκων μη γραμμικών φαινομένων, έχουν αλλάξει ριζικά τόσο την εικόνα όσο και τις γνωστικές προσδοκίες μας για μια επιστημονικά ενιαία περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας. Η «αντικειμενική» αλήθεια της οποίας δεν θεωρείται πλέον καθόλου προφανής ή αυτονόητη, επειδή εξαρτάται, αφενός, από το πώς την παρατηρούμε και την ερμηνεύουμε και, αφετέρου, από το πώς αλλάζουν, συν τω χρόνω, τα επιστημονικά μας κριτήρια για το τι τελικά θεωρείται «πραγματικό».

Αν, όμως, δεχτούμε ότι η επιστημονική εικόνα που έχουμε, κάθε εποχή, για τη φυσική πραγματικότητα αλλάζει, και επηρεάζεται τόσο από το ποιοι όσο κυρίως από το πώς την παρατηρούν, τότε η συνείδηση των παρατηρητών της θα πρέπει να παίζει αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στην επιλογή των παρατηρησιακών δεδομένων, αλλά και στη διαμόρφωση αυτής της γνώσης. Γεγονός που, ενώ καθόλου δεν αμφισβητεί τη γνωστική ή την τεχνολογική αξία αυτών των ερευνών, μας αποκαλύπτει πολλά για την ενεργό συμμετοχή μας ως παρατηρητών σε ό,τι παρατηρούμε, αλλά και ως γνωστικών υποκειμένων σε ό,τι γνωρίζουμε.

Ταυτόχρονα, όμως, αυτό το πολλαπλώς επιβεβαιωμένο από τους ιστορικούς της επιστήμης γεγονός, μας αποκαλύπτει και κάποιες βαθύτερες νοητικές και κοινές ανθρωπολογικές ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ των «φυσικών» και των «ανθρωπιστικών» επιστημών.

Ο χρόνος διαψεύδει κάθε αχρονική «υπερ-επιστήμη»

Το όνειρο της αναζήτησης μιας διαχρονικά αληθούς και αδιάψευστης επιστημονικής γνώσης, μέσω της ανακάλυψης των αιώνιων νόμων της φύσης και της υπεριστορικής περιγραφής της βαθύτερης πραγματικότητας, θα αποδειχτεί, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, μια ιδιαίτερα γόνιμη αυταπάτη, που συνέβαλε στην εκπληκτική ανάπτυξη της λεγόμενης «κλασικής» επιστήμης (πρωτίστως της φυσικής, άλλα όχι μόνο). Ενα πολύ αισιόδοξο γνωσιακό μύθευμα που, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, θα αρχίσει να καταρρέει μετά από τη σχεδόν ταυτόχρονη αναγνώριση της δράσης του χρόνου τόσο στις θερμοδυναμικές θεωρίες της φυσικής όσο και στις εξελικτικές θεωρίες της βιολογίας, της γεωλογίας και, κατόπιν, στην καθολική αποδοχή της εγγενούς χρονικότητας όλων των κοσμολογικών και αστροφυσικών φαινομένων.

Η μέχρι τότε αντικειμενική-αχρονική επιστημονική γνώση θα διαπιστώσει, προς μεγάλη της έκπληξη, ότι όχι μόνο οι γήινες χημικές αντιδράσεις, τα βιολογικά φαινόμενα, αλλά και όλα τα μεγάλα κοσμολογικά συμβάντα είναι χρονικά μη αναστρέψιμα. Και, ευρύτερα, όλες ανεξαιρέτως οι αυθόρμητες φυσικές διεργασίες είναι μη αναστρέψιμες και εκτυλίσσονται από το παρελθόν προς το μέλλον, σύμφωνα δηλαδή με την κατεύθυνση του βέλους του χρόνου, η οποία και καταγράφεται από την αύξηση της εντροπίας τους.

Προσβλέποντας σε μία διαχρονικά «αντικειμενική» περιγραφή όλων των φυσικών φαινομένων, η κλασική φυσική όφειλε να υποβαθμίσει τον χρόνο σε απλή γεωμετρική παράμετρο, μετρήσιμη με κάποιον λίγο-πολύ ακριβή τρόπο (π.χ. από τα ρολόγια), και η οποία ήταν κοινή για όλους τους παρατηρητές που βρίσκονται στο ίδιο σύστημα αναφοράς. Συνεπώς, τόσο η «χρονικότητα» όσο και η «ιστορικότητα» των φαινομένων που διαπιστώνουν όλοι οι παρατηρητές στην καθημερινή τους ζωή έπρεπε να θυσιαστούν στον βωμό της υποτίθεται άχρονης και υπεριστορικής «αντικειμενικής» γνώσης.

Ετσι, όμως, η ανθρώπινη έννοια του χρόνου κατέληξε να θεωρείται μια υποκειμενική αυταπάτη: μια ιδιαίτερα «επίμονη ψευδαίσθηση», όπως υποστήριζε ο Αϊνστάιν. Διότι ακόμη και για τον πατέρα του νέου σχετικιστικού χωροχρόνου, η επίμονη ανθρώπινη «ψευδαίσθηση» για τη μη αναστρέψιμη ροή του χρόνου αποτελούσε τροχοπέδη για τη βαθύτερη, πληρέστερη κατανόηση και, εν τέλει, αχρονική περιγραφή της φύσης.

Εντούτοις, απ’ ό,τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, τίποτα δεν απεικονίζει καλύτερα τη μη αναστρέψιμη φυσική ροή του χρόνου, από τη μεταφορά του «βέλους του χρόνου», δηλαδή την κατεύθυνση και τη χρονική ασυμμετρία μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Η ύπαρξη αυτής της εγγενούς, στη φύση των πραγμάτων, χρονικής ασυμμετρίας επιβεβαιώθηκε όχι μόνο στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και σε όλα τα πολύπλοκα φυσικά συστήματα: από τη βιολογική ανάπτυξη και την εξέλιξη όλων των ζωντανών οργανισμών μέχρι τη διαμόρφωση και τη δυναμική των ουράνιων σωμάτων.

Μακριά από τη θερμοδυναμική ισορροπία, όλα τα ανοιχτά ενεργειακά φυσικά συστήματα του γνωστού μας Σύμπαντος τείνουν να αυτοοργανώνονται και να δημιουργούν διάφορες πολύπλοκες δομές, κάθε μία με τη δική της φυσική ιστορία, όπως συνέβη κατά το παρελθόν –και εξακολουθεί να συμβαίνει!– με τα βιολογικά, τα ανθρωπολογικά και τα ευρύτερα οικολογικά συστήματα στον πλανήτη μας.

Ανθρωπιστική ή επιστημονική μονοκρατορία;

Αυτές οι θεωρητικές εξελίξεις στις φυσικομαθηματικές, αλλά και οι ανάλογες προσπάθειες στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες για την ιστορική αποδόμηση και σχετικοποίηση κάθε άχρονης και υπεριστορικής μορφής γνώσης αμφισβητούν πλέον ρητά την κυρίαρχη, μέχρι πρόσφατα, διάκριση και τη δυϊστική αντιπαράθεση των «δύο πολιτισμών»: μιας δήθεν παντοδύναμης, υπεριστορικής και άρα «αντιανθρωπιστικής» φυσικής επιστήμης, και την εναλλακτική θεώρηση ενός εξίσου υπεριστορικού και γνωστικά παντοδύναμου «αντιεπιστημονικού ανθρωπισμού».

Οι οποίες, από κοινού, έχουν δημιουργήσει μία βαθύτατα προβληματική στάση νοητικής-πολιτισμικής προκατάληψης, που καθιστά αναποτελεσματική, όταν δεν απαξιώνει εντελώς, κάθε προσπάθεια γνωστικής ή πρακτικής υπέρβασης αυτής της δυϊστικής γνωστικής και κοινωνικής παγίδας, που, μέχρι τώρα, απαγορεύει τον διάλογο και τη δημιουργική αλληλεπίδραση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες.

Παρά τα πολύ σοβαρά επικοινωνιακά εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν, το πολύ καυτό πρόβλημα του διαλόγου και της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις «ανθρωπιστικές» και τις «φυσικές» επιστήμες αντιμετωπίζεται, σήμερα, με τη δημιουργία νέων δικτύων για την αμοιβαία επικοινωνία και τη δημιουργική συνεργασία μεταξύ των επιστημόνων που εργάζονται στις «φυσικές» και στις «ανθρωπιστικές» επιστήμες.

Ομως, αυτά τα «δίκτυα» ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη μεταφορά, αυτές οι «γέφυρες» επικοινωνίας προϋποθέτουν την οικοδόμηση μιας κοινής «γλώσσας», που θα επιτρέπει όχι απλώς την αμοιβαία κατανόηση αλλά και την ισότιμη ανταλλαγή των γνώσεων που παράγονται από τις διαφορετικές επιστήμες. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι η συστηματική υποτίμηση, αν όχι η πλήρης απαξίωση των ανθρωπιστικών επιστημών στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε προσπάθεια διαλόγου μεταξύ τους.

Η σχεδόν απόλυτη μονοκρατορία, κατά τον 21ο αιώνα, των τεχνοεπιστημών είναι μία εμφανώς σκοταδιστική βιοπολιτική επιλογή, που ασφαλώς έχει ήδη πολύ αρνητικές συνέπειες, όχι μόνο για την ανθρώπινη σκέψη, αλλά και για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται, άμεσα, η δημιουργία ενός νέου μετανεωτερικού και πλανητικού διαφωτιστικού κινήματος, το οποίο οφείλει να είναι προγραμματικά όχι μόνο «διεπιστημονικό» αλλά «πολυ-επιστημονικό» και πολυφωνικό. Ακριβώς όπως ήταν και ο Διαφωτισμός που εμφανίστηκε στην Ευρώπη κατά τα μέσα του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, και έκτοτε άλλαξε τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης συνολικά.

Ομως, για την ιστορική αναγκαιότητα ενός τέτοιου νέου πολυ-επιστημονικού και πλανητικού διαφωτισμού θα μιλήσουμε αναλυτικά στο μεθεπόμενο άρθρο μας, με τον Φίλιππο Δρακονταειδή, πολύ γνωστό συγγραφέα και μεταφραστή των «Δοκιμίων» του πρωτοπόρου Γάλλου διαφωτιστή Μισέλ ντε Μοντέν (Michel de Montaigne).

Σπύρος Μανουσέλης

''Μηχανές του νου''

4/3/2023

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/380727_i-poly-epistimoniki-yperbasi-toy-hasmatos



              ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                





 Δημιουργώντας γέφυρες μεταξύ των επιστημών.

    Πώς η αμοιβαία γνωστική εθελοτυφλία και η επώδυνη επικοινωνιακή κωφότητα μεταξύ των «θετικών-φυσικών» και των «θεωρητικών-ανθρωπιστικών» επιστημών συντηρούν το ανυπέρβλητο φαινομενικά χάσμα ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες»; Ενα βασανιστικό ερώτημα που προσπαθούμε να διαφωτίσουμε με τη βοήθεια του Γιώργου Ευαγγελόπουλου ► «Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ενδέχεται να αποδειχθεί ότι οι παραλληλίες μεταξύ θεωρητικών και θετικών επιστημών είναι εντέλει λιγότερες, ενώ οι τομές τους, οπότε και οι δυνατές συμπλεύσεις τους, περισσότερες!» υποστηρίζει ο Γ. Ευαγγελόπουλος.

Το πολυπόθητο, μέχρι χθες, οριστικό διαζύγιο ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, σήμερα όχι μόνο δεν θεωρείται αναγκαίο, αλλά είναι και καταστροφικό: απαξιώνοντας την πλούσια ανθρωπιστική-κοινωνική σκέψη και έρευνα φτωχαίνει υπερβολικά την ανθρώπινη επιστημονική γνώση.

Για την επιστημονική σημασία των αμοιβαίων αποκλεισμών -αλλά και των δημιουργικών αλληλεπιδράσεων- ανάμεσα στις δύο ασύμβατες, αλλά κυρίαρχες γνωστικές προσεγγίσεις, κυκλοφόρησε πρόσφατα, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το μικρό αλλά ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Γιώργου Ευαγγελόπουλου με τίτλο «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες. Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους», το οποίο προλογίζει ο Στέφανος Τραχανάς. Με αφορμή αυτό το βιβλίο ζητήσαμε από τον συγγραφέα του να μας παρουσιάσει τις θέσεις του γι’ αυτό το βαθύ γνωσιολογικό και πολιτισμικό ρήγμα στην ανθρώπινη σκέψη.

● Πριν από 64 χρόνια, ο Βρετανός φυσικός επιστήμονας και λογοτέχνης Charles Percy Snow χρησιμοποίησε τον όρο «οι δύο κουλτούρες» για να περιγράψει την εξαιρετικά προβληματική -τόσο γνωσιολογικά όσο και πρακτικά- κατάσταση της άβολης συνύπαρξης δύο εναλλακτικών (εκ φύσεως;) γνωστικών προσεγγίσεων, όπως είναι οι λεγόμενες «θετικές-φυσικές» και «θεωρητικές-ανθρωπιστικές» επιστήμες. Ποια θεωρείται ότι είναι τα πιο αποφασιστικά βήματα που έγιναν, έκτοτε, για την υπέρβαση των αμοιβαίων αποκλεισμών που εμποδίζουν την επικοινωνία και τη δημιουργική σύνθεση ανάμεσα σε αυτές τις δύο εξίσου αναγκαίες νοητικές προσεγγίσεις μας;

Κατ’ αρχάς, σε επίπεδο μεθοδολογίας, τα οικονομικά και πολλές από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες αποπειράθηκαν να μιμηθούν τις αποκαλούμενες θετικές επιστήμες, δηλαδή να «επιστημονικοποιηθούν» κατά το πρότυπο των τελευταίων. Για παράδειγμα, ο C.G. Hempel, από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του φιλοσοφικού ρεύματος του λογικού εμπειρισμού, ακολουθώντας τη φυσιοκρατική παράδοση του J. S. Mill, υποστήριξε ότι η εξήγηση και η πρόβλεψη στις κοινωνικές επιστήμες έχουν την ίδια λογική δομή με αυτή των φυσικών και των βιολογικών επιστημών.

Αυτή η προσέγγιση παρήγαγε κάποια θετικά έως και θεαματικά αποτελέσματα στα οικονομικά, στις κοινωνικές και στις ανθρωπιστικές επιστήμες, τα οποία προσωπικά καθόλου δεν υποτιμώ (το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα), παρά τη σημερινή μεγάλη υποχώρηση της επιρροής του λογικού εμπειρισμού ως φιλοσοφίας της επιστήμης. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες επιστημών, παρότι, ασφαλώς, τα κίνητρα που είχαν όσοι την επιδίωξαν ήταν άλλα.

Πιο ουσιαστικό, όμως, για την επίτευξη αυτής της προσέγγισης θεωρώ το γεγονός ότι σήμερα μελετάμε όλο και περισσότερο την πολυπλοκότητα τόσο φυσικών και βιολογικών όσο και κοινωνικοπολιτικών φαινομένων, η οποία αναδεικνύει τη μετάβαση/εξέλιξη από το απλό στο πολύπλοκο στη φύση, αλλά και στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ενδέχεται να αποδειχθεί ότι οι παραλληλίες μεταξύ θεωρητικών και θετικών επιστημών είναι εντέλει λιγότερες, ενώ οι τομές τους, οπότε και οι δυνατές συμπλεύσεις τους, περισσότερες!

Η επιστημονική διερεύνηση, π.χ., του προβλήματος της συνείδησης (consciousness) επιχειρείται με τη βοήθεια της νευροφυσιολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης, της ιατρικής και της βιολογίας, αλλά και της φυσικής και των μαθηματικών, ενώ η φιλοσοφία «ελέγχει» τόσο τις θεωρητικές προκείμενες όσο και τα αποτελέσματα της διεπιστημονικής αυτής προσέγγισης. Από την άλλη, η μελέτη του ζητήματος των οικονομικών ανισοτήτων σε διεθνές επίπεδο δεν αφορά μόνον την οικονομική επιστήμη, τη γεωοικονομία και τις Διεθνείς Σχέσεις, αλλά και την πολιτική και την ηθική φιλοσοφία (π.χ., με τη διερεύνηση των προϋποθέσεων και κριτηρίων για τη διατύπωση μίας ή και περισσοτέρων θεωριών διεθνούς δικαιοσύνης).

● Μια διαδεδομένη παρανόηση θεωρεί τις κατακτήσεις των φυσικών επιστημών ως «αντικειμενικά αληθείς», και άρα σχετικά αυτόνομες από την ιστορική συγκυρία και τον εκάστοτε πολιτισμό, ενώ, αντίθετα, τις κατακτήσεις των ανθρωπιστικών-κοινωνικών επιστημών και τα επιτεύγματα των καλών τεχνών ως τα πρόσκαιρα προϊόντα της εποχής τους ή της κουλτούρας που τα παράγει. Αυτή η εκ των προτέρων άνιση γνωσιολογική αξιολόγηση δεν καθιστά αδιανόητη κάθε προσπάθεια αμοιβαίας επικοινωνίας και εκ των πραγμάτων ανέφικτη την, κατά τα άλλα, αναγκαία συνεργασία ανάμεσα στις δύο κουλτούρες;

Πολύ ωραία ερώτηση! Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια ικανοποιητική απάντηση. Προηγουμένως, όμως, ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι, όπως αναφέρατε στο ωραίο κείμενό σας, «Το χάσμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες», στο φύλλο της προηγούμενης εβδομάδας (18-19.2.2023), η αντίληψη περί «αντικειμενικά αληθών» φυσικών επιστημών οδηγεί συχνά στην πρόσληψη των τελευταίων ως «αντιανθρωπιστικών», από σημαντική μερίδα του ευρέος κοινού.

Επί των ανωτέρω, έχω να παρατηρήσω τα εξής: αν διαβάσει κανείς την πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή του ιστορικού της επιστήμης, Κώστα Γαβρόγλου, στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του νομπελίστα φυσικού Steven Weinberg, με τίτλο «Πώς να εξηγήσουμε τον κόσμο. Το ταξίδι για την ανακάλυψη της σύγχρονης επιστήμης» (Ροπή, 2016), θα διαπιστώσει ότι η κριτική που του ασκεί συνίσταται στο ότι ο Weinberg θεωρεί πως, κατά τη μελέτη της ιστορίας της φυσικής, κάθε φυσική θεωρία του παρελθόντος θα πρέπει να κρίνεται με βάση το πόσο αυτή μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε σε ερωτήματα που απασχολούν τη φυσική σήμερα. Ενώ, σύμφωνα με τον καταξιωμένο ιστορικό της επιστήμης David Lindberg, στον οποίο ο Γαβρόγλου παραπέμπει, «ο γνώμονας για κάθε επιστημονική θεωρία δεν είναι ο βαθμός που προέβλεψε τη σύγχρονη σκέψη, αλλά ο βαθμός της επιτυχίας που είχε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της εποχής του»).

Χωρίς να αρνούμαι τη σχέση των επιστημονικών θεωριών με τις κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές διεργασίες στις κοινωνίες όπου αυτές αναπτύσσονται (που σημαίνει ότι δεν αρνούμαι τη χρησιμότητα, άρα ούτε και την αυτοτέλεια του κλάδου της ιστορίας της επιστήμης), ας μου επιτραπεί να πω ότι συμφωνώ με τον Weinberg όταν ισχυρίζεται τα ακόλουθα: «Παρόλο που οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι οι θεωρίες τους συχνά φέρουν τη σφραγίδα του κοινωνικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο του οποίου σχηματίζονται, θέλουμε να πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ψεγάδι, κάποια σκωρία που απομένει στο μέταλλο, την οποία ελπίζουμε τελικά να εξαλείψουμε. Εχουμε αισθανθεί την ισχυρή έλξη που οι αληθινές θεωρίες ασκούν στη σκέψη μας, μια έλξη που μοιάζει να μη σχετίζεται στο ελάχιστο με το κοινωνικό σκηνικό της έρευνάς μας».

Για τη φυσική (τη «βασικότερη» από τις φυσικές επιστήμες), ανώτατος και οριστικός κριτής της ορθότητας των θεωριών της είναι το πείραμα και η παρατήρηση. Η μεγάλη πολιτισμική αξία της πειραματικής μεθόδου έγκειται στο ότι εξασφαλίζει στη φυσική επιστήμη τον «θεμελιώδη αντιδογματισμό» της, κατά την προσφυή διατύπωση του Στέφανου Τραχανά. Αυτός ο θεμελιώδης αντιδογματισμός της φυσικής, το πνεύμα της αμφιβολίας και ο διαρκής αναθεωρητισμός που τη διακρίνουν απορρέουν από την ετυμηγορία του πειράματος και αποτελούν πολύτιμο μέρος του ηθικού πολιτισμού της ανθρωπότητας! Θεωρώ ότι η αποδοχή αυτής της αλήθειας μπορεί να βοηθήσει να έρθουν οι φυσικές επιστήμες πιο κοντά με τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές επιστήμες, όπως και με τις καλές τέχνες.

● Ανάμεσα στις πολυάριθμες «γλώσσες» που επινόησαν οι άνθρωποι για να περιγράφουν και να επικοινωνούν ό,τι γνωρίζουν, τα μαθηματικά αποτελούν αναμφίβολα το πιο αυστηρό, συνεπές και αυτάρκες νοητικό σύστημα, τόσο αυτάρκες που η εγκυρότητά του δεν χρήζει καμίας εξωτερικής εμπειρικής επιβεβαίωσης. Αλήθεια, διαθέτουμε σήμερα επαρκή μαθηματικά εργαλεία για να περιγράψουμε την πολυπλοκότητα της φυσικής και της ανθρώπινης πραγματικότητας;

Δύσκολη ερώτηση, καθώς προϋποθέτει ένα τεράστιο εύρος γνώσεων σε πολλές επιστήμες, που, ασφαλώς, δεν διαθέτω. Παραταύτα, θα επιχειρήσω να σας απαντήσω όσο πιο συνετά μπορώ. Οσον αφορά την εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών στη φυσική, συντάσσομαι, και πάλι, με τον Steven Weinberg, όταν λέει: «Τα μαθηματικά αποτελούν το μέσον με τη βοήθεια του οποίου καταλήγουμε σε συμπεράσματα σχετικά με τις συνέπειες των φυσικών αρχών. Επιπλέον, αποτελούν την αναγκαία γλώσσα στην οποία διατυπώνονται οι αρχές της φυσικής επιστήμης. Λειτουργούν συχνά ως πηγή έμπνευσης για νέες ιδέες αναφορικά με τις φυσικές επιστήμες και με τη σειρά τους οι ανάγκες της επιστήμης συχνά καθοδηγούν εξελίξεις στα μαθηματικά. Το έργο ενός θεωρητικού φυσικού, του Εντουαρντ Ουίτεν [Edward Witten] έχει προσφέρει σημαντική γνώση στο πεδίο των μαθηματικών, σε τέτοιο σημείο που το 1990 του απένειμαν ένα από τα σημαντικότερα βραβεία μαθηματικών, το Μετάλλιο Φιλντς. Ωστόσο, τα μαθηματικά δεν συγκαταλέγονται στις φυσικές επιστήμες. Τα μαθηματικά από μόνα τους, χωρίς παρατήρηση, δεν είναι σε θέση να μας πουν οτιδήποτε για τον κόσμο».

Είναι βέβαιο ότι δεν διαθέτουμε τα απαιτούμενα μαθηματικά εργαλεία για να περιγράψουμε πολλά φυσικά φαινόμενα. Πολλές φορές έχω εντυπωσιαστεί βαθύτατα από μεγαλοφυείς συλλήψεις κάποιων κορυφαίων φυσικών προς αυτή την κατεύθυνση, όπως, π.χ., συνέβη με την ανακάλυψη και διατύπωση των κβαντικών νόμων στη γλώσσα των μητρών από τον Werner Heisenberg.

Οσο για τη χρήση των μαθηματικών στα οικονομικά (που έχουν καταστεί μια «εφαρμοσμένη μαθηματική επιστήμη») και στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, σαφώς έχουν αποδώσει κάποια πολύ σημαντικά αποτελέσματα, κυρίως σε επίπεδο μετρήσεων και προβλέψεων. Παραταύτα, τα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται, παρότι συνεχώς εξελίσσονται και γίνονται πιο «συμπεριληπτικά», δεν «εξαντλούν» την πραγματικότητα. Ενίοτε, μάλιστα, την υπεραπλουστεύουν.

● Η σχεδόν καθολική αναγνώριση της τρέχουσας πλανητικής κρίσης και των εγγενών ιστορικών ορίων στη γνωστική ιδιοποίηση τόσο της φυσικής-βιολογικής όσο και της κοινωνικοπολιτικής-ανθρωπιστικής πραγματικότητας δεν θα έπρεπε να είναι ένα επαρκές κίνητρο για την υπέρβαση των «συντεχνιακών» προκαταλήψεων και της παραδοσιακής μεταφραστικής αδυναμίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο εξίσου ανθρωπογενείς και γνωσιακά συμπληρωματικές προσεγγίσεις;

Εχετε απόλυτο δίκαιο στην επισήμανση του παγκόσμιου χαρακτήρα πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη ανθρωπότητα, όπως, π.χ., το περιβαλλοντικό, το ζήτημα των ανισοτήτων, κ.λπ. Στο ζήτημα των ανισοτήτων ήδη αναφέρθηκα, απαντώντας στο πρώτο ερώτημά σας. Τώρα, για την επίλυση του περιβαλλοντικού, απαιτούνται γνώσεις φυσικής του περιβάλλοντος, της χημείας (για τη διαχείριση των αποβλήτων), αλλά και άλλων φυσικών επιστημών, εν συνδυασμώ με τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν σε κρίσιμα ερωτήματα ηθικής φύσης για το ποιες είναι οι πρωτεύουσες αξίες που επιθυμεί η σύγχρονη ανθρωπότητα να προστατεύσει και να υπηρετήσει. Κι όλα αυτά απαιτούν, στο τέλος, κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, οπότε το ερώτημα είναι ποιος θα τις λάβει και με ποια (δημοκρατική) νομιμοποίηση; Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της παγκόσμιας οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας που, κατά τον διεθνολόγο Christian Reus-Smit, οφείλει να αποτελεί το κεντρικό ερώτημα της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων (βλ. το βιβλίο του, Διεθνείς Σχέσεις – Μια πολύ σύντομη εισαγωγή, Πεδίο, 2022).

Το πόσο σύνθετα είναι τα σύγχρονα προβλήματα, γεγονός που καθιστά επιτακτική την υπέρβαση της «μεταφραστικής αδυναμίας» -όπως πολύ εύστοχα το θέτετε- που χαρακτηρίζει τη σχέση της προσέγγισης της φυσικής-βιολογικής, αφενός, και της ανθρωπιστικής-κοινωνικοπολιτικής, αφετέρου, πραγματικότητας, το αντιλαμβάνεται κανείς και από την παράθεση ενός τελευταίου παραδείγματος: μήπως, όπως υποστηρίζει ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Klaus Schwab, ο κόσμος βρίσκεται εν μέσω μιας τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η οποία ανάγει την ψηφιακή επανάσταση σε ένα ποιοτικώς νέο επίπεδο, καθώς το βασικό χαρακτηριστικό της είναι «ένας συγκερασμός τεχνολογιών που θολώνει τα όρια μεταξύ φυσικών, ψηφιακών και βιολογικών σφαιρών»;


📍 Ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο νέο βιβλίο του «Θεωρητικές και Θετικές Επιστήμες», περιγράφει διάφορες πτυχές του βαθύτατου γνωσιολογικού και πολιτισμικού ρήγματος που διαφοροποιεί και απομονώνει τις δύο μείζονες κουλτούρες, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εμπεριστατωμένες αναλύσεις του για τη διακριτή θέση και τον «σκοτεινό» ρόλο των μαθηματικών, τόσο για την ενίσχυση-παγίωση όσο και για την αμφισβήτηση-διάψευση αυτής της δυϊστικής θεώρησης

Σπύρος Μανουσέλης
''Μηχανές του νου''

25/2/2023

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/379914_dimioyrgontas-gefyres-metaxy-ton-epistimon