Οι επιπτώσεις της γήρανσης του παγκόσμιου πληθυσμού.
Του Κώστα Ράπτη
Ο παγκόσμιος πληθυσμός γερνά – και οι πολιτικο-οικονομικές επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης δεν είναι εύκολο να υπολογισθούν εκ των προτέρων.
Η ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού εκτίναξε τον αριθμό των ανθρώπων που κατοικούν πάνω στη Γη, καθώς και τον αριθμό αύξησής του. Από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι το 1927, δηλ. περίπου εκατό χρόνια αργότερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός πέρασε από το 1 στα 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Όμως χρειάστηκαν μόνο 33 χρόνια επιπλέον για να φτάσει, το 1960, τα 3 δισεκατομμύρια. Έκτοτε προστίθεται άλλο 1 δισεκατομμύριο κάθε δώδεκα χρόνια περίπου – και τα 8 δισεκατομμύρια ανθρώπων που τώρα κατοικούν τον πλανήτη θα γίνουν 9 σε δεκαπέντε χρόνια.
Όμως οι προβολές που προέβλεπαν διαρκή αύξηση του πληθυσμού διαψεύδονται. Η αυξητική τάση "φρενάρει" και ο 21ος αιώνας θα αποδεχθεί αυτός της παγκόσμιας δημογραφικής κορύφωσης, πριν την (ήδη δρομολογημένη εν μέρει) αποκλιμάκωση. Κατά τους υπολογισμούς του ΟΗΕ, το ανώτατο όριο θα επέλθει το 2085 και θα είναι τα 10,4 δισεκατομμύρια.
Διπλή τάση
Τι εξηγεί αυτήν τη φαινομενικώς παράδοξη πορεία; Η διπλή φύση των τάσεων που πυροδοτεί ο εκσυγχρονισμός και η αστικοποίηση (σύμφωνα με το πρόγραμμα Habitat των Ηνωμένων Εθνών, από το 2006 και μετά η πλειονότητα των ανθρώπων ζει, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε πόλεις και όχι στην ύπαιθρο). Από τη μία, η πρόοδος στις συνθήκες διαβίωσης (πρωτίστως την ύδρευση και την αποχέτευση), καθώς και στην ιατρική επιστήμη, καθιστά τη ζωή των ανθρώπων πιο μακρά. Από την άλλη, όμως, η γεννητικότητα υποχωρεί, καθώς απομακρυνόμαστε από το πρότυπο της αγροτικής ζωής και η αντισύλληψη γενικεύεται.
Οι δύο αυτές τάσεις, που αρχικά αποτελούσαν γνώρισμα της βιομηχανικής Δύσης, εξαπλώνονται, άνισα αλλά σταθερά, και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Στις πλούσιες χώρες το προσδόκιμο επιβίωσης έχει αυξηθεί κατά περίπου δέκα χρόνια και συνήθως πλέον ξεπερνά τα 80 έτη. Αλλά και σε χώρες μικρότερου εισοδήματος έχει διπλασιασθεί σε σχέση με το 1950, φθάνοντας τα 63 έτη, με κύριο οδηγό τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας. Το 1972 το 14% των νεογέννητων σε Ινδία και Αφρική δεν επιβίωνε μέχρι τα πρώτα του γενέθλια – το ποσοστό αυτό έχει πλέον περιορισθεί στο 2,6% και 4,4% αντιστοίχως.
Στο πεδίο της γεννητικότητας, η Αφρική παραμένει εξαίρεση: από το 1 δισεκατομμύριο ανθρώπων που θα προστεθούν στον πλανήτη μέχρι το 2037, οι μισοί θα προέρχονται από εκεί, όπως και κάθε άλλη αύξηση του πληθυσμού μετέπειτα.
Όμως παντού αλλού τα ποσοστά μειώνονται – ενίοτε δραματικά. Σε περισσότερες από τις μισές χώρες της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένων των δημογραφικών γιγάντων της Κίνας και της Ινδίας, αντιστοιχούν λιγότερες από 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα, που είναι και το όριο αναπλήρωσης του πληθυσμού. Σε περιοχές όπως η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ ο δείκτης έχει πέσει κάτω από το ένα παιδί ανά γυναίκα. Ο παγκόσμιος μέσος όρος διαμορφώνεται στο 2,3 και κοινωνίες που τώρα φαντάζουν άκρως νεανικές, όπως αυτές της Μέσης Ανατολής, σύντομα θα περάσουν σε φάση δημογραφικής συρρίκνωσης.
Μικρότερο εργατικό δυναμικό
Οι οικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού απασχολούν κυρίως τη διεθνή δημόσια συζήτηση αποκλειστικά σε σχέση με την Κίνα, η οποία πληρώνει τη μέχρι πρότινος ισχύουσα "πολιτική του ενός παιδιού". Όμως αφορούν πολύ περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανομένων αυτών της G7.
Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Μάικ Ρόμπερτς στην ιστοσελίδα του The Next Recession, η σταδιακή μείωση του εργατικού δυναμικού συνιστά μείζονα ανατροπή, την οποία επιδεινώνει το γεγονός της οριακής και μόνο αύξησης της παραγωγικότητας του υπάρχοντος. Η χρόνια υποχώρηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου έχει οδηγήσει σε μείωση των παραγωγικών επενδύσεων και αυτή με τη σειρά της προκαλεί στασιμότητα στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Το αποτέλεσμα είναι οι ανεπτυγμένες οικονομίες να καταγράφουν μέση ετήσια αύξηση παραγωγικότητας μικρότερη της ποσοστιαίας μονάδας την τελευταία πενταετία και μόνο οι ΗΠΑ "εξέχουν" (με ένα κατά τα λοιπά ταπεινό 1,4%), επωφελούμενες της εισροής μεταναστευτικού πληθυσμού.
Χωρίς να υπολογίζουμε τυχόν εξωγενή σοκ, θα πρέπει να αναμένουμε μεσοπρόθεσμα μείωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας κατά μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως, ενώ οι αγγλοσαξονικές οικονομίες θα κρατηθούν σε θετικά ποσοστά όχι ανώτερα του 1,5%. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του 20ού αιώνα είναι πια πολύ μακρινοί.
Το χάσμα γενεών στην κάλπη
Τα εκλογικά σώματα στα οποία κυριαρχούν οι νεότερες ηλικίες έχουν πολύ διαφορετικές προτεραιότητες από αυτά στα οποία έχουν μεγαλύτερο ειδικότερο βάρος οι μη παραγωγικές ηλικίες. Στην πρώτη περίπτωση, τον τόνο δίνει η διεκδίκηση ευκαιριών και αναπτυξιακών οραμάτων, ενώ στη δεύτερη η αποφυγή των ρίσκων και η διατήρηση κεκτημένων. Δεν είναι τυχαίο, από αυτή την άποψη, ότι τα (όλο και λιγότερο βιώσιμα) συνταξιοδοτικά συστήματα αποτελούν το επίκεντρο των πολιτικών τριβών σε όλο και περισσότερες κοινωνίες. Σε ένα περιβάλλον δε όπου η νεολαία βρίσκει "κλειστές πόρτες", οι αποκλίσεις μπορούν να γίνουν εκρηκτικές.
Και τα πράγματα περιπλέκονται πολύ περισσότερο όταν υπεισέρχεται ο πολιτισμικός παράγοντας, δηλ. η πρόταξη των αξιών της ελευθερίας, της ατομικής αυτονομίας και του κοσμοπολιτισμού από την τωρινή γενιά των εικοσάρηδων, που ενηλικιώθηκε, λ.χ., μέσα στην πανδημία ή την προκαταβολική απαξίωση της προοπτικής της σταθερής καριέρας.
Πράγματι, σε όλη την Ευρώπη, παρατηρεί το Eurointelligence, μια μεγάλη διαφορά στις πολιτικές αντιλήψεις και τις εκλογικές συμπεριφορές χωρίζει όσους είναι κάτω των 30 ετών από όσους έχουν περάσει αυτό το ηλικιακό όριο. Η τάση που κυριαρχεί στη λεγόμενη GenX είναι σε γενικές γραμμές αντισυστημική και ευνοεί τις τομές. Αυτό στην παρούσα φάση παίρνει συνήθως αριστερό πρόσημο, αλλά όχι απαραιτήτως παντού.
Στη Βρετανία η δημοσκοπική άνοδος των Εργατικών και η ανάδειξη ζητημάτων όπως η στέγαση αποδίδεται ευθέως στις προτιμήσεις των νεότερων ψηφοφόρων, που άλλωστε είναι επιδεικτικά ξένοι προς τις ευρωσκεπτικιστικές ευαισθησίες των μεγαλυτέρων. Στη Γαλλία, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, ο πρόεδρος Μακρόν αποτέλεσε σαφώς την επιλογή των συνταξιούχων, ενώ από τη νεανική ψήφο επωφελήθηκε κυρίως ο Μελανσόν και η Λεπέν. Στη Γερμανία οι μικρότερης ηλικίας ψηφοφόροι, σνομπάροντας τα πάλαι ποτέ μεγάλα κόμματα, στρέφονται προς τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Στην Ιταλία το Κίνημα Πέντε Αστέρων απομένει επιλογή όσων βίωσαν από πρώτο χέρι την κρίση της Ευρωζώνης, αλλά όχι των εικοσάρηδων, οι οποίοι δίνουν μια νέα ευκαιρία στο Δημοκρατικό Κόμμα, που πολύ χαρακτηριστικά μόλις εξέλεξε ηγέτιδα την 37χρονη Έλι Σλάιν.
Με άλλα λόγια, εξαιρετικά αντιφατικές επιλογές, οι οποίες όμως έχουν ως
κοινό παρονομαστή τη διάθεση "να αλλάξουν τα πράγματα", κερδίζουν
έδαφος στην ευρωπαϊκή νεολαία, σε αντίθεση προς το κυρίαρχο πνεύμα των
"προσεκτικά μετρημένων βημάτων".
5/3/2023
https://www.capital.gr/epikairotita/3702178/oi-epiptoseis-tis-giransis-tou-pagkosmiou-plithusmou