Το μήνυμα του Χριστού;
Το μήνυμα του Χριστού.
Σε όλες τις εποχές, για ορισμένες ομάδες που αναφέρονταν στον χριστιανισμό των Ευαγγελίων, ο Χριστός μπόρεσε να αντιπροσωπεύει ένα πολιτικό είδωλο, αυτόν που προαναγγέλλει μια νέα κοινωνική τάξη
Συνέντευξη του ιστορικού Ζαν-Λικ Πουτιέ που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό L’ Obs
● Η διδασκαλία του Ιησού περιέχει κάποιο πολιτικό μήνυμα;
Τα Ευαγγέλια καταδεικνύουν αντίθετα ότι αρνείται να θίξει τα εγκόσμια ζητήματα. Αυτό εκφράζεται ιδίως με την περίφημη φράση: «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Ο Ιησούς λέει ακόμα: «Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Με την άρνησή του αυτή απογοητεύει ορισμένους από τους μαθητές του. Επειδή υπήρχε τότε, στη ρωμαϊκή επαρχία της Ιουδαίας, μια ισχυρή προσδοκία, εκείνη της έλευσης ενός Μεσσία, ο οποίος θα ηγούνταν μιας εξέγερσης του εβραϊκού λαού εναντίον των Ρωμαίων. Ο Ιησούς όμως αρνείται να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, αρνείται να γίνει ο «βασιλιάς των Ιουδαίων» – τίτλος που θα τον γράψουν οι Ρωμαίοι πάνω στον σταυρό του για να τον χλευάσουν. Αυτός ο τρόπος διάκρισης του εγκόσμιου και του πνευματικού χαρακτηρίζει την αρχαία εβραϊκή σκέψη. Ο εβραϊκός λαός υποτάχθηκε σε πολλές ξένες κυριαρχίες, γνώρισε πολλαπλές διασπορές, αλλά οι Εβραίοι της αρχαιότητας, που ζούσαν στην Ιουδαία ή αλλού, διατηρούσαν πάντοτε τη θρησκεία τους. Ο Ιησούς εγγράφεται επομένως σε μια μακρά παράδοση που σκεφτόταν ξεχωριστά το θρησκευτικό και το εγκόσμιο. Ωστόσο, το «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι…» του Ιησού αποτέλεσε, στην πορεία των αιώνων, αντικείμενο αναρίθμητων και μερικές φορές αντιφατικών ερμηνειών. Ο Απόστολος Παύλος βρίσκει σε αυτή τη φράση ένα επιχείρημα υπέρ της υποταγής των χριστιανών –οι οποίοι οφείλουν να φροντίζουν μόνο τα πνευματικά τους ζητήματα– στην εγκόσμια εξουσία. Ετσι, στο 13ο κεφάλαιο της «Επιστολής προς Ρωμαίους» νομιμοποιεί την εξουσία των αυτοκρατόρων υπογραμμίζοντας ότι «ου γαρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν». Και ζητάει από τους χριστιανούς της Ρώμης να υπακούουν στην αυτοκρατορική εξουσία παρά τους διωγμούς, να πληρώνουν τους φόρους τους και να τηρούν τους νόμους. Δυόμισι αιώνες αργότερα, μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου, η χριστιανική Εκκλησία τίθεται στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο αυτοκράτορας παρεμβαίνει σε όλες τις θρησκευτικές υποθέσεις, συγκαλεί και προεδρεύει στις συνόδους. Αυτή η μορφή «καισαροπαπισμού» θα διαρκέσει επί μακρόν στους κόλπους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην οποία ο εστεμμένος από τον Πατριάρχη «Βασιλεύς» είναι και ο επικεφαλής της Εκκλησίας. Στη Δύση αντίθετα, η καθυπόταξη της Εκκλησίας τίθεται γρήγορα υπό αμφισβήτηση με την αποδυνάμωση κι έπειτα την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Μετά τον επίσκοπο του Μιλάνου Αμβρόσιο, Πατέρα της Εκκλησίας ο οποίος επεξεργάστηκε στον 4ο αιώνα τη θεωρία του διαχωρισμού της πνευματικής από την εγκόσμια εξουσία, ο Πάπας Γελάσιος Α’, στα τέλη του 5ου αιώνα, υποστηρίζει την υπεροχή του πνευματικού σε σχέση με το εγκόσμιο, υπογραμμίζοντας ότι ο αυτοκράτορας είναι απλώς ένας χριστιανός όπως όλοι οι άλλοι. Ετσι άρχισε μια συζήτηση που γνώρισε πολλές αναζωπυρώσεις στη διάρκεια του Μεσαίωνα.
● Η Εκκλησία επομένως απομακρύνθηκε σε αυτό το ζήτημα, όπως και σε άλλα, από το μήνυμα του Χριστού. Ο Ιησούς όμως δεν έχει εμπνεύσει και κάμποσα πολιτικά κινήματα διαμαρτυρίας;
Πράγματι, σε όλες τις εποχές, για ορισμένες ομάδες που αναφέρονταν στον χριστιανισμό των Ευαγγελίων, ο Χριστός μπόρεσε να αντιπροσωπεύει ένα πολιτικό είδωλο, αυτόν που προαναγγέλλει μια νέα κοινωνική τάξη. Ιδίως στο πλαίσιο μιας αποκαλυψιακής σκέψης που προβλέπει την επιστροφή του Χριστού για ένα επίγειο βασίλειο χίλια χρόνια πριν από την Τελική Κρίση (η χιλιετία στην οποία πιστεύουν οι «χιλιαστές»). Αυτές οι ομάδες διαμαρτυρίας από τη διδασκαλία του Ιησού συγκρατούν πάνω απ’ όλα το εξισωτικό της μήνυμα, που αναγγέλλει το τέλος της διάκρισης ανάμεσα στον αφέντη και στον δούλο. Στο όνομα αυτού του εξισωτισμού και αυτού του επαναστατικού μεσσιανισμού, που στρέφεται εναντίον των πλούσιων και των ισχυρών, χριστιανοί στην Ευρώπη εξεγέρθηκαν, με αφετηρία τον 11ο αιώνα, για να εγκαθιδρύσουν αντικοινωνίες έτοιμες να υποδεχθούν την επιστροφή του Μεσσία. Μια από τις γνωστότερες από αυτές τις εξεγέρσεις ήταν εκείνη των διαφωνούντων αναβαπτιστών του Μίνστερ. Το 1534, κάποιος ονομαζόμενος Ιωάννης του Λέιντεν πήρε τον έλεγχο αυτής της γερμανικής πόλης, που αναγορεύτηκε σε «νέα Ιερουσαλήμ», στην οποία εγκαθίδρυσε μια θεοκρατία εγγυώμενος την κοινοκτημοσύνη των αγαθών καθώς και των προσώπων (πράγμα που επέτρεπε, μεταξύ άλλων, και την πολυγαμία). Στο τέλος μιας πολιορκίας, που κράτησε πάνω από έναν χρόνο, από τα στρατεύματα του επισκόπου της πόλης, ο οποίος είχε εκδιωχθεί, ενισχυμένα από τα στρατεύματα πολλών Γερμανών ηγεμόνων, το Μίνστερ καταλήφθηκε και όλοι οι αναβαπτιστές σφαγιάστηκαν. […]
● Την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κινήματα που ονομάζονταν «χριστιανοδημοκρατικά» συμμετείχαν σε δημοκρατικές κυβερνήσεις στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία…
Από τότε που εμφανίστηκαν, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αυτά τα χριστιανοδημοκρατικά κινήματα είχαν θέσει ως στόχο να προωθήσουν το μήνυμα των Ευαγγελίων στη δημοκρατική πολιτική ζωή, προκειμένου να κάνουν «ξανά χριστιανική» την κοινωνία. Η αναμέτρησή τους όμως με την άσκηση της εξουσίας, μετά το 1945, απέδειξε γρήγορα σε ποιο βαθμό αυτός ο στόχος ήταν ουτοπικός και αυτά τα κινήματα εκκοσμικεύτηκαν, καθώς έγιναν κόμματα σαν τα άλλα. Η κυριότερη αρετή τους ήταν τελικά το ότι μετέτρεψαν τους καθολικούς σε οπαδούς της δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου, μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα πολιτική εμπειρία, και πολύ πιο εναρμονισμένη στη θεωρία με το εξισωτικό ιδεώδες των Ευαγγελίων, είναι εκείνη της «θεολογίας της απελευθέρωσης» στη Λατινική Αμερική. Η έκφραση αυτή εμφανίστηκε στη διάρκεια ενός συνεδρίου των Λατινοαμερικανών επισκόπων που έγινε στο Μεντεγίν της Κολομβίας το 1968. Καθώς αντιμετώπιζε την ανάπτυξη της φτώχειας στην ήπειρό του, το λατινοαμερικανικό συμβούλιο των επισκόπων αποφάσισε τότε, με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Παύλου ΣΤ’, να προωθήσει «μιαν επιλογή υπέρ των φτωχών». Τροφοδοτώντας τους στοχασμούς τους κυρίως με μαρξιστικές αναλύσεις, οι Λατινοαμερικανοί ιερείς εκθειάζουν την αλληλεγγύη με τους απόκληρους, εκτιμώντας ότι η απελευθέρωση της ανθρωπότητας πρέπει να αρχίσει στον επίγειο κόσμο και όχι μόνο στο υπερπέραν. Αλλά μόλις εκλέχθηκε Πάπας, το 1978, ο Ιωάννης Παύλος Β’ παίρνει αποστάσεις από τη θεωρία της απελευθέρωσης, υποστηρίζοντας σε ένα ταξίδι του στο Μεξικό, το 1979, ότι «αυτή η αντίληψη ενός Ιησού πολιτικού επαναστάτη δεν εναρμονίζεται με τη διδασκαλία της Εκκλησίας». […]
📍 Γεννημένος το 1953 στη γαλλική πόλη Μπεζανσόν, ο Ζαν-Λικ Πουτιέ είναι ιστορικός που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μελέτη των θρησκευτικών ζητημάτων. Εχει διδάξει στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο των Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι. Από τα πολλά έργα που έχει γράψει, στη γλώσσα μας έχει εκδοθεί το βιβλίο: Denis Gira, Jean-Luc Pouthier «Οι θρησκείες σήμερα και ποιο το μέλλον τους» (μετάφραση: Μαρία Μουρκούση, Κασταλία 2007)
Θανάσης Γιαλκέτσης
https://www.efsyn.gr/themata/idees-palies-kai-nees/386128_minyma-toy-hristoy
15/4/2023