ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Η ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.


 Η ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.

Και δύο αντίθετα παραδείγματα δύο βιομηχανικών χωρών, της Γαλλίας και της Ιαπωνίας.

H συζήτηση που διεξάγεται εσχάτως γύρω από την οικονομική πολιτική της χώρας περιορίζεται, ως μονοκαλλιέργεια, σχεδόν αποκλειστικά στη φορολογική πολιτική. Και δεν συζητιούνται καθόλου τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, η οποία παραμένει θεμελιωδώς παρασιτική, παρά τις αλλαγές προς τη θετική κατεύθυνση που έχουν γίνει στη μεταμνημονιακή περίοδο, όπως η αύξηση των εξαγωγών

Το βασικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας είναι πως εξακολουθεί εν πολλοίς να παραμένει αγκιστρωμένη στο καταναλωτικό μοντέλο, παρότι αυτό κατέρρευσε με πάταγο κατά την κρίση των μνημονίων και η χώρα θα έπρεπε να βαδίσει προς μία παραγωγική κατεύθυνση.

Αν θέλαμε μάλιστα να προβούμε σε μία περιοδολόγηση της ελληνικής οικονομίας μεταπολεμικά, θα λέγαμε πως αυτή χωρίζεται σε δύο βασικές περιόδους: την πρώτη, 1949-1975, θα τη χαρακτηρίζαμε περίοδο συσσώρευσης με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Η Ελλάδα ήταν δεύτερη χώρα στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία, σε ρυθμούς ανάπτυξης, με τίμημα όμως μία μεγάλη εξωτερική μετανάστευση και υψηλές κοινωνικές ανισότητες. Στη δεύτερη περίοδο, εκείνη της μεταπολίτευσης, από το 1974 έως το 2009, κατά την οποία τα κέρδη της πρώτης περιόδου κατανέμονται δικαιότερα, περάσαμε στο άλλο άκρο, με υψηλή ροπή στην κατανάλωση και συρρίκνωση των επενδύσεων, εκτός των κατασκευών. Το αποτέλεσμα υπήρξε ένα αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, μια σχέση εισαγωγών/εξαγωγών τρία προς ένα και αύξηση του εξωτερικού δανεισμού.

Σε όλη αυτή την περίοδο, οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι εξαιρετικά χαμηλοί και η ελληνική οικονομία διασώζεται κατ’ εξοχήν από τις μεταβιβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως οι επενδύσεις στους παραγωγικούς τομείς είτε συρρικνώνονται είτε μένουν στάσιμοι, ενώ η κατανάλωση φτάνει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα – επί παραδείγματι, το 2008, η Ελλάδα είχε υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση από την Ιταλία!

Αυτό το μοντέλο κατέρρευσε με πάταγο μετά τη διεθνή κρίση του 2008, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25% και το ατομικό εισόδημα κατά 35%, εξαιτίας της αύξησης της φορολογίας. Στα μνημονιακά χρόνια, οι επενδύσεις θα καταρρεύσουν, ο εξωτερικός δανεισμός θα εκτιναχθεί και οι αμοιβές και οι συντάξεις θα μειωθούν, συχνά δραματικά.

Γίνεται λοιπόν προφανές πως η ελληνική οικονομία, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της σε μακροπρόθεσμη βάση, και να στηρίξει την ίδια την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, θα πρέπει να περάσει σε μία νέα περίοδο ισχυρής συσσώρευσης.

Και επειδή είμαστε μέλη μιας ενιαίας αγοράς με κοινό νόμισμα, όλα αυτά μπορούν και πρέπει να πραγματοποιηθούν σε συνθήκες ανοικτής οικονομίας.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την περαιτέρω συμπίεση του κόστους εργασίας, όπως είχε συμβεί στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ή εν μέρει στη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτή η συμπίεση, σήμερα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη μαζική είσοδο φτηνού εργατικού δυναμικού μεταναστών από την Ανατολή και την Αφρική. Αυτή η «λύση» όμως είναι απαράδεκτη εθνικά και κοινωνικά και εντελώς ανέφικτη εξαιτίας των τεράστιων αντιδράσεων που θα υπάρξουν. Άλλωστε, μια τέτοια επιλογή ανάπτυξης, στηριγμένης στο χαμηλό κόστος ανειδίκευτης εργασίας, καταδικάζει την Ελλάδα σε ένα οικονομικό μοντέλο έντασης εργασίας και χαμηλής παραγωγικότητας.

Σήμερα, το ποσοστό επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, παρά την τεράστια αύξησή τους το 2022, φθάνει μόλις το 13% του ΑΕΠ – έναντι του 23% στην Ευρώπη και πάνω από 25% στην Τουρκία. Η μόνη εφικτή λύση, προφανώς, είναι η αυξημένη ροή ξένων επενδύσεων, τόσο ιδιωτικών όσο και ευρωπαϊκών, μέχρις ότου ενισχυθούν και πάλι η εσωτερική συσσώρευση κεφαλαίου και οι αποταμιεύσεις.

Το ζήτημα των ελλειμμάτων στην απασχόληση θα μπορούσε και θα έπρεπε να λυθεί, αρχικώς, με αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων στον ελληνικό πληθυσμό κατά ένα εκατομμύριο άτομα τουλάχιστον. Πράγματι, οι εργαζόμενοι είναι μόλις 4,2 εκατομμύρια σε έναν πληθυσμό 10,6 εκατ., δηλαδή το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μαζί με την Ιταλία, όταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εργάζεται το 65%, τουλάχιστον, του πληθυσμού.

Όμως αυτό θα προϋπέθετε ένα ευρύτατο σύστημα προστασίας της μητρότητας, παιδικών σταθμών και κέντρων βοήθειας και οικονομικής ενίσχυσης στις εργαζόμενες μητέρες, που θα αποτελούσε και απάντηση στο δημογραφικό ζήτημα. Και όσο και αν κάποιοι φαντασιώνονται τη λύση του δημογραφικού με την «επιστροφή» της γυναίκας στο σπίτι, μια τέτοια επιλογή όχι μόνο θα ήταν αδύνατη κοινωνικά, αλλά, επιπλέον, θα μείωνε το εργατικό δυναμικό της χώρας αντί να το αυξήσει.

Παράλληλα, θα έπρεπε οι επενδύσεις να στρέφονται προνομιακά σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να ανεβεί η παραγωγικότητα της εργασίας, που εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, δηλαδή η Ελλάδα να ανεβεί τεχνολογική βαθμίδα, αντί να κατέβει με την επιλογή της φθηνής εργασίας.

Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και την τρέχουσα συζήτηση των κομμάτων γύρω από τα ζητήματα της φορολογίας. Η επιλογή της αντιπολίτευσης είναι η επιστροφή στο καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης, με τη μείωση του ΦΠΑ, όπου η ανάπτυξη θα προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από τη ζήτηση.

Όμως, όπως γνωρίσαμε με επώδυνο τρόπο, η άνοδος της κατανάλωσης, χωρίς αντίστοιχη άνοδο της εγχώριας παραγωγής, οδηγεί σε άνοδο των εισαγωγών. Εν πολλοίς, το ίδιο αποτέλεσμα έχει και η διόγκωση της κατανάλωσης των τουριστών. Γι’ αυτό και το 2022 αυξήθηκε το εμπορικό έλλειμμα –και όχι μόνο στην ενέργεια– από την άνοδο της κατανάλωσης, την οποία δεν μπορούσε να καλύψει η εγχώρια παραγωγή. Συναφώς, η πολιτική της αντιπολίτευσης στρέφεται προς τα πίσω, προς τον μεταπολιτευτικό παράδεισο, γι’ αυτό και έπαψε να αποτελεί πραγματικό πόλο του πολιτικού συστήματος, που κατέστη απελπιστικά μονοπολικό.

Όσο για τη Νέα Δημοκρατία, που απολαμβάνει τη θέση του μονοκράτορα, ορθά μιλάει για ανάπτυξη ως συνέπεια των επενδύσεων και προσδοκά την αύξηση των ξένων κεφαλαιακών εισροών. Ωστόσο, δεν επιμένει στο γεγονός ότι αυτές θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να κατευθύνονται με ειδικά κίνητρα στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Δεν βλέπει ότι το κράτος θα πρέπει να προχωρήσει το ίδιο, σε συνεργασία με το ιδιωτικό κεφάλαιο, σε εμβληματικές επενδύσεις στους τομείς της αμυντικής βιομηχανίας και της τεχνολογίας, όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν επενδύει μόνο του, όπως κάνει η Γαλλία. Διότι, απέναντι στο κράτος - ελέφαντα, που πνίγει την παραγωγή και την κοινωνία, ή το κράτος - απλό νυχτοφύλακα, υπάρχει και το κράτος που επιταχύνει την ανάπτυξη σε κομβικούς τομείς με τη δική του παρέμβαση.

Εάν τα πράγματα αφεθούν μόνο στους νόμους της αγοράς, εξαιτίας του τουρισμού, του ναυτιλιακού συναλλάγματος, των εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ροπή των Ελλήνων προς την κατανάλωση, η πληθώρα των χρηματικών εισροών κινδυνεύει να προσανατολιστεί και πάλι προς την κατανάλωση και όχι προς την παραγωγή.

Επί πλέον, στο πρόγραμμά της, η ΝΔ δεν συνδέει καθόλου το ζήτημα της δημογραφίας και της προστασίας της μητρότητας με την ανάγκη διεύρυνσης της αγοράς εργασίας και της τεχνολογικής αναβάθμισης της χώρας.

Έτσι όμως δεν καθίσταται μοιραία η επιλογή της μαζικής μετανάστευσης, με όλες τις κατακλυσμικές συνέπειες που θα έχει σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, στο σύνορο των κόσμων και σε δημογραφική συρρίκνωση; Και δεν θα οδηγήσει πάλι σε ανάπτυξη υψηλής έντασης εργασίας και χαμηλής έντασης κεφαλαίου;

Και κλείνω με δύο αντίθετα παραδείγματα δύο βιομηχανικών χωρών. Τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Η πρώτη επέλεξε, ίσως και λόγω αποικιών, το μοντέλο της μαζικής εισόδου μεταναστών, με αποτέλεσμα μια μόνιμη κοινωνική αναταραχή, την κρίση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και χαμηλή άνοδο της παραγωγικότητας. Η Ιαπωνία επέλεξε το αντίθετο μοντέλο. Αντιμετώπισε το ζήτημα όχι με μετανάστες, αλλά με… ρομποτοποίηση και τεχνολογική αναβάθμιση. Έτσι διατηρεί και υψηλή παραγωγικότητα και υψηλούς μισθούς, και προπαντός διασφαλίζει την κοινωνική της συνοχή.

Γιώργος Καραμπελιάς, Αρθρογράφος
Συγγραφέας, Πολιτικός Αναλυτής


Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής. Γεννήθηκε το 1946 στην Κάτω Αχαΐα. Από το 1964 έως το 1967 ήταν φοιτητής της Ιατρικής και από το 1967 σπούδασε Οικονομία στη Γαλλία. Από το 1964 έως το 1966 ήταν μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη και γραμματέας της οργάνωσης της Ιατρικής και μέλος του ΔΣ του Συλλόγου της Σχολής. Από το 1966 μέχρι σήμερα δραστηριοποιείται εκτός κοινοβουλευτικών κομμάτων. Επί δικτατορίας το 1967 κρατήθηκε στην Ασφάλεια και στη Γαλλία συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα και στον «Μάη του ’68», σε ελληνικές και γαλλικές οργανώσεις. Στην Ελλάδα, μετά το 1974 δουλεύει σε εργοστάσια και οικοδομές και δραστηριοποιείται πολιτικά στα εργοστασιακά σωματεία και τις απεργιακές κινητοποιήσεις καθώς και σε κινητοποιήσεις υπέρ της Κύπρου. Το 1977 για τη συμμετοχή του σε διαδήλωση, εξέτισε δύο μήνες φυλακής στο Επταπύργιο. Από το 1975 έως το 1979 εξέδιδε το «Πολιτικό Δελτίο Πληροφόρησης» και τον «Εργατικό Αγώνα». Από το 1979 έως το 1993 εξέδιδε το περιοδικό Ρήξη. Το 1980, δημιουργείται το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο και οι Εναλλακτικές Εκδόσεις με πάνω από 300 τίτλους έως το 2020. Υπήρξε μέλος της Οργάνωσης «Ρήξη» από το 1980-1989, ιδρυτικό μέλος και μέλος της Γραμματείας των «Οικολόγων–Εναλλακτικών» 1989-1993. Ιδρυτικό μέλος της «Σπίθας», και μέλος της «συμβουλευτικής επιτροπής» της. Από τα ιδρυτικά στελέχη του Κινήματος Άρδην. Έχει γράψει πάνω από 40 βιβλία, αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Στη δεκαετία του 2000, επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στη μελέτη της ιστορίας. Από το 1995 εκδίδεται το περιοδικό Άρδην που συνεχίζει το 2006 εκδίδεται η εφημερίδα Ρήξη, το 2011 το επιστημονικό περιοδικό νέος Λόγιος Ερμής. Μετά το 1989, οι εξελίξεις τον οδηγούν στην υπογράμμιση του ρόλου του έθνους, καθώς και στην αναγνώριση της σημασίας της Ορθοδοξίας για την ελληνική ταυτότητα. Οδηγείται στην ολοκληρωτική απόρριψη του σχήματος Αριστερά-Δεξιά, τουλάχιστον σε ότι αφορά στην Ελλάδα. Πιστεύει στην υπέρβαση οικονομισμού, κρατισμού του νεοφιλελευθερισμού, για μια κοινωνία όπου η οικονομία αποτελεί μία και μόνον από τις συνιστώσες της ανθρώπινης ζωής. Στόχος του είναι να προβληθεί ο «ελληνικός δρόμος» της σύνθεσης ατομικού και συλλογικού ως απάντηση στα αδιέξοδα του κολεκτιβισμού και του ατομικισμού. Η δημογραφική κατάρρευση, ο παρασιτικός εκσυγχρονισμός, η νεοοθωμανική απειλή, η πολιτισμική παρακμή, απειλούν τους Έλληνες με ιστορική έκλειψη. Κείμενα, αποσπάσματα από βιβλία του και βίντεο από τηλεοπτικές εκπομπές μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα www.ardin-rixi.gr

09/06/2023

https://www.huffingtonpost.gr/



          ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ                 


Μήπως ήρθε πια η ώρα να συζητήσουμε
για το τι ανάπτυξη θέλουμε;


Το κράτος πρέπει να γίνει αναπτυξιακό - επιχειρηματικό, να μην υποβοηθά απλά τον ιδιωτικό τομέα...

Η συζήτηση σε όλη την προεκλογική περίοδο πριν από την κάλπη της 21ης Μαΐου, με κύρια και καίρια κυβερνητική ευθύνη, ήταν κατά βάση απογοητευτική. Επικεντρώθηκε στην αδυναμία συγκρότησης προοδευτικής κυβέρνησης και στη διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019. Την περίοδο αυτή, που οδηγούμαστε στις δεύτερες εκλογές, η συζήτηση έχει βελτιωθεί με την έννοια ότι αρχίζει να αναφέρεται στα ουσιαστικά ζητήματα και αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Και πάλι όμως επικεντρώνεται αποκλειστικά σε κάποια επιμέρους ζητήματα της φορολογικής πολιτικής, ενώ βασικό μέλημα της κυβέρνησης είναι να προσάψει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ ότι έχουν «κρυφή ατζέντα» για την υπερφορολόγηση των πάντων.

Στο σημείωμα αυτό θα ήθελα να προσθέσω στη συζήτηση το θέμα της ίδιας της παραγωγής πλούτου και του χάσματος που κατά την άποψή μου χωρίζει την αντίληψη της ΝΔ από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ 1.

Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας βασίζεται, ως προς την προσφορά, κυρίως στον τουρισμό, στο real estate, και γενικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας, και ως προς τη ζήτηση σε υπερκατανάλωση ιδίως εισαγόμενων και πολυτελών αγαθών. Ένα υπόδειγμα που έχει επανειλημμένα οδηγήσει τη χώρα στα βράχια και δεν προέκυψε τυχαία.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ζούμε, ο διεθνής καταμερισμός εργασίας διαμορφώνεται με κάποιες χώρες που προσφέρουν φτηνά προϊόντα και τις άλλες που παράγουν ποιοτικά - τεχνολογικά προϊόντα. Οι όροι ανταλλαγής είναι άνισοι. Με συνέπεια, ένα υψηλότατο ποσοστό της τελικής τιμής ενός προϊόντος να το καρπώνονται αυτοί που διαθέτουν την τεχνολογία και την «ετικέτα», ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό καταλήγει στη φτηνή εργασία.

Επομένως για μια χώρα όπως η Ελλάδα η «φτηνή ανάπτυξη» ως μέσο βελτίωσης της θέσης της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της, αφενός είναι αδύνατη (υπάρχουν πολύ περισσότερες χώρες που προσφέρουν φτηνή εργασία, χαμηλό επίπεδο ασφαλιστικής κτλ. προστασίας, χαμηλή φορολόγηση και αναξιόπιστα περιβαλλοντικά στάνταρτς) αφετέρου δεν πρέπει να είναι επιθυμητή!

Και όμως αυτό είναι το αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθούμε διαχρονικά. Δηλαδή, χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς, περιορισμένη έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία κ.ά. Η επιλογή για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της φτηνής εργασίας έχει ως αποτέλεσμα η οικονομία να διολισθαίνει σε δραστηριότητες που χρειάζονται κυρίως φτηνή εργασία, οι οποίες, όντας συγχρόνως λιγότερο ανταγωνιστικές, την παγιδεύουν σε ένα φαύλο κύκλο.

Δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε ούτε τις φτωχές χώρες παράγοντας φτηνά προϊόντα, αλλά ούτε και τις αναπτυγμένες παράγοντας ποιοτικά προϊόντα με ενσωματωμένη τεχνολογία. Έχουμε πέσει στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος (middle income trap) και είναι βέβαιο πως, όσοι πόροι και αν μας δοθούν, δε θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο αν δεν στοχεύσουν στον ποιοτικό παραγωγικό μετασχηματισμό. Η μόνη λύση είναι να αλλάξουν τα βασικά δεδομένα που μας ωθούν στην παγίδα αυτή, δηλαδή, να αλλάξει το αναπτυξιακό υπόδειγμα, με παραγωγή προϊόντων μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας/τεχνολογίας/καινοτομίας.

Όντας μια χώρα με τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος δεν επαρκούν απλά κάποιοι σχετικά καλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι θα αρκούσαν για μια αναπτυγμένη χώρα2. Χρειάζονται πολύ υψηλότεροι ρυθμοί, ένα «αναπτυξιακό άλμα» που θα προκύψει από μια τολμηρή αλλαγή κοινωνικο-οικονομικού παραδείγματος και θα στοχεύει στην «οικονομία της γνώσης» με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, με μια νέα βιώσιμη ισορροπία μεταξύ κατανάλωσης-αποταμίευσης-επένδυσης και μια νέα δημογραφική προοπτική. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί κυρίως μέσα από μια επιθετική πολιτική καινοτομίας και αύξησης του αριθμού και της συνθετότητας των παραγομένων εγχωρίως προϊόντων και υπηρεσιών.

Χρειάζεται μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται κυρίως στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και της αγροτικής, και των υπηρεσιών προς υπηρεσίες (Ε&Α, …), των εξαγωγών, με παράλληλη μείωση των πολυτελών και εισαγόμενων καταναλωτικών ειδών και αύξηση της αποταμίευσης.

Όμως, η ανωτέρω πορεία προς την ποιοτική ανάπτυξη δεν προκύπτει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς των αγορών. Δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις και υπάρχει αναγκαιότητα για μια αλλαγή σε τρία επίπεδα, δηλαδή:

  • Χρειάζονται ριζικές αλλαγές στο μέτωπο των

    οικονομικών πολιτικών, στην κατεύθυνση που αναφέραμε παραπάνω.

  • Χρειάζονται πολιτικοθεσμικές μεταρρυθμίσεις δηλ. μεγάλες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στα ζητήματα χρήσεων γης –κτηματολόγιο-, στη συγκρότηση αναπτυξιακών θεσμών κτλ. Χρειάζεται ριζική αναβάθμιση του κράτους και του ελεγκτικού/εποπτικού του ρόλου (π.χ. επιτροπή ανταγωνισμού, επανεξέταση της απόδοσης των ανεξάρτητων αρχών κτλ.).

Το κράτος πρέπει να γίνει αναπτυξιακό3). Τ (developmental state)/ επιχειρηματικό (υπό την έννοια να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που περιέχουν λελογισμένο ρίσκο, να μην υποβοηθά απλά τον ιδιωτικό τομέα).

Το δικό μας κράτος ουδέποτε υπήρξε «αναπτυξιακό» και επιπλέον λίγα μόνο εργαλεία έχουν απομείνει στη διάθεσή του για άσκηση πολιτικής, ενώ και η κυβέρνηση πυρετωδώς φροντίζει να του τα στερήσει και αυτά, ώστε να το καταστήσει παντελώς ανάπηρο (starving the beast). Aπαιτείται επιστροφή υπό νέα και απαλλαγμένη από τα παλαιά αμαρτήματα στο κράτος μέρους της κοινής ωφέλειας, των τραπεζών, της υγείας, ασφάλισης, παιδείας κτλ., ενώ η θεσμική υποδομή για άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής είναι ανύπαρκτη και συνεπώς χρειάζεται δημιουργία εκ του μηδενός.

  • Για να αποφευχθούν τα ανωτέρω δυσμενή, χρειάζεται δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να στηρίξουν τις απαιτούμενες αλλαγές. Χρειάζεται να χτιστεί ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορέσει να ηγεμονεύσει για διάστημα πολύ μεγαλύτερο από έναν εκλογικό κύκλο, ώστε να υπάρξουν τα αναμενόμενα οφέλη. Ο συσχετισμός αυτός θα προκύψει από τις κοινωνικοοικονομικές εκείνες ομάδες που συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τη διάγνωση αλλά και τους τρόπους επίλυσης των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων.

Δυνάμεις που θα συμφωνούν στην ανάγκη για αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος με στροφή στην «ποιοτική ανάπτυξη», μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, βελτίωση της ζώνης των κοινών, διακοπή της πορείας απαξίωσης του δημοσίου, αναβάθμιση των υπηρεσιών σε υγεία και παιδεία, επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς με όρους όμως αξιοκρατίας και όχι κομματοκρατίας, ανάγκη πολιτικών βελτίωσης του δημογραφικού και περιορισμού της διαρροής εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (brain drain).

Όλα αυτά απαιτούν πόρους και είναι ακριβώς γι΄ αυτό εν τέλει πιο παραπλανητική και επιζήμια η κυβερνητική υπόσχεση περί «δωρεάν γεύματος» (όλα καλά μέσω της μείωσης της φορολογίας του πλούτου). Θα έρθει ο καιρός που όσοι συμμετέχουν – δυστυχώς επιτυχώς- στο «κυνήγι μαγισσών» εναντίον αυτών που επιχειρούν να ανοίξουν την συζήτηση γύρω από τα αναπτυξιακά προβλήματα της χώρας και τα κόστη τους, δε θα είναι υπερήφανοι για την τωρινή τους επιτυχία, αλλά φοβόμαστε ότι θα είναι πλέον αργά.

Τα δυο επιστημονικά συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα δείχνουν σαφώς προς αυτή την κατεύθυνση «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας». 27-29.1.23 οργάνωση ΜΕΤΑΒΑΣΗ, ΕΝΑ, ΕΤΕΡΟΝ, και «Για μια Προοδευτική Ατζέντα της Επόμενης Δεκαετίας: Στόχοι – Προτεραιότητες – Πολιτικές», 27-28.3.23 οργάνωση ΕΝΑ.

2 Μια ανάπτυξη περί το 2% ετησίως (παραλείποντας βέβαια πολλά σχετικά με την αξία του ΑΕΠ ως δείκτη κοινωνικής ευημερίας, ένα θέμα που δεν μπόρεσε, παρά την κρισιμότητα του, ούτε ακροθιγώς να αγγίξει τις συζητήσεις στα ΜΜΕ) είναι ικανοποιητική αναμφίβολα, εφόσον μοιράζεται δίκαια, καθώς προσφέρει μια έστω και μετρημένη οδό προς την πρόοδο, σε χώρες ήδη αναπτυγμένες. Δυστυχώς, για την Ελλάδα αυτό το ποσοστό είναι απολύτως ανεπαρκές αν υπολογίσουμε τα ανειλημμένα επί 40ετία πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους, χωρίς καν να μιλήσουμε για τα κόστη της κλιματικής προσαρμογής, τα εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς δυστυχώς δεν παράγουμε πρακτικά τίποτα απ΄ αυτά: ούτε αυτό μπόρεσε να συζητηθεί έστω και επιφανειακά στις εκλογές) και τα κόστη μιας γηράσκουσας κοινωνίας (υγειονομικά, συνταξιοδοτικά κτλ.). Μια υποτυπώδης άθροιση των ανωτέρω, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι χρειαζόμαστε τουλάχιστον διπλάσια επίπεδα ανάπτυξης απ΄ αυτά των αναπτυγμένων χωρών, για ένα διάστημα τουλάχιστον 15-25 ετών, ώστε να τα αντιμετωπίσουμε και παράλληλα να επανέλθουμε, έστω και αργόσυρτα, σε μια τροχιά σύγκλισης με τα μέσα ευρωπαϊκά μεγέθη. Χωρίς την αναγκαία σύγκλιση σε μεσομακροχρόνιο επίπεδο, οι νέοι της χώρας θα την εγκαταλείπουν επιτείνοντας το δημογραφικό της πρόβλημα και εκπτωχεύοντάς την περαιτέρω.

3 Είναι κρίσιμο να γίνει κατανοητό ότι από την παγίδα των χωρών μέσου εισοδήματος τρείς κατηγορίες χωρών μπόρεσαν να διαφύγουν ως τώρα. Η πρώτη αφορά χώρες με μεγάλες εναποθέσεις πρώτων υλών και ιδίως υδρογονανθράκων. Η χώρα μας δεν φαίνεται να ανήκει σ΄ αυτές ενώ είναι συζητήσιμο αν κανείς πρέπει να το εύχεται καν, καθώς τα οφέλη συνοδεύονται και από προβλήματα όπως είναι η «κατάρα των πόρων» και η «ολλανδική ασθένεια». Η δεύτερη κατηγορία χωρών που διέφυγαν την παγίδα αναφέρεται ιδίως σε ορισμένες χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού που επωφελήθηκαν από την ένταξή τους στην ΕΕ, από τα κονδύλια της και την μεταφορά επενδύσεων σ΄ αυτές (π.χ. Τσεχία, Πολωνία). Βεβαίως μένει να δούμε αν το επίτευγμα αυτό είναι διατηρήσιμο σε βάθος χρόνου. Δυστυχώς ούτε απ΄ αυτήν την πηγή μπορεί πλέον να αντλήσει πολλά η χώρα μας, καθώς μάλλον έχει εξαντλήσει τα οφέλη της ένταξης, χωρίς να μπορέσει να σταθεροποιήσει την θέση της ως ισότιμο μέλος έως τώρα. Υποχρεώνεται συνεπώς να οδηγηθεί στην τρίτη κατηγορία χωρών που απέφυγαν την παγίδα, που αναφέρεται σ΄ αυτές που ανέπτυξαν τους μηχανισμούς του «αναπτυξιακούς» κράτους. Πρόκειται για χώρες ιδίως της Ανατολικής Ασίας, αλλά και της Βόρειας Ευρώπης, όπου στην αναπτυξιακή προσπάθεια αποφασιστικός ήταν ο κρατικός ρόλος, τόσο σχεδιαστικά όσο και ρυθμιστικά, ελεγκτικά και υποβοηθητικά. Αλλά βέβαια αναπτυξιακό κράτος και τρέχον ελληνικό κράτος είναι έννοιες μάλλον ασύμβατες, εξ ου και η ανάγκη επανίδρυσης» ή ριζικής αναδόμησής του.\

 Λόης Λαμπριανίδης

Καθηγητής στο ΠΑ.ΜΑΚ., τ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης
Οικονομικός γεωγράφος, Καθηγητής Παν/μίου Μακεδονίας, πρ. ΓΓ Στρατηγικών & Ιδιωτικών Επενδύσεων – Υπουργείο Οικονομίας Ανάπτυξης & Τουρισμού Καθηγητής, Οικονομικός Γεωγράφος, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


4-6-2023

https://www.huffingtonpost.gr