Δεν είμαι ρομπότ.


 Δεν είμαι ρομπότ.

 O πόνος της απώλειας είναι χειρότερος
 από τη φυσική του αναπηρία.

Ξυπνάει, περίπου όπως κάθε μέρα. Με το βόμβο του κινητού σαν μέλισσα που δεν τσιμπάει αλλά τριγυρίζει με άγνωστες διαθέσεις γύρο από το κεφάλι του. Περιμένει να σταματήσει και γυρνάει πλευρό. Ο ήλιος τρυπάει τα παντζούρια με λεπτές φωτεινές λόγχες που ανεβαίνουν στο κρεβάτι·ξαπλώνουν δίπλα του. Τις αγκαλιάζει αλλά τραβιούνται. Το φως αλλάζει θέσεις. Τα τζιτζίκια στα πεύκα έχουν αρχίσει το κάντο χενεράλ! Μια ακόμη ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Δεν θέλει να κουνηθεί· αρνείται τη μέρα, το χρόνο, τη ζέστη. Κοιτάζει μόνο χέρια και πόδια όπως εξέχουν από το υπόλοιπο σώμα. Είναι ολόιδια με χθες· το αριστερό πόδι μπανταρισμένο ως ψηλά πάνω από το γόνατο. Και το πρόσωπο μακρύ, ελαφρώς ωχρό, αξύριστο, με κόμπους ιδρώτα και μια μποέμικη εγκατάλειψη που είναι τόσο φορεμένη.

Το τηλέφωνο βουίζει. Περιμένει να σταματήσει και γυρνάει πλευρό. Ο ήλιος τρυπάει τα παντζούρια με λεπτές λόγχες που καρφώνονται στην πλάτη του. Απέναντι η ίδια εικόνα. Ολόιδια με χθες. Μια τροχήλατη καρέκλα, ένα πι, δυο μεταλλικές πατερίτσες. Στον τοίχο, μέσα σε ξύλινο πλαίσιο μια ελαιογραφία` τρεις βάρκες στο μόλο, δυο υπόστεγα,-μπλε και πράσινο.- και ένα μικρό ιστιοφόρο με τα πανιά μαζεμένα` μοιάζουν να αρμενίζουν μέσα σε κίτρινα σύννεφα. Τα κοιτάζει αλλά δεν τα βλέπει… Στυλώνει το βλέμμα του στη μαύρη μουσούδα με τη γλώσσα που κρέμεται και το πανάγαθο βλέμμα που ποτέ δεν ζητάει και τον κοιτάζει από το κομοδίνο. Κι έτσι όπως ανταλλάσσουν ματιές, νομίζει πως ζωντανεύει, πως βγαίνει από το πλαίσιο και τρέχει στην πόρτα με το λουρί στο στόμα για την πρωινή βόλτα του…

Τον έχει χαμένο εδώ και μια εβδομάδα. Τον έχασε σε μια πλαγιά, -κάτι μύρισε, κάτι άκουσε,- έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Κι όπως τον έψαχνε, γλίστρησε και βρέθηκε με το αριστερό πόδι πίσω από την πλάτη. Πονάει φριχτά, αλλά ο πόνος της απώλειας είναι χειρότερος από τη φυσική του αναπηρία. Η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και το σκύλο, είναι μια αγάπη μοναδική. Δεν περιμένεις τίποτα λιγότερο από αυτό για το οποίο είναι πλασμένος και δεν περιμένει τίποτα περισσότερο από αυτό που είσαι διατεθειμένος να του δώσεις. Η αγάπη του είναι εκούσια, κανείς δεν τον υποχρεώνει σ’ αυτό. Ούτε περιμένει την ανταπόδοση. Πορεύονται μαζί, ως το τέλος, στο δρόμο μιας βαθειάς αφοσίωσης που δεν μοιράζεται τρίτος.

Η απώλεια του, τον βύθισε σε βαθειά κατάθλιψη, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Κοινοποίησε on line την απώλεια του, έβαλε εύρετρα, έπεισε φίλους να αφισοκολλήσουν την φωτογραφία του σε στύλους και πλατείες. Οι καταστηματάρχες απαίτησαν πέντε ευρώ. Τα πλήρωσε αδιαμαρτύρητα και περιμένει. Η ζωή του κόπηκε στη μέση. Στο πριν και το τώρα. Και το τώρα, πέρα από τη χυδαιότητα των καιρών, δείχνει την διαστροφική ανάγκη πολλών να παίζουν με τον καημό του άλλου. Ακέφαλα ζώα, ζώα σε χαντάκια, σε πεζοδρόμια, φόλες, περιγραφές και βρισιές κάθε είδους πλημμύρισαν τη σελίδα του. Απελπίστηκε…

Το κουδούνι διέκοψε απότομα τις σκέψεις του. Ανασηκώθηκε. Τράβηξε τις πατερίτσες και ισορροπώντας στο δεξί πόδι, πήγε αργά προς την πόρτα. Μια γυναίκα με περίεργο πρόσωπο, ντυμένη χοντρά για την εποχή τον κοίταζε ανέκφραστα. Δεν ήταν αυτό που τον ξένισε. Ούτε το άσπρο δέρμα, τα ίσια μαλλιά, το μπλε κορδελάκι παράταιρο για την ηλικία της, η κόκκινη μεταξωτή μπλούζα κλειστή ως το λαιμό, το μπλε σακάκι, η φούστα της γιαγιάς κι ένα ζευγάρι πόδια μέσα σε χοντρά πέδιλα, τίποτα από όλα αυτά δεν τον τάραξαν, όσο η μαύρη φιγούρα δεμένη με κόκκινο λουρί που καθόταν σιωπηλή στο πλάι της και τον κοιτούσε στα μάτια. Ήταν ο σκύλος του. Κι αν δεν ήταν, ήταν ολόιδιος με το δικό του. Η καρδιά του κλώτσησε. Πήγε να σκύψει.

Είμαι η Ναντίν, ακούστηκε μια μεταλλική φωνή βγαλμένη από σωλήνα. Σας έφερα το σκύλο σας. Μπορώ να έχω τα εύρετρα; Κοίταξε ξανά το σκύλο, ύστερα τη γυναίκα, μετά πάλι το σκύλο. Αν είναι ο δικός μου σκύλος, γιατί δεν με αναγνωρίζει; Θα’ πρεπε να βρίσκεται ήδη στο κρεβάτι μου, είπε.

Σας έφερα το σκύλο σας. Μπορώ να έχω τα εύρετρα; απάντησε το μπλε σακάκι. Μην ανησυχείτε, θα πάρετε τα χρήματα σας αλλά το σκύλο δεν τον θέλω.

Δεν είναι σκύλος;

Φυσικά και είναι, αλλά όχι, δεν ξέρω, νοιώθω μπερδεμένος. Ορίστε τα χρήματα σας, και της δίνει ένα φάκελο.

Ευχαριστώ, είπε η φωνή και έκανε μεταβολή κρατώντας το σκύλο.

Μισό λεπτό! Άλλαξα γνώμη. Θα κρατήσω το σκύλο, είπε ο άντρας και άνοιξε διάπλατα την πόρτα.

Κάνετε πολύ καλά, δεν θα το μετανιώσετε. Είναι υπάκουος, δεν κατουράει, δεν γαυγίζει από μόνος του, δεν χρειάζεται εμβόλια, όσο για τις βόλτες, ξεχάστε τες. Θα το ευχαριστηθείτε, είπε το μπλε σακάκι και του έβαλε στο χέρι ένα τηλεχειριστήριο.

Ξύπνησε νωρίς το επόμενο πρωί. Μόλις που χάραζε. Ο σκύλος κοιμόταν στα πόδια του. Πήρε το τηλεχειριστήριο, πάτησε μία φορά το πράσινο κουμπί, μία το μπλε, και δυο φορές το κόκκινο. Ο σκύλος άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε κι ύστερα έρποντας, πλησίασε μαλακά τον μισοκοιμισμένο άντρα και του έγλειψε το μάγουλο.
 
* Η Ναντίν, πήρε το όνομα της από την ερευνήτρια Νάντια Θάλμαν που της ‘δάνεισε’ τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. (Πηγή : HuffPost.gr)

 Αντώνης και Κων/νος Κούφαλης,Αρθρογράφος
 Θεατρικοί συγγραφείς
15/07/2023

https://www.huffingtonpost.gr/entry/den-eimai-rompot_gr_64b00150e4b033dd8e5e088d