Πόλεμος-Ουκρανία: Ασχολείται κανείς στην Ελλάδα με το τι μας διδάσκει; Πριν είναι αργά…

 

Πόλεμος-Ουκρανία: Ασχολείται κανείς στην Ελλάδα με το τι μας διδάσκει; Πριν είναι αργά…

Η ανάγκη για ελληνοκεντρική θεώρηση του πολέμου στην Ουκρανία και για αποφυγή υπερτονισμού κάποιου γενικόλογου και παραπλανητικού “συλλογικού-συμμαχικού συμφέροντος”, παραμένει το μεγάλο ζητούμενο για την χώρα μας. Τι αλλαγές θα επιφέρει στο ελληνικό περιβάλλον ασφάλειας; Πώς θα επηρεαστεί το ελληνικό εθνικό συμφέρον; Ποιες είναι οι νέες απειλές; Ποια τα πολιτικά, τα επιχειρησιακά και τακτικά διδάγματα από τον πόλεμο; Υπάρχουν και ποιες είναι οι ευκαιρίες; Επιχειρήθηκαν να εντοπιστούν τα καταρχήν συμπεράσματα με στόχο την εξονυχιστική μελέτη τους και την εξαγωγή διδαγμάτων;

Του Ζαχαρία Μίχα
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)

Πρόκειται για μια δύσκολη αποστολή που απαιτεί σύμπραξη διαφορετικών ειδικοτήτων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι πρέπει να επιχειρηθεί με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να επιδεικνύουν τη δέουσα αρετή για να υπερνικήσουν τις αντιστάσεις μιας κατεστημένης λογικής, για την ακρίβεια διανοητικής αδράνειας. Τόσο διότι διαταράσσεται η γραφειοκρατική νιρβάνα, όσο και διότι τα συμπεράσματα συνήθως συνεπάγονται αλλαγές με στόχο την ταχεία προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα.

Αυτό συχνά προσκρούει στον συστημικό ωχαδερφισμό, ο οποίος ενίοτε συγκαλύπτει και την απροθυμία υιοθέτησης αλλαγών, στο μέτρο που αυτές θα πλήξουν κατεστημένα συμφέροντα και πρακτικές. Ενδεχομένως δε, θα καταδείξει ανεπάρκειες, για τις οποίες κάποιοι είναι υπεύθυνοι, αν και η Ελλάδα, όπως αποδείχθηκε από πρόσφατα γεγονότα (στάση στη 2η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών, εκρήξεις στις αποθήκες πυρομαχικών της 111 Πτέρυγας Μάχης, εισβολή των Κροατών χούλιγκαν) δεν φημίζεται ως χώρα που αναζητά και καταλογίζει ευθύνες.

Έχοντας κατά νου ότι παρόμοια διαδικασία διεξάγεται πιθανότατα στην Τουρκία, πρέπει να επανεξεταστείω εκ βάθρων τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Μια βασική παράμετρος που χρήζει επανεξέτασης, είναι η βεβαιότητα που δείχνει να επικρατεί για τη μικρή διάρκεια ενδεχόμενης ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Με αυτή τη βεβαιότητα έχουν οικοδομηθεί δόγματα και επιχειρησιακά σχέδια και φαραωνικές οργανωτικές δομές (όπως π.χ. η επιπέδου Σώματος Στρατού Διοίκηση Ειδικού Πολέμου του ΓΕΕΘΑ).

Ωστόσο, αποτελεί κοινό τόπο ότι σε συνθήκες πραγματικής σύγκρουσης, τα όποια επιχειρησιακά σχέδια σπάνια αποδεικνύονται κάτι περισσότερο από απλό μπούσουλα ενεργειών. Κάθε σύγκρουση είναι διαφορετική και συνήθως γεννάει απρόβλεπτες καταστάσεις. Αυτό απαιτεί διανοητική εγρήγορση και ευελιξία των ηγητόρων, που θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί από τον καιρό της ειρήνης ότι θα μπορέσει να μεταφραστεί σε δυνατότητα προσαρμογής των δυνάμεων μας σε ταχέως μεταβαλλόμενες καταστάσεις.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αμφισβητεί κατεστημένες αντιλήψεις για το μέγεθος των απαιτούμενων πολεμικών αποθεμάτων (πυρομαχικών, καυσίμων, ανταλλακτικών και γενικά εφοδίων) λόγω των πολύ υψηλών καταναλώσεων, την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα πολλών κατηγοριών οπλικών συστημάτων και μέσων, το βέλτιστο μείγμα υψηλής τεχνολογίας και ισχύος πυρός παραγόμενης από χαμηλότερης τεχνολογικής αρτιότητας οπλικά συστήματα στο οπλοστάσιο.

Επιπροσθέτως, τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής επιστράτευσης για τη συμπλήρωση των ενεργών δυνάμεων, αλλά και συγκρότησης νέων μονάδων από καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες εφεδρείες για την αναπλήρωση των απωλειών, την προστασία των συγκοινωνιακών, τηλεπικοινωνιακών και ενεργειακών υποδομών της χώρας και τις δυνατότητες ταχείας αποκατάστασης των ζημιών, την πολεμική κινητοποίηση της κοινωνίας, της βιομηχανίας και της οικονομίας ευρύτερα.

Εξ ορισμού υψηλής προτεραιότητας είναι και το μείζον ερώτημα κατά πόσο είναι λογικό να αναμένει η Ελλάδα ότι στην κρίσιμη στιγμή μπορεί να στηριχθεί στους συμμάχους της. Μπορεί όλοι να διακηρύττουν περισπούδαστα ότι «σε περίπτωση σύγκρουσης θα είμαστε μόνοι μας», είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο εάν υπάρχει επαρκής συνειδητοποίηση του τι συνεπάγεται αυτή η παραδοχή. Και το κυριότερο σε πρακτικό επίπεδο πόσο έχουμε προετοιμαστεί γι’ αυτή την περίπτωση.

Μήπως τελικά, ακόμα και στο συμμαχικό επίπεδο, όλοι είναι αναλώσιμοι (βλ. Πόλεμος-Ουκρανία: Η πραγματικότητα στα… “απρόσεκτα” λόγια του “λαγού” του ΝΑΤΟ); Μήπως στο τέλος θα κληθείς να επιλέξεις τη λιγότερο κακή επιλογή; Μήπως νούμερο ένα δίδαγμα είναι το “αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς”; Και αν ναι, πόσο εφικτή είναι η αμυντική αυτάρκεια για τη χώρα μας με τα δεδομένα και χαρακτηριστικά που έχει; Τι και πόσα είμαστε διατεθειμένοι να επενδύσουμε ώστε να την αποκτήσουμε;

Ως θέση αρχής είναι ορθή η δεδομένη αντίθεση στην αλλαγή συνόρων με χρήση στρατιωτικής βίας. Εάν όμως για οποιουσδήποτε λόγους η αποτροπή καταρρεύσει, όπως αποδείχθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία και αναγκαστεί η χώρα να εισέλθει σε πόλεμο για την προστασία της κυριαρχίας της, τι θα συμβεί; Ειδικά όταν η βασική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια προέρχεται από έναν τύποις συμμαχικό κράτος.

Το ζητούμενο είναι να μην καταλήξει ο Ελληνισμός, για ακόμη μια φορά στην ιστορία του, να γκρινιάζει αφελώς για την τήρηση δυο μέτρων και δυο σταθμών από τους μεγάλους δυτικούς συμμάχους. Μπορεί να έχουμε δίκιο, αλλά το ζήτημα είναι να μπορούμε να το διεκδικήσουμε διότι η στρατηγική του ΝΑΤΟ δεν χαράσσεται με γνώμονα το δίκαιο, αλλά με τον ψυχρό και κυνικό υπολογισμό συμφερόντων. Κυρίως με βάση τα συμφέροντα των ισχυρότερων χωρών, πρωτίστως των ΗΠΑ.

Είναι άλλη συζήτηση το αν οι χώρες συμμετέχουν, θεωρώντας ότι μέσα από τη Συμμαχία επιτυγχάνεται, σε κάποιον βαθμό έστω, η εξυπηρέτηση και των δικών τους συμφερόντων. Αυτό όμως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει κοινός εχθρός. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως, η απειλή προέρχεται από χώρα-μέλος της Συμμαχίας. Και το ζήτημα είναι εάν η ένταξη στο ΝΑΤΟ επιτυγχάνει καλύτερο αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.

Και κάτι τελευταίο. Με βάση την ίδια συλλογιστική, όντως παίζουν ρόλο στο επίπεδο της αποτροπής οι βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Αρκεί να μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις για τη χρησιμότητά τους στην ελληνική άμυνα… Προϋπόθεση είναι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις να είναι καλές. Αυτό, όμως, προσδιορίζεται και από το γεωπολιτικό περιβάλλον, όχι από την “αγάπη” του ενός για τον άλλον. Εάν τα πράγματα αλλάξουν για οποιονδήποτε λόγο, και επειδή το πλεονέκτημα μπορεί να μετατραπεί ακόμα και σε μειονέκτημα, ας φροντίσουμε ώστε ο ιστορικός του μέλλοντος να μην καταγράψει ξανά ότι φίλοι και σύμμαχοι έκαναν τα στραβά μάτια.

https://www.defence-point.gr/19-8-2023


         ΠΑΡΑΠΟΜΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ          



 Έφτιαξε κανείς έναν πίνακα με τις μονάδες επιφανείας Ελλάδας και Τουρκίας και δίπλα την ηλικία τους; Είναι δυνατόν να τον δει πρωθυπουργός και να μην τον πιάσει σύγκρυο; Ή ισχύει ότι μέρος των βολικών ψευδαισθήσεων εκπροσωπείται  από  το  “έλα  μωρέ  δεν  θα  γίνει πόλεμος, δεν  θα  μας  αφήσουν”,  που  πρεσβεύουν  ακόμα και ανώτατοι αξιωματικοί; Σε  οποιαδήποτε   άλλη  χώρα  αυτό θα ήταν αιτία άμεσης αποστρατείας…

Γιώργος Σιδέρης:''Νέες ναυπηγήσεις με μανία απέναντι, εδώ νέα πλοία δεν έρχονται… Η “ΛΗΜΝΟΣ”.''
'' (...) Εκείνο που διαφαίνεται πλέον είναι πως το πλεονέκτημα της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, η Τουρκία το αντισταθμίζει στο νερό, ιδίως στο Αιγαίο που αποτελεί διαχρονικά ένα πεδίο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και ζωτικό χώρο εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ελικοπτεροφόρο ANADOLU, 2 από τα 6 υποβρύχια τύπου 214, η πρώτη εγχώρια φρεγάτα INSTANBUL, βρίσκονται ήδη στο νερό. Αν τηρηθεί το πρόγραμμα που είχε ανακοινώσει η Τουρκία ακολουθούν ακόμη τρεις φρεγάτες ίδιας κλάσης. Στο τουρκικό ναυτικό ήδη υπηρετούν και τέσσερις κορβέτες εγχώριας κατασκευής που η τελευταία παραδόθηκε μόλις το 2019. Με άλλα λόγια το τουρκικό πολεμικό ναυτικό στο άμεσο μέλλον αναμένεται να πλέει με 8 νέες μεγάλες μονάδες κρούσης, φρεγάτες και κορβέτες συν βεβαίως τα 6 υπερσύγχρονα υποβρύχια τύπου 214.

Προτεραιότητα οι ΜΕΚΟ και βλέπουμε…

Την ίδια στιγμή το μόνο βέβαιο είναι πως η Αθήνα ότι δεν επιθυμεί να δείξει ανταγωνιστικά αντανακλαστικά σε σχέση με τη γείτονα. (...) ''

Κώστας Γρίβας:''“Είναι μικρή η Ελλάδα για να έχει δικά της εθνικά συμφέροντα”! ''

'' (...) Όλα τα παραπάνω ακούγονται σε πολλούς ανεδαφικά, ή και αφελή. Προφανώς, επειδή οι  εγχώριες  ελίτ  έχουν  εθιστεί στο δόγμα ότι η Ελλάδα “είναι πολύ μικρή για να έχει δικά της συμφέροντα”! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα διαχρονικά (με κάποιες εξαιρέσεις) να ακολουθεί μια πολιτική που δεν έχει στον  πυρήνα της  τα εθνικά συμφέροντα,  αλλά   συμφέροντα άλλων χωρών και  γεωπολιτικών  σχηματισμών. Το  “ανήκομεν εις  την  Δύσιν”  δεν  έχει   το  νόημα  που  έχει   για   τις  άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην περίπτωσή  μας  έχει  το νόημα ότι η Ελλάδα    αποτελεί  ουσιαστικά  “περιουσιακό  στοιχείο”   της Δύσης και δεν λειτουργεί  ως  αυτόνομο  στοιχείο  της  δυτικής γεωπολιτικής δομής. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μάλιστα, σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο  σ’  αυτό  το “άθλημα”. Αν  θέλουμε λοιπόν να σχεδιάσουμε εθνική στρατηγική για το μέλλον,  στο πλαίσιο ενός υγιούς “ανήκομεν εις την Δύσιν”, το πρώτο  βήμα είναι να διεκδικήσουμε τον εαυτό μας . Να   αποκτήσουμε  μια αυτόνομη, αυτόφωτη και εθνοκεντρική γεωπολιτική λειτουργία και μετά να δούμε, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, πόσο η πολιτική μας θα είναι φιλοαμερικανική, φιλογερμανική, φιλορωσική, φιλοκινέζική, ή φιλοχιλιανή!