Με αφορμή τον “Πολιτικό Διάλογο” με την Τουρκία: ο αδιάλλακτος Κ. Καραμανλής και οι αμερικανικές εγγυήσεις που ποτέ δεν δόθηκαν...


Με αφορμή τον “Πολιτικό Διάλογο” με την Τουρκία: ο αδιάλλακτος Κ. Καραμανλής και οι αμερικανικές εγγυήσεις που ποτέ δεν δόθηκαν...

Οι αμερικανικές εγγυήσεις για το Αιγαίο ανέκαθεν έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει στο παρελθόν για την επιστολή Κίσινγκερ του 1976, την επιστολή Πομπέο του 2020 και τελευταία την επιστολή Μπλίνκεν.

Στις 29 Μαΐου του 1975, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωσταντίνος Καραμανλής θα συναντούσε τον Αμερικανό Πρόεδρο Φορντ στις Βρυξέλλες. Ένα κοινό σημείο των δύο ανδρών ήταν πως είχαν ανέλθει στην εξουσία το καλοκαίρι του 1974, ο μεν Καραμανλής επέστρεψε στην πολιτική για να αποκαταστήσει την δημοκρατία στην Ελλάδα, ο δε Φορντ ανέλαβε από αντιπρόεδρος τον προεδρικό θώκο μετά από την παραίτηση του Προέδρου Νίξον και την δημοσιοποίηση του σκανδάλου Ουότεργκεϊτ. Στην συνάντηση παρόντες ήταν και οι υπουργοί των Εξωτερικών των δύο χωρών, Δημήτρης Μπίτσιος και Χένρι Κίσινγκερ, ενώ την ελληνική αντιπροσωπία συμπλήρωναν οι πρέσβεις Τζούνης και Μολυβιάτης.

Τα δύο φλέγοντα ζητήματα για τα οποία θα συζητούσαν οι δύο ηγέτες ήταν αυτά της Κύπρου και του Αιγαίου, τα οποία και είχαν ανακύψει σχεδόν ταυτόχρονα το προηγούμενο έτος.

Ο Κίσινγκερ, ακολουθούσε κατά γράμμα την πολιτική του βρετανού Υπουργού των Εξωτερικών Γκρέι στις αρχές του 20ου αιώνα: Να συνδέει δύο φαινομενικά ασυσχέτιστα ζητήματα με στόχο να δοθεί μια συνολική λύση, η οποία θα έπρεπε να εξυπηρετεί τα βρετανικά συμφέροντα. Παρατηρούμε ότι η λύση «πακέτο» για τα ελληνοτουρκικά, την οποία μέσω του πολιτικού διαλόγου επιδιώκουν σήμερα οι Τούρκοι, έχει αμερικανική προέλευση.

Στην αρχή της συνάντησης, ο Φορντ ρώτησε ευθέως τον Καραμανλή πώς οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες στην Ελλάδα για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Εντυπωσιακό είναι πως ο Καραμανλής σε όλη την διάρκεια της συνομιλίας του με τον Φόρντ, του απευθυνόταν ως ίσο προς ίσο. Επίσης όταν του δόθηκε η ευκαιρία, πέταξε και μια γερή «σπόντα» στον Κίσινγκερ λέγοντάς του πως ορθώς εμείς οι Έλληνες είχαμε υποψιαστεί ότι ήσουν φιλότουρκος!

Ο Καραμανλής, αφού έκανε μια ιστορική αναδρομή, αναφορικά με το πώς έγιναν οι δύο επιχειρήσεις με την κωδική ονομασία «Αττίλας» στην Κύπρο, επικεντρώθηκε στο ζήτημα του Αιγαίου. Το ζήτημα για τον Καραμανλή ήταν απλό στην βάση του: Οι Τούρκοι αμφισβητούσαν το status quo που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή από το 1913, την εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Η επιδίωξη των Τούρκων ήταν να μοιραστεί το Αιγαίο στην μέση, κάτι που θα οδηγούσε στο εξής παράδοξο, ελληνικά νησιά να περικυκλωθούν από τουρκική θάλασσα. Αυτό ήταν κάτι απαράδεκτο για τον Καραμανλή και θα το επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία στους Αμερικανούς, όσο ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η θέση για τουρκική υφαλοκρηπίδα (ή σήμερα ΑΟΖ) στην πλάτη των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1977, ο Καραμανλής θα έθετε ξεκάθαρα ελληνικό casus belli στον πρόεδρο Κάρτερ για το αναθεωρητικό όραμα των Τούρκων που σήμερα αποκαλούν «Γαλάζια Πατρίδα»

Τον Φεβρουάριο του 1975 το Αμερικανικό Κογκρέσο, ως αντίδραση στην παράνομη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο κατάφερε, παρά τις αντιδράσεις του προέδρου Φορντ, να επιβάλει εμπάργκο όπλων στην Τουρκία. Το Ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ και η οργάνωση ΑΧΕΠΑ, εκπροσωπώντας έναν διόλου ευκαταφρόνητο πληθυσμό τριών εκατομμυρίων Ελληνοαμερικανών, είχαν καταφέρει να πετύχουν ένα σημαντικό πλήγμα στην τότε τουρκική κυβέρνηση, αποκόπτοντάς την από κάθε μορφής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ. Σε αντίποινα, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε την αναστολή της λειτουργίας των αμερικανικών βάσεων στην Τουρκία. [Για περισσότερα βλέπε Σ. Ριζάς]

Η στάση του Κογκρέσου όμως ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα του Λευκού Οίκου, καθώς βρισκόμασταν ακόμα στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και η Τουρκία ήταν απαραίτητη σύμμαχος των Αμερικανών. Η Τουρκία από την εποχή του «Δόγματος Τρούμαν» αποτελούσε την πρώτη γραμμή άμυνας στην προσπάθεια ανάσχεσης της σοβιετικής απειλής.

Ο Πρόεδρος Τρούμαν από τα τέλη της δεκαετίας του 40 είχε προτιμήσει να πληρώνει και να εξοπλίζει περίπου μισό εκατομμύριο Τούρκους στρατιώτες από το να υποχρεωθεί να στείλει αντίστοιχο αριθμό Αμερικανών στρατιωτών στα ρωσοτουρκικά σύνορα.

Ως εκ τούτου η απόφαση του Κογκρέσου ήταν σε αντιδιαστολή με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο και ευρύτερα στην Μέση Ανατολή, καθώς οι ΗΠΑ επιθυμούσαν ο τουρκικός στρατός να διατηρήσει την επιχειρησιακή του ικανότητα.

Ο πρόεδρος Φορντ θα έκανε ό,τι μπορούσε για να αλλάξει την γνώμη της Βουλής των Αντιπροσώπων, ώστε να υπερκεράσει το εμπάργκο, όπως το είχε καταφέρει ήδη στην Γερουσία. Ο μεγάλος φόβος του Φορντ, τον οποίο και εκμυστηρεύτηκε στον Καραμανλή ήταν να μην κλείσουν οριστικά οι αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία.

Ο Καραμανλής συμφώνησε με τον Φορντ πως το εμπάργκο δεν είχε οδηγήσει την τουρκική κυβέρνηση στο να είναι περισσότερο διαλλακτική ή υποχωρητική στα ελληνοτουρκικά. Διαφωνούσε όμως στο ότι η άρση του εμπάργκο θα οδηγούσε τους Τούρκους να γίνουν περισσότερο λογικοί στις απαιτήσεις τους. Ο Φορντ πίστευε ότι με το δέλεαρ της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας οι ΗΠΑ θα ανακτούσαν την επιρροή τους στην Τουρκία, ώστε τελικά να οδηγηθούμε στην επιθυμητή «συμφωνία πακέτο.» Τελικά ο συμβιβασμός μεταξύ Κογκρέσου και Λευκού Οίκου για την διατήρηση της ισορροπίας στο Αιγαίο επετεύχθη τον επόμενο χρόνο με την γνωστή αναλογία του 7 προς 10. Η Ελλάδα, δηλαδή, θα έπαιρνε το 70% του ποσού που θα εγκρινόταν κάθε φορά για την Τουρκία. Με τις συμφωνίες της άνοιξης του 1976, η Τουρκία θα έπαιρνε 1 δις δολάρια και η Ελλάδα 700 εκατομμύρια.

Στο τέλος της συνάντησης ο Καραμανλής θα ήταν κατηγορηματικός πως η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να δεχτεί καμία άδικη συμφωνία για τα ελληνοτουρκικά, διότι όπως είναι γνωστό από την ιστορία «ποτέ μια άδικη συμφωνία δεν ήταν και βιώσιμη».

Ο Φορντ προσπάθησε να πείσει τον Καραμανλή πως ήταν προς το κοινό συμφέρον της Δύσης να βρεθεί μια χρυσή τομή, καθώς τα προβλήματα της Κύπρου και του Αιγαίου έπρεπε οπωσδήποτε να λυθούν.

Με διπλωματικό τρόπο ο Αμερικανός πρόεδρος προσπάθησε να εκμαιεύσει από τον Καραμανλή κάποια πρόταση για να την μεταφέρει στους Τούρκους. «Τί θα πούμε στους Τούρκους;», ρώτησε ευθαρσώς και ο Κίσινγκερ. Ο Καραμανλής γνώριζε πως οποιαδήποτε δική του πρόταση θα την εκλάμβαναν οι Τούρκοι ως υποχώρηση.

Έτσι η απάντησή του Καραμανλή ήταν η ακόλουθη:

 «Οι Τούρκοι, για ηθικούς και πολιτικούς λόγους, πρέπει να έρθουν με μια πρόταση. Επίσης οι Τούρκοι (και όχι εμείς) είναι αυτοί που πρέπει να πιεστούν από τις ΗΠΑ. Είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε τα συμφέροντά μας και θα πολεμήσουμε εάν αναγκαστούμε.»

Η στάση του Καραμανλή είναι αξιέπαινη αν αναλογιστεί κανείς πως στην ίδια συνάντηση θα δήλωνε στον Φορντ ότι είναι ο πιο φιλοδυτικός πολιτικός στην Ελλάδα. Αντιστοίχως σταθερές και αδιάλλακτες ήταν οι θέσεις του Καραμανλή στην επιστολή του προς τον Πρόεδρο Κάρτερ της 17 Ιανουαρίου του 1977.


Στις 15 Απριλίου του 1976 η “Καθημερινή” θα έγραφε θριαμβευτικά, μετά από την αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, γνωστή ως Συμφωνία Μπίτσιου-Κίσινγκερ, ότι «Απομακρύνεται ο κίνδυνος αναμετρήσεως της Ελλάδος με την Τουρκία στο Αιγαίο, εφ’ όσον αφ’ ενός διατηρείται η ισορροπία δυνάμεων [σημ. με την αναλογία 7/10] και αφ’ ετέρου η Αμερική εγγυάται το “στάτους κβο”.»

Ελάχιστοι όμως γνώριζαν στην Αθήνα πως η Τουρκία είχε απειλήσει να μην επικυρώσει την δική της Συμφωνία Τσαγκλαγιανίλ-Κίσινγκερ στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, θέτοντας σε κίνδυνο την διατήρηση των αμερικανικών βάσεων στην Τουρκία.

Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε σκοπό να προβεί σε επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., μόλις επικυρωνόταν η νεότερη εκδοχή του Δικαίου της Θάλασσας. Ο Τσαγκλαγιανίλ διαμήνυσε στον Κίσινγκερ πως αυτό θα ήταν casus belli για την Τουρκία, ενώ ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Macomber μετέφερε την οργή των Τούρκων για την ερμηνεία που έδιναν στην διαβόητη επιστολή Κίσινγκερ προς Μπίτσιο, ότι δηλαδή οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν την Ελλάδα να προβεί σε μονομερείς κινήσεις που μπορεί να δημιουργήσουν τετελεσμένες καταστάσεις στο Αιγαίο. Υπενθυμίζουμε το επίμαχο απόσπασμα της επιστολής:

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιταχθούν στην αναζήτηση στρατιωτικής λύσης από οποιαδήποτε πλευρά, ενεργά και κατηγορηματικά, και θα καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη»

Η ιστορική αλήθεια είναι πως στην συνάντηση  Μπίτσιου-Κίσινγκερ της 15 Απριλίου 1976 στην Νέα Υόρκη, ο Κίσινγκερ και οι ΗΠΑ δεν εγγυήθηκαν κανένα status quo στο Αιγαίο. Οι Τουρκικές πιέσεις οδήγησαν το State Department να δώσει διευκρινίσεις, ακυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την σημασία της επιστολής.

Ο Κίσινγκερ ζήτησε από τον Μπίτσιο να μην προβεί η Ελλάδα στην μονομερή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο, καθώς η ενέργεια αυτή θα εκλαμβανόταν από τις ΗΠΑ ως μία προκλητική κίνηση.

Ο Μπίτσιος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί λέγοντας στον Κίσινγκερ πως η Ελλάδα θα διατηρήσει το νομικό δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν σκέφτεται να προβεί στην επέκτασή τους. Για πρώτη φορά ο Μπίτσιος διατύπωσε την πάγια θέση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1995 μέχρι και σήμερα, όταν το τουρκικό casus belli ανακοινώθηκε και επίσημα.

Το status quo στο Αιγαίο, που για τον Καραμανλή παρέμενε αναλλοίωτο από το 1913, διαταράχθηκε τελικά τον Απρίλιο του 1976, διότι οι Αμερικανοί πίστεψαν στην απειλή των Τούρκων, ότι  θα αρνούνταν τον πακτωλό του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, εάν οι ΗΠΑ δεν παρενέβαιναν στο να ανακόψουν κάθε επιθυμία  της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, κάτι που θα εξασφάλιζε οριστικά και αμετάκλητα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο.

Δεν ήταν η πρόθεση των Συμμάχων στην Λωζάννη το 1922-1923 να δοθούν τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα, αλλά κομμάτι του αρχιπελάγους στην Τουρκία. Κακώς οι Αμερικανοί αποδέχτηκαν το 1976 την τουρκική θέση, ότι η Ελλάδα θα διατάραζε το status quo στο Αιγαίο με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Εν αντιθέσει, αυτή η κίνηση θα ήταν απολύτως σύμφωνη με τα ιστορικά δεδομένα και την επιθυμία κυρίως των Βρετανών να βοηθήσουν την Ελλάδα και τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Λωζάννη, ώστε να διασφαλιστεί η κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου.

Αυτή ήταν και η πάγια θέση του Κωσταντίνου Καραμανλή, ότι το status quo στο Αιγαίο διαταράχτηκε από την Τουρκία.

Ο Καραμανλής ανέκαθεν πίστευε πως αν οι ΗΠΑ ήθελαν πραγματικά να στηρίξουν την Ελλάδα θα έπρεπε να δώσουν ξεκάθαρες εγγυήσεις για την ασφάλειά της.

Πίσω στις Βρυξέλες και στον Μάιο του 1975, ο πρόεδρος Φορντ θα διαβεβαίωνε τον Καραμανλή ότι οι ΗΠΑ θα παρενέβαιναν σε μια ενδεχόμενη εισβολή των Τούρκων στο Αιγαίο. Η δήλωση αυτή ήταν όμως μια κατ’ ιδίαν διαβεβαίωση προς τον Καραμανλή και ως εκ τούτου μη δεσμευτική για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, ενώ παράλληλα δεν είχε την επιθυμητή για την Ελλάδα αποτρεπτική ισχύ ως προς τον τουρκικό αναθεωρητισμό.

Σε όλη την διάρκεια της πρωθυπουργίας του ο Καραμανλής θα συνέχιζε να μην υποχωρεί από το δίκαιο των ελληνικών θέσεων και να ζητάει γραπτές και δεσμευτικές εγγυήσεις από τις ΗΠΑ για την ασφάλεια του Αιγαίου.

Οι εγγυήσεις αυτές όμως δεν δόθηκαν ποτέ, ούτε όταν ζητήθηκαν ξανά από τον πρόεδρο Κάρτερ. Αν ο Καραμανλής είχε μείνει ικανοποιημένος από το περιεχόμενο της επιστολής Κίσινγκερ της 10ης Απριλίου 1976, δεν θα ζητούσε τα παρακάτω από τον Πρόεδρο Κάρτερ τον Ιανουάριο του 1977:

«Η διαβεβαίωση που μας δόθηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιταχθούν σε μια στρατιωτική λύση σε αυτές τις διαφορές και θα καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, θα πρέπει να ενισχυθεί και να διατυπωθεί με πιο συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να βρεθεί ένας τρόπος διασφάλισης της ειρήνης σε περίπτωση που αποτύχουν οι παρούσες διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα. Με άλλα λόγια, να εξασφαλιστεί ότι η χρήση βίας θα αποκλειστεί και ότι η ειρηνική επιλογή της από κοινού υποβολής της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο για μια αμερόληπτη απόφαση που βασίζεται μόνο στη διεθνή νομιμότητα και δίκαιο, θα παραμείνει ανοιχτή.»

Ο Καραμανλής προσπαθούσε να εκμαιεύσει ισχυρές εγγυήσεις από τους Αμερικανούς για να αποφύγει μια συζήτηση πολιτικού χαρακτήρα με τους Τούρκους, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να εμμείνει στην θέση της, ότι οι διαφορές μας με την Τουρκία στο Αιγαίο για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ είναι καθαρά νομικού χαρακτήρα.

Η πάγια θέση του State Department ήταν πως οι εγγυήσεις αυτές θα έκαναν την Ελλάδα ανένδοτη σε κάθε πολιτικό διάλογο με την Τουρκία, ενώ ο φόβος της μη παρέμβασης των Αμερικανών στο Αιγαίο θα καθιστούσε την Ελλάδα περισσότερο δεκτική σε πιέσεις, οι οποίες τελικά θα οδηγούσαν σε μια (άδικη για την Ελλάδα) συμφωνία με τους Τούρκους. Αυτά λίγο πολύ εισηγήθηκε ο προσωπικός απεσταλμένος σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο του Προέδρου Κάρτερ Κλαρκ Κλίφορντ.

Σήμερα το εύλογο ερώτημα του Καραμανλή προς τον Κάρτερ, αν θα έρθουν οι Αμερικανοί να μας βοηθήσουν σε ένα θερμό επεισόδιο, στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία αποτύχουν, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.

Επαφίεται στον ιστορικό του μέλλοντος να αναζητήσει τους λόγους που οδήγησαν στην επανέναρξη του διαλόγου το 2023 με την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πολιτικού διαλόγου, όπως σήμερα χαρακτηρίζεται από τα πλέον επίσημα χείλη. Επιλεκτικά έγγραφα των αμερικανικών αρχείων θα αποχαρακτηριστούν σε 30 χρόνια από σήμερα, ενώ τα σημαντικότερα (Top Secret) μπορεί να αποχαρακτηριστούν και σε 50 χρόνια ή και ποτέ. Σήμερα, το τί ακριβώς συζητείται με τους Τούρκους και υπό ποιες συνθήκες το γνωρίζουν ελάχιστα άτομα πέριξ του πρωθυπουργού.

  Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης,
  συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής. Το κείμενο βασίζεται σε δημοσιευμένα και αδημοσίευτα διπλωματικά έγγραφα από τα αμερικανικά αρχεία.

15/9/2023

https://www.anixneuseis.gr/%ce%bf-%ce%b1%ce%b4%ce%b9%ce%ac%ce%bb%ce%bb%ce%b1%ce%ba%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%ba-%ce%ba%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%bb%ce%ae%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%ce%b9-%ce%b1%ce%bc%ce%b5%cf%81/