Οι Ρομπέν των Αδαών, οι «ελίτ» και το μέλλον μας.
Όντας παιδιά ταυτισθήκαμε με ηρωικές φιγούρες όπως ο Ρομπέν των Δασών και ο Ζορρό. Εντρυφήσαμε σε αναγνώσματα όπως ο Όλιβερ Τουίστ και ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ. Μάθαμε να απεχθανόμαστε την υποκρισία, την εκμετάλλευση, την παιδική εργασία.
Παράλληλα, ταυτίσαμε την απαρχή της «κόλασης» με την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Μισήσαμε τις «ελίτ». Στα μάτια μας οι «ελίτ», οι «ελίτ» κάθε εποχής, αποτελούνταν αποκλειστικά από πλούσιους κυνικούς χαραμοφάηδες. Αγαπήσαμε τους πτωχούς (υπήρχε το χριστιανικό υπόβαθρο γι αυτό). Και μαζί με αυτούς κάθε περιθωριακή εκδήλωση, ακόμη και διανοητικής φτώχειας (και εδώ υπήρχε υπόβαθρο, το σαθρό υλικό της ανθρώπινης φύσης).
Μεγαλώνοντας, το άλμα από τον Ρομπέν στον Σούπερμαν και από τον Ζορρό στον Μπάτμαν αποδείχθηκε ένα απλό, απλούστατο βήμα. Και εδώ οι «ελίτ» είναι ένα τσούρμο πλουσίων κυνικών χαραμοφάηδων, συνεπικουρούμενο όμως και από μία χούφτα τρελλών επιστημόνων που σχεδιάζουν, εν αγνοία μας, ένα ακόμη πιο σκοτεινό μέλλον (στο αναμεταξύ είχαμε διαβάσει και τον Φρανκενστάιν). Στο περιθώριο, κάποιοι «απόβλητοι», κοινωνικά συντρίμμια, που θέλουν «να πάρουν τη ζωή τους πίσω», ξεσπούν την καταστροφική τους μανία εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας, υπό τις επευφημίες όλων των καταπιεσμένων και «καταπιεσμένων». Θα μου μείνει αξέχαστο το παραλήρημα πολλών εφήβων, αλλά και ΜΜΕ, για την προβολή του «αριστουργήματος», του Joker.
Και με αυτά και με εκείνα, δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ πώς ήταν ο Κόσμος μας πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Δαιμονοποιήσαμε τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Ταυτίσαμε τη Βιομηχανική Επανάσταση και την Επιστήμη με ότι πιο σκοτεινό κρύβαμε στα μύχια της ψυχής μας. Και ενώ, οι πιο πολλοί από εμάς οφείλουμε, απόλυτα, την ύπαρξή μας, την μακροημέρευσή μας και την καλοπέρασή μας, σε σχέση με παλαιότερες γενεές, στη Βιομηχανική Επανάσταση και στην Επιστήμη, εξακολουθούμε, ακόμη και σήμερα, να αντιμετωπίζουμε με άπειρους δισταγμούς, αν όχι με τυφλό μίσος, κάθε επιστημονική προσπάθεια και κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα.
Μπορούμε βέβαια να πιστεύουμε ό,τι θέλουμε, να απαξιώνουμε ό,τι θέλουμε και να θαυμάζουμε ό,τι θέλουμε. Μπορούμε δηλαδή να ερμηνεύουμε την πραγματικότητα ελεύθερα, όπως θέλουμε. Δεν μπορούμε όμως, δυστυχώς για εμάς, να την κατασκευάζουμε όπως θέλουμε. Η παχυλή μας άγνοια για το Παρελθόν εγγυάται μετά βεβαιότητος πως, ούτε και το Μέλλον θα το κατασκευάσουμε «όπως θέλουμε». Όσο και αν αλαφιασμένοι προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους πως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Πάντα οι «ελίτ» θα σχεδιάζουν και θα κατασκευάζουν ένα Μέλλον, στο οποίο θα παραμένουμε διαρκώς αμέτοχοι, διαρκώς περιθωριοποιημένοι και θα βαυκαλιζόμαστε με ηρωικές αναμνήσεις άλλων εποχών ή το πολύ πολύ με επικείμενους ηρωικούς αγώνες ενάντια στους «σχεδιασμούς των άλλων». Σε τελική ανάλυση δηλαδή, θεωρούμε πως, για το μόνο που είμαστε ικανοί, είναι η αποτροπή του Μέλλοντος γενικά.
Εντός των πέντε κομητειών που αποτελούν την καρδιά της Αγγλίας, βρίσκεται μία τριγωνική περιοχή που μέχρι και σήμερα στοιχειώνεται από τον θρύλο του Ρομπέν των Δασών. Ο μύθος αναπτύχθηκε γύρω από τη ζωή τουλάχιστον δύο ηρώων του 13ου και 14ου αιώνα. Μία από αυτές τις ιστορικές φιγούρες, μάλλον η προγενέστερη, έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του μύθου που δεν είναι άλλος από την πάλη των πληθυσμών που ζούσαν από το δάσος, μέσα στο δάσος, ενάντια στην πολιτική της αγγλικής μοναρχίας που στήριζε την εγχώρια εριουργία, μετατρέποντας μερικούς από τους σημαντικότερους δρυμούς σε βοσκοτόπια για τα πρόβατα.
Χρόνια μετά, η περιοχή αυτή αναδεικνύεται ως η πλουσιότερη της Αγγλίας.
«Οι κατοικίες τους με τους μικρούς τους κήπους ήταν καθαρές και νοικοκυρεμένες-όλοι στην οικογένεια καλά ντυμένοι-οι άνδρες, ο καθένας με ρολόι τσέπης και οι γυναίκες ντυμένες ανάλογα με το προσωπικό τους γούστο-στην εκκλησία υπήρχε υπερβολικός συνωστισμός τις Κυριακές-κάθε σπίτι ήταν καλά επιπλωμένο με ένα ρολόι σε κομψή θήκη από μαόνι-όμορφα σερβίτσια τσαγιού από πορσελάνη του Στανφορσάιρ..»
Τι είχε συμβεί; Μήπως η πρακτική του Ρομπέν των Δασών, να κλέβει κανείς από τους πλούσιους και να δίνει στους φτωχούς εξελίχθηκε ως το αποτελεσματικότερο μέσο επιχειρηματικότητας στην κεντρική Αγγλία, χαρίζοντας τελικά την ευημερία σε αυτούς τους πρώην δυστυχείς ανθρώπους;
Ας ρίξουμε λοιπόν μια πιο προσεκτική ματιά, στη νέα ζωή των πρώην δυστυχισμένων ανθρώπων. Συνέχιζαν να κλέβουν από τους πλουσίους ή συνέβη κάτι άλλο;
«Το εργαστήριο του υφαντή ήταν μία αγροτική κατοικία από την οποία, όταν κουραζόταν από την καθιστική εργασία, μπορούσε να πεταχτεί στον μικρό του κήπο και με το φτυάρι και την τσάπα να φροντίσει τα ζαρζαβατικά του. Το ακατέργαστο μαλλί που θα αποτελούσε το υφάδι του καθαριζόταν από τα δάκτυλα των μικρότερων παιδιών του, ενώ τα μεγαλύτερα κορίτσια, με τη βοήθεια της γυναίκας του, το λανάριζαν και το έγνεθαν και ο ίδιος, με τη βοήθεια των γιών του, ύφαινε το νήμα».
Περιττό να πούμε λοιπόν ποιος επικράτησε τελικά σε εκείνη τη διαμάχη και περιττό να τονίσουμε περαιτέρω τα ευεργετικά αποτελέσματα αυτής της επικράτησης.
Δυστυχώς όμως (ή ευτυχώς;) ο Κόσμος άλλαξε ξανά. Κάποιες νέες «ελίτ» σκαρφίσθηκαν νέα κόλπα για να παράγουν φτηνότερα νήματα και υφάσματα: τη χρήση μηχανών για το γνέσιμο και μηχανικών αργαλειών για την ύφανση. Οι επιπτώσεις για την οικογενειακή επιχείρηση ήταν προφανώς καταστροφικές. Οι ισορροπίες ανατρέπονταν για μία ακόμη φορά.
«Για να εξοικονομηθούν μεροκάματα φτιάχτηκαν μηχανικοί αργαλειοί ώστε ένας ενήλικος και δύο παιδιά να μπορούν να χειριστούν τουλάχιστον 600 αδράχτια. Δύο αργαλειοί, ο καθένας με 300 αδράχτια, είναι τοποθετημένοι αντικριστά. Οι φέροντες μηχανισμοί αυτών των μηχανών κινούνται προς τη μία κατεύθυνση με τη βοήθεια του ατμού και προς την άλλη με το χέρι. Αυτό το κάνει ένας ενήλικας εργάτης που στέκεται ανάμεσα στις δύο μηχανές. Τα νήματα που σπάνε επιδιορθώνονται από παιδιά (ενωτές) που στέκονται στη μια ή την άλλη άκρη των αργαλειών…»
Οι επιπτώσεις στην οικογενειακή επιχείρηση δεν ήταν οι μόνες. Το περιβάλλον επιβαρύνθηκε επίσης.
«Υπάρχουν εκατοντάδες εργοστάσια στο Μάντσεστερ που έχουν πέντε ή έξι ορόφους. Στο πλάι κάθε εργοστασίου υπάρχει μία τεράστια καμινάδα που ξερνάει μαύρο καπνό…. Ο καπνός από την καμινάδα σχηματίζει ένα πολύ μεγάλο νέφος που είναι ορατό από χιλιόμετρα γύρω από την πόλη. Τα σπίτια έχουν γίνει μαύρα εξαιτίας του καπνού. Το ποτάμι πάνω στο οποίο στέκεται το Μάντσεστερ είναι τόσο μολυσμένο από χρωστικές ύλες που το νερό μοιάζει με το περιεχόμενο ενός κάδου βαφής…»
Η ατμόσφαιρα των κειμένων μας μεταφέρει στα αναγνώσματα που τόσο αγαπήσαμε, όπως ο Όλιβερ Τουίστ και ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ ή ακόμη στα πιο σκοτεινά «μελλοντολογικά», όπως ο Φραγκενστάιν ή η Gotham city, η πόλη του Μπάτμαν.
Και με αυτά και εκείνα, ο νους ποτέ δεν πάει στο σημερινό επίπεδο διαβίωσης που, στα μάτια μας, φαίνεται τελικά να ξεπήδησε από το πουθενά!
Η αλήθεια είναι πως οι σημερινές πόλεις του βιομηχανικού Δυτικού Κόσμου είναι καθαρότερες από ποτέ, η παιδική εργασία έχει απαγορευθεί προ πολλού, τα φάρμακα, η περίθαλψη, το ψωμί και η παιδεία θεωρούνται κοινωνικά αγαθά και παρέχονται (με πολλά προβλήματα είναι αλήθεια) αφειδώς, σε σχέση πάντα με όλες τις άλλες μη προνομιούχες περιοχές του πλανήτη μας. Και όλα αυτά τα οφείλουμε σε εκείνη την «καταραμένη» μετάβαση που τόσο μας αρέσει να την κατακεραυνώνουμε.
Σήμερα, βρισκόμαστε ενώπιον δύο σημαντικών μεταβάσεων. Ίσως για πρώτη φορά στην Ιστορία μας καλούμαστε να περάσουμε δύο σκοπέλους ταυτόχρονα: την ψηφιοποίηση των δραστηριοτήτων μας και την αλλαγή του ενεργειακού μας μοντέλου. Αντιρρήσεις πολλές, φοβίες εύλογες, ανατροπές προφανείς και λιγότερο προφανείς τόσο στην καθημερινότητά μας, στις καθιερωμένες μεταξύ μας σχέσεις, όσο και με τη φύση που μας περιβάλλει.
Αλλά ποιος μπορεί να μετρήσει τη σχέση κόστους/οφέλους; Θα εμπιστευθούμε τις «ελίτ»; Θα αναδείξουμε άλλες «ελίτ»; Ότι και αν αποφασίσουμε, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας και μία άλλη παράμετρο εξίσου σημαντική. Όλες οι προηγούμενες μεταβάσεις έγιναν σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά Δημοκρατικό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Και πως τέτοια περιβάλλοντα υπάρχουν και σήμερα. Να μην απορούμε λοιπόν, αν η πρωτοπορία περάσει τελικά στα χέρια τέτοιων καθεστώτων μετατρέποντας έτσι το πλεονέκτημα της Δημοκρατίας μας σε μειονέκτημα παρακολούθησης των κοσμογονικών αλλαγών που συντελούνται.
Το σίγουρο όμως είναι πως δεν μας χρειάζονται άλλοι Ρομπέν που να χαϊδεύουν την παχυλή μας άγνοια. Τις αξίες μας μπορούμε να τις διατηρήσουμε αλώβητες, μόνο όταν γνωρίζουμε πως θέλουμε εμείς να φτιάξουμε το Μέλλον μας. Όταν δηλαδή, εμείς οι ίδιοι, θελήσουμε να γίνουμε «ελίτ», με γνώση και όραμα.
Γιάννης Σαΐνης
19 Δεκεμβρίου 2022
πρώτη δημοσίευση: Athens Voice
https://ardin-rixi.gr/archives/248296