Εβραίοι: ένας λαός που δεν αγάπησε κανείς.


Εβραίοι: ένας λαός που δεν αγάπησε κανείς.

 
Ήταν οι μόνοι που στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης δεν δέχτηκαν να υποταχθούν. Κάθε τόσο έκαναν και μια ανταρσία που έφερνε τους Ρωμαίους σε δύσκολη θέση. Τους πήραν με το καλό, τους πήραν με το άγριο, τίποτα δεν κατάφεραν. Οι Εβραίοι ήταν το πιο ανυπόταχτο στοιχείο μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ώσπου ο Τίτος, ο γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, τους συνέτριψε καταστρέφοντας τον Ναό του Σολομώντος και σκοτώνοντας χιλιάδες Εβραίους. Το 74 μΧ κάθε αντίσταση των Εβραίων έσβησε οριστικά και ο Τίτος τέλεσε θρίαμβο στη Ρώμη. Όσοι επέζησαν, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους. Από τότε χρονολογείται η Εβραϊκή Διασπορά.

Είναι σκληρός λαός.  

Το απέδειξε επιβιώνοντας επί 2000 χρόνια ξεριζωμένος από τον τόπο του, σκορπισμένος στα πέρατα της γης, ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας και δεχόμενος προσβολές, ταπείνωση, περιφρόνηση, μίσος και πογκρόμ από τους αλλόθρησκους όπου γης. Και χωρίς δικαίωμα ακίνητης περιουσίας. Αναγκάστηκαν να μετέλθουν επαγγέλματα του ποδαριού για να επιζήσουν.

Ο Σαίξπηρ τούς απαθανάτισε ως αιμοβόρους τοκογλύφους, η Εκκλησία τούς καταράστηκε, η Πολιτεία τούς εκμεταλλεύτηκε ασύστολα, ο κόσμος τούς έφτυνε.

Για 2000 χρόνια περιφέρονταν από τη μια χώρα στην άλλη και υπέμεναν ταπεινώσεις και αδικίες και διωγμούς. Κανονικά θα έπρεπε να είχαν σβήσει από τον χάρτη. Δεν ξέρω, γιατί δεν συνέβη αυτό. Νομίζω ότι εκείνο που τους κράτησε στη ζωή ενωμένους ήταν η θρησκεία τους. Ίσως και η ράτσα τους.

Το αποκορύφωμα του μίσους εναντίον τους ήρθε στις μέρες μας με το Ολοκαύτωμα. Το άντεξαν κι αυτό.

Και εν τω μεταξύ, αυτό είναι το πιο περίεργο, έδωσαν στην ανθρωπότητα προσωπικότητες που άλλαξαν τον κόσμο και τον πλούτισαν με γνώση και με τέχνη:

Αϊνστάιν, Φρόιντ, Άλφρεντ Άντλερ, Καρλ Σαγκάν
Σπινόζα, Καρλ Μαρξ
Νόαμ Τσόμσκι
Αμεντέο Μοντιλιάνι, Μαρκ Σαγκάλ
Φραντς Κάφκα, Φίλιπ Ροθ
 
Για να μην αναφέρουμε το πλήθος των σκηνοθετών και ηθοποιών που γοήτευσαν τους συγχρόνους μας:

Στάνλει Κιούμπρικ
Όλιβερ Στόουν
Στίβεν Σπίλμπεργκ
Μπίλι Γουάιλντερ
Αδελφοί Κοέν
Σίντνεϊ Πόλακ
Άλαν Πάκουλα
Ντάρεν Αρονόφσκι
Ότο Πρέμινγκερ
Σεσίλ ντε Μιλ
Γούντι Άλεν και άλλοι

Τζέρι Λιούις
Κερκ και Μάικλ Ντάγκλας
Μπέτι Μίντλερ
Μπάρμπαρα Στρέιζαντ
Σκάρλετ Γιόνχανσον
Ντάνιελ Ντέι Λιούις
Ντάστιν Χόφμαν και άλλοι.

Και ο πιο διάσημος από όλους:
Ιησούς.

Σήμερα οι Εβραίοι έχουν το δικό τους κράτος εν μέσω εκατομμυρίων εχθρών τους. Είναι ένα κράτος δυτικού τύπου, άκρως όμως στρατοκρατικό, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να επιβιώσει.
 
Οι κάτοικοί του, οι σημερινοί Ισραηλινοί, είναι οι ανθεκτικοί απόγονοι ενός λαού που πέρασε για αιώνες χίλια μύρια πάθη. Μην περιμένετε από αυτούς ευαισθησίες και δάκρυα. Είναι σκληροί και αποφασισμένοι. Δεν λυπούνται, γιατί κανείς δεν τους λυπήθηκε στους αιώνες της εξορίας τους. Τους μισούν κι εκείνοι ανταποδίδουν το μίσος τους. Θέλουν οι εχθροί τους να τους εξοντώσουν κι εκείνοι δεν διστάζουν να εξοντώσουν τους εχθρούς τους. Υπερασπίζονται τον τόπο τους παραβιάζοντας συχνά το δίκιο. Αλλά στην πολιτική δεν υπάρχει δίκαιο και άδικο, αυτό το ξέρουμε όλοι.
 
Δεν ζητούν τον οίκτο μας, γιατί δεν τον είχαν ποτέ. Δεν έχουν ανάγκη τη συμπάθειά μας, γιατί δεν την είχαν ποτέ. Υπήρξαν πάντα μόνοι και έτσι συνεχίζουν να νιώθουν, άσχετα αν για λόγους συμφέροντος τούς προσεγγίζουν διάφοροι σύμμαχοι.
 
Οι Ισραηλινοί νιώθουν πάντα μόνοι. Και ξεχωριστοί. Και αλαζονικοί. Πιστεύουν στον εαυτό τους και στη ράτσα τους. Μετά από τόσα που πέρασαν και επέζησαν έχουν πείσμα και υπερηφάνεια. Ίσως μάλιστα μας θεωρούν εμάς τους άλλους κατώτερους. Γιατί, εδώ που τα λέμε, κανείς άλλος λαός δεν πέρασε όσα πέρασαν εκείνοι. Κι αυτό δεν το ξεχνούν ποτέ. Εξ ου και η υπεροψία τους.

Και τώρα μη μου αναλύσετε τα πολιτικά πράγματα της Μέσης Ανατολής. Αυτά είναι άλλο κεφάλαιο. Αυτό που τονίζω εδώ είναι ότι ένας πανάρχαιος λαός δεν χάθηκε ούτε και  εκφυλίστηκε μέσα στη δίνη των αιώνων και των διωγμών και της εξορίας. Εξακολουθεί να είναι ακμαίος και στιβαρός.
 
Αμέτρητοι νέοι Ισραηλινοί από όλο τον κόσμο επιστρέφουν στην πατρίδα τους για να την υπερασπίσουν.

Αυτό λέει πολλά.

               ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ                  
 



1.

Κιμπούτς *

Το παρόν άρθρο μελετά την ιστορική διαδρομή των ισραηλινών κιμπούτς και επιχειρεί να διερευνήσει τους κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς που υπέστησαν με την πάροδο των ετών πριν και μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948.

1. Τα Κιμπούτς (στα εβραϊκά η λέξη σημαίνει «σύναξη, μάζεμα», «κοινοτική συνεύρεση») είναι συλλογικές συνειδητές κοινότητες στο Ισραήλ , όπου παραδοσιακά στηρίζονται στην γεωργία . Το πρώτο κιμπούτς ιδρύθηκε το 1909. Μέχρι το 1914 υπήρχαν 11 κιμπούτς που ιδρύθηκαν στη γη που αγοράστηκε από το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο και ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 29 μέχρι το τέλος του 1918.
Σήμερα -έναν αιώνα αργότερα-η γεωργία έχει υποκατασταθεί εν μέρει από άλλους οικονομικούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας.
Ξεκίνησαν ως ουτοπικές κοινότητες, επιχειρώντας τον συνδυασμό σοσιαλισμού και σιωνισμού, ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες, αρκετά κιμπούτς έχουν ιδιωτικοποιηθεί και έχουν προκύψει αλλαγές στον κοινοτικό τρόπο ζωής. Το μέλος ενός κιμπούτς ονομάζεται κιμπούτσνικ (kibbutznik).
Τα κιμπούτς ιδρύθηκαν από μέλη του Bilu κινήματος, οι οποίοι μετανάστευσαν στην Οθωμανική Παλαιστίνη από την Ρωσική Αυτοκρατορία .
Το όνομα του πρώτου κολλεκτιβιστικού χωριού Ντεγκάνια (Deganyah) στα εβραϊκά σημαίνει «λουλούδι του σταριού» και μαρτυράει την αγροτική καταγωγή του. Βρίσκεται κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ (Κινέρετ ή θάλασσα της Γαλιλαίας). Ιδρύθηκε το 1909 από μία ομάδα καλλιεργητών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω την γη αγόρασε για λογαριασμό τους το Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο.
Τα περισσότερα κιμπούτς τα αμέσως επόμενα χρόνια, ιδρύθηκαν στην άνω κοιλάδα του Ιορδάνη , την κοιλάδα Ιεζραέλ και την παράκτια πεδιάδα Σαρόν. Η γη ήταν διαθέσιμη για αγορά καθώς ήταν ελώδης και η περιοχή μολυσμένη από ελονοσία. Οι Σιωνιστές πίστευαν ότι ο αραβικός πληθυσμός θα δεχθεί θετικά την έλευσή τους για τα οικονομικά οφέλη που θα έφερνε η αξιοποίηση της γης. Η προσέγγισή τους ήταν ότι οι εχθροί των Αράβων αγροτών ήταν οι Άραβες γαιοκτήμονες (που ονομάζονταν «αφέντες» ), και όχι οι εβραίοι αγρότες.
Οι πρώτοι Κιμπούτζνικοι ήλπιζαν να είναι πολύ περισσότερα από αγρότες. Ονειρεύτηκαν να δημιουργήσουν ένα νέο είδος κοινωνίας , όπου όλοι θα είναι ίσοι και ελεύθεροι από την εκμετάλλευση.
Το κίνημα των κιμπούτς γιόρτασε την 100ή επέτειό τον Απρίλη του 2010 με μια τελετή στο στο πρώτο κιμπούτς το Deganyah.. Σήμερα οι κάτοικοι των κιμπούτς είναι περίπου ένας στους 30 Ισραηλινούς και ορισμένα από αυτά κινήθηκαν προς την ιδιωτικοποίηση. Ωστόσο, θα ήταν πρόωρο να μιλήσουμε για πλήρη αποδόμηση της αρχικής προσδοκίας των κιμπούτς .
Θα πρέπει αντίθετα να ρίξουμε μια διερευνητική ματιά στην εκατονταετηρίδα του και να μετρήσουμε τα επιτεύγματά του. Μετά το 1948 τα κιμπούτς διαδραμάτισαν μείζονα ρόλο στην αλλαγή του προσώπου της γης και του Κράτους του Ισραήλ. Τέσσερις πρωθυπουργοί, ο Ντέιβιντ Μπεν Γκουτιόν, ο Λεβί Εσκόλ, η Γκόλντα Μέιρ και ο Εχούντ Μπάρακ έζησαν μέχρι κάποιο σημείο σε κιμπούτς. Πολλοί από τους εξέχοντες διοικητές της Τσάχαλ, πιλότοι και μαχητές μεγάλωσαν και μορφώθηκαν σε κιμπούτς. Ο Ισραηλινός πολιτισμός διαθέτει πολλούς συγγραφείς και ποιητές, συνθέτες και τραγουδιστές, ζωγράφους και γλύπτες προερχόμενους από κιμπούτς.
Σύμφωνα με την ισραηλινή Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία (CBS), στα τέλη του 2004, 116.300 άνθρωποι ζούσαν σε 266 κιμπούτς Η κιμπουτσικό κίνημα διατήρησε τον ουτοπικό του χαρακτήρα σχεδόν εξ ολοκλήρου για περίπου 80 χρόνια.
Ένας εσωτερικός μετασχηματισμός που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό τοπίο στα κιμπούτς: Μόνο τριάντα δύο τοις εκατό των κιμπούτς εξακολουθούν να τηρούν τον αρχικό, «ουτοπικό» τρόπο ζωής.
Ο μετασχηματισμός αυτός συνδέεται, σε κάποιο βαθμό, με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες που έχουν λάβει χώρα στο Ισραήλ από το 1980, δηλαδή με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, τη μερική καταστροφή του κράτους πρόνοιας, και τη μείωση της δυναμικής του εργατικού κινήματος.
Ως ουτοπικός τρόπος ζωής, τα ισραηλινά κιμπούτς ήταν μέρος της γενικής ουτοπικής προοπτικής, αλλά και μέρος της σιωνιστικής ουτοπικής προοπτικής.
Η τελευταία παράδοση οδήγησε στην ανάπτυξη του κιμπούτς, ο οποίος μετέτρεψε αυτή την πνευματική κυρίως τάση του Σιωνισμού σε πράξη.Τα κιμπούτς έπαιξαν ένα κεντρικό ρόλο στο Σοσιαλιστικό Σιωνιστικό Κίνημα, το οποίο έγινε η ηγετική δύναμη στον Σιωνισμό στη δεκαετία του 1930 και διατήρησε τη θέση αυτή στις τρεις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ από την ίδρυσή του το 1948.

2. Ουτοπικές πτυχές στο Κιμπούτς
 
Η άνοδος των ισραηλινών κιμπούτς από την ίδρυση του πρώτου κιμπούτς το 1909 ήταν μια σημαντική εξέλιξη στο σιωνιστικό ουτοπισμό. The kibbutzim were a unique utopian phenomenon characterized by the interwoven development of praxis and theory. Τα κιμπούτς ήταν ένα μοναδικό ουτοπικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συνυφασμένη ανάπτυξη της πράξης και της θεωρίας. Διαφορετικές ουτοπικές απόψεις που εκφράζονται σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά ουτοπικά οράματα εντάχθηκαν στη ζωή στα κιμπούτς: κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, κατάργηση του συστήματος των μισθών, διαμόρφωση της παραγωγικής δραστηριότητας, τουλάχιστον εν μέρει, ως μη-βιομηχανική δραστηριότητα, η μερική κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας, η δημοκρατική ρύθμιση της παραγωγής και η - εσωτερική - κατάργηση του κράτους.

2.1 Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και του συστήματος των μισθών

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του κιμπούτς ήταν, από την αρχή, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και η κοινή ιδιοκτησίας των οικονομικών μέσων. Δεν υπήρχε σύστημα μισθών και το ποσό της εργασίας που εκτελείτο δεν συνδεόταν με οποιαδήποτε πληρωμή (υψηλό ή χαμηλό μισθό).
Οι εργασίες ήταν ουσιαστικά συλλογική δραστηριότητα, δηλαδή δεν είχε σχέση με την εργασία όπως αυτή οργανώνεται και εκτελείται σε μια καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά ως μια κοινή δραστηριότητα που εκφράζει μια κοινή βούληση και το ύψος της αμοιβής για όλα τα μέλη ανεξάρτητα με την εργασία τους ήταν κοινό.
Η κατανάλωση θα έπρεπε να πληρεί δύο ειδών ανάγκες: α) τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες,(στέγαση, τροφή, ένδυση, εκπαίδευση) και β) τις πνευματικές ανάγκες, όπως οι ανάγκη για ελεύθερο χώρο και χρόνο για διάβασμα, άθληση και ψυχαγωγία.

2.2 Περιεκτική Δημοκρατία ή η εσωτερική Κατάργηση.

Τα κιμπούτς ανέπτυξαν ένα ολοκληρωμένο δημοκρατικό τρόπο ζωής ο οποίος περιελάμβανε τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές πτυχές της ζωής τους, με όρους άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας.
Ο πιο σημαντικός θεσμός ήταν η Γενική Συνέλευση, η οποία συνήθως συγκαλείτο μία φορά την εβδομάδα, και κατά την οποία όλες οι σημαντικές αποφάσεις προέκυπταν μετά από συζήτηση. Ένα άλλο σημαντικό όργανο ήταν οι διάφορες επιτροπές που αφορούσαν όλους τους τομείς της ζωής (πολιτισμός, εκπαίδευση, οικονομικά θέματα, εργασία, προσωπικά θέματα, αθλητικά, κλπ) οι οποίες επέτρεπαν στα μέλη να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της ζωής τους στις διάφορες διαστάσεις της.
Σε όλους τους κλάδους της οικονομίας του κιμπούτς, οι αποφάσεις που αφορούν την καθημερινή λειτουργία γίνονταν από τα μέλη της που εργάζονται στον κάθε κλάδο. Οι διάφορες επιτροπές των κιμπούτς και οι επί μέρους κλαδικές συνεδριάσεις ήταν μια αποκεντρωμένη δημοκρατική διαδικασία.
Τα περισσότερα από τα μέλη, αν όχι όλα από αυτά, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν διαρκώς και ισότιμα στη διαμόρφωση των διαφόρων πτυχών της κοινωνίας τους. Αν ορίσουμε την κατάσταση αυτή ως κεντρικό φορέα διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων, τότε μπορούμε να πούμε πως το κιμπούτς πέτυχε την εσωτερική κατάργηση του «κράτους».

3. Ο αναρχισμός, ο σιωνισμός και τα κιμπούτς
 
Το αρχικό όραμα της ριζοσπαστικής ευρωπαϊκής νεολαίας που ίδρυσε τα πρώτα κιμπούτς κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου μεταναστευτικού κύματος (Aliyah), να χτίσουν μία α-κρατική κοινωνία βασισμένη στην αυτοδιοίκηση, την ισότητα και τη συνεργασία με το γηγενή πληθυσμό σε τοπικό επίπεδο, υπήρξε μέρος της γενικότερης της πορείας προς την Άμεση Δημοκρατία και την Αταξική Κοινωνία δια μέσου των αιώνων. Πορεία που όπως αναφέρει ο Κώστας Λάμπος στο βιβλίο του «Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία» σηματοδοτείται από τον «Πρωτόγονο Κομμουνισμό», την Αθηναϊκή Δημοκρατία, την Ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα, την Άριστη Πόλη του Αριστοτέλη, τα πρωτοχριστιανικά κοινόβια, το «Κράτος του Θεού», την Αγροτική Επανάσταση της Αγγλίας, την Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, την Ουτοπία του Τόμας Μουρ, την Παρισινή Κομμούνα, το Πρόταγμα του Σοσιαλισμού, τη Συμβουλιακή Δημοκρατία, τα Ρώσικα Κοινόβια Μιρ, τα Κιμπούτς, την Κινέζικη Κομμούνα, τη Μεξικανική Επανάσταση, την Ισπανική Επανάσταση, τη Λαϊκή Εξουσία στην Ελλάδα, το Συνεταιριστικό Κίνημα και το Αγροτοβιομηχανικό συγκρότημα του Μοντραγκόν, το Γαλλικό Μάη, την Αυτοδιαχείριση στη Λατινική Αμερική, το Σάμμερχιλ, τη Μαριναλέντα και πολλούς ακόμα σταθμούς, μέχρι τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα των αντικαθεστωτικών, των «αγανακτισμένων», της Άμεσης Δημοκρατίας και της αλληλέγγυας και αχρήματης οικονομίας
O James Horrox (καθηγητής πολιτικής και φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ) το 2009 σε διάλεξη με τίτλο «Ριζοσπαστική Ιστορία - Εναλλακτικό μέλλον, ο αναρχισμός, ο σιωνισμός και τα κιμπούτς» πιάνει το νήμα από την αρχή:
«Για τη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή νεολαία που ίδρυσε τα πρώτα κιμπούτς κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου μεταναστευτικού κύματος (Aliyah1), ο σιωνισμός δεν ήταν απλά το τέλος της εξορίας και η επαναδημιουργία του Μεγάλου Ισραήλ (Eretz Israel). Ήταν η δημιουργία από την αρχή μιας ολοκληρωτικά νέου τύπου κοινωνίας σε ένα καινούριο μέρος. Οι πρωτοπόροι των κιμπούτς, μη βρίσκοντας κρατικές δομές, πέρα από τα καταρρέοντα αποικιακά τεχνάσματα των Οθωμανών, και αργότερα της βρετανικής κυριαρχίας, αναγνώρισαν στον καινούριο τους τόπο ένα πρωτόγνωρο κενό εξουσίας. Επιδιώκοντας να αποτρέψουν την ανάδυση του καπιταλισμού, με τη δημιουργία πρωτότυπων χώρων αυτόνομης παραγωγής, είδαν στη δημιουργία των κολλεκτιβικών κιμπούτς έναν τρόπο μετάφρασης του ουτοπικού ιδανικού μιας «συνεργατικής κοινότητας χωρίς εκμεταλλευτές ή εκμεταλλευόμενους σε ένα μόνιμο κοινωνικό σύστημα ικανό να ηγηθεί της κάλυψης του προαναφερθέντος κενού.
Ο στόχος τους ήταν να χτίσουν μία α-κρατική κοινωνία βασισμένη στην αυτοδιοίκηση, την ισότητα και τη συνεργασία με το γηγενή πληθυσμό σε τοπικό επίπεδο. Οι ιδέες του Κροπότκιν, του Τολστόι, του Προυντόν και του Λαντάουερ ήταν γνωστές και κατανοητές στον εργατικό σιωνιστικό κοινωνικό περίγυρο των αρχών του 20ου αιώνα και το περιεχόμενό τους επηρέασε πολλούς εξέχοντες ιδεολόγους, όπως επίσης και κινήματα. Επιπλέον, το κίνημα των κιμπούτς πριν το 1948 κατάφερε εύλογα να υλοποιήσει αυτές τις ιδέες σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο ουτοπικό πείραμα, χτίζοντας με επιτυχία μία ολόκληρη εθνική υποδομή στη βάση της συνεργατικής δουλειάς (cooperative labour) που ήταν οργανωμένη μέσω μιας ομοσπονδοποιημένης συμμαχίας κομμούνων (communes) ουσιαστικά ολόιδιων με αυτές που οραματίζονταν οι αναρχικοί θεωρητικοί του 19ου αιώνα. Μέσα σε αυτές τις κοινότητες η περιουσία ήταν κοινή, το μισθολογικό σύστημα είχε εγκαταλειφθεί, η παραγωγή και η κατανάλωση οργανωνόταν συλλογικά με άμεση δημοκρατία, με την αυτοδιαχείριση και την κυκλική εργασία να διασφαλίζουν τη διατήρηση ενός αντι-ιεραρχικού οικονομικού πολιτισμού. Η κατανομή των αγαθών και των πόρων γινόταν ανάλογα με τις ανάγκες και όλα τα μέλη επωφελούνταν (ή υπέφεραν) από τη συσσώρευση του συνολικού προϊόντος της υπερεργασίας. Δίχως εξαναγκαστικούς μηχανισμούς, η πολιτική εξουσία ανήκε στη γενική συνέλευση των μελών των κιμπούτς (την Asefa), στην οποία όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη ζωή στην κοινότητα συζητούνταν σε ανοιχτές συναντήσεις και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με ομοφωνία (στα πρώτα, οικεία kvutzot) και αργότερα με πλειοψηφία. Με λίγα λόγια, το κίνημα των κιμπούτς όσο υπήρχε πριν την εγκαθίδρυση του κράτους του Ισραήλ λειτουργούσε πάνω κάτω ως ένα βιώσιμο μοντέλο συμμετοχικής οικονομίας και πολιτικής, καθιστώντας το, όπως παρατήρησε και ένας ανταποκριτής της λονδρέζικης αναρχικής εφημερίδας Freedom τo 1962, «ένα από τα καλύτερα παραδείγματα δημοκρατίας που υπάρχει και σίγουρα το πιο κοντινό στην εφαρμογή του αναρχισμού. Οποιαδήποτε προσφιλής στον αναρχισμό θεωρία είναι τμήμα του καθημερινού προτύπου επιβίωσης. Εδώ στο μικρόκοσμο μπορούν να ιδωθούν οι αρχές αυτού που μπορεί να συμβεί σε μία αυθεντικά ελεύθερη κοινωνία».

4. «Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του.»
Karl Marx: Kritik des Gothaer Programms,(1875).

Ο Αρβαάμ Μπεναρόγια επιστρέφοντας από μια επίσκεψή του στο κράτος του Ισραήλ το 1952. μετέφερε τις εντυπώσεις του στις στήλες της εφημερίδας «Μάχης» σχετικά με το κοινωνικό πείραμα που είχε ξεκινήσει στις αρχές του 20 αι. και από το 1948 λάμβανε την σφραγίδα της κρατικής προστασίας και ενίσχυσης. Η «Μάχη» στις 31.05.52 δημοσίευσε τις εντυπώσεις αμερικανού δημοσιογράφου σε άρθρο που τιτλοφορήθηκε «Δεν υπάρχει πια έρημος»
Ο Μπεναρόγια γράφει:
« Υπάρχουν εκεί (στο Ισραήλ) πραγματικά κολεκτιβιστικά χωριά, κομμουνιστικά, σοσιαλιστικά, ακόμα και θρησκευτικά, ιδίως όμως σοσιαλιστικά. Και υπάρχουν συνεταιριστικά χωριά και ομάδα χωριών, τα οποία είναι υπόδειγμα σοσιαλιστικής οργάνωσης της γεωργίας. Υπάρχουν κα ελεύθερα κεφαλοχώρια –κφαρ- εβραϊκά και αραβικά τα οποία βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία και ατομική διάθεση της εσοδείας των χωραφιών των. Υπάρχουν εταιρείες ημικρατικές (συνδυασμοί ξένου και ντόπιου κεφαλαίου) και άλλες ημικοινωνικές (συνδυασμοί συνεταιριστικών και κρατικών κεφαλαίων) οι οποίες παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην όλη οικονομία του τόπου. Υπάρχουν παραγωγικοί συνεταιρισμοί στη βιομηχανία, στην οικοδομή, στις τράπεζες, στη τεχνητή παραγωγή ψαριών κ.λ.π. Υπάρχουν συνεταιρισμοί καταναλώσεως που αγκαλιάζουν σημαντικούς κλάδους του όλου εμπορίου της χώρας που περιλαμβάνουν μεγάλο μέρος της όλης διανομής των αγαθών. Οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί συναγωνίζονται τις μεγαλύτερες ιδιωτικές επιχειρήσεις και καπιταλιστικές εταιρίες»

Ο Μπεναρόγια καταγράφει πέντε είδη «χωριών» στο Ισραήλ
1. Κβούτσα: Μικρή κολεκτιβιστική ομάδα (χωριουδάκι) που αποτελείται από 100-200 μέλη
2. Κιμπούτς: Κολεκτιβιστικό χωριό που αποτελείται από 500-1500 μέλη
3. Μοσιάβ: Το συνεταιριστικό χωριό
4. Καφάρ: Ελεύθερο κεφαλοχώρι
5. Μοσιαβά: Γκρούπ (ομάδα) συνεταιριστικών χωριών ή καλλίτερα συνεταιριστική γεωργική κωμόπολη.

Με τον ίδιο περίπου τρόπο περιγράφει τις πόλεις και τα χωριά στο Ισραήλ ο Νίκος Ανδρέου στη συνοπτική κοινωνιογραφική μελέτη του 1964 «Το Κιμπουτσικό κίνημα του Ισραήλ»

«Για να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη θέση του Κιμπουτσικού Κινήματος μέσα σ’αυτό το σιωνιστικό σύμπλεγμα, πρέπει, εισαγωγικά, να μιλήσουμε σύντομα για τους εξής τρόπους ζωής:
Ι. Πόλεις
α) Πόλεις κερδοσκοπικές σαν τις δικές μας.
β) Συνεταιριστική πόλη.
ΙΙ. Χωριά
α) Χωριά κερδοσκοπικά, σαν τα δικά μας
β) Συνεταιριστικά χωριά. Τα Μοσσαβίμ
γ) Ημικολλεκτιβιστικό χωριό: Το Μοσσάβ-οσιτουφί
δ) Κολλεκτιβιστικό χωριό: Το Κιμπούτς»
 Αυτά που ο Μπεναρόγια καταγράφει στο βιβλίο «Ελπίδες και Πλάνες» δεν θα ήταν εφικτά εάν για τους πρώτους ιδρυτές των κιμπούτς το όργωμα του χώματος της «αρχαίας πατρίδας» τους και η μετατροπή των κατοίκων της πόλης σε αγρότες δεν ήταν μια ιδεολογία και όχι απλά ένας τρόπος για να κερδίσουν τα προς το ζην. Μέσα από ένα συνδυασμό της σκληρής χειρονακτικής δουλειάς και των προηγμένων μεθόδων καλλιέργειας που αναπτύσσονταν με τα χρόνια, πέτυχαν αξιοσημείωτα αποτελέσματα, ώστε σήμερα να αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο ποσοστό της γεωργικής παραγωγής του Ισραήλ (Σήμερα το 33% της συνολικής γεωργικής παραγωγής της χώρας).

Η Οργάνωση των Κιμπούτς.
Τα περισσότερα κιμπούτς οικοδομήθηκαν σύμφωνα με ένα παρόμοιο σχέδιο. Η κατοικημένη περιοχή περιλαμβάνει τα σπίτια των μελών με τους κήπους τους, παιδικά σπιτάκια και παιδικές χαρές για κάθε ηλικιακή ομάδα, και κοινόχρηστες εγκαταστάσεις, όπως μια τραπεζαρία όπου σερβίρεται φαγητό για τα μέλη τρεις φορές την ημέρα, αμφιθέατρο, βιβλιοθήκη, πισίνα, γήπεδο τένις, ιατρείο, κοινόχρηστα πλυντήρια, και παντοπωλείο . Σε μια απόσταση από τους χώρους διαβίωσης βρίσκονται υπόστεγα για βοοειδή γαλακτοπαραγωγής και κοτέτσια, καθώς και μία ή περισσότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Γεωργικές εκτάσεις και οπωρώνες συναντά κανείς γύρω από την περίμετρο, σε μικρή απόσταση με τρακτέρ από το κέντρο. Για να φτάσουν τα μέλη και οι επισκέπτες από το ένα μέρος στο άλλο μέσα στα κιμπούτς, μπορούν είτε με τα πόδια, είτε με ποδήλατα, ενώ ηλεκτρικά καροτσάκια παρέχονται για τα άτομα με αναπηρία και τους ηλικιωμένους.
Στα κιμπούτς λειτουργεί η άμεση δημοκρατία. Η γενική συνέλευση όλων των μελών της, διαμορφώνει την πολιτική, εκλέγει τους αντιπροσώπους, εγκρίνει τον προϋπολογισμό και την αποδοχή των νέων μελών. Χρησιμεύει όχι μόνο ως ένα όργανο λήψης αποφάσεων, αλλά και ως ένα φόρουμ όπου τα μέλη μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις και τις αντιρρήσεις τους.  Τα καθημερινά ζητήματα τα χειρίζονται εκλεγμένες επιτροπές οι οποίες έχουν ευθύνες για ζητήματα όπως η στέγαση, τα οικονομικά, ή ζητήματα που αφορούν την υγεία και τον πολιτισμό. Οι προϊστάμενοί αυτών των επιτροπών, μαζί με τον γενικό γραμματέα ο οποίος έχει την υψηλότερη θέση στο κιμπούτς αποτελούν την εκτελεστική επιτροπή.
Οι θέσεις του γενικού γραμματέα, του υπευθύνου οικονομικών και του συντονιστή εργασίας ως πάγια πρακτική είναι πλήρους απασχόλησης. Όλες οι άλλες θέσεις είναι επιπλέον καθήκοντα παράλληλα με τις δουλειές που κάνουν τα μέλη του κιμπούτς (πχ εργάτες στα χωράφια, οδηγοί κτλ.)
Στα πολλά χρόνια λειτουργίας των κοινοτήτων αυτών ο συνδυασμός σκληρής δουλειάς και η χρήση εξελιγμένων αγροτικών πρακτικών βοήθησε ώστε τα κιμπούτς να αυξήσουν κατά πολύ την αγροτική παραγωγή του Ισραήλ και να συμμετέχουν καθοριστικά στην οργάνωση της εθνικής οικονομίας. Οι παραγωγικές δραστηριότητες είναι οργανωμένες σε πολλά ανεξάρτητα πεδία. Παρότι συνεταιρισμοί κιμπούτς κατασκευάζουν μια μεγάλη γκάμα προϊόντων, από είδη μόδας μέχρι αρδευτικά συστήματα, σήμερα ο η παραγωγή επικεντρώνεται σε 3 κυρίως πεδία: επεξεργασία μετάλλων και μεταλλευμάτων, πλαστικών ειδών και επεξεργασία τροφών.

Ο πληθυσμός των κιμπούτς (1910-2000)

Πίνακας 1

Έτος Αριθμός
Κιμπούτς Πληθυσμός

1910 1
1920 12 805
1930 29 3,900
1940 82 26,550
1950 214 67,550
1960 229 77,950
1970 229 85,100
1980 255 111,200
1990 270 125,100
2000 268 117,300

 Παραγωγή και συμμετοχή της στην Εθνική Οικονομία του Ισραήλ.

Το 2010, υπήρχαν 270 κιμπούτς στο Ισραήλ. Εργοστάσια και αγροκτήματα τους αντιπροσωπεύουν 9% της βιομηχανικής παραγωγής του Ισραήλ, αξίζει 8 δισεκατομμύρια δολάρια, και το 40% της γεωργικής παραγωγής της, αξίας άνω των $ 1.700.000.000
 Στα κιμπούτς παράγεται σήμερα ένα ευρύ φάσμα προϊόντων ωστόσο στην πλειοψηφία των κιμπούτς η βιομηχανική παραγωγή συγκεντρώνεται σε τρεις κύριους κλάδους: μεταλλουργία, τα πλαστικά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα. Οι περισσότερες βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι μάλλον μικρές. Η συμβολή του κιμπούτς στην παραγωγή της χώρας, τόσο στον τομέα της γεωργίας (33 % των γεωργικών προϊόντων) όσο και στη βιομηχανία (6,3 % των βιομηχανικών προϊόντων) είναι πολύ μεγαλύτερη από ό, τι το μερίδιό τους στον πληθυσμό (2,5 %). Τα τελευταία χρόνια, με την αύξηση του αριθμού των κιμπούτς έχουν δημιουργηθεί αρκετές εγκαταστάσεις για τον τουρισμό καθώς και διάφορες σύγχρονες ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις, όπως πισίνες, εκτάσεις για ιππασία, γήπεδα τένις και μουσεία, τόσο για τους Ισραηλινούς όσο και τους ξένους επισκέπτες. Καθώς ο πληθυσμός του Ισραήλ αυξήθηκε και επεκτάθηκαν τα αστικά κέντρα, μερικά κιμπούτς βρέθηκαν σχεδόν προάστια των πόλεων. Λόγω αυτής της εγγύτητας, πολλά από αυτά προσφέρουν πλέον υπηρεσίες στο κοινό, όπως εμπορικά πλυντήρια, catering, μικρά εμπορικά καταστήματα, μονάδες για τη φροντίδα των παιδιών, συμπεριλαμβανομένων και των θερινών κατασκηνώσεων.

 Τομείς όπου εργάζονται τα μέλη των Κιμπούτς

Πίνακας 2

Τομείς %
Γεωργία και Αλιεία 24
Βιομηχανία & Λατομεία 24
Τουρισμός, Εμπόριο & Οικονομικές Υπηρεσίες 11
Μεταφορές & Επικοινωνίες 5
Κτίρια & Utilities 1
Δημόσιες & Κοινοτικές Υπηρεσίες 18
Προσωπικές Υπηρεσίες 1

Τελικές παρατηρήσεις

Το τέλος της ουτοπίας 

Είδαμε πως ο μετασχηματισμός των κιμπούτς έχει συνδεθεί, σε κάποιο βαθμό, με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες που έχουν λάβει χώρα στο Ισραήλ από το 1980. Ορισμένες από αυτές τις διεργασίες είναι μέρος των διεθνών διεργασιών, την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού ,την παρακμή του κράτους πρόνοιας, και εν μέρει στη εξασθένιση του ισραηλινού εργατικού κινήματος που έπαψε να έχει την ηγετική φυσιογνωμία στο Ισραήλ από το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Η πτώση του Εργατικού Κόμματος δεν υπήρξε μόνο ένα εκλογικό ζήτημα, δηλαδή η απώλεια της πολιτικής εξουσίας που υπέστη, αλλά και μια συνολικότερη ιδεολογική υποχώρηση. Ορισμένες αποφάσεις που ελήφθησαν από τις ισραηλινές κυβερνήσεις που αποτελούνταν τόσο του συντηρητικού Λικούντ και το Εργατικό Κόμμα επηρέασαν άμεσα τα κιμπούτς και άλλων παραγωγικών τομέων της ισραηλινής οικονομίας. Τα μέσα της δεκαετίας του 1980 βρίσκουν το Ισραήλ ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση με ένα υψηλό ποσοστό πληθωρισμού με οικονομική στασιμότητα, και ένα πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας. Ένα πρόγραμμα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (στην οποία το Εργατικό Κόμμα ήταν ισότιμος εταίρος) επικεντρώθηκε στον έλεγχο του πληθωρισμού με το πάγωμα των τιμών, των μισθών και των επιτοκίων.
Ως αποτέλεσμα, το πραγματικό επιτόκιο για τις βραχυπρόθεσμες πιστώσεις αυξήθηκε σε ένα επίπεδο 100 τοις εκατό. Τα κιμπούτς τα οποία εκείνη την εποχή είχαν δανειστεί χρήματα, περισσότερο από ότι συνήθως, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συνεχή παραγωγή και την πλήρη απασχόληση, βρέθηκαν βαθιά χρεωμένα στις τράπεζες και αντιμετώπισαν τον κίνδυνο της πτώχευσης.
Συνέπεια αυτής της κρίσης χρέους, η οποία απείλησε σοβαρά τα κιμπούτς, ήταν πως αυτές οι ομάδες μέσα στο κιμπούτς ανάγκασαν τα μέλη να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό κοινοτικό τρόπος ζωής και να ενσωματώσουν καπιταλιστικά στοιχεία στην οικονομίας των κιμπούτς.
Μια δεκαετία αργότερα, οι τράπεζες και η κυβέρνηση συμφώνησαν να διαγράψουν τα δύο τρίτα του χρέους, αναγνωρίζοντας ότι είχε προκληθεί από την υπερβολική αύξηση των επιτοκίων που είχε επιβληθεί στα κιμπούτς.
Ωστόσο, αυτή η διορθωτική κίνηση δεν ήταν αρκετή ώστε να λυθεί πλήρως το πρόβλημα, και τα κιμπούτς εξακολουθούν να αποπληρώνουν ένα άδικο χρέος. Τα κιμπούτς δεν έχουν ανακάμψει πλήρως από την κρίση χρέους της δεκαετίας του 1980 και του 1990 Επιπλέον, ενώ αποδυναμώνονταν από αυτή την κρίση, θα έπρεπε να διαχειριστούν την παραγωγή τους σε ένα νεοφιλελεύθερο πια περιβάλλον.
Παρόλα αυτά μετά από δεκαετίες μείωσης του αριθμού τους, με πτωχεύσεις και ιδιωτικοποιήσεις, το κίνημα των κιμπούτς του Ισραήλ υφίσταται μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη, με αύξηση του αριθμού εκείνων που θέλουν να ενταχθούν σε αυτή τη μορφή της συλλογικής ζωής. Πρόκειται για μεμονωμένα άτομα ή οικογένειες που προσελκύονται από τον τρόπο ζωής των κιμπούτς, από την ποιότητα της εκπαίδευσης, του περιβάλλοντος, του ελεύθερου χρόνου αλλά και της ασφάλειας που παρέχει η ζωή σε αυτά. Όπως αναφέρει άρθρο της η αγγλική εφημερίδα Guardian στις 23.07.2012 «Το κίνημα των Κιμπούτς του Ισραήλ κάνει ένα δυναμικό comeback»

 Χριστίνα Κατρή, Σεπτέμβρης 2014

*
Μια παλιότερη μελέτη μου για τα κιμπούτς του Ισραήλ, η οποία δε βρήκε «χώρο» πουθενά για να δημοσιευθεί στην Ελλάδα, ίσως γιατί απευθύνθηκα σε έντυπα που δεν ενδιαφέρονταν για το θέμα.Το κοινοποιώ, για την περίπτωση που ενδιαφέρει κάποιους/ες η ιστορία και η εξέλιξη των κιμπούτς στη διάρκεια ενός αιώνα και πλέον από τη δημιουργία του πρώτου.
*Με την υποσημείωση πως χρειαζόταν κι άλλη επεξεργασία.

Χριστίνα Κατρή,11/10/2023



2.

Η ιδεολογία της απολυτρωμένης γης


του  Israel Shahak


Εκτός των άλλων, το Ισραήλ προπαγανδίζει στους Εβραίους πολίτες του κράτους μια ιδεολογία της αποκλειστικότητας, που αφορά στη Λύτρωση της Γης. Ο βασικός στόχος, που είναι η μείωση του αριθμού των μη Εβραίων, διαφαίνεται ευκρινώς μέσα από τη συγκεκριμένη ιδεολογία, που ενσταλάσσεται στο μυαλό των Εβραίων μαθητών, για την οποία, εκτός των άλλων, διδάσκονται πως αφορά σε ολόκληρη την επικράτεια είτε του κράτους του Ισραήλ είτε, μετά το 1967, σε αυτό που αναφέρεται ως η Γη του Ισραήλ.
Σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία, η γη που «απολυτρώθηκε» είναι η γη που πέρασε από μη εβραϊκή σε εβραϊκή ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία μπορεί είτε να είναι ατομική είτε να ανήκει στο Εθνικό Εβραϊκό Ίδρυμα ή στο εβραϊκό κράτος. Η γη που ανήκει σε μη Εβραίους θεωρείται, απεναντίας, ως «μη λυτρωμένη». Έτσι, εάν ένας Εβραίος που διέπραξε το χειρότερο έγκλημα που μπορεί να φαντασθεί κανείς αγοράσει ένα κομμάτι γης από έναν ενάρετο μη Εβραίο, η «μη λυτρωμένη» γη μετατρέπεται, μέσω μιας τέτοιας συναλλαγής, σε «λυτρωμένη». Εάν όμως, ένας ενάρετος μη Εβραίος αγοράσει γη από τον χειρότερο Εβραίο, η πρώην αγνή και «λυτρωμένη» γη γίνεται και πάλι «μη λυτρωμένη». Το λογικό συμπέρασμα μιας τέτοιας ιδεολογίας είναι η εκδίωξη, που καλείται «μεταφορά», όλων των μη Εβραίων από τη γη που πρέπει να «λυτρωθεί». Γι’ αυτό και η Ουτοπία της «Εβραϊκής Ιδεολογίας», που έχει υιοθετηθεί από το κράτος του Ισραήλ, είναι μια γη εντελώς «απελευθερωμένη», της οποίας κανένα μέρος δεν κατέχουν, ούτε εκμεταλλεύονται, μη Εβραίοι. Οι ηγέτες του σιωνιστικού εργατικού κινήματος εξέφρασαν αυτήν την απόλυτα αποκρουστική ιδέα με τη μεγαλύτερη σαφήνεια. Ο Γουόλτερ Λακέρ (Walter Laquer), ένας πιστός σιωνιστής, διηγείται στο βιβλίο του  Ιστορία του σιωνισμού3  πόσο ένας από αυτούς τους πνευματικούς πατέρες, ο Α. Ντ. Γκόρντον, που πέθανε το 1919, «αποδοκίμαζε κατ’ αρχήν τη βία και δικαιολογούσε την αυτοάμυνα μόνο σε ακραίες περιστάσεις. Αλλά τόσο αυτός όσο και οι φίλοι του ήθελαν να φυτευτεί κάθε δένδρο και κάθε θάμνος στην εβραϊκή πατρίδα, μόνο από Εβραίους πρωτοπόρους». Αυτό σημαίνει ότι ήθελαν να φύγουν όλοι οι άλλοι και να αφήσουν τους Εβραίους να «λυτρώσουν τη γη». Οι διάδοχοι του Γκόρντον επέβαλαν περισσότερη βία απ’ ό,τι εκείνος σκόπευε, αλλά η αρχή της «απολύτρωσης» και οι συνέπειές της παρέμειναν αναλλοίωτες.
Κατά τον ίδιο τρόπο, το κιμπούτς, που χαιρετίστηκε ευρύτατα ως μια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας Ουτοπίας, ήταν και είναι μια Ουτοπία αποκλειστικότητας· ακόμα και αν αποτελείται από εκ πεποιθήσεως άθεους, δεν δέχεται Άραβες ως μέλη και απαιτεί από τα ενδεχόμενα μέλη άλλων εθνικοτήτων πρώτα να ασπασθούν τον Ιουδαϊσμό. Είναι πολύ φυσικό λοιπόν να θεωρούνται τα μέλη των κιμπούτς ως το πιο μιλιταριστικό κομμάτι της ισραηλινής εβραϊκής κοινωνίας.
Πιο πολύ από την «ανάγκη για ασφάλεια», που επικαλείται η ισραηλινή προπαγάνδα, είναι η ιδεολογία της αποκλειστικότητας εκείνη που οδήγησε στην κατάληψη της γης από το Ισραήλ, στη δεκαετία του ’50, και εκ νέου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όπως επίσης στα Κατεχόμενα, μετά το 1967. Επιπλέον δε, αυτή η ιδεολογία υπαγόρευσε και τα επίσημα ισραηλινά σχέδια για τον «Εξιουδαϊσμό της Γαλιλαίας». Αυτός ο περίεργος όρος σημαίνει την ενθάρρυνση των Εβραίων να εγκατασταθούν στη Γαλιλαία, με προσφορά οικονομικών κινήτρων. (Διερωτώμαι ποια θα ήταν η αντίδραση των Αμερικανών Εβραίων αν ένα σχέδιο για «τον εκχριστιανισμό της Νέας Υόρκης», ή ακόμα και μόνο του Μπρούκλιν, προτεινόταν στη χώρα τους). Όμως, η Λύτρωση της Γης συνεπάγεται περισσότερα από τον «εξιουδαϊσμό» περιφερειών. Σε όλη την έκταση του Ισραήλ, το Εθνικό Εβραϊκό Ίδρυμα, που υποστηρίζεται σθεναρά από κρατικές ισραηλινές υπηρεσίες (ιδιαίτερα από τη μυστική αστυνομία), δαπανά μεγάλα ποσά δημόσιου χρήματος για να «λυτρώσει» γη που οι μη Εβραίοι είναι διατεθειμένοι να πουλήσουν, και να εμποδίσει κάθε πιθανή απόπειρα Εβραίων να πουλήσουν τη γη τους σε έναν μη Εβραίο που τους προσφέρει υψηλότερη τιμή.

Ο ισραηλινός επεκτατισμός

Ο βασικός κίνδυνος που συνιστά το Ισραήλ ως «εβραϊκό κράτος» για τον ίδιο τον λαό του, τους άλλους Εβραίους και τους γείτονές του, είναι η επιδίωξη μιας ιδεολογικά υποκινούμενης εδαφικής επέκτασης και η αναπόφευκτη ακολουθία των πολέμων που προκύπτει από αυτή την επιδίωξη. Όσο πιο εβραϊκό γίνεται το Ισραήλ ή, όπως λέγεται στα εβραϊκά, όσο περισσότερο «επιστρέφει στον ιουδαϊσμό» (μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη τουλάχιστον από το 1967), τόσο περισσότερο η πραγματική πολιτική του ορίζεται μάλλον από εβραϊκές ιδεολογικές θεωρήσεις και λιγότερο από ορθολογικές επιδιώξεις. Χρησιμοποιώντας τον όρο «ορθολογικές», δεν αναφέρομαι εδώ σε μια ηθική αποτίμηση της ισραηλινής πολιτικής ή στις υποτιθέμενες ανάγκες άμυνας ή ασφάλειας του Ισραήλ – ακόμα λιγότερο, στις δήθεν ανάγκες «επιβίωσης του Ισραήλ». Αναφέρομαι, εδώ, σε ισραηλινές ιμπεριαλιστικές πολιτικές που βασίζονται στα υποτιθέμενα συμφέροντά του. Όμως, όσο ηθικά επιλήψιμες ή πολιτικά ανόητες κι αν είναι τέτοιες πολιτικές, θεωρώ ότι ακόμα χειρότερη είναι η υιοθέτηση πολιτικών που βασίζονται στην «εβραϊκή ιδεολογία», σε όλες τις ποικιλόμορφες εκδοχές της. Η ιδεολογική υπεράσπιση των ισραηλινών πολιτικών βασίζεται συνήθως σε εβραϊκές θρησκευτικές πεποιθήσεις ή, στην περίπτωση των κοσμικών εβραίων, στα «ιστορικά δικαιώματα» των Εβραίων που απορρέουν από αυτές και διατηρούν τον δογματικό χαρακτήρα της θρησκευτικής πίστης.
Η αρχική πολιτική μου μεταστροφή από θαυμαστή του Μπεν-Γκουριόν4 σε ορκισμένο αντίπαλό του άρχισε ακριβώς από ένα τέτοιο ζήτημα. Το 1956, εύκολα είχα αποδεχθεί αρχικά τα πολιτικά και στρατιωτικά επιχειρήματα που προέβαλλε ο Μπεν Γκουριόν για να αρχίσει το Ισραήλ τον Πόλεμο του Σουέζ, μέχρις ότου εκείνος (παρ’ όλο που ήταν άθεος και υπερηφανευόταν ότι αδιαφορούσε για τα κελεύσματα της εβραϊκής θρησκείας) δήλωσε στην Κνεσσέτ, την τρίτη μέρα του πολέμου, ότι ο πραγματικός λόγος για τον πόλεμο ήταν «η αποκατάσταση του βασιλείου του Δαυίδ και του Σολομώντα» μέσα στα βιβλικά του όρια. Σε αυτό το σημείο της ομιλίας του, σχεδόν όλα τα μέλη της Κνεσσέτ σηκώθηκαν αυθόρμητα και τραγούδησαν τον ισραηλινό εθνικό ύμνο. Απ’ όσο γνωρίζω, κανείς σιωνιστής πολιτικός δεν έχει ποτέ αποκηρύξει την άποψη του Μπεν-Γκουριόν ότι οι ισραηλινές πολιτικές πρέπει να βασίζονται (μέσα στα όρια πραγματιστικών εκτιμήσεων) στην αποκατάσταση των βιβλικών ορίων ως ορίων του εβραϊκού κράτους. Πράγματι, μια προσεκτική ανάλυση των μεγαλεπήβολων ισραηλινών στρατηγικών και των αληθινών αρχών της εξωτερικής πολιτικής όπως εκφράζονται στα εβραϊκά, καθιστά αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι είναι η «Εβραϊκή Ιδεολογία» που καθορίζει την πραγματική ισραηλινή πολιτική περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. Η άγνοια για τον ιουδαϊσμό, τέτοιος που πραγματικά είναι, και για την «Εβραϊκή Ιδεολογία» κάνει αυτή την πολιτική ακατανόητη στους ξένους παρατηρητές, που συνήθως δεν γνωρίζουν τίποτε για τον ιουδαϊσμό παρά μόνο μια χονδροκομμένη υπεράσπισή του.
Ας δώσω ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα για την ουσιώδη διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στον ισραηλινό ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό –ακόμα και τον πιο υπερβολικό μα κοσμικού χαρακτήρα– και στις αρχές της «Εβραϊκής Ιδεολογίας». Σύμφωνα με ό,τι επιτάσσουν αυτές οι αρχές, όλη η γη που είτε εξουσίαζε τα παλιά χρόνια ένας Εβραίος ηγεμόνας είτε την είχε υποσχεθεί ο Θεός στους Εβραίους μέσα στη Βίβλο –κάτι που, στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πιο σημαντικό από πολιτική σκοπιά, σύμφωνα με τη ραβινική ερμηνεία της Βίβλου και του Ταλμούδ–, πρέπει να ανήκει στο Ισραήλ, εφόσον πρόκειται για ένα εβραϊκό κράτος. Βέβαια, πολλές εβραϊκές «περιστερές»5 έχουν τη γνώμη ότι μια τέτοια κατάκτηση πρέπει να αναβληθεί μέχρις ότου το Ισραήλ γίνει ισχυρότερο απ’ ό,τι είναι σήμερα, ή ότι θα υπάρξει, όπως ελπίζουν, μια «ειρηνική κατάκτηση», δηλαδή ότι οι Άραβες κυβερνώντες και οι αραβικοί λαοί θα «πεισθούν» να παραχωρήσουν την εν λόγω γη έναντι ανταλλαγμάτων που θα τους προσφέρει τότε το εβραϊκό κράτος.
Κυκλοφορεί ένας αριθμός αντιφατικών εκδοχών των βιβλικών ορίων της Γης του Ισραήλ που, κατά την ερμηνεία της ραβινικής ιεραρχίας, θα έπρεπε να ανήκει στο εβραϊκό κράτος. Οι πιο ακραίες ανάμεσά τους, μέσα σε αυτά τα όρια, περιλαμβάνουν τις εξής περιοχές: στον νότο, όλο το Σινά και μέρος της βορείου Αιγύπτου, μέχρι τα περίχωρα του Καΐρου˙ στα ανατολικά, ολόκληρη την Ιορδανία και ένα μεγάλο κομμάτι από τη Σαουδική Αραβία, ολόκληρο το Κουβέιτ και ένα μέρος του Ιράκ που βρίσκεται νοτίως του Ευφράτη˙ στον βορρά, ολόκληρο τον Λίβανο και ολόκληρη τη Συρία, καθώς και ένα τεράστιο μέρος της Τουρκίας (μέχρι τη λίμνη Βαν)˙ και στα δυτικά, την Κύπρο. Το ζήτημα των βιβλικών συνόρων έχει προκαλέσει έναν τεράστιο αριθμό ερευνών και επιστημονικών συζητήσεων –που έχουν συμπεριληφθεί σε άτλαντες, βιβλία, άρθρα και άλλα λαϊκότερα είδη προπαγάνδας–, οι οποίες δημοσιεύονται τώρα στο Ισραήλ, συχνά με κρατικές επιχορηγήσεις ή με άλλες μορφές χορηγίας. Ασφαλώς, ο μακαρίτης Καχάν και οι οπαδοί του, καθώς και σημαντικοί οργανισμοί, όπως το Γκους Εμουνίμ6, όχι μόνο επιθυμούν την κατάκτηση αυτών των περιοχών από το Ισραήλ, αλλά τη θεωρούν ως μια πράξη που συνιστά θεϊκή επιταγή, και είναι βέβαιο ότι θα επιτύχει, αφού θα έχει τη βοήθεια του Θεού. Πράγματι, σημαντικές εβραϊκές θρησκευτικές προσωπικότητες θεωρούν την άρνηση του Ισραήλ να επιχειρήσει έναν τέτοιο ιερό πόλεμο ή, ακόμα χειρότερα, θεωρούν την επιστροφή του Σινά στην Αίγυπτο ως εθνικό ατόπημα, που δικαίως τιμωρήθηκε από τον Θεό. Ένας από τους πιο σημαίνοντες ραβίνους του Γκους Εμουνίμ, ο Ντοβ Λιόρ, ο ραβίνος των εβραϊκών εποικισμών της Κιρυάτ Άρμπα και της Χεβρώνας, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η αποτυχία του Ισραήλ να κατακτήσει τον Λίβανο, τα χρόνια 1982-1985, ήταν μια δίκαιη θεία τιμωρία για την αμαρτία που διέπραξε όταν «έδωσε ένα μέρος της Γης του Ισραήλ», δηλαδή το Σινά, στην Αίγυπτο.
Αν και διάλεξα μια ομολογουμένως ακραία εκδοχή για τα βιβλικά όρια της Γης του Ισραήλ, που «ανήκει» στο «εβραϊκό κράτος», αυτά τα όρια είναι πραγματικά δημοφιλή στους εθνικο-θρησκευτικούς κύκλους. Υπάρχουν λιγότερο ακραίες εκδοχές των βιβλικών ορίων, που καλούνται ενίοτε «ιστορικά όρια». Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, στο εσωτερικό του Ισραήλ και μεταξύ των Εβραίων υποστηρικτών της διασποράς, η εγκυρότητα της ιδέας είτε των βιβλικών είτε των ιστορικών ορίων που οριοθετούν τα όρια της γης που ανήκει δικαιωματικά στους Εβραίους, δεν αμφισβητείται, για λόγους αρχής, εκτός από μια πολύ μικρή μειονότητα που αντιτίθεται στην ιδέα ενός εβραϊκού κράτους. Στην πραγματικότητα, οι αντιρρήσεις για τη αναζήτηση τέτοιων συνόρων μέσω ενός πολέμου αφορούν συνήθως την αδυναμία επίτευξής τους. Λένε, π.χ., ότι το Ισραήλ είναι ακόμα πολύ αδύναμο για να κατακτήσει όλη τη γη που «ανήκει» στους Εβραίους, ή ότι η απώλεια της ζωής Εβραίων (αλλά όχι Αράβων!) που συνεπάγεται ένας πόλεμος κατακτήσεων τέτοιας έκτασης, είναι πιο σημαντική από την κατάκτηση γης˙ όμως, κατά τον δεοντολογικό ιουδαϊσμό, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η «Γη του Ισραήλ», μέσα σε οποιαδήποτε όρια, δεν «ανήκει» σε όλους τους Εβραίους. Τον Μάιο του 1993, ο Αριέλ Σαρόν πρότεινε επισήμως, στο Συνέδριο του Λικούντ, να υιοθετήσει το Ισραήλ να υιοθετήσει την ιδέα των «βιβλικών ορίων» ως επίσημη πολιτική του. Υπήρξαν μάλλον λίγες αντιρρήσεις σ’ αυτή την πρόταση, εντός ή εκτός του Λικούντ, και ήταν όλες βασισμένες σε πραγματιστικά επιχειρήματα. Δεν ρώτησε κανείς τον Σαρόν πού βρίσκονται ακριβώς τα βιβλικά όρια μέχρι τα οποία υποστήριζε ότι έπρεπε να φθάσει το Ισραήλ. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, για εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους λενινιστές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία ακολουθεί τις αρχές που έθεσαν ο Μαρξ και ο Λένιν. Δεν είναι μόνο η πεποίθηση καθεαυτή, όσο και αν είναι δογματική, αλλά, η ίδια η άρνηση της δυνατότητας να αμφισβητηθεί που, αποκλείοντας κάθε ανοικτό διάλογο, δημιουργεί έναν ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης. Μπορεί να ειπωθεί, επομένως, ότι η ισραηλινο-εβραϊκή κοινωνία και οι Εβραίοι της διασποράς που ζουν μια «εβραϊκή ζωή» και είναι οργανωμένοι σε καθαρά εβραϊκές οργανώσεις έχουν μια έντονη τάση ολοκληρωτισμού στον χαρακτήρα τους.
Ωστόσο, μετά τη δημιουργία του κράτους, αναπτύχθηκε παράλληλα και μια υψηλή ισραηλινή στρατηγική, που δεν βασίζεται στο δόγμα της «εβραϊκής ιδεολογίας», αλλά σε καθαρά στρατηγικές και ιμπεριαλιστικές θεωρήσεις. Μια έγκυρη και διορατική περιγραφή των κατευθύνσεων που διέπουν μια τέτοια στρατηγική έδωσε ο εν αποστρατεία στρατηγός Σλόμο Γκάζιτ, πρώην διοικητής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών7. Λέει ο Γκαζίτ:
Ο βασικός στόχος του Ισραήλ δεν έχει αλλάξει καθόλου [μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ] και παραμένει αποφασιστικής σημασίας: Η γεωγραφική θέση του Ισραήλ στο κέντρο της αραβικής και μουσουλμανικής Μέσης Ανατολής προδιαγράφει τον ρόλο του ως πιστού φύλακα της σταθερότητας σε όλες τις χώρες που το περιβάλλουν. Ο [ρόλος] του είναι να προστατεύει τα υπάρχοντα καθεστώτα: να εμποδίζει ή να διακόπτει τις διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης, και να εμποδίζει την επέκταση του θρησκευτικού φονταμενταλιστικού φανατισμού.
Για να επιτύχει αυτόν τον σκοπό, το Ισραήλ θα εξουδετερώνει όποιες αλλαγές γίνονται έξω από τα σύνορά του, και τις οποίες θα κρίνει απαράδεκτες, σε τέτοιο βαθμό ώστε να αισθάνεται υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί όλη τη στρατιωτική του ισχύ για να τις εμποδίσει ή να τις εκριζώσει.
Με άλλα λόγια, το Ισραήλ στοχεύει στο να επιβάλει μια ηγεμονία στα άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής. Περιττό να πούμε ότι, σύμφωνα με τον Γκάζιτ, το Ισραήλ ενδιαφέρεται καλοπροαίρετα για τη σταθερότητα των αραβικών καθεστώτων. Σύμφωνα με την άποψή του, όταν το Ισραήλ προστατεύει τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, προσφέρει υπηρεσίες ζωτικής σημασίας στα «προηγμένα βιομηχανικά κράτη, που όλα ενδιαφέρονται στον ύψιστο βαθμό για την εγγύηση της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή». Υποστηρίζει ότι, χωρίς το Ισραήλ, τα υπάρχοντα καθεστώτα της περιοχής θα είχαν καταρρεύσει προ πολλού και ότι συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο εξ αιτίας των απειλών του Ισραήλ. Παρ’ όλο που αυτή η άποψη μπορεί να είναι υποκριτική, θα πρέπει να θυμηθούμε τη ρήση του Λα Ροσφουκώ ότι «η υποκρισία είναι ο φόρος που η κακία πληρώνει στην αρετή». Η Λύτρωση της Γης είναι μια προσπάθεια να αποφευχθεί η πληρωμή ενός τέτοιου φόρου.
Περιττό να πω ότι αντιτάσσομαι πέρα για πέρα και σε αυτή τη μη ιδεολογική αντίληψη της πολιτικής του Ισραήλ, που με τέτοια διαύγεια και ακρίβεια εξηγεί ο Γκάζιτ. Συγχρόνως, αναγνωρίζω ότι οι κίνδυνοι μιας πολιτικής όπως εκείνης του Μπεν Γκουριόν και του Σαρόν, που υποκινούνται από την «Εβραϊκή Ιδεολογία», είναι πολύ μεγαλύτεροι απ’ ό,τι οι απλές ιμπεριαλιστικές στρατηγικές, όσο εγκληματικές και αν είναι. Οι συνέπειες που έχουν οι πολιτικές καθεστώτων τα οποία στηρίζονται σε ιδεολογικά κίνητρα δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Το γεγονός ότι η «Εβραϊκή Ιδεολογία» αποτελεί μια ουσιαστική συνιστώσα της ισραηλινής πολιτικής κάνει επιτακτική, από πολιτική άποψη, την ανάλυση αυτής της συνιστώσας. Η ιδεολογία αυτή, με τη σειρά της, βασίζεται στη στάση του ιστορικού ιουδαϊσμού απέναντι στους μη Εβραίους, ένα από τα κύρια θέματα του βιβλίου αυτού. Αυτή η στάση επηρεάζει κατ’ ανάγκην πολλούς Εβραίους, συνειδητά ή ασυνείδητα. Ο στόχος μας είναι λοιπόν να εξετάσουμε με πραγματικούς όρους τον ιστορικό ιουδαϊσμό.
Η επιρροή της «Εβραϊκής Ιδεολογίας» πάνω σε πολλούς Εβραίους ενδυναμώνεται και από την απουσία δημόσιας συζήτησης. Μια τέτοια συζήτηση ελπίζω ότι θα οδηγήσει τους ανθρώπους να υιοθετήσουν απέναντι στον εβραϊκό σωβινισμό και την περιφρόνηση που δείχνουν πολλοί Εβραίοι απέναντι στους μη Εβραίους (πράγμα που θα τεκμηριωθεί παρακάτω), την ίδια στάση με εκείνη που συνήθως υιοθετούν απέναντι στον αντισημιτισμό και όλες τις άλλες μορφές ξενοφοβίας, σωβινισμού και ρατσισμού. Δικαίως υποστηρίζεται ότι μόνο η πλήρης αποκάλυψη όχι μόνο του αντισημιτισμού αλλά και των ιστορικών ριζωμάτων του, μπορεί να είναι η βάση του αγώνα εναντίον του. Κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο η πλήρης έκθεση του εβραϊκού σωβινισμού και του θρησκευτικού φανατισμού μπορεί να είναι η βάση του αγώνα ενάντια σε αυτά τα φαινόμενα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα, όταν, αντίθετα με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, η πολιτική επιρροή του εβραϊκού σωβινισμού και του θρησκευτικού φανατισμού είναι πολύ ισχυρότερη από την πολιτική επιρροή του αντισημιτισμού. Όμως, υπάρχει επίσης μια άλλη σημαντική διάσταση: Πιστεύω ότι ο αντισημιτισμός και ο εβραϊκός σωβινισμός μπορούν να καταπολεμηθούν μόνο ταυτόχρονα.

Μια κλειστή ουτοπία;

Μέχρις ότου μια τέτοια στάση υιοθετηθεί ευρύτερα, οι κίνδυνοι που συνεπάγονται οι ισραηλινές πολιτικές που βασίζονται στην «Εβραϊκή Ιδεολογία» παραμένουν μεγαλύτεροι από εκείνους που επιφέρουν πολιτικές που βασίζονται σε καθαρά στρατηγικές θεωρήσεις. Τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών μορφών πολιτικής εξέφρασε ικανοποιητικά ο Χιου Τρέβορ-Ρόπερ στο δοκίμιό του, Ο Σερ Τόμας Μορ και η Ουτοπία8, αποκαλώντας τες πλατωνική και μακιαβελική:
Ο Μακιαβέλι, τουλάχιστον, ζήτησε συγγνώμη για τις μεθόδους που έκρινε αναγκαίες στην πολιτική. Λυπόταν για την ανάγκη της χρήσης βίας και απάτης και δεν τις αποκαλούσε με οποιοδήποτε άλλο όνομα. Αλλά ο Πλάτων και ο Μορ τις καθαγίασαν, αρκεί να χρησίμευαν για να υποστηρίξουν τις Ουτοπικές δημοκρατίες τους.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι αληθινοί πιστοί της Ουτοπίας που ονομάζεται «Εβραϊκό κράτος» και που θα αγωνισθεί για να φθάσει τα «βιβλικά όρια», είναι πολύ πιο επικίνδυνοι από τους γνώστες της υψηλής στρατηγικής τύπου Γκάζιτ, επειδή οι πολιτικές τους καθαγιάζονται είτε από τη χρήση της θρησκείας είτε, ακόμα χειρότερα, από τη χρήση θρησκευτικών εκκοσμικευμένων αρχών που διεκδικούν απόλυτο κύρος. Ο Γκάζιτ, τουλάχιστον, θεωρεί απαραίτητο να επιχειρηματολογήσει ως προς το ότι ο ισραηλινός εκβιασμός ωφελεί τα αραβικά καθεστώτα, ενώ ο Μπεν Γκουριόν δεν προσποιείται καν ότι η αναβίωση του βασιλείου του Δαυίδ και του Σολομώντα θα ωφελήσει κανέναν άλλο εκτός από το εβραϊκό κράτος.
Δεν θα πρέπει να φανεί παράξενο ότι χρησιμοποιούνται οι αντιλήψεις του πλατωνισμού για την ανάλυση ισραηλινών πολιτικών βασισμένων στην «Εβραϊκή Ιδεολογία». Το παρατήρησαν αρκετοί μελετητές, σημαντικότερος από τους οποίους ήταν ο Μόζες Χάντας9, οι οποίοι ισχυρίσθηκαν πως τα θεμέλια του «κλασικού ιουδαϊσμού», δηλαδή του Ιουδαϊσμού όπως καθιερώθηκε από τους ταλμουδιστές σοφούς, βασίζονται σε πλατωνικές επιρροές, και ιδιαίτερα στην εικόνα της Σπάρτης όπως εμφανίζεται στον Πλάτωνα. Σύμφωνα με τον Χάντας, ένα ουσιαστικό στοιχείο του πλατωνικού πολιτικού συστήματος, που υιοθέτησε ο ιουδαϊσμός πολύ νωρίς, ήδη από την περίοδο των Μακκαβαίων (142-63 π.Χ.), ήταν ότι «κάθε φάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς πρέπει να υπόκειται σε θρησκευτικές κυρώσεις, που, στην πράξη, τις χειρίζεται ο ηγεμόνας». Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος ορισμός του «κλασικού Ιουδαϊσμού» και των μεθόδων με τις οποίες τον χειρίσθηκαν οι ραβίνοι, από αυτόν τον πλατωνικό ορισμό. Ιδιαίτερα, ο Χάντας ισχυρίζεται ότι ο ιουδαϊσμός υιοθέτησε αυτό που «ο ίδιος ο Πλάτων συγκεφαλαίωσε [ως] στόχους του προγράμματός του» στο εξής γνωστότατο απόσπασμα:
…το σημαντικότερο όμως είναι ότι κανένας, άντρας ή γυναίκα, δεν επιτρέπεται να είναι ασύδοτος. Κανείς δεν πρέπει να μαθαίνει να δρα με δική του πρωτοβουλία, είτε όταν καταγίνεται επιμελώς με κάτι είτε στο παιχνίδι. Είτε στον πόλεμο είτε στην ειρήνη, πρέπει πάντα να ζει ακολουθώντας τον αρχηγό του… Με δύο λόγια, οφείλουμε να αποβάλουμε ακόμα και την ιδέα της ατομικής πρωτοβουλίας, ή ακόμα και τη γνώση για το πώς αυτή επιτυγχάνεται (Νόμοι, 942αβ).
Εάν αντικαταστήσει κανείς τη λέξη «αρχηγός» με τη λέξη «ραβίνος», θα έχουμε μια τέλεια εικόνα του κλασικού Ιουδαϊσμού, που επηρεάζει ακόμα βαθύτατα την ισραηλο-εβραϊκή κοινωνία και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ισραηλινή πολιτική.
Το παραπάνω απόσπασμα που παραθέσαμε επέλεξε ο Καρλ Πόπερ στο έργο του, Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, για να περιγράψει την ουσία μιας «κλειστής κοινωνίας». Ο ιστορικός ιουδαϊσμός και οι δύο διάδοχοί του, η εβραϊκή ορθοδοξία και ο σιωνισμός, είναι ορκισμένοι εχθροί της ιδέας της ανοικτής κοινωνίας σε ό,τι αφορά στο Ισραήλ. Ένα εβραϊκό κράτος, είτε βασίζεται στην τωρινή του εβραϊκή ιδεολογία, είτε, αν γίνει ακόμα πιο εβραϊκό απ’ ό,τι είναι τώρα, στις αρχές της εβραϊκής Ορθοδοξίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να περιέχει μια ανοικτή κοινωνία. Η ισραηλινο-εβραϊκή κοινωνία βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Μπορεί να γίνει ένα τελείως κλειστό μιλιταριστικό γκέτο, μια εβραϊκή Σπάρτη, που θα στηρίζεται στον μόχθο των Αράβων ειλώτων και θα διατηρείται εξ αιτίας της επιρροής του στο πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ και των απειλών χρησιμοποίησης της πυρηνικής του ενέργειας, ή μπορεί να επιχειρήσει να μεταβληθεί σε μια ανοικτή κοινωνία. Για να επιλέξει τον δεύτερο δρόμο, θα πρέπει να προβεί σε μια έντιμη εξέταση του εβραϊκού παρελθόντος του, να αναγνωρίσει την ύπαρξη του εβραϊκού σωβινισμού και της αποκλειστικότητας, και να πραγματοποιήσει μια έντιμη ανάλυση της συμπεριφοράς του Ιουδαϊσμού απέναντι στους μη Εβραίους.

Σημειώσεις:

3. Walter Laquer, Ιστορία του σιωνισμού, Schocken Publishers, Tel Αviv, 1974, στα εβραϊκά.
4. Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (1886-1973) ήταν Ισραηλινός πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ και ιδρυτής του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος της χώρας. Γεννήθηκε στην Πολωνία ως Νταβίντ Γκρυν (David Grόn). Το 1906 μετανάστευσε στην υπό οθωμανική κυριαρχία Παλαιστίνη, όπου εργάστηκε στις καλλιέργειες, εφαρμόζοντας τη φιλοσοφία που ενέπνευσε τους σιωνιστές για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες. Ο Μπεν Γκουριόν εκδιώχθηκε από την Παλαιστίνη το 1915, λόγω των εθνικιστικών και σοσιαλιστικών του δραστηριοτήτων. Η οθωμανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη τερματίστηκε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, ο Γκουριόν μπόρεσε να επιστρέψει στην Παλαιστίνη, η οποία βρισκόταν πλέον υπό βρετανικό έλεγχο. Επιμένοντας ότι η εβραϊκή εργασία αποτελεί μονόδρομο για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, ίδρυσε τη Γενική Ομοσπονδία Εργαζομένων, γνωστή ως Χίστραντουτ, και ενθάρρυνε και την ιδέα της δημιουργίας μιας εβραϊκής στρατιωτικής δύναμης στην Παλαιστίνη. Από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, διατήρησε το πρωθυπουργικό αξίωμα μέχρι το 1963 (με εξαίρεση το διάλειμμα της διετίας 1953-1955) και εγκατέλειψε την πολιτική το 1970, σε ηλικία 84 ετών (σ.τ.ε).
5. «Περιστερές» είναι οι Ισραηλινοί οπαδοί της ειρήνης και των ειρηνικών μεθόδων, αλλά σχεδόν πάντα, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, στα πλαίσια του σιωνισμού, ενώ «γεράκια» αποκαλούνται οι πολιτικοί που, όπως ο Σαρόν, είναι υπέρ της συστηματικής χρήσης βίας για την επίτευξη των σιωνιστικών επιδιώξεων (σ.τ.ε.).
6. Η Γκους Εμουνίμ (Μέτωπο των Πιστών) είναι η θρησκευτική σιωνιστική οργάνωση που εγκαινίασε, μετά τους πολέμους του 1967 και του 1974, την εγκατάσταση Εβραίων εποίκων στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. (σ.τ.ε.)
7. Βλ. Yedioth Ahronot, 27 Απριλίου 1992.
8. Hugh Trevor-Roper, Renaissance Essays, Foantana Press, London, 1985.
9. Βλ. Moses Hadas, Hellenistic Culture, Fusion and Diffusion, Columbia University Press, New York, 1959, ιδιαίτερα τα κεφάλαια VII και XX.]

Israel Shahak

Άρδην τ. 71
5 Ιουνίου 2011
https://ardin-rixi.gr/archives/2286