«Τζέντλεμαν» ο Ερντογάν!


 «Τζέντλεμαν» ο Ερντογάν!

Γιατί έχει κατανοήσει πως η σχέση του με τη Δύση και η εξασφάλιση παραχωρήσεων από την ΕΕ περνάει μέσα από μία τακτική χαμηλών τόνων απέναντι στην Ελλάδα.

Τελικώς ο Ερντογάν δεν έθεσε κανένα περίεργο θέμα στην επίσκεψή του, ούτε προέβη σε κάποια προβοκάτσια γιατί το κέρδος του ήταν ακριβώς αυτή η επίσκεψη! Και τουλάχιστον ο υπογραφόμενος δεν περίμενε κάτι διαφορετικό.

Ακριβώς γιατί ο Ερντογάν έχει κατανοήσει πως η σχέση του με τη Δύση, και προπαντός ο εφοδιασμός της Τουρκίας με αεροπλάνα, καθώς και η εξασφάλιση παραχωρήσεων από την ΕΕ (όπως η παραχώρηση βίζας στους Τούρκους) περνάει, σε αυτή την φάση, μέσα από μία τακτική χαμηλών τόνων απέναντι στην Ελλάδα.

Διότι έχει διαπιστώσει πως, τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της αντιπαράθεσης της Δύσης με τη Ρωσία, της γεωπολιτικής αστάθειας στη Μέση Ανατολή – που επιτείνεται με τον πόλεμο στη Γάζα– και της αυξημένης σημασίας των ενεργειακών πηγών της Ανατ. Μεσογείου, η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί στη διεθνή σκακιέρα και ιδιαίτερα στη στρατηγική της Ευρώπης και της Δύσης. Ενώ κάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και με τον ρόλο της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη ανάφλεξη.

Η προηγούμενη ακραία επιθετική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα λειτούργησε αντίστροφα, ενισχύοντας τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα με τις αυξανόμενες αμφιβολίες και αμφισβητήσεις για τον ρόλο της Τουρκίας.

Επιπλέον, ενίσχυσε τη στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ – με τη μεταβολή της Αλεξανδρούπολης σε εναλλακτική πύλη προς την Ανατολική Ευρώπη, απέναντι στα Δαρδανέλια, το γαλλοελληνικό σύμφωνο, τα rafale, τις Belhara, τα F-16 viper. Επιπλέον, αυτή η ακραία επιθετική στρατηγική αφύπνισε βιαίως τις ελληνικές ελίτ και αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο για τον επανεξοπλισμό της Ελλάδας. [Διότι, ως γνωστόν, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις δρουν μόνο αντανακλαστικά. ]

Όλα αυτά είχαν σαν συνέπεια να κοπεί ο δρόμος της Τουρκίας προς τα F-35, αλλά και τα F-16, και να δυσκολέψει η προμήθεια ακόμα και ευρωπαϊκών αεροπλάνων, όπως των Eurofighter. Μάλιστα, έτσι μπορούμε να δούμε από μία διαφορετική σκοπιά τη στοχευμένη απρέπεια του Σούνακ για τα Ελγίνεια, ως την ιδεολογική προετοιμασία για την παραχώρηση των αεροπλάνων στην Τουρκία.

Καθώς, λοιπόν, η στρατηγική του μαστιγίου φάνηκε να αποτυγχάνει, ο μέγας τακτικιστής Ερντογάν επέλεξε να ακολουθήσει την πολιτική του καρότου. Χωρίς καθόλου, βέβαια, να εγκαταλείπει τους στρατηγικούς στόχους του για τη μεταβολή της Τουρκίας στον ηγέτη του ισλαμικού κόσμου – όπως φαίνεται τόσο καθαρά από τα ευρύτατα σύνορα της καρδιάς του, που περιλαμβάνουν και τη Θεσσαλονίκη όσο και από τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στον «δυτικό ιμπεριαλισμό» και το Ισραήλ.

Γι’ αυτό και προσπαθεί να αντιστρέψει την προηγούμενη τακτική του, και να μεταβάλει την Ελλάδα, από εμπόδιο, σε γέφυρα προς τη Δύση. Και δεν λείπουν οι καλοθελητές –τόσο στην Ευρώπη, από την Ισπανία έως τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία, όσο και σε ένα μέρος του αμερικανικού κατεστημένου.

Ο Ερντογάν, συνειδητοποίησε επί πλέον πως η διπλωματική δύναμη της Ελλάδας –παράλληλα με την ενίσχυση της αμυντικής της ισχύος– απορρέει από την τάση να δημιουργηθεί σταδιακά ένα μέτωπο της Δύσης απέναντι στο ευρασιατικό στρατόπεδο, όπου η Ελλάδα υποχρεωτικά θα διαδραματίζει τον ρόλο του Ακρίτα και αυτό καθόλου δεν το επιθυμεί.

Κατευνασμός ή αποτροπή;

Στην Ελλάδα το αδιέξοδο της πολιτικής του κατευνασμού έχει καταφανεί σε όλη τη μακρά περίοδο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, από τη δεκαετία του ’50 και το Κυπριακό, για να μη φτάσουμε στο 1922. Ας θυμηθούμε μόνο ότι κάποτε, οι Κωνσταντινουπολίτες συμπατριώτες μας, και μαζί τους η ελληνική πολιτεία, έτρεφαν την αυταπάτη πως η Τουρκία τούς χρειάζεται, εξαιτίας της οικονομικής τους επιφάνειας. Το εάν επιβεβαιώθηκε αυτή η στρατηγική κατεδείχθη με τους διωγμούς του το 1955 και του 1963 και σήμερα ελάχιστοι από τους Έλληνες της Πόλης έχουν απομείνει στον τόπο τους.

Η άποψη της αποτροπής στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα, όχι μόνο τη χιλιόχρονη αντίθεση Τούρκων και Ελλήνων, αλλά, σήμερα την τάση μετατροπής της Τουρκίας σε ηγέτη ενός εχθρικού ισλαμικού κόσμου ίσως και μέρος του ευρασιατικού μετώπου – και προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η σχέση των δύο χωρών, στο ορατό μέλλον, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται πρωτίστως στην πολιτική της ανάσχεσης του δομικού τουρκικού επεκτατισμού.

Αυτή η δομική πραγματικότητα κατεδείχθη με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Και δεν αρκεί η αποτροπή επί του πεδίου. η Ελλάδα δεν πρέπει –όσο περνάει από το χέρι της– να επιτρέψει στον γκρίζο λύκο να μπαινοβγαίνει στο μαντρί. Αντίθετα θα πρέπει να ορθώσει ένα ισχυρό τείχος απέναντί του, τόσο στο αμυντικό πεδίο όσο και στο διπλωματικό και το γεωπολιτικό.

Και δεν αφορά την Ελλάδα αποκλειστικά, αλλά αποτελεί ανάγκη για τη Δύση και προπαντός για την Ευρώπη: Πράγματι η Ευρώπη αντιμετωπίζει τις μεγάλες προκλήσεις του δημογραφικού και του μεταναστευτικού στο εσωτερικό της και της αμφισβήτησης των εξωτερικών ορίων της, από την Ουκρανία έως την Κύπρο. Και δεν έχει καμία δυνατότητα να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις παρά μόνο εάν ενισχύσει την εσωτερική της συνοχή και την εξωτερική αποτρεπτική ισχύ της. Άλλωστε, η δραματική καθυστέρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής έχει επιφέρει ήδη τεκτονικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό πολιτικό πεδίο, από τη Μελόνι και τη Λεπέν έως τον Ντε Βίλντερς, και ακολουθεί το AfD.

Τελικώς, λοιπόν, σε σχέση με την επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα, ισχύει απολύτως το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Υπήρξε μια απόλυτα αρνητική εξέλιξη, ακριβώς γιατί με αυτή του την επίσκεψη ο Ερντογάν σκοπεύει αποκοιμίσει τους Έλληνες, ενώ δεν αναιρεί ούτε ντο casus belli και συνεχίζει και κατέχει την Κύπρο. Σκοπεύει να διεμβολίσει το δυτικό και μέτωπο δυσπιστίας ή και εχθρότητας απέναντί του, στοχεύοντας ακριβώς στο κλειδί της ευρωπαϊκής στρατηγικής, δηλαδή στην Ελλάδα. Παράλληλα δε σκοπεύει να “εισβάλει” στα νησιά ειρηνικά και ΄με τη θέληση μας’(!), καθώς εκατομμύρια Τούρκοι τουρίστες θα τουρκοποιήσουν τον τουρισμό των νησιών του Ανατολικού Αγαίου.

Πάντοτε η Ελλάδα αποτελούσε ένα τέτοιο κλειδί απέναντι στο ισλάμ. Στα τείχη της Κωνσταντινούπολης σταμάτησαν δύο φορές οι προσπάθειες επέκτασης των Αράβων στην Ευρώπη, ενώ μετά την Άλωση του 1453 ακολούθησε η επίθεση των Τούρκων στη Βιέννη.

Και σήμερα ζούμε τις συνέπειες του 1922. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε συζήτησή του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, την άνοιξη του 1922, του είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι, εάν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Τουρκίας στη Μικρά Ασία, αυτή δεν θα έχει κανένα σταματημό:

«Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ χτίσουν τζαμιὰ στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι καὶ τὴ Ρώμη, μὲ θόλους πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἁγίου Παύλου, τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐκκένωση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες θὰ κατέληγε σὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση γιὰ τοὺς Συμμάχους σὲ ὅλη τὴ γραμμή»1.

Και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα για άλλη μια φορά. Ο ελληνικός κόσμος, η Ελλάδα και η Κύπρος, αποτελούν το αποκλειστικό ανάχωμα για την επέκταση της τουρκικής ισχύος προς τα Βαλκάνια και τη Δύση.

Θα πρέπει, λοιπόν, κάποτε, στη χώρα μας, να διαμορφωθεί ένα κοινά αποδεκτό στρατηγικό δόγμα για την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, που δεν θα κινείται αντανακλαστικά, δηλαδή με βάση τις κινήσεις της Τουρκίας, αλλά στρατηγικά, έχοντας εκτιμήσει όλες τις παραμέτρους της τουρκικής πολιτικής. Και διαθέτουμε όλα τα στοιχεία γι’ αυτό, ήδη από την εποχή που ο Βενιζέλος απευθυνόταν στον Πουανκαρέ. Ο Παναγιώτης Κονδύλης πιο κοντά μας, το 1997 έγραφε στους «αντιεθνικιστές»:

«Δεν είμαι «εθνικιστής», και δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο.»

1 M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Iωνίας, σ. 472.

 Γιώργος Καραμπελιάς  -  08/12/2023
    
Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής. Γεννήθηκε το 1946 στην Κάτω Αχαΐα. Από το 1964 έως το 1967 ήταν φοιτητής της Ιατρικής και από το 1967 σπούδασε Οικονομία στη Γαλλία. Από το 1964 έως το 1966 ήταν μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη και γραμματέας της οργάνωσης της Ιατρικής και μέλος του ΔΣ του Συλλόγου της Σχολής. Από το 1966 μέχρι σήμερα δραστηριοποιείται εκτός κοινοβουλευτικών κομμάτων. Επί δικτατορίας το 1967 κρατήθηκε στην Ασφάλεια και στη Γαλλία συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα και στον «Μάη του ’68», σε ελληνικές και γαλλικές οργανώσεις. Στην Ελλάδα, μετά το 1974 δουλεύει σε εργοστάσια και οικοδομές και δραστηριοποιείται πολιτικά στα εργοστασιακά σωματεία και τις απεργιακές κινητοποιήσεις καθώς και σε κινητοποιήσεις υπέρ της Κύπρου. Το 1977 για τη συμμετοχή του σε διαδήλωση, εξέτισε δύο μήνες φυλακής στο Επταπύργιο. Από το 1975 έως το 1979 εξέδιδε το «Πολιτικό Δελτίο Πληροφόρησης» και τον «Εργατικό Αγώνα». Από το 1979 έως το 1993 εξέδιδε το περιοδικό Ρήξη. Το 1980, δημιουργείται το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο και οι Εναλλακτικές Εκδόσεις με πάνω από 300 τίτλους έως το 2020. Υπήρξε μέλος της Οργάνωσης «Ρήξη» από το 1980-1989, ιδρυτικό μέλος και μέλος της Γραμματείας των «Οικολόγων–Εναλλακτικών» 1989-1993. Ιδρυτικό μέλος της «Σπίθας», και μέλος της «συμβουλευτικής επιτροπής» της. Από τα ιδρυτικά στελέχη του Κινήματος Άρδην. Έχει γράψει πάνω από 40 βιβλία, αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Στη δεκαετία του 2000, επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στη μελέτη της ιστορίας. Από το 1995 εκδίδεται το περιοδικό Άρδην που συνεχίζει το 2006 εκδίδεται η εφημερίδα Ρήξη, το 2011 το επιστημονικό περιοδικό νέος Λόγιος Ερμής. Μετά το 1989, οι εξελίξεις τον οδηγούν στην υπογράμμιση του ρόλου του έθνους, καθώς και στην αναγνώριση της σημασίας της Ορθοδοξίας για την ελληνική ταυτότητα. Οδηγείται στην ολοκληρωτική απόρριψη του σχήματος Αριστερά-Δεξιά, τουλάχιστον σε ότι αφορά στην Ελλάδα. Πιστεύει στην υπέρβαση οικονομισμού, κρατισμού του νεοφιλελευθερισμού, για μια κοινωνία όπου η οικονομία αποτελεί μία και μόνον από τις συνιστώσες της ανθρώπινης ζωής. Στόχος του είναι να προβληθεί ο «ελληνικός δρόμος» της σύνθεσης ατομικού και συλλογικού ως απάντηση στα αδιέξοδα του κολεκτιβισμού και του ατομικισμού. Η δημογραφική κατάρρευση, ο παρασιτικός εκσυγχρονισμός, η νεοοθωμανική απειλή, η πολιτισμική παρακμή, απειλούν τους Έλληνες με ιστορική έκλειψη. Κείμενα, αποσπάσματα από βιβλία του και βίντεο από τηλεοπτικές εκπομπές μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα www.ardin-rixi.gr


https://www.huffingtonpost.gr/entry/tzentleman-o-erntoyan_gr_65721055e4b001ec86a74247


           ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ                 



Μητσοτάκης - Ερντογάν:
"Ήρεμα νερά" και ανοικτά ερωτήματα.


Είναι "μισογεμάτο" ή "μισοάδειο" το ποτήρι μετά την επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα; Μια ρεαλιστική αξιολόγηση θα στεκόταν καταρχήν στο γεγονός ότι μόλις πέρσι το ποτήρι έμοιαζε ανεπανόρθωτα ραγισμένο. Αλλά η εποχή τού "Θα έρθουμε νύχτα" και του "Μητσοτάκης γιοκ" ανήκει ευτυχώς στο παρελθόν. Για πόσο, ουδείς μπορεί να γνωρίζει, δεδομένης της έφεσης του Τούρκου προέδρου στους αλλεπάλληλους ελιγμούς και τις απότομες μεταστροφές. 

Προς το παρόν, τα "ήρεμα νερά" είναι ευπρόσδεκτα και για την ελληνική και την τουρκική πλευρά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψαν να υφίστανται οι καταγεγραμμένες διαφορές. Αλλά έχουν και οι δύο χώρες συμφέρον να επικεντρωθούν σε άλλες προτεραιότητες και να εκπέμψουν διεθνώς το σήμα, ιδίως στην παρούσα φάση γεωπολιτικής αναστάτωσης στην ευρύτερη περιοχή, ότι Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειος δεν αποτελούν "διακεκαυμένη ζώνη". Κάτι τέτοιο, μάλιστα, έχει επείγοντα χαρακτήρα για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται στην πιο λεπτή φάση του παζαριού του με τις ΗΠΑ, έχοντας μόλις ομολογήσει ανοικτά ότι διασυνδέει την απεμπλοκή της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με την υπόθεση της προμήθειας αμερικανικών F-16. Η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν τα μαχητικά αυτά εναντίον της συμμάχου Ελλάδας αποτελούσε ένα από τα επιχειρήματα της αντιτουρκικής πτέρυγας στο Κογκρέσο. 

Προσδοκίες για την οικονομία

Προκειμένου περί μίας επίσκεψης που διήρκεσε μόλις έξι ώρες και κορυφώθηκε με κοινές δηλώσεις χωρίς ερωτήσεις δημοσιογράφων, καθώς και με την υιοθέτηση μιας μη δεσμευτικής νομικά "Διακήρυξης" πολιτικών προθέσεων, το επικοινωνιακό αποτύπωμα είναι δυσανάλογα μεγάλο – αρκεί και μόνο να ξεφυλλίσει κανείς τις συμπολιτευόμενες τουρκικές εφημερίδες που κάνουν λόγο για "νέα εποχή" κτλ. Αλλά η καλλιέργεια θετικής "ατμόσφαιρας" ήταν, εν πλήρη επιγνώσει, η κύρια επιδίωξη και των δύο πλευρών, με την προσδοκία ότι αυτή θα έχει μετρήσιμα αποτελέσματα, ιδίως στον οικονομικό τομέα (πρβ. τη δέσμευση για διπλασιασμό του όγκου διμερούς εμπορίου στα 10 δισ., την επταήμερη άρση της υποχρέωσης βίζας για Τούρκους τουρίστες σε 10 ελληνικά νησιά κ.ο.κ.).

Την ίδια ώρα τα ακανθώδη ζητήματα "σκληρής πολιτικής" στον πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων παραπέμπονται στον περισσότερο αργόσυρτο και εμπιστευτικό διμερή πολιτικό διάλογο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αλλά η προγραμματισμένη για την άνοιξη επίσκεψη που θα πραγματοποιήσει με τη σειρά του ο Έλληνας πρωθυπουργός στη γείτονα, αναμένεται να προσφέρει περισσότερη σαφήνεια και επ' αυτού. 

"Δεν υπάρχει αναμεταξύ μας κανένα πρόβλημα τόσο μεγάλο που να μην μπορεί να επιλυθεί" ήταν κατά τις κοινές δηλώσεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη η φράση-κλειδί του Τούρκου προέδρου, ο οποίος από άποψη ρητορικής έναντι της Ελλάδας ξεπέρασε τις θετικότερες στιγμές της εικοσαετούς του διακυβέρνησης. 

Αιχμηρές αναφορές

Αλλά ο Ερντογάν δεν παύει να είναι ο εαυτός του. Και η αναφορά του στη μειονότητα της Δυτικής Θράκης (την οποία αποκάλεσε "τουρκική", και όχι "μουσουλμανική", όπως είχε αρκεσθεί κατά την προηγούμενη έλευσή του στην Αθήνα το 2017), προκάλεσε διορθωτική παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού. Είναι μεν εύηχο το ότι ο Τούρκος πρόεδρος ενέταξε τη μειονότητα, από κοινού με τη "ρωμαίικη κοινότητα" της Κωνσταντινούπολης, στον "κοινό μας πλούτο" ως "δομικό στοιχείο" του, αλλά δεν παύει να αποτελεί γεγονός ότι, για την Αθήνα, πρόκειται μέχρι τώρα για ζήτημα εσωτερικής έννομης τάξης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι διμερούς διαπραγμάτευσης. 

Ιδιαίτερης προβολής στη γείτονα έτυχαν επίσης οι αναφορές του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας στο ζήτημα του κλεισίματος του στρατοπέδου πολιτικών προσφύγων στο Λαύριο, το οποίο αναδρομικά εμφανίζει τη χώρα μας ως "διευκολυντή" της "τρομοκρατίας", όπως με χαρακτηριστική χαλαρότητα ορίζεται αυτή από την άλλη μεριά του Αιγαίου. Το κλείσιμο του στρατοπέδου του Λαυρίου ήταν το "δώρο" που προκαταβολικά είχε αποσπάσει η τουρκική πλευρά καθ' οδόν προς το ραντεβού της 7ης Δεκεμβρίου, ενώ και η ελληνική πλευρά καταμετρούσε στα δικά της οφέλη τη μείωση των μεταναστευτικών ροών χάρη και στην εντονότερη συνεργασία των τουρκικών αρχών (όπως δεν παρέλειψε να μνημονεύσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης) και βέβαια τον περιορισμό της εναέριας δραστηριότητας στο Αιγαίο. 

"Φρένο" σε δύο σημεία

Αλλά οι "επιθέσεις φιλίας" ονομάζονται ακριβώς "επιθέσεις" για κάποιον λόγο. Και στην πληθωρικά φιλική διάθεση του Ταγίπ Ερντογάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρειάστηκε να τραβήξει το "φρένο" σε δύο κρίσιμα σημεία. Το πρώτο ήταν η παρατήρηση ότι για την Αθήνα το μόνο ζήτημα που μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας είναι (σε αντίθεση με τα όσα είπε ο Τούρκος πρόεδρος στη συνέντευξή του στην "Καθημερινή" υποδεικνύοντας κάποια συνολική διαιτησία επί των "αλληλένδετων" θεμάτων) η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Αιγαίο. Και το δεύτερο ήταν η υπενθύμιση ότι η Ελλάδα και η Τουρκία διαφωνούν ως προς το Κυπριακό, η επίλυση του οποίου κατά την Αθήνα είναι εφικτή μόνο στο πλαίσιο των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν επικαλείται τις "πραγματικότητες" της διχοτόμησης. 

Ποια η ανάγνωση της Διακήρυξης Φιλίας και Καλής Γειτονίας

Η επίσημη περίσταση που έφερε τον Ερντογάν στην Αθήνα, ήτοι η 5η συνεδρίαση (μετά από χαρακτηριστική διακοπή επτά ετών) του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, με συμμετοχή όλων των συναρμόδιων υπουργών κατέληξε στη δημοσιοποίηση Διακήρυξης Φιλίας και Καλής Γειτονίας των δύο χωρών. Το κείμενο αυτό κατοχυρώνει τη διαδικασία διαλόγου σε τρεις διαύλους (Πολιτικό διάλογο που πλέον ενσωματώνει τις άτυπες διερευνητικές επαφές για το Αιγαίο, Θετική Ατζέντα στα ζητήματα "χαμηλής πολιτικής" και Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ των υπουργείων Άμυνας), υπογραμμίζοντας σε κάθε παράγραφό του την ανάγκη συνεργασίας των δύο πλευρών σε πνεύμα αποφυγής εντάσεων. 

Υπόκειται όμως η Διακήρυξη αυτή σε ένα μέγα παράδοξο: ότι δεν μπορεί κάτι να πει για το Κυπριακό (το οποίο, καίτοι δεν αποτελεί διμερές θέμα, βρίσκεται αντικειμενικά στην καρδιά των ελληνοτουρκικών τριβών καθ' όλη τη μεταπολεμική περίοδο) και, το κυριότερο, "συνυπάρχει" με την απειλή χρήσης βίας έναντι της Ελλάδας την οποία υιοθέτησε τη δεκαετία του '90 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση (casus belli) και δεν έχει αναιρέσει. 

Επιπλέον, η ίδια η Διακήρυξη προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη "δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους". Και είναι πολλά αυτά που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως παραβίαση της ανωτέρω δέσμευσης: από οποιαδήποτε ελληνική προσφυγή (πόσω μάλλον βέτο) σε ευρωπαϊκά ή διεθνή όργανα επί θεμάτων τουρκικού ενδιαφέροντος έως τις ελληνικές στρατιωτικές δραστηριότητες στα νησιά.  

   Κώστας Ράπτης  -  9/12/2023

https://www.capital.gr/diethni/3754733/mitsotakis-erntogan-irema-nera-kai-anoikta-erotimata/