Ο πόλεμος μετά τον Πόλεμο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η συμμετοχή της Ελλάδας στην Εκστρατεία της Ουκρανίας (1918-1919).
Ο πόλεμος μετά τον Πόλεμο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η συμμετοχή της Ελλάδας στην Εκστρατεία της Ουκρανίας (1918-1919).
Kωνσταντίνος Διώγος
Τα οικονομικά συμφέροντα της Γαλλίας στην Ουκρανία και η πολιτική της έναντι του Μπολσεβικισμού
Τα οικονομικά συμφέροντα και οι κεφαλαιακές επενδύσεις της Γαλλίας στη Ρωσία είχαν μακρύ παρελθόν και αποτελούσαν ακρογωνιαίο λίθο των διμερών σχέσεων των δύο χωρών.[1][2] Η ανάγκη της τσαρικής εξουσίας, στα τέλη του 19ου αιώνα, για κεφάλαια για την προώθηση ενός προγράμματος ταχείας εκβιομηχάνισης είχε οδηγήσει σε μια ιλιγγιώδη επέκταση των γαλλικών επενδύσεων στη ρωσική κεφαλαιαγορά, στη βιομηχανία, στον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα.[3] Προκειμένου να ισχυροποιήσει αυτή τη σχέση, η γαλλική κυβέρνηση είχε ενθαρρύνει την επέκταση αυτών των επενδύσεων. Οι μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες όπως η Société Générale, η Banque de Paris et des Pays-Bas και η Banque de l’ Union Parisienne, μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα και γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν επενδύσει τεράστια ποσά, έως το 1914, σε κάθε λογής επιχειρήσεις, σε ρωσικές τράπεζες, σε εξορυκτικές, μεταλλουργικές και βιομηχανικές μονάδες, συγκεντρωμένες οι περισσότερες στην περιοχή της Ουκρανίας και στην κοιλάδα του Δον.[4] Η γαλλική ηγεσία έκρινε τις επενδύσεις αυτές ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής της στη Ρωσία και επεδίωξε με κάθε μέσο την προστασία τους σε όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από την άλλη οι Μπολσεβίκοι, μετά την άνοδό τους στην εξουσία το 1917, θεώρησαν αυτές τις επενδύσεις ως μία ακόμη έκφανση του δυτικού ιμπεριαλισμού στην προσπάθεια σφετερισμού του πλούτου της Ρωσίας προς όφελος μιας μικρής ομάδας ξένων και ρώσων κεφαλαιούχων. Προχώρησαν, έτσι, το Φεβρουάριο του 1918, στην κατάργηση των τσαρικών χρεών και στη σταδιακή εθνικοποίηση του τραπεζικού και βιομηχανικού κλάδου της οικονομίας.[5] Αυτές οι ενέργειες εξάλειψαν, αυτοστιγμεί, επενδύσεις ετών και οδήγησαν εκατοντάδες γάλλους κεφαλαιούχους στην απόγνωση, μετατρέποντάς τους αυτομάτως σε ένθερμους θιασώτες της πολιτικής για βίαιη ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος και σε ισχυρό μοχλό πίεσης προς την κυβέρνηση.
Από την άνοιξη του 1918, ιδιαίτερα μετά και την υπογραφή της ειρήνης του Brest – Litovsk (3 Μαρτίου), άρχισαν να επικρατούν στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών οι φωνές εκείνες που θεωρούσαν τους Μπολσεβίκους ως πρωτεύουσα απειλή για τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της χώρας. Προωθήθηκε έτσι σταδιακά η ιδέα της άμεσης στρατιωτικής επέμβασης με σκοπό την προστασία αυτών των συμφερόντων και τη διατήρηση της προπολεμικής γαλλικής επιρροής στη Ρωσία. Για το λόγο αυτό η γαλλική κυβέρνηση αναζήτησε ερείσματα στις αντεπαναστατικές εκείνες δυνάμεις που θα μπορούσαν να αγωνιστούν για την ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος και παράλληλα να εγγυηθούν, όπως και στο παρελθόν, την εξασφάλιση της προνομιούχου πολιτικής και οικονομικής της θέσης.
Παράλληλα και η Βρετανία προωθούσε τα δικά της σχέδια για τη διασφάλιση των οικονομικών της συμφερόντων στις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου και στη Γεωργία. Άλλωστε οι δύο σύμμαχοι, ήδη από τον Οκτώβρη του 1917, είχαν χωρίσει τη Ρωσία σε «επιχειρησιακές σφαίρες», που αντιστοιχούσαν στα ιδιαίτερα γεωστρατηγικά και οικονομικά τους συμφέροντα.[6] Όσο ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του η γαλλο-βρετανική συνεργασία για τα ρωσικά θέματα ατονούσε και έδινε τη θέση της σε έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό για την εξασφάλιση προνομιούχου θέσης στο μεταπολεμικό status quo. Η αναπάντεχα γρήγορη κατάρρευση της Γερμανίας στο Δυτικό Μέτωπο, το φθινόπωρο του 1918, το άνοιγμα των Στενών της Κωνσταντινούπολης και η πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα έθεσε τα γαλλικά σενάρια στρατιωτικής επέμβασης στη Ρωσία σε πιο ρεαλιστική βάση.
Η οριστικοποίηση της απόφασης της Γαλλίας για επέμβαση στην Ουκρανία (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1918)
Η αποφασιστικότητα της γαλλικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην υλοποίηση της επεμβατικής πολιτικής φάνηκε ξεκάθαρα το Νοέμβριο του 1918, όταν και αρνήθηκε ασυζητητί κάθε πρόταση συνδιαλλαγής της σοβιετικής ηγεσίας. Ο Lenin, αντιλαμβανόμενος ότι το τέλος του πολέμου θα έστρεφε τις δυνάμεις της Αντάντ κατά του σοβιετικού καθεστώτος, φάνηκε πρόθυμος να προχωρήσει σε πολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις, να διαπραγματευτεί ακόμη και το ζήτημα των χρεών, προκειμένου να κερδίσει πολύτιμο χρόνο ώστε να ισχυροποιήσει την εξουσία του.[7] Παρόλ’ αυτά, το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών έκρινε ότι χρονοτριβώντας άσκοπα το μόνο που κατάφερνε ήταν να διευκολύνει τους σοβιετικούς στην «εξαγωγή» της επανάστασης. Η ίδια αντίληψη επικράτησε και λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1919, όταν η γαλλική κυβέρνηση αποθάρρυνε τις τελευταίες προσπάθειες συνδιαλλαγής μεταξύ Μπολσεβίκων και Λευκών αντεπαναστατών, «τορπιλίζοντας» την επικείμενη συνάντηση στα Πριγκιποννήσια.[8]
Προκειμένου να νομιμοποιήσει στην κοινή γνώμη την επικείμενη επέμβαση στη Ρωσία, η κυβέρνηση Clemenceau απέδωσε ιδεολογικά χαρακτηριστικά στη σύγκρουση με τους Μπολσεβίκους. Ο Μπολσεβικισμός παρουσιαζόταν στο γαλλικό κοινοβούλιο και τον Τύπο ως η μάστιγα της ανθρωπότητας και οι Γάλλοι ως υπερασπιστές της ελευθερίας του ρωσικού λαού. Ο Clemenceau δεχόταν ισχυρές πιέσεις στο εσωτερικό από κεφαλαιούχους που είχαν ενθαρρυνθεί στο παρελθόν να επενδύσουν μεγάλα ποσά στη ρωσική οικονομία.[9] Πιέσεις ασκούνταν και από τσαρικούς «εμιγκρέδες» στο Παρίσι, που προσδοκούσαν στη σύμπραξη μιας μεγάλης δύναμης για την παλινόρθωσή τους. Η γαλλική κυβέρνηση στόχευε όχι μόνο σε ανταλλάγματα για τις ζημίες που υπέστησαν οι επενδυτές της, αλλά κυρίως στο άνοιγμα νέων αγορών στη Νότια Ρωσία για τα βιομηχανικά προϊόντα της και στην εξασφάλιση μιας σίγουρης και σταθερής πηγής πρώτων υλών και σίτου, απαραίτητη για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο οικονομίας.[10]
Ταυτόχρονα αναζητήθηκαν στρατιωτικά και πολιτικά ερείσματα στους Λευκούς αντεπαναστάτες, στο όνομα των οποίων θα πραγματοποιούνταν, άλλωστε, η εκστρατεία. Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, Γαλλία και Βρετανία συμφωνούσαν σε ένα: ότι η επιστροφή σε ένα αντιδραστικό τσαρικό καθεστώς δεν αποτελούσε επιλογή για τη σταθερότητα του μεταπολεμικού κόσμου. Για το λόγο αυτό προτιμούσαν την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος κοντά στα πρότυπα των δυτικών αστικών δημοκρατιών, που θα στηριζόταν οικονομικά στις Μεγάλες Δυνάμεις και θα εγγυάτο την αποπληρωμή των χρεών και την αναπαραγωγή των σχέσεων εξάρτησης με αυτές. Οι «Εθελοντές» του στρατηγού Denikin στη ΝΑ Ρωσία παρείχαν αυτές τις εγγυήσεις.[11] Ο στρατός αυτός άρχισε να συγκροτείται στις αρχές του 1918 από τσαρικούς αξιωματικούς, κάτω από τις διαταγές των στρατηγών Kornilov, Alekseyev και Denikin.[12] Ο αναπάντεχος θάνατος των δύο πρώτων ανέδειξε τον Denikin, έναν αξιωματικό από φτωχή οικογένεια που είχε περάσει όλη του τη ζωή στο στρατό και είχε γαλουχηθεί στις αξίες του μεγαλορωσικού εθνικισμού, ως αδιαμφισβήτητο ηγέτη των Λευκών.[13] Μετά από μια πορεία γεμάτη περιπέτειες και ηρωισμούς ο Denikin κατόρθωσε, έως το φθινόπωρο του 1918, να συγκροτήσει μια σχετικά αξιόμαχη δύναμη με κέντρο το Εκατερινοδάρ και το Νοβοροσίσκ στην περιοχή του Κουμπάν. Μαζί του συστρατεύτηκαν και οι Κοζάκοι της κοιλάδας του Δον, του στρατηγού Krasnov.[14]
Για να υλοποιήσει τα επεμβατικά της σχέδια η Γαλλία χρειαζόταν αξιόμαχους συμμάχους, καθώς δεν μπορούσε να φέρει μόνη της το επιχειρησιακό βάρος. Οι γάλλοι στρατιώτες, ύστερα από τέσσερα χρόνια εξαντλητικού πολέμου, παρουσιάζονταν εξαιρετικά απρόθυμοι στην προοπτική ανοίγματος ενός νέου μετώπου.[15] Ο Γενικός Διοικητής της Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Αδοσίδης, ανέφερε σχετικά με το ηθικό των γαλλικών στρατευμάτων: «ενταύθα Γαλλικόν Στρατηγείον δεν αποβλέπει ευχαρίστως εις μελετωμένην εκστρατείαν […] έχω λόγους νομίζω ότι τοιαύτη διάθεσις δεν είναι άσχετος και προς δυσφορίαν ην εξέφρασαν γαλλικά στρατεύματα μεταβώσι Ρωσσίαν».[16]
Με τη σταθερή άρνηση της Βρετανίας να εμπλακεί σε μια μακροχρόνια και αβέβαιη επιχείρηση που μπορεί να οδηγούσε σε αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, η χρήση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων προέβαλλε ως ιδανική λύση. Ο ελληνικός στρατός δεν ήταν καταπονημένος από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και διέθετε επαρκή οργάνωση και συνοχή. Η απόφαση για συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία ήταν μια πολιτική επιλογή του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, με στόχο την ενίσχυση του φιλοσυμμαχικού προφίλ της χώρας, σε μια περίοδο που η τύχη των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων βρισκόταν υπό ανοικτή διαπραγμάτευση στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι.
Η απόφαση Βενιζέλου για συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία
Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αναλογία ενεργούς συμμετοχής στη συμμαχική νίκη και μεταπολεμικών κερδών επρόκειτο να αποτελέσει τον «χρυσό κανόνα» για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου.[17] Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγνώριζε ότι με όρους ρεαλιστικής πολιτικής η στρατιωτική συνεισφορά της Ελλάδας στο Μακεδονικό Μέτωπο, αν και αξιόμαχη, κρινόταν ανεπαρκής, προκειμένου να στηρίξει τις εθνικές διεκδικήσεις.[18] Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα, εισερχόμενη στον πόλεμο την «δωδεκάτην σχεδόν ώραν» και έχοντας υποστεί τις λιγότερες θυσίες, δεν δικαιούταν να εγείρει σημαντικές μεταπολεμικές αξιώσεις, αποτελούσε ένα πρόβλημα πολιτικό για την κυβέρνηση, η οποία καλούνταν άμεσα να το υπερβεί.[19]
Στις αρχές Νοεμβρίου 1918, ο Βενιζέλος είχε ελάχιστους λόγους να αισθάνεται αισιόδοξος αναφορικά με την πραγμάτωση των αλυτρωτικών οραμάτων. Ανατολική Μακεδονία, Δυτική και Ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος, όλα τα μεγάλα εθνικά μέτωπα ήταν ανοιχτά, εκκρεμή και υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Σε αυτή την πολυσύνθετη διπλωματική συγκυρία συνέπεσε η πρόταση της Γαλλίας για συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας.[20] Η αντίδραση του Βενιζέλου στη γαλλική πρόταση ήταν δηλωτική της διπλωματικής θέσης της χώρας καθώς και της ιδιοσυγκρασίας του πολιτικού. Ως κατεξοχήν πολιτικός «διαίσθησης» και «ενστίκτου», τάχθηκε σχεδόν αυτόματα υπέρ της ελληνικής συμμετοχής, δίνοντας εντολή στον πρέσβη στο Παρίσι, Άθω Ρωμάνο να διαβιβάσει στον Clemenceau ότι: «ο ελληνικός στρατός είναι εις διάθεσιν των Συμμάχων και δύναται χρησιμοποιηθή διά κοινόν αγώνα πανταχού όπου αποστολή του ήθελε κριθή αναγκαία».[21] Στις 27 Νοεμβρίου 1918 ο Βενιζέλος συναντήθηκε στο Παρίσι με τον Clemenceau και επιδίωξε την απόσπαση εγγυήσεων για υποστήριξη της Γαλλίας στο ζήτημα της Θράκης και για, υπό προϋποθέσεις, ευμένεια στο ζήτημα της Σμύρνης. Αυτή ήταν η γαλλική προφορική «αντιπροσφορά» για την ελληνική συμμετοχή στη σχεδιαζόμενη εκστρατεία.
Ο Βενιζέλος, θέλοντας να ακολουθήσει την αρχή της ισομερούς συνεργασίας με τις δύο δυτικές Δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία, δεν σταμάτησε να προβάλλει τον «συμμαχικό» χαρακτήρα της ελληνικής συμμετοχής. Ωστόσο, η εκστρατεία της Ουκρανίας μόνο κατ’ επίφαση αποτελούσε «συμμαχική» επιχείρηση. Μπορεί να τύγχανε συμμαχικής έγκρισης, αποτελούσε, όμως, ένα σχέδιο καθαρά γαλλικής έμπνευσης, που εξυπηρετούσε πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μέσα στη γαλλική ζώνη επιχειρήσεων στη Νότια Ρωσία. Αυτός ο απροκάλυπτα μονομερής χαρακτήρας των επιχειρήσεων αποτελούσε για τον Βενιζέλο ανεπιθύμητη εξέλιξη,[22] γεγονός που τον έκανε ιδιαίτερα επιφυλακτικό.[23] Ο Ρωμάνος, που εξελίχθηκε τελικά σε έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της συμμετοχής στην εκστρατεία, συνέβαλε αποφασιστικά στην οριστικοποίηση της απόφασης. Θορυβημένος από την αναποφασιστικότητα του πρωθυπουργού, σκιαγράφησε με τα μελανότερα χρώματα τον κίνδυνο διπλωματικής απομόνωσης από τη Γαλλία, σε περίπτωση άρνησης,[24] υποστηρίζοντας με έμφαση την ανάγκη προβολής στον γαλλικό Τύπο της ελληνικής εμπλοκής, με σκοπό την καλλιέργεια ευμενούς κλίματος στην κοινή γνώμη.[25] Έτσι, ήταν ξεκάθαρο πως η τελική απόφαση περνούσε αναπόφευκτα μέσα από το πρίσμα των διμερών ελληνογαλλικών σχέσεων. Ο Βενιζέλος, αναλογιζόμενος τους διπλωματικούς κινδύνους, συναίνεσε τελικά στην αποστολή δύο Μεραρχιών, συνολικής δύναμης 23.351 ανδρών. Σε αυτές συμμετείχε η αφρόκρεμα των βενιζελικών αξιωματικών, που λίγους μήνες αργότερα θα πρωταγωνιστούσαν και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Το γαλλικό επιχειρησιακό σχέδιο και η κατάσταση στην Οδησσό
Το γαλλικό επιχειρησιακό σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη της Οδησσού και της Κριμαίας και τη δημιουργία μιας ευρείας αντεπαναστατικής ζώνης στη Νότια Ρωσία, με στόχο να δοθεί στο στρατό των Εθελοντών ο απαραίτητος χώρος και χρόνος, ώστε να οργανωθεί καλύτερα και να επιδιώξει στο μέλλον κάποια αντεπίθεση. Με φανερή, όμως, την έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, αυτός ο «ακήρυχτος πολέμος» κατά των Μπολσεβίκων απέκτησε χαρακτήρα αμυντικό και θνησιγενή, αφού μετατρεπόταν σε επιχείρηση μακροχρόνια, επίπονη και αβέβαιη. Η επιτυχία της προϋπέθετε ισχυρά τοπικά ερείσματα, που τόσο οι Γάλλοι όσο και ο Denikin στερούνταν. Οι πρώτοι μήνες της επέμβασης χαρακτηρίστηκαν από ατολμία και έλλειψη σαφούς σχεδίου δράσης, καθώς οι Γάλλοι δεν είχαν ξεκάθαρη απάντηση στο πολιτικό πρόβλημα της Ουκρανίας ούτε αποκρυσταλλωμένη θέση για το πώς θα διαχειρίζονταν τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων Αντεπαναστατών.
Παράλληλα τα προβλήματα στην πόλη της Οδησσού συνεχώς αυξάνονταν. Η οικονομική κατάσταση εντός της γαλλικής ζώνης επιχειρήσεων ήταν οικτρή. Η αγροτική παραγωγή ήταν μειωμένη στο ελάχιστο, η βιομηχανία είχε σταματήσει και φόροι δεν εισπράττονταν από πουθενά.[26] Στην Οδησσό οι τράπεζες είχαν κλείσει και κάθε εμπορική δραστηριότητα είχε παραλύσει. Βασικά είδη διατροφής, όπως το σιτάρι, και πρώτες ύλες, όπως το κάρβουνο και το πετρέλαιο, βρίσκονταν σε ανεπάρκεια.[27] Το συγκοινωνιακό δίκτυο που συνέδεε την πόλη με την αγροτική ενδοχώρα υπολειτουργούσε, εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων. Αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση σοβαρού επισιτιστικού προβλήματος, μιας και η τροφοδοσία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της θαλάσσιας οδού.
Η πόλη, άλλωστε, είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη δημογραφική αντοχή της, καθώς είχαν συρρεύσει εκεί τους προηγούμενους μήνες χιλιάδες πρόσφυγες από διάφορα μέρη της Ρωσίας, εξαιτίας του επαναστατικού αναβρασμού, ανεβάζοντας τον αριθμό των κατοίκων σε πάνω από ένα εκατομμύριο.[28] Ολόκληρη η Ρωσία είχε πλημμυρίσει με υποτιμημένα ρούβλια και η διαφθορά κυριαρχούσε σε όλες τις συναλλαγές.[29] Απότοκο αυτής της κατάστασης ήταν η υψηλή ανεργία, ο πληθωρισμός και η ακρίβεια, με τις τιμές να εκτινάσσονται στα ύψη και τη μαύρη αγορά να οργιάζει. Συγχρόνως η εγκληματικότητα είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε καθίστατο επικίνδυνη η κίνηση στη διάρκεια της ημέρας και αδύνατη τη νύχτα, εξαιτίας των ληστειών.
Μπορεί η οικονομική και εμπορική ζωή στην πόλη να είχε παραλύσει, δε συνέβαινε όμως το ίδιο και με την κοινωνική. Οι πρόσφυγες που είχαν συρρεύσει εκεί, στην πλειοψηφία τους αξιωματούχοι του πρώην τσαρικού καθεστώτος, πλούσιοι αστοί και επιχειρηματίες, δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί διαφόρων βαθμίδων και «εκπεσόντες» αριστοκράτες δυσκολεύονταν να εγκαταλείψουν τις διασκεδάσεις τους. Άλλωστε η πόλη με τα πολυτελή θέατρα και την όπερα, τα καφέ, τα εστιατόρια και τους οίκους ανοχής παρείχε τέτοιες δυνατότητες. Έτσι η Οδησσός παρουσίαζε την εικόνα ενός περίεργου αμαλγάματος εξαθλίωσης και πολυτέλειας, με «…πολυβόλα εις τα καίρια σημεία της πόλεως και ρωσικά μπαλέτα εις τα πολυθόρυβα κέντρα της», όπως πολύ εύστοχα σημείωνε ο στρατηγός Νίδερ.[30]
Η δράση των ελληνικών δυνάμεων (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1919) – Τα πρώτα προβλήματα
Στα μέσα Ιανουαρίου 1919 στην Οδησσό υπήρχαν δύο γαλλικές Μεραρχίες, «σκιά της πραγματικής των δυνάμεως»,[31] ο στρατός των Εθελοντών που δεν ξεπερνούσε τις 3.000, «ανάξιος λόγου στρατιωτικά», σύμφωνα με τις αναφορές ελλήνων αξιωματικών, καθώς και η 4η πολωνική Μεραρχία, με φανερά αισθήματα αντιπάθειας προς τους Ρώσους και έκδηλη επιθυμία επαναπατρισμού. Η έλλειψη δυνάμεων έκανε επιτακτική τη μεταφορά των πρώτων ελληνικών στρατευμάτων. Από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 1919 οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να καταφθάνουν με γοργούς ρυθμούς. Οι διοικητές των Μεραρχιών και ο αρχηγός του Εκστρατευτικού Σώματος, στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ, δεν ακολούθησαν τις μονάδες και παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη. Κατά συνέπεια, για χρονικό διάστημα άνω των δύο μηνών, οι Έλληνες κλήθηκαν να πολεμήσουν χωρίς την καθοδήγηση των «φυσικών ηγητόρων» τους, γεγονός που δημιούργησε πολλά προβλήματα.[32] Η ηγεσία του εκστρατευτικού σώματος δεν είχε πρόσβαση σε καμία πληροφορία σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία και το γενικότερο επιχειρησιακό σχεδιασμό. Αγνοούσε ακόμη και τους λιμένες αποβίβασης, οι οποίοι καθορίζονταν εν πλω, μετά το πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη από τις εκεί εγκατεστημένες γαλλικές αρχές. Το έλλειμμα αυτό πληροφόρησης και επικοινωνίας στιγμάτισε την ελληνική παρουσία καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Με την άφιξή τους οι ελληνικές μονάδες ανέλαβαν σχεδόν αποκλειστικά την επέκταση της γαλλικής ζώνης κατοχής στη γραμμή Χερσώνα – Νικολάιεφ – Μπερεζόφκα. Με την κατάληψη των τριών αυτών πόλεων οι συμμαχικές δυνάμεις άγγιξαν τα ακρότατα όρια της αντοχής τους, σχετικά με τις δυνατότητες επέκτασης της ζώνης επιχειρήσεων. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη για προώθηση προς το εσωτερικό καθίστατο απαγορευτική, καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμες ενισχύσεις. Μια απλή ματιά στο χάρτη φανέρωνε ότι ο ελληνικός στρατός είχε αναλάβει σχεδόν αποκλειστικά την άμυνα της Οδησσού, αφού είχε διοχετευτεί στην πρώτη γραμμή όλων των επιμέρους μετώπων. Η γαλλική διοίκηση έκρινε σκόπιμο τον κατακερματισμό και τη διασπορά των ελληνικών μονάδων σε περιοχές μακριά από τη βάση της Οδησσού. Αυτό προβλημάτισε τους διοικητές των μονάδων, που έβλεπαν να καλύπτονται με κόστος ελληνικό, επιχειρησιακές ελλείψεις των Γάλλων και των Εθελοντών, οι οποίοι είχαν και την αποκλειστική ευθύνη της εκστρατείας. Κάτω από αυτούς τους όρους η δράση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος δεν ήταν απλά επικουρική, όπως προσδοκούσε ο Βενιζέλος, αλλά πρωταγωνιστική, γεγονός που εξέθετε σε κίνδυνο τον ελληνισμό της περιοχής. Πράγματι οι Έλληνες της Οδησσού είχαν υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό ως «απελευθερωτικό», γεγονός που τους εξέθετε στα μάτια των Μπολσεβίκων.
Η συμφωνία συμμετοχής προέβλεπε την υπαγωγή των ελληνικών δυνάμεων σε γαλλική διοίκηση, εφόσον συγκροτούνταν μικτές μονάδες. Ωστόσο, η αναλογία γαλλικών και ελληνικών δυνάμεων υπήρξε ιδιαίτερα ανισομερής, με τους Έλληνες να αποτελούν τα 2/3 και προς το τέλος των επιχειρήσεων ακόμη και τα 3/4 των μικτών αποσπασμάτων.[33] Ο κατακερματισμός και η διασπορά των ελληνικών μονάδων μακριά από την Οδησσό, η έλλειψη επικοινωνίας με τις διοικήσεις και η συχνά αυταρχική συμπεριφορά των γάλλων αξιωματικών υποδαύλισε αισθήματα δυσαρέσκειας στις τάξεις των Ελλήνων, που αισθάνονταν ότι λειτουργούσαν όχι ως ισότιμοι σύμμαχοι, αλλά ως υποτελείς των Γάλλων. Χωρίς καθοδήγηση από την Ελλάδα και με έλλειμμα πληροφόρησης από την πλευρά της γαλλικής διοίκησης αναφορικά με τη σκοπιμότητα των επιχειρήσεων, η ελληνική διοίκηση γρήγορα βρέθηκε σε αδιέξοδο και οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων οξύνθηκαν σε βαθμό επικίνδυνο.
Τα αισθήματα εγκατάλειψης τροφοδοτήθηκαν και από μια σειρά άλλων προβλημάτων, όπως το ζήτημα της αποστράτευσης, την έλλειψη αλληλογραφίας με την Ελλάδα και τις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες, σε μια χώρα άγνωστη και αφιλόξενη, της οποίας η πλειοψηφία των κατοίκων αντιμετώπιζε με εχθρότητα την επέμβαση των ξένων δυνάμεων. Όλα τα παραπάνω επέδρασαν καταλυτικά στην ψυχολογία των ανδρών. Παντού κυριαρχούσε ένα αίσθημα ανασφάλειας και μια διάχυτη ματαιότητα, εξαιτίας της αδυναμίας κατανόησης της πολιτικής σκοπιμότητας που υπαγόρευε την εμπλοκή στην εκστρατεία. Οι αναφορές του διοικητή του 34ου συντάγματος πεζικού Χρήστου Τσολακόπουλου ήταν συγκλονιστικές και αποτύπωναν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την απόγνωση των Ελλήνων:
Οι άνδρες καταπονούνται και ευρίσκονται διαρκώς εν κινδύνω. Δυσφορούν πολύ, μη βλέποντες άλλον στρατόν Συμμαχικόν ή Ελληνικόν να έρχεται και θεωρούν εαυτούς εγκαταλελειμμένους […] ουδεμία πρόνοια σοβαρά ανάλογος της καταστάσεως λαμβάνεται και τα πάντα βαίνουν μοιραίως και τυχαίως. Δεν έχω καμμίαν είδησιν περί των τμημάτων μου, άτινα διαθέτει η Γαλλική Διοίκησις εις μεγάλας εντεύθεν αποστάσεις, χωρίς να μου λέγει προς τίνα σκοπόν αποστέλλονται και δια πόσον χρόνον. Ούτε έχω πλέον καμμίαν διοίκησιν ή επικοινωνία μετ’ αυτών. […] Ουδέποτε μοι εδόθη σαφής και αληθώς στρατιωτική διαταγή, ούτε διεφωτίσθην από τους αρμοδίους περί της καταστάσεως […] Ουδέν μέτρον λαμβάνεται σοβαρόν εν τη πόλει. Πλήρης Αναρχία. Δια μίαν έτι φοράν διαμαρτύρομαι δια την κατάστασιν ταύτην και παρακαλώ θερμώς να ληφθώσι σύντονα μέτρα υπέρ του στρατού μας, όστις είνε ανάξιος τοιαύτης τύχης. Έφθασα εις το σημείον, πέραν του οποίου θα σκεφθώ, εάν πρέπη τυφλώς να υπακούω εις ασαφείς, επικινδύνους και υπόπτους διαταγάς ανθρώπων μη γνωριζόντων τι κάμνουν και τι θέλουν. Θα σκεφθώ πλέον πως θα αποθάνω και εγώ και εκείνοι, που μου ενεπιστέφθητε […] Εάν αυτό που γίνεται είνε πολιτική (που δεν το πιστεύω) είνε άτιμον και δεν θα το εννοήσω ποτέ. […] Εννοώ κάλλιστα τα εθνικά συμφέροντα, δια τα οποία τοσάκις έχυσα το αίμα μου και δια τούτο υπέμεινα μέχρι αυτού του αξιοθρηνήτου σημείου. Αλλά δεν αντέχω πλέον. Εάν δε σταλή άλλος Ελληνικός στρατός ενταύθα, παρακαλώ να με αντικαταστήσετε, διότι φοβούμαι μήπως κάμμω καμμίαν ζημίαν. Άλλως τε και η υγεία μου είνε πολύ κακή πλέον. Εδοκίμασα όλας τας πικρίας. Φθάνει![34]
Η υποχώρηση και ο επαναπροσδιορισμός της γαλλικής πολιτικής
Μέχρι τις αρχές Μαρτίου οι σχέσεις της γαλλικής διοίκησης με τους Εθελοντές είχαν διασαλευτεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να επηρεαστεί άμεσα η εξέλιξη των δύο σημαντικότερων μαχών, της Χερσώνας και της Μπερεζόφκα. Εναντίον των συμμαχικών δυνάμεων κινήθηκε ο περιβόητος Ataman Nikifor Grigoriev. Ντόπιος παραστρατιωτικός ηγέτης, μορφή τυχοδιωκτική, με μεγάλη επιρροή στον αγροτικό πληθυσμό, δε δίσταζε να αλλάζει εύκολα στρατόπεδα στη διάρκεια του
Εμφυλίου.[35] Η μορφολογία του εδάφους καθόρισε και το είδος των μαχών. Δεν υπήρξαν σταθερά «μέτωπα», αλλά συγκρούσεις που χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη κινητικότητα των μονάδων κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, γύρω από τεθωρακισμένες αμαξοστοιχίες. Η νέα αυτή μορφή μάχης αποτελούσε πρωτόγνωρη εμπειρία για τους έλληνες αξιωματικούς, εντελώς διαφορετική από αυτή του Μακεδονικού Μετώπου. Στη μάχη της Χερσώνας η αναλογία 1/10 των αντιμαχομένων κατέστησε ανέφικτη κάθε προσπάθεια διατήρησης της πόλης υπό συμμαχικό έλεγχο. Το μέγεθος των απωλειών αποτέλεσε πραγματικό σοκ για την ελληνική διοίκηση, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν προετοιμασμένη για τόσο μεγάλες θυσίες. Στα γράμματά τους αξιωματικοί και οπλίτες θεωρούσαν εαυτούς ως «πουλημένο κρέας» και περιέγραφαν την αποστολή στην Ουκρανία ως «άστοχον θυσίαν».[36] Η πτώση της Χερσώνας συμπαρέσυρε αυτήν του Νικολάιεφ και της Μπερεζόφκα, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας σειράς υποχωρητικών κινήσεων προς την Οδησσό.
Μετά από τις διαδοχικές αυτές ήττες η Οδησσός αποκόπηκε πλήρως από την ενδοχώρα. Με τις δυνάμεις τους σε οργανική αποσύνθεση οι Γάλλοι ήταν αναγκασμένοι να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να αποφύγουν μια στρατιωτική πανωλεθρία. Στις 20 Μαρτίου αποβιβάστηκε στην πολιορκούμενη πόλη ο Franchet d’ Espérey, αντικαθιστώντας το στρατηγό Henri Berthelot. Ο d’ Espérey αναδιοργάνωσε το σχέδιο άμυνας και πήρε όλα εκείνα τα μέτρα που προοιωνίζονταν την οριστική εγκατάλειψη της εκστρατείας. Στις 25 Μαρτίου, στο συμμαχικό συμβούλιο στο Παρίσι οι ηγέτες της Entente συμφώνησαν ομόφωνα να μη σπαταλήσουν άλλες δυνάμεις για τη διατήρηση μιας τόσο επισφαλούς θέσης. Έτσι, αποφασίστηκε η εκκένωση της Οδησσού και η παροχή στήριξης στη Ρουμανία, η οποία και αναγορεύτηκε σε νέο προπύργιο της μάχης κατά του Μπολσεβικισμού.
Με τον τρόπο αυτό η γαλλική κυβέρνηση προσανατολίστηκε στη δημιουργία ενός αμυντικού μετώπου, μιας αλυσίδας ανεξάρτητων κρατών από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, ως μέσο για την ανάσχεση του Μπολσεβικισμού.[37] Αυτή η «ζώνη απομόνωσης» (cordon isolateur) ή αλλιώς «ζώνη υγειονομική» (cordon sanitaire) κατά του «μικροβίου του Μπολσεβικισμού» είχε στόχο την επιβολή ενός ευρύ οικονομικού και εμπορικού αποκλεισμού (εμπάργκο), προκειμένου να οδηγήσει το σοβιετικό καθεστώς στην εξουθένωση και μοιραία στην πτώση.[38] Κατά συνέπεια, προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στην πολιτική και οικονομική στήριξη αυτών των όμορων προς τη Ρωσία κρατών.[39]
Η Αποστολή Νίδερ και η εκκένωση της Οδησσού
Η παρούσα στην Ουκρανία ελληνική διοίκηση αγνοούσε τον επαναπροσδιορισμό της συμμαχικής πολιτικής. Ο Βενιζέλος, θορυβημένος από τις εξελίξεις, έδωσε από το Παρίσι εντολή στο στρατηγό Νίδερ να μεταβεί «άνευ αναβολής» στην Οδησσό, προκειμένου να αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση του ελληνικού στρατού, να κρίνει τον βαθμό επικινδυνότητας των επιχειρήσεων και να μειώσει το ρίσκο για τον ελληνισμό.[40] Η αποστολή Νίδερ, που σημειωτέον αποτελούσε την πρώτη αλλά καθυστερημένη παρέμβαση του Βενιζέλου στα πράγματα, επανατοποθετούσε την ελληνική συμμετοχή σε νέες βάσεις. Τον Νίδερ ακολούθησαν και οι διοικητές των Μεραρχιών, υποστράτηγοι Βλαχόπουλος και Νεγρεπόντης. Ταυτόχρονα ξεκίνησε από τη Ρουμανία και ο Δενδραμής, ως πολιτικός εκπρόσωπος της Ελλάδας, με την εντολή να προστατεύσει τον ελληνισμό. Η μετάβαση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας στο πεδίο των μαχών εγκαινίασε την τελευταία φάση της ελληνικής συμμετοχής στην εκστρατεία, η οποία και σφραγίστηκε με την εκκένωση της Οδησσού και την προσφυγοποίηση του ελληνικού πληθυσμού της. Στις 26 Μαρτίου η αποστολή Νίδερ έφτασε στην πολιορκούμενη Οδησσό, κυριολεκτικά στο «παρά πέντε» πριν την εκκένωση. Η διασπορά των ελληνικών δυνάμεων σε απομακρυσμένα σημεία αποστερούσε από το Νίδερ τη δυνατότητα οργανικού ελέγχου των ελληνικών τμημάτων. Ως μοναδικός πλέον στόχος προέβαλλε η απεμπλοκή του ελληνικού στρατού του με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Στις 31 Μαρτίου 1919 η γαλλική διοίκηση ενημέρωσε τους προξένους των διαφόρων εθνοτήτων για την απόφαση εγκατάλειψης της εκστρατείας. Φυσικό επακόλουθο ήταν να προκληθεί πραγματικός πανικός στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας, που αναζητούσε κάθε μέσο διαφυγής. Έως τις 5 Απριλίου το σύνολο των συμμαχικών στρατευμάτων είχε ξεκινήσει την αργή και κοπιαστική πορεία υποχώρησης προς τη Βεσσαραβία. Ταυτόχρονα περισσότεροι από 20.000 Έλληνες της Οδησσού επιβιβάζονταν σε καράβια με προορισμό την Ελλάδα.[41] Στις 6 Απριλίου ο Grigoriev εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε οριστικό τέλος στην τετράμηνη κατοχή της Οδησσού από τις συμμαχικές δυνάμεις. Λίγες εβδομάδες μετά αποχώρησαν οι ελληνο-γαλλικές δυνάμεις και από την Κριμαία, συμπαρασύροντας κι εκεί μεγάλο μέρος του ελληνισμού, που εγκατέλειψε τη χερσόνησο φοβούμενη πιθανά αντίποινα από τους Κόκκινους.
Συμπεράσματα
Αν εξαιρέσει κανείς τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η ελληνική συμμετοχή στη συμμαχική επέμβαση στην Ουκρανία ήταν η μεγαλύτερη σε μέγεθος αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε επιχειρήσεις εκτός Ελλάδας, ξεπερνώντας ακόμη και τη συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, τη δεκαετία του 1950. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ανήλθαν σε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες, μέγεθος μεγάλο συγκρινόμενο με τις αντίστοιχες απώλειες του Μακεδονικού Μετώπου (834 νεκροί, 3790 τραυματίες και 671 «εξαφανισθέντες»). Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο που ο ίδιος ο Βενιζέλος χαρακτήρισε, εκ των υστέρων, την επιχείρηση ως «ανόητη».
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν ως αντιηρωική. Η περιοχή όπου διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις βρισκόταν έξω από κάθε ιδιαίτερο γαιοστρατηγικό συμφέρον της χώρας. Οι αξιωματικοί και οπλίτες, που πήραν μέρος σε αυτήν, δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι πολεμούσαν για κάποιο μεγάλο «εθνικό σκοπό», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας να συνδέσει τη συμμετοχή με το αλυτρωτικό όραμα. Η κατάληξη των επιχειρήσεων σε απόλυτο οργανωτικό και στρατιωτικό φιάσκο και η γρήγορη απόσυρση των στρατευμάτων από την Οδησσό και την Κριμαία δεν περιποιούσε τιμή για κανέναν από τους συμμετέχοντες. Οι μεταγενέστερες κρίσεις για την εκστρατεία, οι οποίες κινήθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα, από την πλήρη δικαίωσή της μέχρι τον απόλυτο αναθεματισμό της, φανέρωναν την αμηχανία για μια συνολική αποτίμηση των γεγονότων.[42]
Το σημαντικότερο ήταν ότι η εκστρατεία στην Ουκρανία, εμβόλιμη και συμπιεσμένη ανάμεσα σε δύο κορυφαίες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, τη συμμετοχή στο Μακεδονικό Μέτωπο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πολύ γρήγορα επισκιάστηκε από αυτές. Αποτέλεσμα ήταν η υποβάθμιση της σημασίας στην ελληνική ιστοριογραφία και ο χαρακτηρισμός της ως μεμονωμένο στρατιωτικό επεισόδιο, «πρελούδιο» της μικρασιατικής περιπέτειας, με «αντίδωρο» τη Σμύρνη.[43] Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν ήταν τόσο απλουστευμένη. Η εκστρατεία της Ουκρανίας σηματοδότησε την κορύφωση μιας πολύπλευρης και πολυετούς πολιτικής, που έκανε χρήση όλων των μέσων, διπλωματικών και στρατιωτικών, με τελικό στόχο την εθνική και εδαφική ολοκλήρωση, όπως αυτή υπαγορευόταν από τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας και εκφραζόταν μέσω του δόγματος των συμπλεόντων συμφερόντων με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Η τραγική της κατάληξη προκάλεσε ένα ακόμα κύμα προσφύγων, αυτή τη φορά από τη Νότια Ρωσία, θύματα των ανακατατάξεων και των κλυδωνισμών που έφερε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα απόνερά του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το άρθρο αποτελεί μέρος της μεταπτυχιακής εργασίας με τίτλο: «Η Ελλάδα και η συμμετοχή της στην εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία (1918-1919)», που εγκρίθηκε από τον τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ το 2005, με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Ιωάννη Μουρέλο.
[2] Michael Jabara Carley, Revolution and Intervention. The French Government and the Russian Civil War 1717-1919, Kingston and Montreal: McGill-Queen ’s University Press, 1983, σ. 89-104. Πρβλ. και Jean Xydias, L’ intervention francaise en Russie, 1918-1919, Paris: Editions de France 1927.
[3] Olga Crisp, “French Investement in Russian Joint Stock Companies, 1894-1914”, Business History, (Liverpool) 2, (1960), 75-90 και της ιδίας, “Some Problems of French Investment in Russian Joint Stock Companies, 1894-1914”, Slavonic and East European Review, 35.84 (1956), 223-240. Για μια ολοκληρωμένη θεώρηση των επενδύσεων Γάλλων και Βρετανών στη Ρωσία βλ. Jennifer Siegel, For Peace and Money: French and British Finance in the Service of Tsars and Commissars, Oxford: Oxford University Press, 2014.
[4] René Girault, “Problèmes de l’ impérialisme économique francais en Russie a la veille de la première guerre mondiale”, Revue du Nord, 57.225 (avril-juin 1975), 123-131.
[5] Kim Oosterlinck, The Soviet Repudiation Puzzle, Brussels: Centre Emile Bernheim, 2004, σ. 7-22.
[6] Η συμφωνία είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία ως “Anglo-French Convention 23/11/1917”. Η γαλλική κυβέρνηση αντιπροσωπεύτηκε στη συνάντηση από τους Clemenceau, στρατάρχη Foch και Pichon (νέο υπουργό εξωτερικών) και η βρετανική από τους Lord Milner (υπουργό πολέμου) και Robert Cecil (υπουργό αποκλεισμού). Για την πολιτική των Συμμάχων απέναντι στη Ρωσική Επανάσταση, από τον Οκτώβρη του 1917 έως τη Συνθήκη του Brest-Litovsk βλ. ενδεικτικά J. F. N. Bradley, “The Allies and Russia in the Light of French Archives (7 November 1917 – 15 March 1918)”, Soviet Studies, 16.2 (Oct., 1964), 166-185.
[7] J.M. Thompson, “Lenin’s Analysis of Intervention”, American Slavic and East European Review, 17.2 (April, 1958), 151-160.
[8] David Stevenson, The First World War and International Poltics, Oxford: Clarenton Press, 1999, σ. 239-241. Τόσο ο Lloyd George όσο και ο Woodrow Wilson ενθάρρυναν τη συνδιαλλαγή μεταξύ αντεπαναστατών και Μπολσεβίκων. Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών ήταν η πρόταση, στις 23 Ιανουαρίου 1919, για κατάπαυση των εχθροπραξιών και σύγκληση συνδιάσκεψης στα Πριγκιποννήσια, με τη συμμετοχή όλων των αντιμαχόμενων παρατάξεων του ρωσικού εμφυλίου. Γάλλοι κυβερνητικοί παράγοντες, ωστόσο, «σαμποτάρισαν» αυτές τις ενέργειες, αποδεικνύοντας την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Clemenceau να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου της επέμβασης στην Ουκρανία. Τελικά η συνάντηση στα Πριγκιποννήσια δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
[9] Πολλοί Γάλλοι, κάτοχοι ρωσικών χρεογράφων, άρχισαν να σχηματίζουν από τις αρχές Αυγούστου 1918 Ενώσεις για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων τους στη Ρωσία. Οι πιο γνωστές από αυτές ήταν η “Commission Générale pour la Protection des intérêts francais en Russie”, η ‘‘Comité de Défense des porteurs de Fonds d’ Etat russes, de valeurs garanties par l’ Etat russe et d’ emprunts municipaux’’ και η ‘‘Comité de Défense des porteurs francais de valeurs industrielles et bancaires russes’’: Kim Oosterlinck, The Soviet Repudiation Puzzle, σ. 21-22.
[10] Michael Jabara Carley, Silent Conflict: A Hidden History of Early Soviet-Western Relations, Rowman & Littlefield, 2014, σ. 1-28.
[11] Evan Mawdsley, “The White Armies”, στο Edward Acton – Vladimir Cherniaev – William Rosenberg (επιμ.), Critical Companion to the Russian Revolution 1914-1921, Bloomington & Indianapolis: Indiana University Press, 1997, σ. 468-478.
[12] David R. Jones, “The Officers and the October Revolution”, Soviet Studies, 28.2 (Apr., 1976), 209-214∙ Arkady Borman, “My Meetings with White Russian Generals”, Russian Review, 27.2, (Apr., 1968), 215-224.
[13] Για τη ζωή και τη δράση του στρατηγού Denikin βλ. Peter Kenez, “A. I. Denikin”, Russian Review, 33.2 (April, 1974), 139-152∙ Dimitry V. Lehovich, “Denikin´ s Offensive”, Russian Review, 32.2 (April, 1973), 173-186.
[14] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου των Εξωτερικών (στο εξής ΙΑΥΕ) /1919/Α/5/VI (6)/ Έκθεση Δενδραμή προς Υπουργείο Εξωτερικών, Ιάσιο, 13/26 Νοεμβρίου 1918, αρ. πρ. 738. Ο γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι Δενδραμής ανέβαζε, με κάποια υπερβολή, τοn συνολικό αριθμό των Εθελοντών σε 150.000 άνδρες. Η πραγματική του δύναμη, όμως, δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις 80.000.
[15] ΙΑΥΕ/1919/Α/5/VI (6)/ Δενδραμής προς Πολίτη, Βουκουρέστι, 20 Νοεμβρίου/3 Δεκεμβρίου 1918, αρ. πρ. 747. Ο Δενδραμής, μεταφέροντας πληροφορίες του γάλλου στρατηγού Dessort από τη Ρουμανία ανέφερε: “la nouvelle de cette expédition n’ a pas été très bien reçue dans les rangs armés francaise. Le soldat francais vainqueur, las de quatre années de guerre, se voyant ainsi obligé entrer dans nouvelle campagne au moment ou les vaincus rejoignent leur foyer”.
[16] ΙΑΥΕ/1919/Α/4/Ι-Α/5/VI/ Αδοσίδης προς Υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη, αχρονολόγητο, αρ. πρ. 42844.
[17] Για μια αναλυτική ερμηνεία της πολιτικής απόφασης του Βενιζέλου για συμμετοχή στην εκστρατεία βλ. Κωνσταντίνος Διώγος, «Περί ανοήτου ταύτης εκστρατείας… Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας (Νοέμβριος 1918 – Απρίλιος 1919)», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 14-15, (Ιαν., 2004), 109-138.
[18] Στη συμμαχική επίθεση του Σεπτεμβρίου 1918 η Ελλάδα κατόρθωσε να παρατάξει δύναμη 105.000 ανδρών, 34% του συνόλου των συμμαχικών δυνάμεων. Για τις δυσκολίες που συνάντησε η κυβέρνηση Βενιζέλου κατά τη διαδικασία της επιστράτευσης βλ. Γεώργιος Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Αθήνα: МΙЕТ, 2000, σ. 185-237. Για τη μάχη του Σκρα (30 Μαΐου 1918) βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (στο εξής Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ.), Η συμμετοχή της Ελλάδος εις τον πόλεμον 1918, τόμ. 2, Αθήνα 1961, σ. 274-5.
[19] Μουσείο Μπενάκη / Αρχείο Βενιζέλου 173 / Φάκ. 17 (Υπουργείο Εξωτερικών Ιανουάριος-Απρίλιος 1919), Βενιζέλος προς Ρέπουλη, 18 Μαρτίου/1 Απριλίου 1919, χ.α.. Ο Βενιζέλος έγραφε χαρακτηριστικά: «Οι τίτλοι μας, οι εκ του πολέμου, είνε τόσο ισχνοί, ώστε επί εκάστης εθνικής διεκδικήσεώς μας, η θέσις μας να μην είνε ασφαλής μέχρις της τελευταίας στιγμής». Πρβλ. και Στέφανος Στεφάνου (επιμ.), Πολιτικοί Υποθήκαι, τόμ. 2, Αθήνα 1969, σ. 232-233.
[20] Ν. Petsalis-Diomidis, Greece at the Paris Peace Conference (1919), Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1978, σ. 73.
[21] ΙΑΥΕ/1919/ Α/4/Ι-A/5/VI / Ρωμάνος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι, 16/29 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8064.
[22] Ν. Petsalis-Diomidis, «Hellenism in Southern Russia and the Ukrainian Campaign. Their Effect on the Pontus Question», Balkan Studies 13.2 (1972), 221-258. Τη δυσαρέσκειά του για τον μονομερή γαλλικό χαρακτήρα της εκστρατείας εξέφρασε ο έλληνας πρωθυπουργός στον βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα Lord Granville, αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα στις 2 Δεκεμβρίου 1918. Ήταν φανερό ότι ο Βενιζέλος προτιμούσε μια επέμβαση στη Ρωσία με ισόποση συμμετοχή γαλλικών και βρετανικών δυνάμεων, κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν δυνατό να συμβεί.
[23] «Παρακαλώ να δηλώσητε εις Γάλλον Αρχιστράτηγον ότι φόβος μεταδόσεως πνεύματος Μπολσεβικισμού κάμνει κυβέρνησιν να ενδοιάζη ως προς αποστολήν Ελληνικού Στρατού εις Ρωσσίαν και να αναμείνη άφιξιν Προέδρου [δηλ. του Βενιζέλου], όπως συνεννοηθή μετ’ αυτού, πριν ή εγκρίνη τοιαύτην αποστολήν. Θα προσθέσετε δε ότι στρατεύματά μας είναι πάντοτε εις διάθεσιν Αρχιστρατήγου διά οιανδήποτε άλλην αποστολήν»: ΙΑΥΕ/1919/ A/4/I-A/5/VI / Ρωμάνος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι, 16/29 Νοεμβρίου 1919, αρ. πρ. 8063.
[24] «Λαμβάνων υπ’ όψει επικρατούσας ενταύθα αγαθάς διαθέσεις κρίνω απολύτως ασύμφορον όπως οιοσδήποτε ενδοιασμός εκφρασθή εν σχέσει προς γνωστόν υμίν ζήτημα δηλ. αποστολήν στρατού εις Ρωσσίαν»: ΙAYE/1919/ A/4/I-A/5/VI / Ρωμάνος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι, 17/30 Νοεμβρίου 1919 αρ. πρ. 8072.
[25] “Gouvernement devrait exiger de être mis journellement au courant des faits et gestes de nos troupes et télégraphier d’urgence ces renseignements aux Légations pour qu ‘elles puissent les communiquer à la presse lors des raisons d’ordre militaire ne l’empêche.”: ΙΑΥΕ/1919/ A/4/I-A/5/V1 / Ρωμάνος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Παρίσι, 23 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1919, αρ. 8274.
[26] Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (στο εξής ΕΛΙΑ) / Αρχείο Βενιζέλου / Φακ. 9.5 / Έκθεση Σταυριδάκη προς Πολίτη, Σεβαστούπολη 7/20 Μαρτίου – Αθήνα 15/28 Μαΐου 1919, αρ. 40, σ. 4.
[27] Παναγιώτης Ι. Παναγιωτόπουλος, Αναμνήσεις Εκ Του Μακεδονικού, Ουκρανικού και Μικρασιατικού Μετώπου, Αθήνα: εκδ. Ιωλκός, 2003, σ. 51-52.
[28] Αρχείο ΔΙΣ / Φάκ. 263 / Υποφ. Ε΄ 1 / Συμπληρωματική έκθεσις της εν Ουκρανία και Βεσσαραβίας εκστρατείας της II Μεραρχίας, «Πληροφορίαι στρατηγικής και πολιτικής φύσεως» (υποστρατήγου Βλαχόπουλου), σ. 2.
[29] ΙΑΥΕ/1919/ Α/5/VI / Αδοσσίδης προς Υπουργείο Εξωτερικών, Θεσσαλονίκη, 26 Ιανουαρίου/8 Φεβρουαρίου 1919 αρ. πρ. 8690.
[30] Κωνσταντίνος Νίδερ, «Η Εκστρατεία της Ουκρανίας», Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 1, αρ. 6-36, Αθήνα, 1927-1928.
[31] Αρχείο Δ.Ι.Σ./ Φ.263Α / Υποφ. ΣΤ΄ / Η Ανατολική Στρατιά εις την Ρωσσίαν, υπό Capitaine F.J. Deygas. Οι γαλλικές δυνάμεις που έδρασαν στην Ουκρανία δεν ξεπέρασαν ποτέ τους 25.000 άνδρες.
[32] ΙΑΥΕ/1919/ Α/5/VI (18) / Δενδραμής προς Υπουργείο Εξωτερικών, Έκθεση, Γαλάζιον (Γαλάτσι Ρουμανίας), 26 Μαρτίου/ 8 Απριλίου 1919, αρ. πρ. 43, σ. 6.
[33] Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το «μικτό» απόσπασμα της Χερσώνας, συνολικής δύναμης 1.150 ανδρών, το οποίο στην αρχική του σύνθεση αποτελούταν από 850 Έλληνες και μόλις 300 Γάλλους.
[34] Αρχείο Δ.Ι.Σ. / Φάκ. 264 / Υποφάκ. Β΄ / 34ο Σύνταγμα Πεζικού / 1. Έκθεσις πεπραγμένων μηνών Ιανουαρίου – Μαΐου 1919 / Τσολακόπουλος προς τη II Μεραρχία, εν Οδησσώ τη 8/21 Φεβρουαρίου 1919. Πράγματι, στις αρχές Μαρτίου 1919 ο συνταγματάρχης Τσολακόπουλος αντικαταστάθηκε από τον συνταγματάρχη Πέτρο Καρακασσώνη στη διοίκηση του 34ου συντάγματος. Στο σύγγραμμα του λοχαγού Jean Bujac, Les campagnes de l‘armée hellénique, 1918-1922, Paris: Charles-Lavauzelle, 1930, αναφέρεται ότι «ο Συνταγματάρχης Τσολακόπουλος χειροδίκησε κατά του Γάλλου Διοικητή». Η επίσημη αιτιολόγηση της ελληνικής πλευράς απέδιδε την αντικατάσταση σε λόγους υγείας. Όποια κι αν ήταν η πραγματικότητα, η εικόνα ενός έλληνα αξιωματικού σε πλήρη απόγνωση ήταν δηλωτική του κλίματος που επικρατούσε στην Ουκρανία.
[35] William Henry Chamberlin, The Russian Revolution, Princeton: Princeton University Press, 1987, σ. 214. Στις αρχές του 1919 ο Grigoriev, αφού εγκατέλειψε τον στρατό του Simon Petliura, πέρασε στο πλευρό των σοβιετικών, που εκείνη την περίοδο προωθούνταν προς το Νότο. Όταν λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του 1919, ο Denikin ανέλαβε τη μεγάλη επίθεση προς Βορρά, ο Grigoriev δε δυσκολεύτηκε να εγκαταλείψει αυτή τη φορά τους σοβιετικούς και να συμμαχήσει με τον στρατό των Εθελοντών. Ο Grigoriev, εκφραστής των πόθων του αγροτικού πληθυσμού για διανομή της γης και αγροτικές μεταρρυθμίσεις, εγκατέλειψε τους Κόκκινους λόγω του προγράμματος βίαιης κολεκτιβοποίησης που προσπάθησε να εφαρμόσει η σοβιετική εξουσία.
[36] ΕΛΙΑ / Αρχείο Βενιζέλου / Φάκ. 9.5 / Έκθεση Σταυριδάκη προς Πολίτη, Σεβαστούπολη 7/20 Μαρτίου – Αθήνα 15/28 Μαΐου 1919, αρ. 40. Διαδεδομένη ήταν και η αντίληψη ότι το Α΄ Σώμα Στρατού «ετιμωρείτο», εξαιτίας της απειθαρχίας και της απροθυμίας του να συμμετάσχει στο Μακεδονικό Μέτωπο, βλ. σχετικά Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ., Η Ελλάς και ο Πόλεμος εις τα Βαλκάνια, τόμ. 1, Αθήνα: εκδ. Δ.Ι.Σ, 1958, σ. 291-299.
[37] ΙΑΥΕ/1919/ Α/5/VI / Αδοσίδης προς Πολίτη, Βουκουρέστι, 1/14 Μαρτίου 1919, αρ. 394.
[38] Ο λοχαγός Jacques Sadul, μέλος της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής στη Μόσχα, σε γράμμα προς τον Ζαν Λογκέ, εγγονό του Καρόλου Μαρξ και επιφανή γάλλο σοσιαλιστή, έγραφε: «Αν η Αντάντ είναι υποχρεωμένη να παρατήσει κάθε ένοπλη επέμβαση, άμεση ή έμμεση, ελπίζει τουλάχιστο να νικήσει τους μπολσεβίκους με τη βιομηχανική καταστροφή και την πείνα». Ολόκληρο το γράμμα παρατίθεται στο Ζακ Σαντούλ, Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων, Αθήνα: εκδ. Μπουκουμάνη, 1975, σ. 182-183.
[39] Η επικράτηση την ίδια περίοδο των αστικών δυνάμεων με την υποστήριξη και των δυτικών κρατών στη Ρουμανία, τη Γερμανία (κίνημα Σπαρτακιστών), την Ουγγαρία (Bela Kun), καθώς και ο ρωσο-πολωνικός πόλεμος που ακολούθησε είχαν να κάνουν με αυτή την προσπάθεια των Συμμάχων να υψώσουν ένα «ανάχωμα» στην επέκταση του μπολσεβικισμού στην Ευρώπη, μέσω της δημιουργίας μιας σειράς εξαρτώμενων από τη Δύση κρατών, βλ. Michael Jabara Carley, “The Politics of Anti-Bolshevism: The French Government and the Russo-Polish War, December 1919 to May 1920”, The Historical Journal, 19.1 (Mar., 1976), 163-189.
[40] Μουσείο Μπενάκη / Αρχείο Βενιζέλου 173 / Φακ. 17 (Υπουργείο Εξωτερικών Ιανουάριος-Απρίλιος 1919) / Βενιζέλος προς Υπουργείο Εξωτερικών, Λονδίνο, 15/28 Φεβρουαρίου 1919, χ.α..
[41] Κωνσταντίνος Διώγος, «Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες: Η πολιτική διαχείριση του προβλήματος των προσφύγων της Οδησσού και της Κριμαίας από την κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά την εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919», στο Ανανίας Τσιραμπίδης – Μαρία Καζαντζίδου – Ειρήνη Τελλίδου (επιμ.), Θεσσαλονίκη. Πρωτεύουσα των προσφύγων. Οι πρόσφυγες στην πόλη από το 1912 μέχρι σήμερα, Επιστημονικό Συνέδριο Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, 23-25 Νοεμβρίου 2012, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 77-88.
[42] Οι φιλοβενιζελικοί συγγραφείς έδειχναν τάσεις απόλυτης δικαιολόγησης της συμμετοχής στην εκστρατεία, βλ. ενδεικτικά Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, τόμ. 2, Αθήνα: Ίκαρος, 1931, σ. 382-383 και Σπυρίδων Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμ. 4, Αθήνα: Πάπυρος, 1966, σ. 281. Από την άλλη, οι αντιβενιζελικοί έδειχναν τάσεις αναθεματισμού, βλ. Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Αθήνα: Χρήσιμα Βιβλία, 1963, σ. 466.
[43] Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Η ευγενής μας τύφλωσις, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 1999, σ. 253-254.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Ελληνόγλωσση)
Ασπρέας Γεώργιος, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, εκδ. Χρήσιμα Βιβλία, Αθήνα 1963.
Αυγητίδης Κώστας, Η Στρατιωτική Επέμβαση των Καπιταλιστικών Χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1999.
Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910 – 1920, τόμ. 2, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1931.
Γ.Ε.Σ., Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, τόμ. 1, εκδ. Δ.Ι.Σ., Αθήνα 1958.
Γ.Ε.Σ., Η συμμετοχή της Ελλάδος εις τον πόλεμον 1918, τόμ. 2, εκδ. Δ.Ι.Σ., Αθήνα 1961.
Γ.Ε.Σ., Το Ελληνικόν Εκστρατευτικόν Σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), εκδ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1955.
Γιαννουλόπουλος Ν. Γιάννης, Η ευγενής μας τύφλωσις…Εξωτερική Πολιτική και «Εθνικά Θέματα» από την ήττα του 1897 έως της Μικρασιατική Καταστροφή, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999.
Γονατάς Επ. Στυλιανός, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1958.
Γρηγοριάδης N. Φοίβος, Διχασμός-Μ.Ασία (ιστορία μιας εικοσαετίας 1909-1930), τόμ. 1, εκδ. Κεδρηνος, Αθήνα 1971.
Γρηγοριάδης Νεόκοσμος, Ο Στρατός μας ΄ς τα Ξένα (Ρωσσία – Ρουμανία), Σμύρνη, 1919.
Δέλτα Π.Σ. Αρχείο Β΄ (επιμέλεια Π.Α. Ζάννας), Νικόλαος Πλαστήρας, Εκστρατεία Ουκρανίας 1919-Κίνημα 6ης Μαρτίου1933-Αλληλογραφία, Αθήνα 1979.
Δέλτα Π.Σ. Αρχείο Δ΄ (επιμέλεια Π.Α. Ζάννας), Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία 1919, κείμενα Ιάνκος Δραγούμης – Κωνσταντίνος Μανέτας – Κωνσταντίνος Βλάχος – Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1982.
Διώγος Κωνσταντίνος, Η Ελλάδα και η συμμετοχή της στην εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία (1918-1919), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη, 2005.
Διώγος Κωνσταντίνος, «Περί ανοήτου ταύτης εκστρατείας… Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας (Νοέμβριος 1918-Απρίλιος 1919)», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 14-15 (Ιαν. 2004), 109-138.
Διώγος Κωνσταντίνος, «Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες: Η πολιτική διαχείριση του προβλήματος των προσφύγων της Οδησσού και της Κριμαίας από την κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά την εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919», στο Ανανίας Τσιραμπίδης – Μαρία Καζαντζίδου – Ειρήνη Τελλίδου (επιμ.), Θεσσαλονίκη. Πρωτεύουσα των προσφύγων. Οι πρόσφυγες στην πόλη από το 1912 μέχρι σήμερα, Επιστημονικό Συνέδριο Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, 23-25 Νοεμβρίου 2012, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 77-88.
Ζαπάντης H. Ανδρέας, Ελληνο-σοβιετικές σχέσεις 1917-1941, εκδ. Εστία, Αθήνα 1989.
Καραβία Μαρία, Οδησσός. Η λησμονημένη πατρίδα, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1998.
Καρακασσώνης Γ. Πέτρος (υποστρατήγου), Ιστορία της εις Ουκρανίαν και Κριμαίαν Υπερποντίου Εκστρατείας του 1919, Αθήνα 1934.
Καρδάσης Βασίλης, Ο Ελληνισμός του Ευξείνου Πόντου (Οδησσός-Ταϊγάνιο-Ροστόφ-Μαριούπολη), εκδ. Μίλητος, Αθήνα 1997.
Καρπόζηλος Απόστολος, «Ρωσο-οντιακά», Αρχείον Πόντου, 38 (1983), 153-176.
Καψαμπέλης Εμμανουήλ, Αναμνήσεις Διπλωμάτου, Αθήνα 1940.
Καψαμπέλης Εμμανουήλ, Τι οφείλει η Ρωσσία εις την Ελλάδα, Αθήνα 1947.
Κοντογιάννης Χ. Κ., «Επιχειρήσεις με το Αντιτορπιλικόν «Λόγχη» κατά το διάστημα Οκτωβρίου 1918-Ιουλίου 1919», Ναυτική Επιθεώρηση, έτος ΙΒ΄, τόμος XV, τεύχος αριθ. 75, (Ιούνιος, 1928), εκδ. Π.Δ. Σακελλάριος, Αθήνα 1928, σ. 778-789.
Λεονταρίτης Β. Γεώργιος, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000
Μαργαρίτης Γιώργος, Η Εμπόλεμη Ελλάδα. Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μακεδονικό Μέτωπο, Ουκρανία, στο συλλογικό έργο, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμ. 6, Η Εθνική Ολοκλήρωση (1909 – 1922), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
Μαργαρίτης Γιώργος, Οι Πόλεμοι, στο συλλογικό έργο του Χατζηιωσήφ Χρήστου (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι. 1900 – 1922. Οι απαρχές, τόμ. 1, Μέρος 2, κεφ. 12.
Μαρκεζίνη Σπυρίδων, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμ. 4, εκδ. Πάπυρος 1968.
Νίδερ Κωνσταντίνος, «Η Εκστρατεία της Ουκρανίας», Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική, τόμος 1ος, αρίθ. 6-36, Αθήνα 1927-1928.
Παναγιωτόπουλος Ι. Παναγιώτης, Αναμνήσεις Εκ Του Μακεδονικού, Ουκρανικού και Μικρασιατικού Μετώπου, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα Απρίλιος 2003.
Παπουλίδης Κωνσταντίνος, Οι Έλληνες της Οδησσού, εκδ. αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1999.
Παπουλίδης Κωνσταντίνος, «Οι Έλληνες της Ρωσίας τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 4 (1992), 107-140.
Σαντούλ Ζακ (μτφρ. Βάσου και Λιλίκας Γεωργίου), Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων. Τα περίφημα γράμματα από την Πετρούπολη και τη Μόσχα, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1975.
Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική από τις αρχές του 20ου αιώνα ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1983.
Στεφάνου Στέφανος (επιμ.), Πολιτικαί Υποθήκαι, τόμ. 2, Αθήνα 1969.
Φωτιάδης Κώστας, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999.
Χαρατσής Ι. Στυλιανός, Η Πρώτη Επέμβαση (Η Άγνωστη Δράση του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στην Εκστρατεία της Μεσημβρινής Ρωσίας 1918-1920, εκδ. Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Αθήνα 1997.
Χασιώτης Κ. Ιωάννης (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997.
(Ξενόγλωσση)
Ainsworth John, “Sidney Reilly’ s Reports from South Russia, December 1918-March 1919”, Europe-Asia Studies, Vol. 50, No. 8, (Dec., 1998), 1447-1470.
Bortnevski G. Viktor, “White Administration and White Terror (The Denikin Period)”, Russian Review, Vol. 52, No. 3, (Jul., 1993), 354-366.
Bradley J. F. N., “France, Lenin and the Bolsheviks in 1917-1918”, The English Historical Review, Vol. 86, No. 341, (Oct., 1971), 783-789.
Bradley J. F. N., “The Allies and Russia in the Light of French Archives (7 November 1917 – 15 March 1918)”, Soviet Studies, Vol. 16, No. 2, (Oct., 1964), 166-185.
Bradley John, Allied Intervention in Russia, 1917-1920, London 1968.
Brinkley I. George, The Volunteer Army and Allied Intervention in South Rusia 1917-1921, Notre Dame: University of Notre Dame Press 1966.
Carley Jabara Michael, “Episodes from the early Cold War: Franco-Soviet Relations, 1917-1927”, Europe-Asia Studies, Vol. 52, No. 7, (Nov., 2000), 1275-1305.
Carley Jabara Michael, “The Origins of the French Intervention in the Russian Civil War, January-May 1918: A Reappraisal”, The Journal of Modern History, Vol. 48, No. 3, (Sept., 1976), 413-439.
Carley Jabara Michael, Revolution and Intervention. The French Government and the Russian Civil War 1717-1919, McGill-Queen’ s University Press, Kingston and Montreal 1983.
Carley Jabara Michael, Silent Conflict: A Hidden History of Early Soviet-Western Relations, Rowman & Littlefield, 2014.
Chamberlin William Henry, The Russian Revolution 1918-1921, Vol. 1-2, edition, Princeton University Press 1987.
Crisp Olga, “French Investemen in Russian Joint Stock Companies, 1894-1914”, Business History, (Liverpool) Vol. 2, (1960), 75-90.
Crisp Olga, “Some Problems of French Investment in Russian Joint Stock Companies, 1894-1914”, Slavonic nad East European Review, Vol. 35, no. 84 (1956), 223-240.
Figes Orlando, “The Red Army and Mass Mobilization during the Russian Civil War 1918-1920”, Past and Present, No. 129, (Nov., 1990), 168-211.
Foglesong S. David, Foreign Intervention, στο συλλογικό έργο των Acton, Cherniaev, Rosenberg (edited by), Critival Compagnion to The Russian Revolution 1914 – 1921, εκδ. Arnold 1997.
Girault René, “Problèmes de l’ impérialisme économique francais en Russie a la veille de la première guerre mondiale”, Revue du Nord, 57.225 (avril-juin 1975), 123-131.
Kenez Peter, “A. I. Denikin”, Russian Review, Vol. 33, No. 2 (April, 1974), 139-152
Kenez Peter, “The Ideology of the White Movement”, Soviet Studies, Vol. 32, No. 1, (Jan., 1980), 58-83.
Kenez Peter, Civil War in South Russia 1919-1920, Berkeley: University of California Press 1977.
Lehovich V. Dimitry, “Denikin´ s Offensive”, Russian Review, Vol. 32, No. 2 (April, 1973), 173-186.
Mawdsley Evan, The White Armies, στο συλλογικό έργο των Acton, Cherniaev, Rosenberg (επιμ.), Critival Compagnion to The Russian Renolution 1914 – 1921, εκδ. Arnold 1997.
Millman Brock, “The Problem with Generals: Military Observers and the Origins of the Intervention in Russia and Persia, 1917-1918”, Journal of Contemporary History, Vol.33, No. 2, (Apr., 1998), 291-320.
Munholland J. Kim, “The French Army and Intervention in Southern Russia, 1918-1919”, Cahiers du monde Russe, 22.1 (1981), 43-66.
Oosterlinck Kim, The Soviet Repudiation Puzzle, edit. Centre Emile Bernheim, Brussels 2004.
Patricia Herlihy, “The Greek Community in Odessa, 1861-1917”, Journal of Modern Greek Studies, 7.2, (Οκτ. 1989), 235-252.
Peake R. Thomas, “Jacques Sadul and the Russian Intervention Question, 1919”, Russian Review, Vol. 32, No. 1, (Jan., 1973), 54-63.
Petsalis-Diomidis N., Greece at the Paris Peace Conference (1919), Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1978.
Petsalis-Diomidis Ν., “Hellenism in Southern Russia and the Ukrainian Campaign. Their Effect on the Pontus Question”, Balkan Studies 13,2 (1972), 221-263.
Resheter S. John, The Ukrainian Revolution 1917-1920, Princeton University Press, Princeton 1952.
Saunders David, “Britain and the Ukrainian Question (1912-1920)”, The English Historical Review, Vol. 103, No. 406, (Jan., 1988), 40-68
Siegel Jennifer, For Peace and Money: French and British Finance in the Service of Tsars and Commissars, Oxford: Oxford University Press, 2014.
Smele D. Jonathan, Civil War in Siberia. The Ant-Bolshevik Government of Admiral Kolchak 1918-1920, Cambridge University Press 1996.
Somin Ilya, Stillborn Crusade. The Tragic Failure of Western Intervention in the Russian Civil War, Transaction Publishers, New Jersey 1996.
Thompson J. M., “Lenin’s Analysis of Intervention”, American Slavic and East European Review, Vol. 17, No. 2 (April 1958), 151-160.
Trani Eugene, “Woodrow Wilson and the Decision to Intervene in Russia: A Reconsideration”, The Journal of Modern History, Vol. 48, No. 3, (Sept., 1976), 440-461.
Wade A. Rex, The Russian Revolution 1917, Cambridge University Press 2000.
Weinstein H. R., “Land Hunger and Nationalism in the Ukraine, 1905-1917”, The Journal of Economic History, Vol. 2, No. 1, (May, 1942), 24-35.
Woodward R. David, “British Intervention in Russia during the First World War”, Military Affairs, Vol. 41, No. 4, (Dec., 1977), 171-175.
Xydias Jean, L’ intervention francaise en Russie, 1918-1919. Paris : Editions de France, 1927.