Γερμανία: Από ατμομηχανή, βαρίδι της Ευρωζώνης;

 

Γερμανία:
Από ατμομηχανή, βαρίδι της Ευρωζώνης.

Είναι δυο οι λόγοι, για τους οποίους η Γερμανία απασχολεί τις τελευταίες ημέρες ολοένα και περισσότερο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και η αλήθεια είναι ότι η εικόνα που παρουσιάζεται σήμερα, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την εικόνα που εισπράτταμε τα περασμένα χρόνια. Την εικόνα μιας βαθιά δημοκρατικής κοινωνίας, με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Μιας χώρας «πρότυπο» για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο πρώτος λόγος είναι οι αγροτικές διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις κατά της ακρίβειας και της κατάργησης της επιδότησης των αγροτικών καυσίμων, που έχουν λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Με τους αγρότες να διαδηλώνουν ακόμα και μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο.

Και ο δεύτερος λόγος είναι η καταγραφή δημοσκοπικών ποσοστών ρεκόρ για το ακροδεξιό κόμμα AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), το οποίο σκοπεύει να εντάξει στο πρόγραμμα του, μέχρι και τη διοργάνωση δημοψηφίσματος για την έξοδο της Γερμανίας από την Ε.Ε. Ονοματίζοντας μάλιστα αυτήν την πρωτοβουλία, ως «Dexit».

Οι αγροτικές διαδηλώσεις αποτελούν κορύφωση των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων σε όλη τη Γερμανία από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους. Από την εστίαση μέχρι τα supermarkets και από τους μηχανικούς των σιδηροδρόμων, μέχρι τον ευρύτερο χώρο της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Η ατζέντα των διαδηλωτών έχει αποκτήσει ισχυρά πολιτικά χαρακτηριστικά, με την υιοθέτηση αρκετών εμπρηστικών συνθημάτων από αυτά που χρησιμοποιεί κατά κόρον το AfD. Συνθήματα που ακούγονται άλλωστε από τις δυνάμεις του λαϊκισμού σε όλη την Ευρώπη κατά του «πολιτικού κατεστημένου» και κατά του «συστήματος».

Ειδικά στη Γερμανία, οι διαδηλωτές ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις θέσεις του AfD περί ευνοιοκρατίας και υπεξαίρεσης κρατικών πόρων, που απαξιώνουν γενικότερα το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Άλλωστε η δεξαμενή ψήφων του AfD τροφοδοτείται τόσο από απογοητευμένους ψηφοφόρους των παραδοσιακών κομμάτων CDU και SPD, όσο και από τον χώρο της Αριστεράς. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα υψηλότερα εκλογικά του ποσοστά, το AfD τα επιτυγχάνει στις περιοχές της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπου τα αποτυπώματα του «σοσιαλιστικού παρελθόντος» παραμένουν εμφανή.

Τι έγινε ξαφνικά και η γερμανική κοινωνία χωρίς λόγο και αιτία στρέφεται προς την ακροδεξιά; Μήπως είναι αποτέλεσμα της εντυπωσιακής επιβράδυνσης που ακολουθεί η γερμανική οικονομία; Μιας επιβράδυνσης που χαμηλώνει το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών, αποκαθηλώνοντας ταυτόχρονα την εικόνα της παντοδύναμης γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής.

Το πρώτο σοκ της γερμανικής οικονομίας, ήρθε μέσα από την καθυστερημένη συνειδητοποίηση της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Μόσχα. Η ενεργειακή εξάρτηση, είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, όταν το κίνημα των Πράσινων - Οικολόγων αντιμαχόταν με σθένος την ανάπτυξη πυρηνικών σταθμών για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και απαιτούσε τη διακοπή της λειτουργίας των υπαρχόντων μονάδων.

Οι θέσεις των Πρασίνων, υιοθετήθηκαν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων. Έτσι μετά και από τη στρατηγική επιλογή της «απολιγνιτοποίησης», η Γερμανική βιομηχανική μηχανή μετατράπηκε σε όμηρο του ρωσικού φυσικού αερίου, την ίδια στιγμή που η Γαλλία στηρίζει την ενεργειακή της ισορροπία στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, που λειτουργούν μόλις κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα από τα σύνορα των δυο χωρών.

Άλλου τύπου εξάρτηση έχει η Γερμανία από την Κίνα. Η Κίνα είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας εκτός Ευρώπης με τις συναλλαγές μέσα στο 2022 να ανέρχονται στα $314 δισ. και με τις επενδύσεις γερμανικών εταιριών σε κινεζικό έδαφος να βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ.

Για να εξηγήσουμε ακόμα καλύτερα την εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα, αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 40% του παγκόσμιου τζίρου της Volkswagen έρχεται από την Κίνα. Οπότε οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ακολουθεί το Πεκίνο και η πριμοδότηση των οχημάτων που παράγονται στην Κίνα, αποδυναμώνουν αισθητά το αφήγημα περί επιτυχίας των γερμανικών επενδύσεων στην Κίνα.

Συνεπώς, οι γερμανικές βιομηχανίες εντός της Κίνας χάνουν μερίδιο αγοράς, κάτι που συμβαίνει και με τις γερμανικές εξαγωγές προς την Κίνα που παρουσιάζουν μείωση λόγω της πτωτικής πορείας της καταναλωτικής δαπάνης των Κινέζων.

Όμως εκτός από τα αναφερθέντα προβλήματα που έχουν σχέση με εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, η Γερμανία αντιμετωπίζει τρία κορυφαία προβλήματα εσωτερικής υφής.

Το πρώτο αφορά της υποδομές, που είτε είναι γερασμένες, είτε είναι ανεπαρκείς για να φιλοξενήσουν τους νέους φιλόδοξους στόχους, όπως για παράδειγμα στον χώρο της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ.

Το δεύτερο αφορά τη σημαντική υστέρηση που παρουσιάζεται στις επενδύσεις στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας, όπου η Γερμανία από πρωταγωνιστής έχει μετατραπεί σε κομπάρσο.

Και το τρίτο, είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού και ειδικά εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνικών. Με αποτέλεσμα να υποχωρεί η σημερινή Γερμανική οικονομία σε παραγωγικότητα, σε ανταγωνιστικότητα και σε καινοτομία. Η πολιτική λύση στο πρόβλημα είναι η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων. Κάτι που δυσχεραίνεται τόσο από την αναγκαστική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτικών τάσεων στις συμμαχικές κυβερνήσεις, όσο και από την άνοδο των λαϊκίστικων πολιτικών δυνάμεων.

Ξεχασμένη στην άκρη είναι αυτήν την περίοδο, η συζήτηση περί «κρυφού χρέους» των τοπικών κυβερνήσεων και περί «κρυφών κινδύνων» των περιφερειακών τραπεζών στη Γερμανία.

Τον περασμένο Νοέμβριο σε μία απόφαση - σταθμό, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε αντισυνταγματικό τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό του 2021 και στην ανακατανομή κονδυλίων ύψους 60 δισ. ευρώ τα οποία, ενώ αρχικά αφορούσαν πολιτικές για την καταπολέμηση των συνεπειών της πανδημίας, στη συνέχεια η κυβέρνηση τα έστρεψε προς το Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος.

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι προαναφερθέντες κυβερνητικοί χειρισμοί παρέκαμπταν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο το «φρένο του χρέους» που ισχύει στη Γερμανία.

Έτσι, εκτός από τα 60 δισ. ευρώ που αναζητούνται επειγόντως από την κυβέρνηση και την αναμενόμενη «μαύρη τρύπα» ύψους 17 δισ. ευρώ του προϋπολογισμού του 2024, στη δημόσια σφαίρα της Γερμανίας έχει αναδυθεί και το τεράστιο πρόβλημα που ακούει στον όρο: «συνολικό δημόσιο χρέος». Το οποίο περιλαμβάνει την τοπική αυτοδιοίκηση, τις περιφερειακές κυβερνήσεις, καθώς και κάθε είδους κρυφά κονδύλια. Και το ύψος αυτού του χρέους υπολογίζεται στα 2,5 τρισ. ευρώ.

Τι θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα; Οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας από τους οίκους αξιολόγησης. Διότι θα φανεί και επίσημα, ότι η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής βρίσκεται σε πορεία εκτροχιασμού και ότι ο βασικός πνεύμονας της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει χάσει τις ανάσες του.


Κωνσταντίνος Χαροκόπος

29/01/2024

https://www.liberal.gr/oikonomia/germania-apo-atmomihani-baridi-tis-eyrozonis

           ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ               

 


1.

Το φάντασμα της λιτότητας
επιστρέφει στη Γερμανία.


Του Κώστα Ράπτη

Για τον ηγέτη των Πρασίνων, αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομίας και Κλιματικής Προστασίας της Γερμανίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, η επιστροφή την προηγούμενη εβδομάδα από τις πρωτοχρονιάτικες διακοπές υπήρξε περιπετειώδης, καθώς περίπου 300 αγρότες παρεμπόδισαν τον ελλιμενισμό του φέρι-μποτ που τον μετέφερε στη Βαλτική Θάλασσα. Επρόκειτο για ένα θεαματικό, αλλά έλασσον σε σχέση με τη συνολική αναταραχή, επεισόδιο των αγροτικών κινητοποιήσεων, που επέφερε η εσπευσμένη στροφή της Γερμανίας στη λιτότητα.

Ο τρικομματικός ομοσπονδιακός κυβερνητικός συνασπισμός του Όλαφ Σολτς βρέθηκε να αναζητά εναγωνίως 40 δισ. ευρώ προκειμένου να συντάξει Προϋπολογισμό, αφότου τον Νοέμβριο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης έκρινε αντισυνταγματική την εκτροπή προς ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους κονδυλίων από το ειδικό ταμείο που είχε συσταθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Στα μέτρα δημοσιονομικής περιστολής που υιοθετήθηκαν εν μέσω αυτής της έκτακτης περίστασης περιλήφθηκαν και περικοπές φοροαπαλλαγών στο αγροτικό ντίζελ, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί αγρότες να βρεθούν στην εμπροσθοφυλακή της κοινωνικής δυσφορίας που ξέσπασε λήγοντος του 2023.

Διεύρυνση των κινητοποιήσεων

Οι σκηνές που ακολούθησαν έμοιαζαν να ταιριάζουν περισσότερο στις εξεγερσιακές παραδόσεις της γείτονος Γαλλίας, παρά στη γερμανική ευταξία. Όμως η Γαλλία τις δικές της (ούτως ή άλλως προγραμματισμένες για λόγους κλιματικής μεταβολής) περικοπές των φοροαπαλλαγών στο αγροτικό ντίζελ τις έχει περιορίσει στο 35% με χρονικό ορίζοντα το 2030, ενώ η Γερμανία οδηγούνταν προς άμεση κατάργηση του συνόλου.

Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες τρακτέρ και αγροτικά οχήματα να κατακλύσουν από τους αυτοκινητοδρόμους μέχρι την Πύλη του Βρανδεμβούργου, με την κυβέρνηση να υποχωρεί τον Δεκέμβριο στη σταδιακή απομείωση των φοροαπαλλαγών μέχρι το 2026. Ενθαρρυμένοι από αυτό (αλλά και από την κακοφωνία του τρικομματικού συνασπισμού), οι Γερμανοί αγρότες κλιμάκωσαν τις κινητοποιήσεις τους, αντί να συμβιβασθούν. Κορύφωση των αγροτικών κινητοποιήσεων αναμένεται να αποτελέσει το συλλαλητήριο της ερχόμενης Δευτέρας στο Βερολίνο.

Όμως η αναταραχή διευρύνθηκε ήδη από την αρχή της εβδομάδας, όταν στον χορό των κινητοποιήσεων μπήκαν οι οδηγοί φορτηγών, ζητώντας επίσης ενίσχυση καυσίμων, και την Τετάρτη οι σιδηροδρομικοί, με αποτέλεσμα η διατάραξη των μεταφορών και της οικονομικής δραστηριότητας να γίνει ευρύτερα αισθητή και να προκύψει μια εικόνα εφάμιλλη γενικής απεργίας (την οποία η Γερμανία έχει να ζήσει από το 1906).

Η απεργία των σιδηροδρομικών, ειδικότερα, επρόκειτο να ολοκληρωθεί για αυτήν τη φάση χθες το απόγευμα – όμως το σωματείο των μηχανοδηγών την τερμάτισε από το πρωί σε ό,τι αφορά την ιδιωτική σιδηροδρομική εταιρεία Transdev, η οποία φέρεται να έχει αποδεχθεί τα αιτήματα των εργαζομένων (αυξήσεις 555 ευρώ μηνιαίως και καταβολή εφάπαξ "επιδόματος πληθωρισμού", αλλά και μείωση των ωρών εργασίας από 38 σε 35 εβδομαδιαίως με πλήρεις αποδοχές για τους εργαζόμενους σε βάρδιες), κάτι που εξακολουθεί να απορρίπτει η δημόσια Deutsche Bahn.

Οι αντιδράσεις

Επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ζήτησε ο υπουργός Μεταφορών, Φόλκερ Βίσινγκ, τονίζοντας ότι "πρέπει να βρεθεί τρόπος συνεννόησης των δύο πλευρών και, προκειμένου να συμβεί αυτό, θα πρέπει να συζητούμε". Μια "γρήγορη" συμφωνία εργοδοτών και εργαζομένων ζήτησε και η Ένωση Επιβατών Σιδηροδρόμων Pro Bahn, επισημαίνοντας ότι στηρίζει το θεμελιώδες δικαίωμα στην απεργία, υπογραμμίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι "αυτός πρέπει να είναι ο τελευταίος γύρος απεργιών".

"Οι θεμιτές διαμαρτυρίες τελειώνουν εκεί όπου παραβιάζονται τα δικαιώματα των άλλων", δήλωσε η υπουργός Εσωτερικών, Νάνσι Φέζερ, ενώ ο επικεφαλής του συνδικάτου των αγροτών, Γιοάχιμ Ρούκβιντ, ζήτησε την κατανόηση των πολιτών, καθώς, όπως είπε, "πρόκειται για το μέλλον των οικογενειών μας και της τοπικής αγροτικής παραγωγής". Διαβεβαίωσε, επίσης, ότι σε κάθε κινητοποίηση οι λωρίδες έκτακτης ανάγκης παραμένουν ελεύθερες.

Στη δημόσια αντιπαράθεση για τις απεργιακές κινητοποιήσεις, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ING Κάρστεν Μπρζέσκι τάχθηκε υπέρ συμφωνιών για υψηλότερους μισθούς, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του πληθωρισμού, με το βλέμμα στον σημαντικό περιορισμό της ιδιωτικής κατανάλωσης. Στο ίδιο πλαίσιο, ο συνάδελφός του Κάρστεν Γιούνιους από την τράπεζα Safra Sarasin δήλωσε μάλιστα ότι στην Ελβετία, όπου εδρεύει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, "επενδυτές και τραπεζίτες τρίβουν τα μάτια τους έκπληκτοι με το πώς συμπεριφέρονται πλέον κάποιοι στη Γερμανία, κάτι που ήταν ασυνήθιστο για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης". Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κινητοποιήσεις "δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε πιο ακατάλληλη στιγμή από οικονομική άποψη, καθώς η γερμανική οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση, παλεύει με υψηλά επιτόκια και δεν προβλέπεται να ανακάμψει σημαντικά τις επόμενες εβδομάδες και μήνες".

14/1/2024

https://www.capital.gr/diethni/3760822/to-fantasma-tis-litotitas-epistrefei-sti-germania/


Κρίστιαν Λίντνερ,Yπουργός Οικονομικών

2.

DW: "Η Γερμανία ζει πάνω από τις δυνατότητές της"

Μνήμες ευρω-κρίσης στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, που άρχισε την Τρίτη στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι η Γερμανία "ζει πάνω από τις δυνατότητές της".

Ιδιαίτερα μαχητικό πνεύμα επέδειξε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ στη χθεσινή συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2024 στη γερμανική Βουλή. "Δεν πρόκειται για προϋπολογισμό περικοπών", ανέφερε, καθώς "αυτή η κυβέρνηση πραγματοποιεί ρεκόρ επενδύσεων στον σιδηρόδρομο, στο οδικό δίκτυο, αλλά και στα ψηφιακά δίκτυα". Το σχέδιο προϋπολογισμού υπερασπίστηκε και ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών, Ντένις Ρόντε. "Είμαι υπέρηφανος για τον συμβιβασμό που έχουμε επιτύχει, καταφέραμε να διασφαλίσουμε την κοινωνική ειρήνη σε εποχές αβεβαιότητας", δήλωσε χαρακτηριστικά.

Όλα αυτά δεν πείθουν τη χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση (CDU). "Η Γερμανία ζει πάνω από τις δυνατότητές της, οι δαπάνες είναι πολύ μεγαλύτερες από τα έσοδα" δηλώνει ο αντιπρόεδρος της Κ.Ο. των Χριστιανοδημοκρατών Ματίας Μίντελμπεργκ, κατηγορώντας τον φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών ότι "συσσωρεύει συνεχώς νέα χρέη". Επιπλέον, υποστηρίζει, το σχέδιο προϋπολογισμού δεν τηρεί κοινωνικά κριτήρια, καθώς "επιβαρύνει υπέρμετρα χαμηλόμισθους και συνταξιούχους". Σε μία διαπίστωση φαίνεται πάντως να συμφωνεί με τον υπουργό Οικονομικών ο χριστιανοδημοκράτης Μίντελμπεργκ: "Αυτός δεν είναι ένας προϋπολογισμός περικοπών…"  

Έχει όμως και ο Κρίστιαν Λίντνερ τα δικά του αντεπιχειρήματα στην κριτική των Χριστιανοδημοκρατών: "Μιλάτε σαν εξωγήινοι που κατέβηκαν από τον Άρη πριν δύο εβδομάδες και βλέπουν για πρώτη φορά την κατάσταση στη Γερμανία. Σας θυμίζω ότι επί 16 χρόνια εσείς είχατε την ευθύνη για τη γραφειοκρατία, για την αγορά εργασίας, για την κατάσταση που επικρατεί στις υποδομές..."  

Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2024 ξεκίνησε χθες στο Κοινοβούλιο, που κατά πάσα πιθανότητα θα δώσει το "πράσινο φως" την Παρασκευή. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η σημερινή "μονομαχία" του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς με τον επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς. 

Υπενθυμίζεται ότι η "συγκυβέρνηση" Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP) είχε ανακοινώσει από το περασμένο καλοκαίρι σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024, το οποίο όμως αναγκάστηκε να αναθεωρήσει μετά από απόφαση του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Η ετυμηγορία των δικαστών θεωρητικά αφορούσε μόνο τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το 2021, αλλά κατ' ουσίαν ανέτρεπε ολόκληρη τη φιλοσοφία για την κατάρτιση μελλοντικών προϋπολογισμών. 

Κύρια στοιχεία του προϋπολογισμού

Το τελικό σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024 προβλέπει δαπάνες 476,8 δις ευρώ (έναντι 445,7 δις που ήταν η αρχική πρόβλεψη πριν από την ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου). Κατά συνέπεια κάθε Γερμανός πολίτης επωμίζεται δαπάνες ύψους 5.635 ευρώ. Μέρος των επιπλέον υποχρεώσεων θα καλυφθεί από αναδιατάξεις κονδυλίων που αρχικά είχαν περιληφθεί στο Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό της Οικονομίας (KTF).

Οι κρατικές επενδύσεις ανέρχονται σε 70,5 δις ευρώ. Το υπουργείο Εργασίας εξακολουθεί να διαθέτει τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό (175,6 δις ευρώ), καθώς από το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο καλύπτονται, μεταξύ άλλων, δαπάνες για τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και για κοινωνικά επιδόματα.

Οι μεγαλύτερες περικοπές γίνονται στο υπουργείο Υγείας, καθώς εκπίπτουν πλέον οι δαπάνες για την καταπολέμηση της πανδημίας. Επίσης, ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει περικοπές σε προγράμματα για την προστασία του κλίματος, σε κρατικές επιδοτήσεις για την ηλεκτροκίνηση και το πετρέλαιο αγροτικής χρήσης, σε δαπάνες εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου, αλλά και στην αναπτυξιακή βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ανησυχία για το "φρένο του χρέους"

Ο νέος δανεισμός κυμαίνεται στα 39,03 δις ευρώ (έναντι 16,6 δις που προβλέπονταν στο αρχικό σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024). Είναι το ανώτατο ποσό που επιτρέπει το συνταγματικά κατοχυρωμένο "φρένο του χρέους", το οποίο τίθεται φέτος και πάλι σε εφαρμογή, για πρώτη φορά μετά το 2019.

Αστάθμητος παράγοντας για την ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού παραμένει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ καλεί τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αυξήσουν τις συνεισφορές τους για την ενίσχυση της Ουκρανίας, ώστε να μειωθεί ή τουλάχιστον να σταθεροποιηθεί το οικονομικό βάρος που επωμίζεται το Βερολίνο. Εάν για οποιονδήποτε λόγο εκτιναχθεί το κόστος, η γερμανική κυβέρνηση δεν αποκλείεται να επικαλεστεί εκ νέου μία "δημοσιονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης", ώστε να μην εφαρμοστεί το "φρένο του χρέους" για το τρέχον έτος. 

Το ακροδεξιό κόμμα "Εναλλακτική για τη Γερμανία" (AfD) επικρίνει σε υψηλούς τόνους το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024. Σε πολιτικό επίπεδο στηλιτεύει "τη χρηματοδότηση ενός πολέμου, που δεν είναι δικός μας", όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, αλλά και την "πανάκριβη, μαζική μετανάστευση". Επιπλέον, η AfD θέτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας και καλεί τη χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση να προσφύγουν από κοινού στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, κάτι που όμως θεωρείται μάλλον απίθανο.


Πηγή: Deutsche Welle 

https://www.capital.gr/diethni/3767020/dw-i-germania-zei-pano-apo-tis-dunatotites-tis/

31/1/2024