Ο Διπλωματικός αγώνας του Βενιζέλου για το Καστελόριζο ως τμήμα της Δωδεκανήσου το 1914.




Καστελλόριζο - Ελλάδα


Ο Διπλωματικός αγώνας του Βενιζέλου για το Καστελόριζο ως τμήμα της Δωδεκανήσου το 1914.

 Δημήτριος- Μερκούριος Κόντης

Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά την απόφαση των Έξι Δυνάμεων της 13ης Φεβρουαρίου του 1914 που απέδιδε το Καστελόριζο στην Τουρκία, προσπάθησε να διεκδικήσει διπλωματικά ό,τι καλύτερο με τη βοήθεια της Γαλλίας αλλά και της Ρωσίας.

Ζήτησε εγγυήσεις για τα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά δικαιώματα του ελληνικού πληθυσμού και επισήμανε πως το νησί ανέκαθεν αποτελούσε τμήμα των Δωδεκανήσων. Ως εκ τούτου θα έπρεπε να ενταχθεί και αυτό στο καθεστώς, το οποίο οι Δυνάμεις είχαν δεσμευτεί να προσδιορίσουν για τα Δωδεκάνησα μετά από τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1913 αλλά και τα όσα συζητήθηκαν μετέπειτα στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη.

Εμπόδιο στις ελληνικές διεκδικήσεις αποτέλεσε η στάση της Ιταλίας και η φιλοτουρκική πολιτική που ακολουθούσε το Βερολίνο εκείνη την περίοδο.

Στις 27 Ιουλίου του 1913, ο Έλληνας επιτετραμμένος στο Βερολίνο Νικόλαος Θεοτόκης είχε λάβει τη διαβεβαίωση του υφυπουργού των Εξωτερικών της Γερμανίας Ζίμερμαν ότι η κυβέρνησή του δε θα έθιγε το ζήτημα του Καστελόριζου στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου[1]. Επίσης ο Θεοτόκης μετέφερε στην Αθήνα πως δεν υπήρχε γερμανικό σχέδιο για την επιστροφή των Δωδεκανήσων στην Τουρκία, ως πιθανό αντάλλαγμα για την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Αδριανούπολη, την οποία οι Οθωμανοί είχαν ανακαταλάβει στις αρχές του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, παραβιάζοντας έτσι τα συμφωνηθέντα της Συνθήκης του Λονδίνου. Ο Ζίμερμαν καθησύχασε τον Θεοτόκη πως τα παραπάνω σενάρια εξέφραζαν αποκλειστικά τις προσωπικές απόψεις του Γερμανού Πρεσβευτή στο Λονδίνο Πρίγκιπα Λιχνόφσκι. Βεβαίως η πρόταση του Λιχνόφσκι συζητήθηκε εν τέλει στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στις αρχές Αυγούστου του 1913, καθώς έγινε αρεστή και από τον προεδρεύοντα της Συνδιάσκεψης, τον Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Έντουαρτ Γκρέι.

Ο Ζίμερμαν είχε επίσης εκμυστηρευτεί στον Θεοτόκη ότι ήταν σχεδόν απίθανο η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη να συνέχιζε εκ νέου τον Οκτώβριο, καθώς ο Γκρέι επειγόταν να ολοκληρώσει τις διεργασίες της, ώστε να ενημερώσει τη βρετανική βουλή για τα συμφωνηθέντα στο Αλβανικό Ζήτημα, προτού διακόψει τις εργασίες της για τους θερινούς μήνες. Όντως η Συνδιάσκεψη ολοκληρώθηκε στις 11 Αυγούστου του 1913 και την επομένη ο Γκρέι πραγματοποίησε την ομιλία του στο House of Commons[2].

Σε πλήρη αντιδιαστολή με την διαβεβαίωση του Ζίμερμαν, το ζήτημα του Καστελόριζου τέθηκε από τον Πρίγκιπα Λιχνόφσκι κατά τη συνάντηση των πρεσβευτών στις 5 Αυγούστου του 1913[3]. Ο Γερμανός πρεσβευτής είχε οδηγίες από την κυβέρνησή του σχετικά με το μικρό νησί «Καστελόριζα», που αγγίζει τη νότια ακτή της Μικράς Ασίας μεταξύ της Ρόδου και του Χελιδόνιου Ακρωτηρίου, να παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία.

«Le Prince Lichnowski a pour instruction de réclamer le maintien sous l’autorité Ottomane de la petite île de Kasteloriza, qui touche au littoral sud de l’Asie Mineure entre Rhodes et le cap Chelidonia.»

Οι πρέσβεις της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας υποστήριξαν αμέσως τη γερμανική πρόταση, δηλώνοντας ότι δεν πιστεύουν ότι το θέμα πρέπει να εγείρει αντιρρήσεις, δεδομένης της μικρής σημασίας αυτού του νησιού και της εγγύτητάς του με τις (τουρκικές) ακτές. Αντιρρήσεις δεν έφερε ούτε ο Γκρέι ούτε οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Ρωσίας Καμπόν και Μπέκεντορφ και το θέμα δεν συζητήθηκε περαιτέρω, καθώς τα κύρια ζητήματα στην ημερήσια διάταξη ήταν η οριοθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων και η τύχη των Δωδεκανήσων, αυτών που διατελούσαν υπό ιταλική κατοχή, και άρα όχι το απελευθερωμένο Καστελόριζο. Όμως η πρωτοβουλία του Λιχνόφσκι είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς το ζήτημα της κυριαρχίας του Καστελόριζου συζητήθηκε, έστω και την τελευταία στιγμή, στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.

Η ιδιάζουσα κατάσταση στο Καστελόριζο είχε δημιουργηθεί από την ιταλική αδιαφορία να καταλάβουν το νησί, όπως είχαν καταλάβει τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Τον Μάιο του 1912, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Λιβύη μεταξύ Ιταλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι του Καστελόριζου ζήτησαν από τον Ιταλό στρατηγό Τζιοβάνι Μπατίστα Αμέλιο, επικεφαλής των ιταλικών Δυνάμεων που κατέλαβαν τη Ρόδο τον Μάιο του 1912, να καταλάβει και το Καστελόριζο. Το αίτημα των κατοίκων του νησιού όμως απορρίφθηκε από τους Ιταλούς[4]. Με πρωτοβουλία του τμηματάρχη του υπουργείου των Εξωτερικών Ίωνα Δραγούμη και πιθανότατα με πλήρη γνώση του υπουργού των Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά, αλλά σίγουρα όχι του Βενιζέλου, οι Κρήτες αντάρτες του Εμμανουήλ Δασκαλάκη θα απελευθέρωναν το νησί στις 1/14 Μαρτίου του 1913[5].

Ως αποτέλεσμα, το Καστελόριζο θα ακολουθούσε για μερικά χρόνια αποκλίνουσα πορεία από τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα που θα παρέμεναν υπό ιταλική κατοχή.

Στις 6 Αυγούστου του 1913 ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Γεννάδιος επισκέφτηκε τον Γκρέι για να διαμαρτυρηθεί για τη στάση των Βρετανών αναφορικά με το ζήτημα της Καβάλας, που θα ετίθετο επί τάπητος σε μερικές μέρες στο Βουκουρέστι, και, δοθείσης ευκαιρίας, ζήτησε ενημέρωση για τα θέματα των νησιών του Αιγαίου και των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο Γκρέι απάντησε ότι οι διαδικασίες της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης ήταν εμπιστευτικές και, αν τα πρακτικά των συζητήσεων είχαν διαρρεύσει από την Ρώμη, αυτό ήταν ένα ζήτημα για το οποίο έπρεπε να μιλήσει σοβαρά στον Ιταλό Πρεσβευτή. Μένοντας πιστός στις πεποιθήσεις του, δεν αποκάλυψε στον Έλληνα υπουργό τίποτα αναφορικά με το Καστελόριζο[6]. Η τύχη του ακριτικού νησιού δεν ξανασυζητήθηκε στην καταληκτική συνεδρίαση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης της 11ης Αυγούστου και το θέμα παρέμεινε ως είχε.

Η Ελλάδα μάθαινε για τα τεκταινόμενα της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου με αρκετές μέρες καθυστέρηση μέσω των πρεσβειών της στην Ρώμη και κυρίως στο Παρίσι. Για αυτόν τον λόγο δεν πρόλαβε να αντιδράσει μέσω της γαλλικής αντιπροσωπίας και του Γάλλου πρεσβευτή στο Λονδίνο Καμπόν, ο οποίος συνήθως ήταν αυτός που υποστήριζε τα ελληνικά αιτήματα, όπως ο Γερμανός πρεσβευτής Λιχνόφσκι και ο Ιταλός πρεσβευτής Μαρκήσιος Ιμπεριάλι υποστήριζαν τα τουρκικά. Ο Γκρέι σπάνια εκδηλωνόταν υπέρ της Ελλάδας ή της Τουρκίας και είχε τον άχαρο ρόλο του προεδρεύοντος της συνδιάσκεψης, προσπαθώντας να συγκεράσει τις διαφορετικές απόψεις που ακούγονταν και να τις διαμορφώσει σε μια συμβιβαστική πρόταση αποδεκτή από όλες τις Δυνάμεις.

Επιδίωξη του Γκρέι ήταν να επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και να αποτραπεί ένας μεγάλος Ευρωπαϊκός Πόλεμος.

Το σίγουρο είναι πως ο Γκρέι δε γνώριζε το ακριβές καθεστώς του ακριτικού νησιού ούτε αν ο πληθυσμός του ήταν ελληνικός ή τουρκικός. Αρχικά, δε γνώριζε ούτε την ονομασία του, αφού το αποκαλούσε «Καστελκόριτζα», πιθανόν συγχέοντάς το με την Κορυτσά που, επίσης, είχε τη λανθασμένη εντύπωση πως ήταν μια καθαρά αλβανική πόλη[7].

«I have not in my official proposal mentioned the island of Kastelcoritza close to the Turkish coast: I am not sure that it is occupied by either Greeks or Italians. I agree that it should go to Turkey[8]

«The small Island of Castelloritza, which is I understand almost part of the Mainland may be left to Turkey[9]

Το ζήτημα του Καστελορίζου, αλλά και των υπολοίπων νησιών του Αιγαίου, όπως και αυτό της Βορείου Ηπείρου δεν διευθετήθηκε στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη. Επανήλθε στο προσκήνιο μετά από νέα παρέμβαση των Γερμανών, όταν στις 14 Ιανουαρίου 1914 το Βερολίνο απέστειλε ένα νέο μνημόνιο αναφορικά με τη βρετανική πρόταση της 12ης Δεκεμβρίου 1913.

Η Wilhelmstraße ζητούσε να προστεθεί και το Καστελόριζο, μαζί με την Ίμβρο, την Τένεδο και τη Σάσονα στα νησιά, που η Ελλάδα θα αποποιούταν τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η Ελλάδα θα αποκτούσε την de jure κυριαρχία στα υπόλοιπα νησιά που είχε στην κατοχή της από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, μόνο αφού ο ελληνικός στρατός αποχωρούσε από την Β. Ήπειρο.

«L’Allemagne consent que les Îles de la Mer Égée occupées par la Grèce excepté Imbros et Ténédos ainsi que Kasteloriso-soient attribuées à la Grèce à la condition que les troupes grecques aient évacué, jusqu’à la date du 18 janvier, les territoires attribués à l’Albanie y compris l’île de Sasseno et que le Gouvernement Hellénique assume l’engagement de faire cesser toute résistance contre l’ordre des choses qui a été établi par les Puissances en Albanie méridionale. Il s’ensuit que l’attribution des Îles à la Grèce n’entre en vigueur qu’après l’accomplissement des conditions ci-dessus mentionnées[10]

Όταν η Ελλάδα έλαβε την απόφαση των Έξι Δυνάμεων της 13ης Φεβρουαρίου του 1914, ο Βενιζέλος αμφισβήτησε ανοιχτά ορισμένα σημεία της μέσω της ελληνικής απαντητικής διακοίνωσης της 21ης Φεβρουαρίου, που για λόγους πρωτοκόλλου υπέγραφε ο υπουργός των Εξωτερικών Γεώργιος Στρέιτ.

Ένα από τα ζητήματα που έθεσε ήταν για το Καστελόριζο, όπου τόνισε πως το νησί ήταν μέρος των Δωδεκανήσων και ανέκαθεν απολάμβανε ένα προνομιακό καθεστώς υπό την οθωμανική κυριαρχία. Ο Βενιζέλος εξέφρασε, επίσης, την επιθυμία του, όταν οι Δυνάμεις αποφάσιζαν αναφορικά με το καθεστώς και την τύχη των Δωδεκανήσων, που αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ Βρετανίας και Ιταλίας μέχρι και την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου[11], το ίδιο καθεστώς να επεκτεινόταν και στο Καστελόριζο.

« Il est nécessaire de noter que Castellorizo fait partie du Dodécanèse et a toujours participé à un régime privilégié; en conséquence, il est en droit d’espérer qu’il bénéficiera du régime que les Puissances, en temps voulu, voudront bien assurer à ces îles lorsqu’elles décideront de leur sort[12]. »

Στις αρχές Μαρτίου του 1914, ο Αρχιμανδρίτης του Καστελόριζου, Νεκτάριος Μαυροκορδάτος, είχε απευθύνει έκκληση στην Αγία Πετρούπολη, ώστε ο εξ ολοκλήρου ελληνικός πληθυσμός του νησιού, ως μέρος του πληθυσμού των Δωδεκανήσων, να συνεχίζει να απολαμβάνει τα ίδια προνόμια, όπως και πριν.

Η ρωσική κυβέρνηση αποδέχτηκε το ελληνικό αίτημα και γνωστοποίησε στους Γάλλους και στους Βρετανούς ότι το Καστελόριζο θα έπρεπε κατ’ αναλογία να απολαμβάνει τα ίδια προνόμια που επρόκειτο να δώσει η Ελλάδα για τον μουσουλμανικό πληθυσμό των νησιών που θα παρέμεναν στην ελληνική κυριαρχία[13], όπως είχαν ζητήσει οι Γερμανοί στο μνημόνιο της 14ης Ιανουαρίου.

Στην απαντητική διακοίνωση της 21ης Φεβρουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση είχε ζητήσει εγγυήσεις για τα ελληνικά σχολεία και την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία στο Καστελόριζο, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.

«[…] les puissances voudront bien demander au gouvernement impérial ottoman des garanties efficaces afin que leurs populations grecques, se trouvant dans la pénible nécessité de renoncer à leur condition actuelle, conservent les libertés ecclésiastiques, scolaires et autres dont elles ont toujours joui.»

Τις ίδιες εγγυήσεις είχε προηγουμένως αιτηθεί ο Βενιζέλος από τον Γκρέι για τον ελληνικό πληθυσμό της Β. Ηπείρου, στις 21 Ιανουαρίου του 1914, στη δια ζώσης συνάντηση που είχαν οι δύο άνδρες στο Λονδίνο[14].

Η Ιταλία και η Αυστρία αποφάσισαν να ενεργήσουν, κατά την προσφιλή τους τακτική, ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες Δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας. Έτσι στις 8 Μαρτίου του 1914 απάντησαν μονομερώς στα ζητήματα που είχε θέσει η Ελλάδα στην απαντητική της διακοίνωση, αναφερόμενοι αποκλειστικά στο ζήτημα της Β. Ηπείρου. Η μεγάλη δυσαρέσκεια που εξέφρασε ο Γκρέι, ο οποίος απείλησε να  διακόψει κάθε συνεργασία με τις Κεντρικές Δυνάμεις στο Αλβανικό Ζήτημα, οδήγησε τους Γερμανούς να αναγνωρίσουν το λάθος των συμμάχων τους και να προτείνουν να γραφτεί εκ νέου η απάντηση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας με τη συνεργασία όλων των Δυνάμεων[15].

Αμέσως την πρωτοβουλία των κινήσεων ανέλαβαν οι Γάλλοι. Ο Καμπόν, σε συνεργασία με το Quai d’Orsay, ανέλαβε να εκπονήσει το γαλλικό σχέδιο[16] για τη δεύτερη διακοίνωση των Έξι Δυνάμεων, η οποία θα απαντούσε στην ελληνική διακοίνωση της 21ης Φεβρουαρίου.

Ο Καμπόν εισηγήθηκε το Καστελόριζο να ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς που θα αποφασιζόταν τελικά για τα Δωδεκάνησα, ακριβώς δηλαδή ό,τι είχε ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση στην απαντητική της διακοίνωση.

«Et que l’ile de Castellorizo; jouisse du régime spécial qui sera, ultérieurement, stipulé pour le Dodécanèse.»

Επίσης ο Καμπόν ενέταξε στο σχέδιο της διακοίνωσης τη ρωσική πρόταση για τις θρησκευτικές και εκπαιδευτικές εγγυήσεις για τον ελληνικό πληθυσμό των τριών νησιών που θα επιστρέφονταν στην Τουρκία.

«Le Gouvernement de la république, comme ceux des autres Puissances, se déclare prêt également à exercer toute son influence auprès du Gouvernement turc afin que les populations grecques des îles d’Imbros, Ténédos et Castellorizo reçoivent, sous la souveraineté ottomane, les garanties efficaces nécessaires à la sauvegarde de leurs intérêts religieux et scolaires…[17]»

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τον Μάρτιο του 1914 η πολιτική του Βερολίνου αναφορικά με το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου ήταν εξαιρετικά παθητική και ως εκ τούτου φιλοτουρκική. Στις 16 Μαρτίου ο Λιχνόφσκι ενημέρωσε τον Γκρεί πως η κυβέρνησή του θεωρούσε πως οι Δυνάμεις είχαν αναλάβει να αποφασίσουν για την τύχη των νησιών, όχι όμως και να εκτελέσουν την απόφαση τους. Η Αθήνα θα έπρεπε να έρθει σε μια απευθείας συνεννόηση με την Κωνσταντινούπολη αναφορικά με την αποδοχή της απόφασης των Έξι Δυνάμεων από την Τουρκία, την εγκατάλειψη κάθε τουρκικού επιθετικού σχεδίου εναντίον των ελληνικών νησιών, καθώς και για τις εγγυήσεις στον ελληνικό πληθυσμό των τριών νησιών, που θα επιστρέφονταν στην οθωμανική κυριαρχία.

Ο Λιχνόφσκι θα επαναλάμβανε πως τα νησιά που αναφέρονταν στην απόφαση των Έξι Δυνάμεων αυτομάτως θα περνούσαν στην ελληνική κυριαρχία, όταν η Ελλάδα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της αναφορικά με το Αλβανικό Ζήτημα[18].

Είναι εμφανές πως οι Γερμανοί δεν είχαν καμία πρόθεση να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για το ζήτημα των εγγυήσεων στα νησιά, που είχε αποτελέσει το βασικό σημείο τριβής μεταξύ Βρετανίας-Γερμανίας στις αρχές του 1914. Η γαλλική πρόταση επέφερε αντιδράσεις στις Κεντρικές Δυνάμεις, καθώς πέρα από το ζήτημα του Καστελόριζου, οι Γάλλοι προσπάθησαν να επαναφέρουν τον όρο της ουδετεροποίησης (με εγγυήτριες δυνάμεις) για τα νησιά του Αιγαίου που θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα, θέλοντας να δώσουν λύση στο αδιέξοδο που προέκυψε μετά την πρώτη διακοίνωση των Δυνάμεων της 13ης Φεβρουαρίου του 1914[19].

Τελικά οι Κεντρικές Δυνάμεις αποδέχτηκαν στην ολότητά του το γαλλικό σχέδιο για την απαντητική διακοίνωση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, όχι όμως την γαλλική πρόταση για το προνομιακό καθεστώς του Καστελόριζου και την ουδετεροποίηση των νησιών του Αιγαίου. Ο Βρετανός πρεσβευτής στο Βερολίνο Γκόσεν πίστευε πως καθοριστικό ρόλο για την απαλοιφή της αναφοράς στο Καστελόριζο από την απαντητική διακοίνωση, διαδραμάτισε η στάση των Ιταλών. Ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών Γιάγκοφ περιορίστηκε στο να δηλώσει ότι η αναφορά στο Καστελόριζο δεν εξυπηρετούσε τίποτα[20], καθώς η Wilhelmstraße είχε ήδη απαντήσει στη βρετανική πρόταση[21], ότι η απόφαση των Έξι Δυνάμεων δεν θα συμπεριλάμβανε τα Δωδεκάνησα.

Η ιταλική κυβέρνηση δεν αντέκρουσε τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης, ότι το Καστελόριζο ανήκει στα Δωδεκάνησα, αλλά επιδίωξε να παραβλέψει πως είχε δεσμευτεί κατά την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου για την τύχη των Δωδεκανήσων, η οποία και θα αποφασιζόταν από τις Έξι Δυνάμεις.  Άλλωστε η Υψηλή Πύλη είχε δώσει τη συναίνεσή της κατά τη συνθηκολόγησή των Οθωμανών στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, γεγονός που αποτυπώθηκε στο άρθρο 5  της Συνθήκης του Λονδίνου[22]. Οι Ιταλοί ακολουθούσαν μια παρελκυστική πολιτική στο ζήτημα των Δωδεκανήσων, καθώς από την μία αποδέχονταν την δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, από την άλλη όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να τα εγκαταλείψουν χωρίς ανταλλάγματα[23].

Το ζήτημα των Δωδεκανήσων κατά το 1913-1914 συνίστατο στο εξής: Για να αποδώσει η Ευρωπαϊκή Συμφωνία τα Δωδεκάνησα είτε στην Ελλάδα είτε εκ νέου στην Τουρκία με καθεστώς αυτονομίας και ουδετεροποίησης, όπως είχε εισηγηθεί το Foreign Office στην βρετανική πρόταση του Δεκεμβρίου 1913, θα έπρεπε η Ιταλία να αποχωρήσει πρώτα από τα Δωδεκάνησα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της συνθήκης ειρήνης του ιταλοτουρκικού πολέμου του 1911-1912, γνωστή και ως Συνθήκη του Ουσύ[24].

Η πάγια θέση του Ιταλού υπουργού των Εξωτερικών Σαν Τζουλιάνο επικεντρωνόταν στο ότι το ερώτημα της τύχης των Δωδεκανήσων ήταν ένα διμερές ζήτημα που έπρεπε να διευθετηθεί πρώτα μεταξύ της ιταλικής και της οθωμανικής κυβέρνησης. Το ανωτέρω θα μετέφερε για πολλοστή φορά στο Foreign Office ο βρετανός πρεσβευτής στη Ρώμη Ρένελ Ροντ[25].

Αναφορικά με το ζήτημα των εγγυήσεων για τον ελληνικό πληθυσμό του Καστελόριζου, όπως και αυτών της Ίμβρου και της Τενέδου, δεν υπήρξε αντίδραση από τις Κεντρικές Δυνάμεις και η γαλλική πρόταση παρέμεινε αυτούσια και αποτέλεσε τμήμα της απαντητικής διακοίνωσης των Έξι Δυνάμεων προς την Ελλάδα, που κοινοποιήθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου του 1914[26].

Ο Γκρέι θεώρησε άνευ σημασίας τις αλλαγές που πρότειναν οι Κεντρικές Δυνάμεις, από τη στιγμή που οι Γερμανοί είχαν δεχτεί να αναλάβουν οι Γάλλοι εκ νέου τη σύνταξη της απαντητικής διακοίνωσης των Δυνάμεων. Επίσης στο Foreign Office γνώριζαν πως δεν υπήρχε περίπτωση το Βερολίνο να λάβει μέτρα εναντίον της Τουρκίας, ώστε αυτή να αποδεχτεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου[27].

Αντιθέτως, ο Ρώσος υπουργός των Εξωτερικών Σαζόνοφ είχε δείξει έντονα την δυσαρέσκειά του, ώστε αρχικά να μη συναινεί στο να σταλεί η συλλογική διακοίνωση των Δυνάμεων στην Αθήνα, γιατί θεωρούσε πως η Ευρωπαϊκή Συμφωνία συνέχιζε να μην εγγυάται την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, όπως είχε συμφωνηθεί αρχικά μεταξύ των Δυνάμεων[28].

Η επιμονή του Βενιζέλου το 1914 να θεωρεί το Καστελόριζο ως αναπόσπαστο τμήμα της Δωδεκανήσου, και όχι ως ένα μικρό νησάκι που γεωγραφικά ανήκει de facto στη Μικρά Ασία και ως εκ τούτου αποτελεί κομμάτι της ηπειρωτικής χώρας (Τουρκία) είναι σημαντική ως προς την ιστορία του νησιού.

Το Καστελόριζο δεν εντάχθηκε ποτέ ξανά στην τουρκική κυριαρχία και η μοίρα του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τα Δωδεκάνησα σε όλες τις μεταγενέστερες συνθήκες: τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920, τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947.

Καταλυτικό ρόλο στην οριστική απόδοση του Καστελόριζου στην Ελλάδα διαδραμάτισε η αμερικανική παρέμβαση στη Συνδιάσκεψη των υπουργών των Εξωτερικών του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1945, όταν ο Αμερικανός υπουργός Μπερνς αντέκρουσε τη βρετανική πρόταση του Μπέβιν.

Οι Βρετανοί είχαν προτείνει, όπως είχαν αποδεχτεί το 1914, το Καστελόριζο να χωριστεί από τα Δωδεκάνησα και να αποδοθεί στην Τουρκία.

Στο Foreign Office θεωρούσαν πως, αν το Καστελόριζο αποδιδόταν στην Ελλάδα, θα αποτελούσε μια μόνιμη εστία έντασης στα ελληνοτουρκικά.

Η βρετανική θέση είχε αρχικά υιοθετηθεί και από τους εμπειρογνώμονες του State Department, όμως ο Μπερνς επικαλέστηκε τον συντριπτικά ελληνικό πληθυσμό του νησιού, αρνήθηκε να προσκληθεί και να ερωτηθεί η Τουρκία στην Συνδιάσκεψη και έτσι το ζήτημα της κυριαρχίας του Καστελόριζου έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα υπέρ της Ελλάδας[29].


[1] A.Y.E., Κεντρική Υπηρεσία 1913/32/3. «Το Ζήτημα των Νησιών του Αιγαίου». Nr. 21772. Theotoky à Affaires Étrangères Athènes, Berlin, le 27/9 Juillet 1913. Βλέπε παράρτημα εγγράφων.

[2] Kondis, Basil. 1974. Greece and Albania 1908-1914. Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, p. 109-110.

[3] BD [Temperley, H. & Gooch, G. P. (ed.). 1926-1930. British Documents on the Origins of the War, 1898-1914. 12 vols. London] IX Part 2 No. 1202. Sir Edward Grey to Sir F. Cartwright. F.O., August 5, 1913.

[4] Bertarelli, L.V. 1929. Guida d’Italia. Τόμ. XVII. Milano: Consociazione Turistica Italiana, p. 132.

[5] Τραϊκόπουλος, Στυλιανός 2023. Η απελευθέρωση του Καστελλόριζου από τον Οθωμανικό ζυγό (1913). Αθήνα: Ανοικτή βιβλιοθήκη.

[6] BD IX Part 2 Νο. 1208. Sir Edward Grey to Sir F. Elliot. F.O., August 6, 1913.

[7]Για τον ελληνικό χαρακτήρα της πόλης βλ. Ισμυρλιάδου, Αδ. 1997. Κοριτσά, Εκπαίδευση- Ευεργέτες- Οικονομία 1850-1908. Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη.

[8] BD Vol. X Part 1 No. 180. Sir Edward Grey to Sir L. Mallet. Fallodon, December 23, 1913.

[9] Minutes in BD Vol. X Part 1. No. 198. Sir Edward Grey to Sir G. Buchanan. Foreign Office, January 8, 1914.

[10] BD X Part 1 No. 203. Memorandum communicated by Herr von Schubert. German Embassy, London, January 14, 1914.

[11] Για μια εισαγωγή στον ανταγωνισμό Αγγλίας-Ιταλίας βλέπε Bosworth, R. 1970. «Britain and Italy’s Acquisition of the Dodecanese, 1912-1915.» The Historical Journal, vol. 13, no. 4 683–705.

[12] BD X Part 1 No. 255. Sir F. Elliot to Sir Edward Grey. Athens, February 21, 1914.

[13] Kuneralp, S. (ed.). 2011. Ottoman Diplomatic Documents on the Origins of World War One. Vol. VI The Aegean Islands Issue 1912-1914. Istanbul: The Isis Press. No. 392. Fahreddin Bey à Saïd Halim Pacha. St. Pétersburg, le mars 4, 1914.

[14] BD X Part 1 No. 110. Sir Edward Grey to Sir F. Elliot, Foreign Office, January 21, 1914.

[15] BD X Part 1 No. 123. Elliot to Grey, Athens, March 8, 1914; Crampton, R. J. 1974. «The Decline of the Concert of Europe in the Balkans, 1913-1914.» The Slavonic and East European Review 52, no. 128 393–419, p. 412-413.

[16] FO 371/1893/13826, Draft reply to Greek note drawn by M. Cambon, 28 March 1914. Βλέπε παράρτημα εγγράφων.

[17] FO 371/1893/13826, Sir Edward Grey to Sir F. Bertie, Foreign Office, 28 March 1914. Βλέπε παράρτημα εγγράφων.

[18] BD X Part 1 No. 261. Sir Edward Grey to Sir E. Goschen, Foreign Office, March 16, 1914.

[19] Για το ζήτημα της ουδετεροποίησης των νησιών του Αιγαίου την περίοδο 1912-1914 βλέπε Κόντης, Δ.M. 2023. Τα Νησιά του Αιγαίου: 7+1 Απαντήσεις στον Τουρκικό Αναθεωρητισμό. Θεσσαλονίκη: IMXA.

[20] FO 371/1893/13826, Sir E. Goschen to Sir Edward Grey, Berlin, April 17, 1914. Βλέπε παράρτημα.

[21] Για την «Βρετανική Πρόταση» της 12ης Δεκεμβρίου 1913 βλέπε το αντίστοιχο κεφάλαιο στο Kondis, D.M. 2023. British Foreign Policy on The Aegean Islands: 1912-1914. Turin: KDP.

[22] Βλέπε Kondis, D.M. 2023, Chapter 3: The Ottomans lost everything in Europe.

[23] Για το διπλωματικό παρασκήνιο του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1913 αναφορικά με την διαμάχη Γαλλίας-Ιταλίας για την απόδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, καθώς και την αρχική συμφωνία Γκρέι-Σαν Τζουλιάνο βλέπε Kondis, D.M. 2023.

[24] Στις 15 Οκτωβρίου 1912 υπεγράφη η Συνθήκη Ειρήνης του ιταλοτουρκικού πολέμου. Με τη συνθήκη αυτή, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την Κυρηναϊκή και την Τριπολίτιδα ως ιταλικές κτήσεις, ενώ οι Ιταλοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα με την οριστική αποχώρηση του οθωμανικού στρατού από τις νέες ιταλικές κτήσεις.

[25] FO 371/1893/13826, Sir R. Rodd to Sir Edward Grey, Rome, April 17, 1914. Βλέπε παράρτημα εγγράφων.

[26] BD X Part 1 No. 267. Sir Edward Grey to Sir L. Mallet. F.O., April 23, 1914.

[27] Κόντης, Δ.M. 2023, σελ. 90 κ. εξ.

[28] BD X Part 1 No. 265. Sir Edward Grey to Sir G. Buchanan. Foreign Office, April 21, 1914.

[29] Για την πολιτική των Η.Π.Α. στο ζήτημα των Δωδεκανήσων την περίοδο 1945-1946 βλέπε Κόντης, Δ.M. 2023, σελ. 185 κ. εξ

16/2/2024

https://www.anixneuseis.gr/%ce%bf-%ce%b4%ce%b9%cf%80%ce%bb%cf%89%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%ce%b1%ce%b3%cf%8e%ce%bd%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%b5%ce%bd%ce%b9%ce%b6%ce%ad%ce%bb%ce%bf%cf%85-%ce%b3/