ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. Κατάντημα ...
Σε ένα σπιράλ από αλλεπάλληλες ήττες έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία και κανένα σήμα από την κυβέρνηση δεν εκπέμπεται που να δείχνει ένα μονοπάτι διαφυγής και αλλαγής πορείας.
Επί πέντε χρόνια τίποτε δεν έχει αλλάξει σε ό,τι αφορά το περιβόητο αναπτυξιακό μοντέλο, παρά τους στομφώδεις βερμπαλισμούς, εκτός από τον συνεχή αφελληνισμό του παραγωγικού ιστού, της καλλιεργήσιμης γης και του κτιριακού δυναμικού. Η δε βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, ο τουριστικός-ξενοδοχειακός κλάδος εκποιείται συστηματικά.
Τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στη Σερβία και την Ουγγαρία ήρθαν κι αυτά να υπογραμμίσουν ότι όχι μόνο το ελληνικό γεωπολιτικό asset έχει μείνει ανεκμετάλλευτο, αν δεν έχει χαθεί, αλλά χάνεται μάλλον και το γεωοικονομικό. Η Κίνα υπέγραψε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τη Σερβία μαζί με ένα πακέτο επενδύσεων σε υποδομές και μια σειρά από μεγάλα πρότζεκτ με την Ουγγαρία της τάξεως των 20 δισ. δολαρίων. Που σημαίνει ότι οι δύο συνορεύουσες χώρες θα γίνουν το εμπορικό ορμητήριο στην Ευρώπη.
Που σημαίνει επίσης ότι όχι μόνο η Ελλάδα χάνει το κινέζικο τρένο, αλλά και κάθε ονείρωξη για ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια. Δεν είναι μόνο οι μισθοί Βουλγαρίας ως αγοραστική δύναμη, είναι ότι η Διακήρυξη των Αθηνών, όπως γελοιοποιείται από την Τουρκία, μας κάνει περίγελο σε όλη την Ευρώπη. Αυτά βλέπει ο Ράμα και τόλμησε να διαμηνύσει “ή μου δίνετε χώρο να κάνω τη φιέστα μου ή την κάνω στο Σύνταγμα”. Εννοείται ότι πλέον και η πάλαι ποτέ Βόρεια Μακεδονία θα μας αγνοήσει επιδεικτικά μετά τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στα Σκόπια.
Το “θαύμα” στις ξένες επενδύσεις
Σε ό,τι αφορά τις περίφημες ξένες επενδύσεις, κι αυτές είναι θύμα της κυβερνητικής αδυναμίας. Προβλήθηκε λοιπόν στα συστημικά μέσα με το γνωστό τρόπο διαχείρισης των αριθμών και της λογικής μια μελέτη του ΟΟΣΑ που δείχνει αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) κατά 62%! Το μεγαλειώδες αυτό ποσοστό προκύπτει από τη σύγκριση των ΑΞΕ της μνημονιακής 3ετίας 2017-2019 που ήταν 4,15 δισ. ευρώ με την τριετία 2021-2023 που ανήλθαν στα 6,7 δισ. ευρώ. Σε πραγματικά κεφάλαια η διαφορά είναι 2,5 δισ. ευρώ που δεν το λες και επιτυχία αφού η σύγκριση γίνεται με τη μνημονιακή φάση. Μάλλον κόπωση ή καλύτερα με επενδύσεις της αρπαχτής μοιάζουν οι επενδύσεις στο real estate και στην αγορά των “κόκκινων δανείων”. Άλλωστε, τα ξένα κεφάλαια που ήταν σε παραγωγικές επενδύσεις φεύγουν, όπως διαπιστώσαμε με το κλείσιμο δύο εργοστασίων προ μηνών.
Άχρηστο το Χρηματιστήριο Αθηνών
Το χρηματιστήριο είναι ένας μηχανισμός για να αντλούν οι δυναμικές επιχειρήσεις φθηνά επενδυτικά κεφάλαια και όχι για να κάνουν αρπαχτή τα ξένα funds και οι ντόπιοι μεροκαματιάρηδες. Δυστυχώς, στην εποχή των υψηλών επιτοκίων και του επενδυτικού κενού των 130 δισ. ευρώ, το Χρηματιστήριο Αθηνών δεν έδωσε καμία ουσιαστική λύση, πέρα από τα “παίγνια” γύρω από την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Η πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφει πως «η συνολική αξία των θέσεων των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικούς τίτλους ανερχόταν το γ΄ τρίμηνο του 2023 σε 18 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 7,5 δισ. ευρώ διακρατούνται από ευρωπαϊκά κεφάλαια και 5,8 δισ. ευρώ από αμερικανικά. Οι θέσεις αυτές παρουσιάζουν συνεχή ανοδική τάση, ξεκινώντας από το δ΄ τρίμηνο του 2022 και εφεξής, με αποτέλεσμα η συνολική αξία των θέσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικούς τίτλους να αυξηθεί κατά περίπου 5,9 δισ. ευρώ. Από αυτή την αύξηση, περίπου 2,1 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε αύξηση της αξίας των θέσεων σε ελληνικά ομόλογα, κυρίως κρατικά, και 3,5 δισ. ευρώ στην αύξηση της αξίας των θέσεων σε μετοχές».
Μέσα στο κλίμα αυτό της πραγματικής καχεξίας και της επικοινωνιακής υπερβολής, το Χρηματιστήριο Αθηνών αντιμετωπίζει ένα σουέλ μετανάστευσης εταιριών προς αναζήτηση σοβαρών κεφαλαίων. Μέσα στη χρονιά δρομολογήθηκε η διαγραφή των μετοχών Entersoft και Εpislon Net, ενώ η Τheon Optics προτίμησε την υψηλότερη αποτίμησή της σε μια ευρωπαϊκή αγορά (Amsterdam). Επίσης, η Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν ετοιμάζεται για το αμερικανικό χρηματιστήριο και ο Μυτιληναίος για το χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Το Χρηματιστήριο Αθηνών στην πράξη παραμένει υπόπτως εκτός των αναπτυξιακών μέτρων της κυβέρνησης, ιδιαίτερα δε για τις μικρομεσαίες και τις νεοφυείς. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ πιθανό το ΧΑ να αδειάσει κυριολεκτικά όταν θα ολοκληρωθεί η δρομολογημένη ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών.
Απαιτείται πραγματικό αναπτυξιακό σχέδιο
Όπως μας πληροφόρησε η “Καθημερινή” «30 ειδικοί του ελαιολάδου συγκεντρώθηκαν για τρεις ημέρες στη Σπάρτη στα τέλη Απριλίου, προκειμένου να αναδείξουν το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο, στο πλαίσιο του 9ου διεθνούς διαγωνισμού ελαιολάδου ATHENA… και αποφάνθηκαν ότι το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο για το 2023 είναι το Marcum Coratina (από την ποικιλία ελιάς Κορατίνα, με καταγωγή από τη νότια Ιταλία), της εταιρείας Marcum Olive, που εδρεύει στο Paso Robles της κομητείας San Luis Obispo, στην Καλιφόρνια. Δεύτερο καλύτερο ανεδείχθη ένα ελαιόλαδο από τη Βραζιλία, μια χώρα που παράγει μόνο 500 τόνους ελαιόλαδο τον χρόνο και η οποία πριν από μια δεκαπενταετία δεν είχε ούτε μία ρίζα ελαιόδεντρου για καλλιέργεια. Στην τρίτη θέση αναδείχθηκε ένα ελαιόλαδο από την Ισπανία».
Πάντως, ο μεγάλος κίνδυνος προέρχεται από την Κίνα που διαθέτει τη δυναμική να γίνει κρίσιμος παραγωγός ελαιολάδου, καθώς η εγχώρια ζήτηση κατοχυρώνει την προώθηση της εγχώριας παραγωγής. Η κατανάλωση ελαιολάδου στην Κίνα αγγίζει τους 65.000 τόνους ετησίως, με αυξητική τάση. Η Κίνα σήμερα έχει περίπου 370.000 στρέμματα με ελιές, που αντιστοιχούν σε περίπου 123.500 εκτάρια. Η παραγωγή είναι μικρή γιατί τα δένδρα δεν έχουν ωριμάσει και υπάρχει πρόβλημα με τις καλοκαιρινές βροχές. Παρ΄ όλα αυτά, ένα κινέζικο ελαιόλαδο κέρδισε το Χρυσό Βραβείο στο NYIOOC World Olive Oil Competition και το 2018 ένα άλλο κέρδισε στην κατηγορία ώριμων φρούτων στα βραβεία Mario Solinas.
Ανδρονόπουλος Μάκης
https://slpress.gr/oikonomia/epitagi-xoris-antikrisma-to-anaptixiako-thavma-tou-kiriakou/
Vassilis Viliardos
Το παρακάτω μικρό μέρος πρόσφατης επιστημονικής μελέτης, τεκμηριώνει τη φυγή έως και 748.000 νέων Ελλήνων στο εξωτερικό - λόγω των μνημονίων. Αυτούς τους νέους προσπαθεί η σημερινή κυβέρνηση να αντικαταστήσει με μετανάστες – κάτι που θα προκαλούσε μία σημαντική αλλοίωση της κοινωνίας μας. Η μελέτη αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το έλλειμμα του εργατικού δυναμικού που δημιουργήθηκε στις κεντρικές παραγωγικές ηλικίες 25 έως 44 έτη, ανέρχεται σε 748.000 άτομα, όπως φαίνεται από τον πίνακα (232,8+515) – ενώ είναι η βασική αιτία των περισσότερων ελλείψεων εργατικού δυναμικού που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, σε πολλούς κλάδους και επαγγέλματα, καθώς επίσης πηγή πολλών μελλοντικών δεινών.
Αντίθετα, το εργατικό δυναμικό 45 ετών και άνω, αυξήθηκε κατά 529.000 άτομα – κυρίως λόγω της πολύ μεγαλύτερης συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας (από 60% στο 67%), αλλά και ανδρών.
Όσον αφορά δε τη σταθερή τάση μείωσης του πληθυσμού ηλικίας 15 έως 24 ετών, που ξεκίνησε εδώ και αρκετά χρόνια, λόγω της υπογεννητικότητας, δεν έχει μόνο συρρικνώσει το εργατικό δυναμικό κατά 110.000 άτομα μεταξύ 2008 και 2023 – αλλά, ακόμη χειρότερα, μεταφέρεται διαρκώς στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες προϊόντος του χρόνου.
...Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 450.000 άτομα και προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,5 εκατ. τα επόμενα 30 χρόνια - ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζει να γηράσκει με επιταχυνόμενους ρυθμούς» (Μ. Κ).
Με βάση τα παραπάνω, τα προβλήματα στην αγορά εργασίας θα πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας – ενώ θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη στήριξη των γεννήσεων και την επιστροφή του brain drain (συμπεριλαμβάνει προφανώς πολλές ηλικίες), προτού συνεχιστούν οι τρομακτικές αυτές εξελίξεις και τις επόμενες δεκαετίες.
Vassilis Viliardos
14/5/2024
https://www.facebook.com/viliardos/posts/pfbid02h7kULmp9BuZnvX4Cq6vkJ6n4MUU
Την οικονομική υστέρηση της Ελλάδας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης συμπυκνώνει μια επισήμανση του διευθύνοντος συμβούλου της Eurobank, Φ. Καραβία, σε χθεσινή συζήτηση στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών: Η χώρα μας και η Τουρκία ξεκίνησαν από το ίδιο σημείο αφετηρίας στο ΑΕΠ πριν από πέντε δεκαετίες, αλλά σήμερα η οικονομία της Τουρκίας έχει τετραπλάσιο μέγεθος από την ελληνική.
Ο κ. Καραβίας ανέφερε ότι «δυστυχώς είμαστε ουραγοί στη σωρευτική ανάπτυξη. Το 1975 το ΑΕΠ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν σχετικά κοντά, με 140 δισ. για εμάς και 170 δισ. για την Τουρκία. Σήμερα εμείς είμαστε κοντά στα 200 δισ. και η Τουρκία είναι πάνω από τα 800 δισ. Νομίζω αυτό αποτελεί τροφή για σκέψη, πέρα από την οικονομική πολιτική και τη στρατηγική που χαράζει η χώρα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, τονίζοντας ότι, ενώ η ελληνική οικονομία έχει προοδεύσει σημαντικά τα τελευταία 50 χρόνια, και ειδικά τα τελευταία χρόνια οι επιδόσεις είναι ιδιαίτερα θετικές, ωστόσο αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα, την πρόοδο της χώρας μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, η εικόνα είναι απογοητευτική.
«Αν θέλουμε να σκάψουμε λίγο πιο βαθιά δημιουργείται μια αμηχανία. Αν αφαιρέσουμε τα χρόνια από το 1974 μέχρι το 1981, ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης είναι 0,9% από τότε που μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με θετικό δημογραφικό. Το λέω αυτό γιατί τα επόμενα 10 – 20 χρόνια αυτό θα πρέπει να γίνει 2,5% και με αρνητικό δημογραφικό», σημείωσε.
«Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποια άλλη από τις ευρωπαϊκές οικονομίας που είχε σ' αυτά τα 50 χρόνια μικρότερη πρόοδο από αυτή της Ελλάδας. Σαφώς οι οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης διαγράφουν μια πολύ θετική τροχιά από το σημείο εκκίνησής τους. Οι παλαιές συγκρίσεις περί Ρουμανίας και Πολωνίας δεν ισχύουν πια. Αν δούμε πού ήταν το 1980 η Ιρλανδία ή οι χώρες της Ιβηρικής, πλέον είναι σε άλλη τροχιά από εμάς. Και όλοι έχουν βρει έναν τρόπο, που μπορεί να μας αρέσει – μπορεί να μην μας αρέσει, και πετυχαίνουν πιο συστηματική αύξηση. Θέλω δηλαδή να πω ότι δεν είναι μόνο ότι πηγαίναμε καλά, ήρθε η κρίση ένα πρωί, θα επουλωθούν οι πληγές της κρίσης και μετά πάμε σε κάτι που ήταν καλό».
«Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε», τόνισε ο κ. Βέττας, «είναι το γιατί η Ελλάδα είχε τη μικρότερη βελτίωση».
Η είσοδος στο ευρώ μας υπνώτισε
Ο πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας, Γκίκας Χαρδούβελης, τόνισε πως οι παράγοντες της κρίσης δεν αποτέλεσαν έκπληξη, καθώς είχαν φανεί από το 2007 τα πρώτα σημάδια ότι δεν πηγαίνει κάτι καλά στην ελληνική οικονομία. «Είχαμε μια οικονομία που δεν παρήγαγε αρκετά αγαθά από αυτά που θέλαμε να καταναλώσουμε. Υπήρχε μια εμφανής ανισορροπία», είπε και πρόσθεσε πως το «δημοσιονομικό πρόβλημα επιτάθηκε και εμφανίστηκε πολύ δυνατά το 2009», καθώς αναδείχθηκαν ξαφνικά οι ανισορροπίες που υπήρχαν. «Η οικονομία είχε κάπως ισορροπήσει πριν την ΟΝΕ. Είχαμε κάνει προσπάθεια να ρίξουμε τον πληθωρισμό και τα δημοσιονομικά ελλείμματα», σημείωσε.
Τόνισε πως «με την έλευση της ΟΝΕ χάθηκαν κρίσιμα εργαλεία». «Η είσοδός μας στο ευρώ λειτούργησε σαν "υπνωτικό χάπι" -αντί να μεταρρυθμιζόμαστε, αρκεστήκαμε στην κατανάλωση», είπε χαρακτηριστικά. «Κανείς δεν το έψαξε πραγματικά, μας θεωρούσαν μια "μικρή Γερμανία"». Ο κ. Χαρδούβελης σημείωσε πως «ζήσαμε μια έντονη εποχή που υπήρχε υπερκατανάλωση και υποπαραγωγή. Το Δημόσιο, αντί να έχει έσοδα από τους φόρους, ξόδευε παραπάνω. Αυτές οι δύο ανισορροπίες εμφανίστηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης του 2009 και μας έφεραν εκεί που μας έφεραν».
Ο κ. Χαρδούβελης τόνισε, εξάλλου, ότι η ελληνική κοινωνία έχει, σε μεγάλο βαθμό, στρεβλή εντύπωση για τα αίτια της κρίσης. «Πρέπει να καταλάβουν όλοι οι πολίτες γιατί ήρθε η κρίση. Οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι οι εγκάθετοι Ευρωπαίοι ήρθαν και επέβαλαν μέτρα και μας έκαναν πιο φτωχούς, ότι ήρθε απ’ έξω η κρίση και έτσι ακόμα δεν έχει γίνει μια σοβαρή συζήτηση για την κρίση». Ο ίδιος υπογράμμισε ότι πρέπει να υπάρξει επένδυση στον οικονομικό εγγραμματισμό.
Από την πλευρά του ο Ευάγγελος Μυτιληναίος σημείωσε πως «το σοκ της κατάρρευσης στη διάρκεια της κρίσης δεν έγινε στην Ελλάδα, αλλά στη Γαλλία και συγκεκριμένα στη Ντοβίλ», όπου Σαρκοζί και Μέρκελ τον Οκτώβριο του 2010 αποφάσισαν πως το νόμισμα είναι κοινό αλλά τα δημοσιονομικά της κάθε χώρας κρίνονται ξεχωριστά και τα επιτόκια δανεισμού της κάθε χώρας θα κρίνονταν ανάλογα με τις επιδόσεις της.
«Μέχρι τότε όλοι νομίζαμε πως είμαστε Γερμανία, καθώς είχαμε πολύ μικρή διαφορά στο επιτόκιο και μπορούσαμε να ζήσουμε με αυτό», ανέφερε ο κ. Μυτιληναίος. Υπενθύμισε ότι την πρώτη δεκαετία του 2000 υπήρξε στην Ελλάδα μια μεγάλη αύξηση του δανεισμού στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς τα επιτόκια, που τη δεκαετία του '90 ξεπερνούσαν και το 20%, ξαφνικά υποχώρησαν λόγω του κοινού νομίσματος στο 3%.
Η ευκαιρία για την ελληνική οικονομία
Από τους συνομιλητές του πάνελ αναγνωρίζεται, πάντως, ότι η ελληνική οικονομία κάνει βήματα προς την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, κάτι που ήδη αντανακλάται στις εξαγωγές αγαθών, ενώ και το τραπεζικό σύστημα έχει εξυγιανθεί και είναι έτοιμο να παίξει τον ρόλο του στη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Στη μοναδική ευκαιρία που έχουν οι ελληνικές τράπεζες να δημιουργήσουν κεφαλαιακό απόθεμα στάθηκε ο κ. Μυτιληναίος που αναφέρθηκε στο συνδυασμό των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ και των σχετικά χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων, σημειώνοντας πως οι τράπεζες έχουν καταφέρει πολύ σημαντική κερδοφορία.
Σημείωσε επίσης πως μπορούν να «χρησιμοποιήσουν αυτή την περίοδο για να εκμοντερνιστούν και να ανταγωνιστούν πλέον επί ίσοις όροις τα ξένα τραπεζικά ιδρύματα», ενώ πρόσθεσε ότι «συνολικά οι τράπεζες και οι υπηρεσίες που προσφέρουν είναι πολύ πιο εξειδικευμένες από ό,τι στο παρελθόν».
Ο κ. Μυτιληναίος τόνισε πως «το επόμενο μεγάλο ορόσημο για την ελληνική οικονομία είναι το 2032. Όπως όλοι γνωρίζετε, ο πρόεδρος (σ.σ.: Ευάγγελος Βενιζέλος) και οι συνεργάτες του, ο κ. Ζανιάς και όλο το επιτελείο τότε, έχουν φτιάξει ένα προφίλ δημόσιου χρέους, το οποίο μας πάει ασφαλώς μέχρι το 2032». Ωστόσο, στη συνέχεια «τα πράγματα αλλάζουν δραστικά. Και εάν μέχρι τότε το ΑΕΠ δεν έχει ανέβει σε επίπεδο αρκετό, που να κάνει το χρέος, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, σε λογικά επίπεδα, θα αρχίσουμε πάλι να βλέπουμε να ανεβαίνουν τα spread».
«Το Ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι αρνητικό. Το momentum για την Ελλάδα διεθνώς είναι θετικό, όχι για την Ευρώπη. Ευρώπη, negative. Ελλάδα, positive», υπογράμμισε.
«Να μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια θα επιβαρυνθεί με εκατοντάδες δισεκατομμύρια, για να μην ανεβάσω περισσότερο το νούμερο, με αμυντικές δαπάνες οι οποίες πριν από δύο χρόνια δεν υπήρχαν στον ορίζοντα αλλά τώρα μπαίνουν και μπαίνουν επιτακτικά και επίσης θα επιβαρυνθεί υπέρμετρα με το κόστος της «πράσινης μετάβασης» εάν οι ευρωπαίοι πολιτικοί δεν βάλουν μυαλό και δεν συγχρονίσουν την ενεργειακή μετάβαση, την πράσινη μετάβαση με τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας.», τόνισε ο κ. Μυτιληναίος.
Ο κ. Βέττας επισήμανε ότι «το πιο ελπιδοφόρο σημείο των τελευταίων ετών είναι ότι έχουμε μια συστηματική αύξηση των εξαγωγών. Ακόμα και εκτός των πετρελαιοειδών που προσελκύουν και εισαγωγές. Υπάρχουν επιχειρήσεις μεγάλες και μικρές που διασυνδέθηκαν μέσα στην κρίση με τη διεθνή αγορά. Οι εξαγωγές έχουν ουσιαστικά διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια».
Παράλληλα, ανέφερε ότι παρά την ανάπτυξη που καταγράφει η οικονομία λόγω των συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την πανδημία, θα πρέπει να εξεταστεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο κ. Καραβίας σημείωσε, πως «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ασφαλώς έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί την οικονομία και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που έχει ανάγκη για τα επόμενα χρόνια. Το επιβεβαιώνουν άλλωστε όλες οι εκθέσεις των διεθνών οίκων το τελευταίο διάστημα. Πολύ πρόσφατα, η S&P αναβάθμισε και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισημαίνοντας ότι «αυξημένες επενδύσεις, βελτίωση στην αγορά εργασίας και βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών χάρη στην εξομάλυνση του τραπεζικού συστήματος» είναι οι παράγοντες που θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια».
Αναφερόμενος στον κομβικό ρόλο των τραπεζών, ο κ. Καραβίας υπογράμμισε ότι «όλα τα μεγάλα έργα υποδομής, η ενεργειακή μετάβαση της οικονομίας, ο ψηφιακός της μετασχηματισμός και η διοχέτευση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης στις επιχειρήσεις, όλα πραγματοποιούνται μέσω του τραπεζικού συστήματος, σχεδόν αποκλειστικά. Ήδη οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας μας και οι μεγαλύτερες από τις ΜΜΕ δανείζονται πλέον με περιθώρια που είναι αντίστοιχα ή και χαμηλότερα από τα αντίστοιχα σε ευρωπαϊκές χώρες ή τη Β. Αμερική». Όπως σημείωσε με έμφαση, η στρόφιγγα του τραπεζικού δανεισμού παραμένει ανοιχτή για όσους διαθέτουν επιχειρηματικό πλάνο.
Στέφανος Τσουλάκης
15/5/2024
https://www.businessdaily.gr/oikonomia/113889_misos-aionas-oikonomikis-ysterisis-pos-eftase-i-toyrkia-se-tetraplasio-aep
Εύλογα, αφού ο μέσος ετήσιος ονομαστικός μισθός μειώθηκε κατά 27%, από τα 21.595 € μεικτά ετήσια (1.542 € μηνιαία) το 2009, στα 15.800 € (1.128 € μηνιαία) το 2018 – όπου θεωρητικά τελείωσαν τα μνημόνια».
Από τα παραπάνω φαίνεται πως η καταστροφή που προκάλεσαν τα μνημόνια δεν ήταν μόνο οικονομική – αλλά, επίσης, δημογραφική, με την κατακόρυφη πτώση των γεννήσεων και με τους άνω των 500.000 Ελλήνων που εγκατέλειψαν τη χώρα μας για να επιβιώσουν.
Με το μέσο μισθό σήμερα στα 1.251 € και με τον πληθωρισμό από το 2009 στο 21% (από τις 94 μονάδες στις 115), ο πραγματικός μισθός έχει μειωθεί στο 988 € περίπου – κατά πολύ περισσότερο όσον αφορά τα τρόφιμα, αφού ο πληθωρισμός τους είναι της τάξης του 30%. Επομένως, η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, από το 2018 και μετά – οπότε το αποτέλεσμα της στο δημογραφικό θα συνεχίσει να είναι καθοριστικό.
Vassilis Viliardos
13/5/2024
5. Τα τρία στοιχεία που διαψεύδουν
το ελληνικό οικονομικό “θαύμα”.
Τρία στοιχεία για την ελληνική οικονομία: Το πρώτο στοιχείο για την ελληνική οικονομία αφορά την παραγωγικότητα εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ήταν σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 2022. Ωστόσο, όχι μόνο η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά παρουσίασε μείωση την περίοδο 2015-2022.
Πιο αναλυτικά, η παραγωγικότητα της εργασίας, σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, ήταν 34,5 $ το 2022, από 34,1 $ το 2021 (+1,2%). Το 2022 ο μέσος όρος του OCED ήταν 53,8 $, ο μέσος όρος της EZ-19 ήταν 60,8 $ και ο μέσος όρος της ΕΕ-28 ήταν 55,7 $, που σημαίνει ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα αποτελούσε αντίστοιχα το 35,9%, το 43,3% και το 38,1% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, της EZ-19 και την ΕΕ-28 .
Κατά την περίοδο 2015-2022 η παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε ομαλά και βρίσκεται στο 99,7% των επιπέδων του 2015 (34,6 $), ενώ η παραγωγικότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 7,2% υψηλότερη από το επίπεδο του 2015 (50,2 $), στην ΕΖ-19 ήταν 4,6% υψηλότερο (58,1 $) και στην ΕΕ-28 ήταν 6,1% υψηλότερο (52,5 $). Τέλος, σε σύγκριση με το 2000, το άνοιγμα στην παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ της Ελλάδας και του μέσου όρου των χωρώ του ΟΟΣΑ αυξήθηκε σε βάρος της πρώτης.
Τρία ανησυχητικά στοιχεία: Εξαγωγές
Το δεύτερο στοιχείο αφορά την πτώση της τάξης του 11% που σημείωσαν οι εξαγωγές κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024 συνεχίζοντας την καθοδική πορεία του 2023. Η συνολική αξία των εισαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 20.301,9 εκατ. ευρώ (21.973,6 εκατ. δολάρια) έναντι 21.186,4 εκατ. ευρώ (22.663,5 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ, 4,2%.
Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε μείωση κατά 55,9 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,4% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε μείωση κατά 64,9 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,4%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2023. Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 12.327,4 εκατ. ευρώ (13.424,6 εκατ. δολάρια) έναντι 13.852,7 εκατ. ευρώ (14.907,6 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ 11,0%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε μείωση κατά 882,0 εκατ. ευρώ, δηλαδή 9,3% και η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε μείωση κατά 832,8 εκατ. ευρώ, δηλαδή 8,8%, σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2023.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα
Ιανουαρίου-Μαρτίου 2024 ανήλθε σε 7.974,5 εκατ. ευρώ (8.549,0 εκατ.
δολάρια) έναντι 7.333,7 εκατ. ευρώ (7.755,9 εκατ. δολάρια) κατά το ίδιο
διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ, 8,7%. Το
αντίστοιχο μέγεθος χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 826,1
εκατ. ευρώ, δηλαδή 14,5% και το αντίστοιχο μέγεθος χωρίς τα
πετρελαιοειδή και τα πλοία παρουσίασε αύξηση κατά 767,9 εκατ. ευρώ,
δηλαδή 13,5%.
Εξετάζοντας το τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024, πτώση καταγράφουν οι εξαγωγές σε 8 από τις 10 μεγάλες κατηγορίες προϊόντων: Πετρελαιοειδή & Καύσιμα (-11%), Βιομηχανικά (-14,3%), Χημικά (-10,6%), Μηχανήματα (-11,5%), Διάφορα Βιομηχανικά (-1%) καθώς και οι μικρότερες σε αξία εξαγωγές των κατηγοριών Πρώτες Ύλες κατά -12,7%, Λάδια κατά -51,1% και Εμπιστευτικά Προϊόντα κατά -15,1%. Αυξημένες όμως εμφανίζονται εκείνες των Τροφίμων (+5%) και Ποτών & Καπνού (+5,2%), σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο.
Τρία ανησυχητικά στοιχεία: Παραγωγή υπηρεσιών
Το τρίτο στοιχείο, αφορά τον μειωμένο ρυθμό αύξησης της παραγωγής υπηρεσιών το πρώτο δίμηνο 2024. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, τα – όχι εποχικά προσαρμοσμένα – στοιχεία για την παραγωγή υπηρεσιών, παρουσίασαν αύξηση 12,0% σε ετήσια βάση για την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024, η οποία όμως ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2023 (+13,7% έτος) και 2022 (+16,6% έτος). Η αύξηση αυτή οφειλόταν κυρίως στην αύξηση στις δραστηριότητες Διαμονής – Επισιτισμού (+26,1% σε ετήσια βάση, από 6,0% σε ετήσια βάση την περίοδο Ιαν-Φεβ-23 και 124,8% σε ετήσια βάση την περίοδο Ιαν- Φεβ-22) και Ενημέρωση – Επικοινωνία (+17,1%, από 13,4% την ίδια περίοδο του 2023 και 0,6% την ίδια περίοδο του 2022).
Επίσης, η αύξηση στις δραστηριότητες ακίνητης περιουσίας, επιβραδύνθηκε στο 15,7% σε ετήσια βάση από 56,9% σε ετήσια βάση την περίοδο Ιανουαρίου-23 και 49,1% ετησίως την περίοδο Ιανουαρίου-22 Φεβρουαρίου, ενώ οι δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών διατήρησαν έναν διψήφιο θετικό ρυθμό ανάπτυξης 12,7%, ο οποίος ήταν χαμηλότερος σε σύγκριση με την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβ-23 (17,3%). Τέλος, η αύξηση της παραγωγής στον τομέα των μεταφορών και αποθήκευσης επιβραδύνθηκε στο 3,3% σε ετήσια βάση από 10,4% την περίοδο Ιανουαρίου-23-23 και 18,2% την περίοδο Ιανουαρίου-22 Φεβρουαρίου.
Κώστας Μελάς
Ο Κώστας Μελάς διδάσκει oικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Είναι
συγγραφέας των κάτωθι βιβλίων: Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού (με Γιάννη
Παπαμιχαήλ, 2017), Αργεντινή- Ελλάδα (2015), 5 Οικουμενικοί Έλληνες
Στοχαστές (συλλογικό 2014), Η Ατελέσφορη Επιστήμη (2013), Μικρά Μαθήματα
για την Ελληνική Οικονομία (2013), Μετά τον Ερντογάν τι; (με Σταύρος
Λυγερό, 2013), Οι Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού
Συστήματος (2011), Η Σαστισμένη Ευρώπη (2009), Πλανόγραμμα (2009),
Νεοσυντηρητικοί (2007), Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις (με
Γιάννη Πολλάλη 2005), Ζητήματα Θεωριών Παραγωγής (2005),
Περιδιαβαίνοντας σε ζητήματα της Μακροοικονομικής Θεωρίας, Αγορά
Συναλλάγματος και Ιδιωτικοποίηση του Κινδύνου (2003), Εισαγωγή στην
Τραπεζική Χρηματοοικονομική Διοικητική (2002 και 2009), Αρχές
Νομισματικής Θεωρίας και Πολιτικής (με Κώστα Καρφάκη και Θεοφάνη Μπένο
2000), Διεθνής Τραπεζική στην Αλλαγή του Αιώνα (με Φιλομήλα Χρηστίδου,
1999), Παγκοσμιοποίηση (1999).
14/05/2024
https://slpress.gr/oikonomia/ta-tria-stoixeia-pou-diapsevdoun-to-elliniko-oikonomiko-thavma/