Η Στρατηγική ατροφία της Ελλάδας ως προς την εξ Ανατολών απειλή.

 
Η Στρατηγική ατροφία της Ελλάδας 
ως προς την εξ Ανατολών απειλή.

Η στρατηγική εξαναγκασμού έναντι της Ελλάδας αποσκοπούσε στο να οδηγηθούμε υπό καθεστώς φόβου σε αποδοχή ενός "γκρίζου" καθεστώτος διαπραγμάτευσης.

Η ελληνική στρατηγική αντιμετώπισης της αναθεωρητικής Τουρκίας μετά τη κρίση του 2020 σε Έβρο και Αιγαίο συνοψίζεται σε ένα αντιφατικό και αναιμικό τρίπτυχο:

Α) Πολιτική διατήρησης μιας σχετικής ισορροπίας ισχύος μέσω εξοπλιστικών προγραμμάτων εν είδει πολλαπλασιαστών ισχύος.

Β) Πολιτική Διευκόλυνσης (Accommodation) της Τουρκίας στο πλαίσιο εναρμόνισής της εκ νέου με το ευρωατλαντικό και ευρωπαϊκό πλέγμα ασφάλειας.

Γ) Πολιτική Αποφυγής Κρίσεων με Κάθε Κόστος, διαπνεόμενη Σύνδρομο του Αδυνάτου (Underdog Syndrome ).

Είναι πρόδηλο πως η ελληνική πλευρά επιχειρεί να διασφαλίσει μια επίπλαστη ηρεμία στα ελληνοτουρκικά, επί τη βάσει του χαμηλότερου παρονομαστή, προσδοκώντας στην αποφυγή καταφυγής σε στρατιωτική σύγκρουση( conflict avoidance) παραχωρώντας στη τουρκική πλευρά ένα διευρυμένο πλαίσιο αναθεωρητικών πολιτικών πρωτοβουλιών. Ο στρατηγικός στόχος κατά συνέπεια διακρίνεται ως η επίτευξη Ύφεσης (Detente). Ο στόχος αυτός δεν έχει συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα αλλά κινείται σκοπίμως σ′ ένα μη καθορισμένο χρονικό πλαίσιο καθώς η ελληνική πλευρά προσβλέπει σε μια αλλαγή παραδείγματος του τουρκικού modus operandi επενδύοντας και σε δυνητική κυβερνητική αλλαγή μεσοπρόθεσμα.

Ως εκ τούτου, υιοθετείται απ την ελληνική κυβέρνηση η λογική του διαρκούς παραθύρου ευκαιρίας (constant window of opportunity) και ένας οδικός διπλωματικός χάρτης προ-καθορισμένου τύπου πρώτου επιπέδου (track one diplomacy) με προοπτική να εδραιωθεί μια πολυεπίπεδη διπλωματική στρατηγική σχέση 5 επιπέδων (multi track diplomacy).

Η πολιτική αυτή είναι αφενός αντιφατική και ανερμάτιστη καθώς τα ήπια χαρακτηριστικά της δεν προβλέπουν τίμημα μη συμμόρφωσης στη τουρκική πλευρά αφετέρου εδράζεται σε μη ρεαλιστικά δεδομένα καθώς αγνοεί τις υψηλές στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Επιπρόσθετα το ανωτέρω τρίπτυχο της ελληνικής στρατηγικής προσέγγισης ερείδεται στο σαθρό και ανεδαφικό υπόβαθρο μιας επιδιωκόμενης συνεργατικής διαπραγμάτευσης αμοιβαίου κέρδους (integrated negotiation).

Η Τουρκία αντιθέτως κινείται στη διαπραγματευτική λογική των παιγνίων μηδενικού αθροίσματος. Ως προς το τρίπτυχο καθεαυτό: Η πολιτική διατήρησης μιας σχετικής ισορροπίας στρατιωτικής ισχύος αφορά το κομμάτι της” σκληρής” εσωτερικής εξισορρόπησης (hard balancing). Η έμφαση δίνεται σε απόκτηση πλατφορμών στη λογική των πολλαπλασιαστών ισχύος πλην όμως εκκρεμεί αφενός το μείζον ζήτημα του οπλισμού που θα φέρουν (αν θα περιλαμβάνει όπλα μακρού πλήγματος), αφετέρου αν ο οπλισμός εντάσσεται σε νέο δόγμα υπεροχής και επικράτησης (superiority and dominance).Και αυτό δεν προβλέπεται στη λεγόμενη Ατζέντα 2030. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, επιδιώκεται μια σχετικά αυξημένη δυνατότητα απόκρουσης ενός υψηλού επιχειρησιακού κινδύνου μέσω δυνητικών αντιποίνων σε περιορισμένο επίπεδο (limited level of retaliation).

Η δεύτερη πτυχή του τριπτύχου ακυρώνει τη πρώτη καθώς η πολιτική διευκόλυνσης της Άγκυρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για δυνητική άρση των κυρώσεων που έχει υποστεί η Τουρκία τα προηγούμενα χρόνια.

Η ελληνική στήριξη στη Τουρκία λειτουργεί ως μοχλός νομιμοποίησης συνεργατικών σχημάτων στον αμυντικό τομέα μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, απογειώνοντας την ήδη ανεπτυγμένη τουρκική αμυντική βιομηχανία. Κατ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται σχετική ισορροπία ισχύος μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας αλλά το χάσμα διαρκώς διευρύνεται υπέρ της Άγκυρας όπως διευρύνεται και το έρεισμα που αποκτά η Τουρκία σε περιφερειακό επίπεδο μέσω της αμυντικής διπλωματίας μετριάζοντας σε πρώτη φάση τα δυσμενή αποτελέσματα των ετών 2016-2022 μεταξύ της Άγκυρας και κρατών του Αραβικού Κόσμου όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία.

Η πτυχή της Αποφυγής Κρίσεων με κάθε κόστος, ανατρέπει πλήρως κάθε προσπάθεια εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής, καθώς προσφέρει το απαραίτητο περιθώριο εκδήλωσης της τουρκικής επιθετικότητας άνευ τιμήματος σ όλα τα επίπεδα. Βάσει του τουρκικού υβριδικού δόγματος (hibrit Şavaş) το faits accompli προετοιμάζεται σε τρεις διαστάσεις.

Στη νομική διάσταση μέσω του lawfare, στη πολιτική διάσταση μέσω του political warfare και στην επιχειρησιακή προετοιμασία στη λεγόμενη ”γκρίζα περιοχή” Gray zone operations).

H ελληνική πλευρά υποφέρει από αγκυλώσεις προηγούμενων δεκαετιών και αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το τρίπτυχο εξισορρόπησης που εφαρμόζει ήτοι μια εκδοχή ενός Soft Balancing , στο πλαίσιο σφυρηλάτησης μιας ταυτότητας αδυνάτου και ενός μειωμένου- συμπληρωματικού ρόλου σε περιφερειακό επίπεδο.

Οι δηλώσεις ανώτατου στελέχους του Υπουργείου Εξωτερικών περί ταυτότητας της Ελλάδας ως μιας soft power χώρας σε αντιδιαστολή με τη Τουρκία, είναι ενδεικτικές ενός κυρίαρχου στερεοτύπου που κάλλιστα υποδηλώνει κατευναστικό σύνδρομο (appeasement bias) καθώς απεμπολεί a priori τη συμβολή των Ενόπλων Δυνάμεων σ ένα διαπραγματευτικό παίγνιο. (Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το κατευναστικό σύνδρομο ορίζεται ως η πρωταρχική και μοναδική επιλογή (first and foremost choice) μη υπολογισμού της στρατιωτικής δυνατότητας έναντι μιας ξεκάθαρης απειλής επί του πεδίου είτε στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης και επιφέρει παραχωρήσεις.

Εν κατακλείδι, η ελληνική πλευρά ερμήνευσε την ελληνοτουρκική κρίση του 2020 ως παράδειγμα προς αποφυγή παρά το κεκτημένο του Έβρου. Το μείγμα πολιτικής που ακολουθείται έκτοτε αφορά τη δημιουργία πλαισίου αποφυγής επανάληψης της κρίσης μην υπολογίζοντας ή αγνοώντας ότι η στρατηγική εξαναγκασμού της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας αποσκοπούσε ακριβώς στο να οδηγηθεί η Ελλάδα υπό καθεστώς φόβου σε αποδοχή ενός γκρίζου καθεστώτος διαπραγμάτευσης σε πρώτη φάση. Η δεύτερη φάση αποτελεί και τον βασικό στρατηγικό στόχο της Τουρκίας ο οποίος είναι η ”φινλανδοποίηση” της Ελλάδας μέσω της συνεχούς πίεσης (constant pressure) και της ακολουθίας τετελεσμένων (Sequence of Faits accomplis ).

Επιβάλλεται κατά συνέπεια αλλαγή του μείγματος της ελληνικής στρατηγικής εξισορρόπησης. Η λογική ενός smart πλαισίου με έμφαση στη σκληρή πτυχή της εξισορρόπησης (ως καθολικό δόγμα) είναι μονόδρομος.

 Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος, Αρθρογράφος
Ανώτερος Στρατηγικός Αναλυτής, Συνδιευθυντής του Athens Hub του Οργανισμού Geneva Centre for Security Policy
12/05/2024

https://www.huffingtonpost.gr/entry/e-strateyike-atrofia-tes-elladas-os-pros-ten-ex-anatolon-apeile_gr_663e06d3e4b016fe04805882


          ΣΧΕΤΙΚΑ   ΑΡΘΡΑ             




Η Τουρκία “τρέχει”, η Ελλάς καθεύδει… 
Τρίτο “ερυθρό” 214, εγχώριες τορπίλες
 

Μόλις έναν χρόνο μετά την ένταξη του πρώτου υποβρυχίου Type 214, κλάσης «PIRI REIS» στον τουρκικό στόλο, η Aγκυρα ανακοίνωσε ότι εκκινεί τη μαζική παραγωγή τορπιλών βαρέος τύπου, 533 χιλιοστών. Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Aμυνας, η τορπίλη AKYA που δοκιμάστηκε επιτυχώς στις 27 Δεκεμβρίου 2023 από το TCG Preveze στην Ανατολική Μεσόγειο, θα εξοπλίζει τα σύγχρονα υποβρύχια 214, αντίστοιχα με τα ελληνικά κλάσης «Παπανικολής», αλλά και τα παλαιότερα «Gur». Στον αντίποδα, τα πιο εξελιγμένα ελληνικά υποβρύχια αναερόβιας πρόωσης, 14 χρόνια μετά την ένταξη τους στον στόλο περιμένουν ακόμη τον οπλισμό τους. Αν και οι τορπίλες βαρέος τύπου SeaHake Mod4 για τα τέσσερα υποβρύχια κλάσης «Παπανικολής» και το αναβαθμισμένο «Ωκεανός» παραγγέλθηκαν τελικά το 2022, η προμήθεια τους καταγράφει ήδη 12μηνη καθυστέρηση και ο χρόνος παραλαβής τους από το Πολεμικό Ναυτικό παραμένει άγνωστος.

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το παράδειγμα της Τουρκίας

 Το πρόγραμμα ναυπήγησης υποβρυχίων κλάσης «PIRI REIS» ξεκίνησε το 2008. Δύο χρόνια αργότερα, η τουρκική κυβέρνηση ανέθεσε στη ROKETSAN και σε άλλες μικρότερες αμυντικές βιομηχανίες την κατασκευή τορπιλών που θα εξοπλίζουν τα σύγχρονα υποβρύχια Type 214 αλλά και τα παλαιότερα σκάφη του στόλου. Πλέον, η Αγκυρα προετοιμάζεται για την καθέλκυση του τρίτου από τα έξι υποβρύχια 214, ψαλιδίζοντας ταχύτατα την ποιοτική διαφορά με το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, ενώ, διαθέτει ήδη εξελιγμένα όπλα για τα περισσότερα υποβρύχια του στόλου της. Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα, το τουρκικό Ναυτικό παρέλαβε την πρώτη παρτίδα τορπιλών ΑΚΥΑ, με το πρόγραμμα να μπαίνει πλέον στη φάση της πλήρους ανάπτυξης.

Σύμφωνα με πληροφορίες που έδωσε στη δημοσιότητα το τουρκικό υπουργείο Αμυνας, η τορπίλη ΑΚΥΑ έχει μήκος 7 μέτρα και βάρος 1,2 τόνων, με μέγιστο βεληνεκές 15 χιλιόμετρα και ταχύτητα πλεύσης 45 κόμβους. Η καθοδήγηση της γίνεται ενσύρματα με οπτική ίνα και διαθέτει ενεργό και παθητικό σόναρ. Η ΑΚΥΑ πρόκειται να χρησιμοποιηθεί και στις ασκήσεις με πραγματικά πυρά που θα πραγματοποιήσουν τα τουρκικά υποβρύχια στο πλαίσιο του «Θαλασσόλυκου 24» που βρίσκεται σε εξέλιξη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Οι ελληνικές τορπίλες

 Η Ελλάδα προχώρησε στην παραγγελία τορπιλών βαρέος τύπου με χαρακτηριστική καθυστέρηση και μετά από παλινωδίες που διήρκησαν σχεδόν 20 χρόνια. Τα υποβρύχια, όπως και τα άρματα μάχης Leopard αλλά και τα αναβαθμισμένα F-16, αγοράστηκαν χωρίς τα κατάλληλα όπλα με αποτέλεσμα να απαιτούνται νέες και συχνά ακριβότερες συμβάσεις. Οπως περίπου συνέβη και με την εν συνεχεία υποστήριξη πολύτιμων μέσων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η απαίτηση για νέες ισχυρότερες τορπίλες εκκρεμεί από τον Μάρτιο του 2002, με την ελληνική πλευρά να τείνει τότε προς τις ιταλικές Black Shark. Οι κατασκευαστές των υποβρυχίων απάντησαν ότι για την πιστοποίηση των ιταλικών τορπιλών, η Αθήνα θα έπρεπε να καταβάλει επιπλέον 70 εκατομμύρια ευρώ, αντιπροτείνοντας τις γερμανικές DM-2A4. Στη συνέχεια το πρόγραμμα προμήθειας τορπιλών εγκαταλείφθηκε και επανήλθε το 2018 με την απαίτηση του Πολεμικού Ναυτικού για την απόκτηση 44 τορπιλών.

Το πρόγραμμα ύψους περίπου 100 εκατομμυρίων ευρώ εγκρίθηκε από το ΚΥΣΕΑ και τη Βουλή και η σύμβαση υπεγράφη το 2022, με το χρονοδιάγραμμα της γερμανικής AtlasElektronik να προβλέπει την παράδοση της πρώτης παρτίδας 8 τορπιλών στα τέλη του 2023. Η εταιρεία επικαλούμενη δυσκολίες στην παραγωγή εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία ζήτησε παράταση για το πρώτο εξάμηνο του 2024. Πριν από λίγες ημέρες, το Πολεμικό Ναυτικό ενημερώθηκε για νέα καθυστέρηση, με τους Γερμανούς να τοποθετούν την απόδοση της πρώτης παρτίδας τον Νοέμβριο του 2024, αν και υψηλόβαθμες πηγές του ναυτικού επιτελείου τονίζουν στην «Κ» ότι δεν αποκλείεται να υπάρξει και νέα καθυστέρηση. Πληροφορίες αναφέρουν ακόμη, ότι η ελληνική πλευρά σχεδιάζει να ενεργοποιήσει τις σχετικές οικονομικές ρήτρες για τις καθυστερήσεις που σημειώνει το πρόγραμμα.

11/5/2024

https://www.defence-point.gr/news/i-toyrkia-quot-trechei-quot-i-ellas-katheydei-trito-erythro-214-egchories-torpiles