Η φυσική ιστορία της θρησκευτικότητας.

Η φυσική ιστορία της θρησκευτικότητας

Η εξελικτική και νευροθεολογική προσέγγιση των θρησκευτικών φαινομένων.

Γιατί περίπου το 90% των ανθρώπων δηλώνει ότι πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης και γιατί πάνω από το 50% από αυτούς τους ανθρώπους νιώθει την ανάγκη να ταυτίζει και να προσωποποιεί αυτήν την αλλόκοσμη δύναμη με μια «θεότητα»; Πάντως στις μέρες μας ολοένα και περισσότερες νευροεπιστημονικές μελέτες καταφέρνουν να εντοπίζουν και να καταγράφουν λεπτομερώς τις διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό του ανθρώπινου εγκεφάλου όποτε βρίσκεται σε κατάσταση θρησκευτικής έκστασης. Γεγονός που μας αποκαλύπτει τις εντυπωσιακές γνωστικές δυνατότητες της σύγχρονης Νευροθεολογίας.

Μπορεί άραγε η σύγχρονη επιστήμη να εξηγήσει την καθολική και διαχρονική παρουσία του «θρησκευτικού αισθήματος», την προδιάθεση δηλαδή των περισσότερων ανθρώπων στο να αποδέχονται ως αληθείς κάποιες φαινομενικά «παράλογες» αλλά πολύ επίμονες θεοκρατικές εξηγήσεις;

Μήπως πίσω από τις εμφανείς πολιτισμικές, γεωγραφικές και ιστορικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις επιμέρους θρησκείες κρύβεται όντως μια βαθύτερη «υπερβατική ανάγκη» που τη μοιράζονται από κοινού όλοι οι πιστοί; Αυτό ακριβώς υποστηρίζει η Νευροθεολογία και αυτόν τον κοινό θρησκευτικό παρονομαστή αναζητά μέσα στις δομές του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 υιοθετείται επίσημα και προβάλλεται διεθνώς ο αξιοπερίεργος -αν όχι οξύμωρος- όρος «Νευροθεολογία»: ένας νεοσύστατος διεπιστημονικός κλάδος που επιχειρεί προγραμματικά να κατανοήσει τις εγκεφαλικές, νευροχημικές και βιοψυχολογικές προϋποθέσεις των πανανθρώπινων «μυστικιστικών» ή «υπερβατικών» θρησκευτικών εμπειριών.

Η εξέλιξη της θρησκευτικής συμπεριφοράς

Σε ό,τι αφορά όμως την εξήγηση αυτού του διαχρονικού και κοινού στους περισσότερους ανθρώπους θρησκευτικού αισθήματος, της «αυθόρμητης» δηλαδή προδιάθεσης για πίστη σε υπερφυσικά όντα, οι απόψεις των ειδικών διίστανται. Μια ορισμένη σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι η βιολογική εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής ενίσχυσε την εγκεφαλική μας προδιάθεση για θρησκευτική πίστη επειδή αυτή προωθούσε την υπακοή στους καινοφανείς και «αφύσικούς» κανόνες της ανθρώπινης κοινωνικότητας.

Για παράδειγμα ο επιφανής βιολόγος Ντέιβιντ Σλόαν Γουίλσον (David Sloan Wilson) έχει υποστηρίξει ότι η καλλιέργεια του κοινού θρησκευτικού αισθήματος θα πρέπει να ευνοήθηκε από τη φυσική επιλογή επειδή ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή και τη συνεργασία των πρωτόγονων ανθρώπινων κοινωνικών ομάδων. Ομως τέτοιες βιολογικές ανασυγκροτήσεις προϋποθέτουν μια προβληματική και αμφιλεγόμενη εξελικτική διαδικασία, τη λεγόμενη «επιλογή ομάδας», η οποία δεν είναι αποδεκτή από την επικρατούσα σήμερα εξελικτική θεωρία, δηλαδή τη σύγχρονη εξελικτική σύνθεση των δαρβινικών μηχανισμών με τις κατακτήσεις της Γενετικής και της Μοριακής Βιολογίας.

Μια εναλλακτική εξελικτική εξήγηση της «θρησκευτικότητας», δηλαδή της πανανθρώπινης θρησκευτικής συμπεριφοράς, υποστηρίζει ότι τόσο η θρησκευτική προδιάθεση όσο και η ανάγκη των ανθρώπων στο να πιστεύουν σε υπερφυσικά όντα δεν υπήρξαν ποτέ το άμεσο αντικείμενο της φυσικής επιλογής. Αντίθετα, είναι μόνο τα δευτερογενή φυσικά «υποπροϊόντα» και τα ανεπιθύμητα «κατάλοιπα» της εξέλιξης των περίπλοκων νοητικών-γνωσιακών συστημάτων του εγκεφάλου μας, τα οποία αρχικά διαμορφώθηκαν από τη βιολογική μας εξέλιξη για να επιτελούν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες. Με άλλα λόγια, τόσο η θρησκευτική προδιάθεση όσο και η ανάγκη των περισσότερων ανθρώπων στο να πιστεύουν σε θεούς και δαίμονες δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από ένα… εξελικτικό «ατύχημα»!

Αυτή είναι σήμερα η επικρατέστερη βιολογική «εξήγηση» των θρησκευτικών φαινομένων. Την πιο ακραία μάλιστα εκδοχή αυτής της άποψης την υποστηρίζει ο διάσημος Βρετανός εξελικτικός Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins) στο βιβλίο του «Η περί Θεού αυταπάτη» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Κάτοπτρο): «Η θρησκευτική συμπεριφορά ίσως συνιστά μια δυσλειτουργία, μια αστοχία, το ατυχές παραπροϊόν μιας υποκείμενης ψυχολογικής τάσης, η οποία σε άλλες συνθήκες είναι, ή ήταν κάποτε, χρήσιμη».

Μήπως τελικά, παρά τους ευσεβείς πόθους και τις νοητικές μας ψευδαισθήσεις, τα θρησκευτικά αισθήματα και οι υπερφυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπινου είδους δεν έχουν καμιά απολύτως επιβιωτική αξία; Αποτελούν άραγε μόνο τα λειτουργικά «κατάλοιπα» κάποιων περίπλοκων εγκεφαλικών δομών, οι οποίες εξελίχθηκαν κατά τα πρώτα βήματα εξέλιξης του είδους μας για να επιτελούν μια εντελώς διαφορετική λειτουργία, ενδεχομένως χρήσιμη για την επιβίωση του ανθρώπου;

Μολονότι ανατρεπτική αυτή η αμιγώς βιολογική εξήγηση της θρησκείας ως «εξελικτικού ατυχήματος», δηλαδή ως ανεπιθύμητου υποπροϊόντος κατά τη διεργασία ανθρωποποίησης του είδους μας, είναι όχι μόνο επιστημονικά απλοϊκή αλλά και ανθρωπολογικά παραπλανητική: επειδή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ούτε και εξηγεί τις πλούσιες κοινωνικές - πολιτισμικές πτυχές και τις εμφανείς θετικές ψυχολογικές λειτουργίες της θρησκευτικής πίστης, αυτή η επιστημονικοφανής «εξήγηση» καθόλου δεν συμβάλλει στην ανθρώπινη αυτοκατανόηση.

 

Η αποτοξίνωση από τον θεοκρατικό νου

Περισσότερο διαφωτιστικές αποδεικνύονται οι πιο πρόσφατες νευροβιολογικές και νευροψυχολογικές έρευνες που επιχειρούν, για πρώτη φορά, να εξηγήσουν αφενός την εγγενή εγκεφαλική μας προδιάθεση και αφετέρου την πανανθρώπινη νοητική ανάγκη μας να αποδίδουμε κάποιο υπερφυσικό νόημα όχι μόνο στην ύπαρξή μας, αλλά και στον κόσμο που μας περιβάλλει. Πράγματι από πλήθος νευροψυχολογικές μελέτες της παιδικής νοημοσύνης επιβεβαιώνεται ότι η ιδιοποίηση υπερφυσικών στάσεων είναι «σύμφυτη» κατά την ανάπτυξη του ανήλικου νου. Εκφραση της εγγενούς ανάγκης του ανθρώπινου νου να κατασκευάζει ή, αν προτιμάτε, να δημιουργεί μια εύλογη και αιτιοκρατική εικόνα της πραγματικότητας.

Εντούτοις θα ήταν λάθος αν πιστεύαμε ότι μόνο κατά την παιδική ηλικία εκδηλώνεται η μυστικιστική νοητική προδιάθεση του να αποδίδουμε υπερφυσικές ιδιότητες σε άψυχα αντικείμενα. Αρκεί να αναλογιστούμε την περισσή ευκολία με την οποία οι περισσότεροι ενήλικες αποδίδουν «προθέσεις» σε άβια αντικείμενα: στο αυτοκίνητο που δεν «θέλει» να πάρει μπρος ή στο πρόγραμμα του υπολογιστή που «αρνείται» να τρέξει και δεν μας «ακούει». Ενας μεγάλος αριθμός καθημερινών συμπεριφορών μας εξαρτάται από τέτοιες βαθιά ριζωμένες παμψυχιστικές προκαταλήψεις.

Ισως έτσι εξηγείται γιατί περίπου το 90% των ανθρώπων δηλώνει ότι εξακολουθεί να πιστεύει στην ύπαρξη και στη δράση κάποιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης, ενώ πάνω από το 50% από αυτούς αποκαλεί τη δύναμη αυτή «Θεό»; Η επίμονη παρουσία και η διαχρονική γοητεία του «υπερφυσικού» και του «υπερβατικού» στην ανθρώπινη σκέψη αποτελούν αφενός μεγάλη πρόκληση για την επιστημονική και υποτίθεται εξορθολογισμένη νεωτερική νοοτροπία μας και αφετέρου απολύτως νόμιμα διανοητικά ερωτήματα που χρήζουν επιστημονικής εξήγησης. Δυσαπάντητα ερωτήματα, η επιστημονική διερεύνηση των οποίων δεν διευκολύνεται -ούτε και εξαντλείται- στις απλοϊκές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε «ένθεους πνευματιστές» και σε «άθεους υλιστές». Μήπως η ιλιγγιώδης πρόοδος των γνώσεών μας σχετικά με την αρχιτεκτονική και τις λειτουργίες του εγκεφάλου θα μπορούσε να μας διαφωτίσει κάπως περισσότερο;

Πράγματι οι νευρωνικοί και οι γνωσιακοί εγκεφαλικοί μηχανισμοί που μας αποκαλύπτουν οι έρευνες των γνωσιακών ψυχολόγων και νευροεπιστημών φαίνεται πως είναι σε θέση να εξηγούν κάπως καλύτερα την ψυχολογική μας προδιάθεση και τη νοητική μας ανάγκη να καταφεύγουμε σε «αυθαίρετες» -αλλά ιδιωτικά και κοινωνικά επωφελείς- υπερφυσικές «εξηγήσεις», όταν δεν διαθέτουμε μια άλλη φυσική-ορθολογική εξήγηση αυτού που παρατηρούμε ή που βιώνουμε. Ισως αυτό να εννοεί ο Αντριου Νιούμπεργκ (Andrew Newberg), επιφανής καθηγητής Νευροθεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και συγγραφέας του πολυσυζητημένου βιβλίου «Γιατί πιστεύουμε ό,τι πιστεύουμε» (κυκλοφορεί από τις εκδ. ΑΒΓΟ), όταν διατείνεται ότι με τα πολυετή πειράματά του απέδειξε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος «είναι ουσιαστικά μια μηχανή πίστης επειδή δεν έχει άλλη επιλογή».

Πάντως οι μέχρι σήμερα νευροθεολογικές έρευνες φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι τόσο οι αυθόρμητες θρησκευτικές «εξηγήσεις» όσο και η πίστη στην ύπαρξη υπερφυσικών δημιουργικών δυνάμεων αποτελούν το υποσυνείδητο -αλλά καθόλου παράλογο!- προϊόν της ζωτικής νοητικής ανάγκης του εγκεφάλου μας να αποδίδει κάποιο νόημα τόσο στην προσωπική μας ζωή όσο και στον περιβάλλοντα κόσμο.

Αναζητώντας την υλική «κατοικία» του Θεού

Ο Καναδός νευροψυχολόγος Μάικλ Πέρσινγκερ (M. A. Persinger) ήταν ο πρώτος που με τις πρωτοποριακές έρευνές του έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης Νευροθεολογίας. Το 1983 άρχισε να μελετά συστηματικά το γιατί οι άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετικά εκκλησιαστικά δόγματα ή σε εντελώς διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις βιώνουν με τρόπο πανομοιότυπο κάποιες υπερβατικές ή μυστικιστικές θρησκευτικές εμπειρίες.

Για να διερευνήσει πειραματικά αυτή τη σκανδαλώδη ανθρωπολογική σύμπτωση, ο Πέρσινγκερ χρησιμοποίησε μια συσκευή, ένα είδος «κράνους», που ήταν ικανό να δημιουργεί ένα σχετικά ισχυρό αλλά ακίνδυνο μαγνητικό πεδίο γύρω από το κεφάλι των εθελοντών που το φορούσαν. Ο ίδιος, αν και δήλωνε άθεος, μόλις δοκίμασε το κράνος διαπίστωσε έκπληκτος ότι είχε για πρώτη φορά στη ζωή του μια υπερβατική εμπειρία: ένιωσε κάτι σαν την παρουσία του Θεού!

Χάρη στα πειράματα με το «κράνος του Θεού» διαπίστωσε ότι οι εκστατικές εμπειρίες και τα έντονα θρησκευτικά συναισθήματα προέκυπταν κατά κανόνα όταν η ηλεκτρομαγνητική διέγερση που δημιουργούσε το κράνος εστιαζόταν στους κροταφικούς λοβούς του εθελοντή. Ηταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια εντοπισμού της κατοικίας του Θεού στους λοβούς του εγκεφάλου μας. Θα ακολουθήσουν οι πολύ εντυπωσιακές έρευνες του Β. Σ. Ραματσάντραν, διεθνούς φήμης νευρολόγου, που έδειξαν σαφώς ότι ορισμένες εκδηλώσεις της λεγόμενης «ιερής νόσου», δηλαδή της επιληψίας, αποκαλύπτουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαθέτει ένα εξειδικευμένο νευρικό κύκλωμα που εντοπίζεται στο εσωτερικό του στεφανιαίου συστήματος, οι δομές του οποίου εμπλέκονται άμεσα και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην παραγωγή πολλών θρησκευτικών εμπειριών. Τα συμπεράσματα των πολυετών ερευνών του ο Ραματσάντραν θα τα παρουσιάσει στο περίφημο βιβλίο του «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» (κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Πάντως την τελευταία εικοσαετία έχουν συσσωρευτεί τόσο από εργαστηριακές έρευνες όσο και από κλινικές μελέτες επιπρόσθετες ενδείξεις για το ότι οι ειλικρινείς θρησκευτικές και υπερβατικές εμπειρίες των ανθρώπων εντοπίζονται ή εξαρτώνται σαφώς από συγκριμένες εγκεφαλικές δομές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι έρευνες του Αντριου Νιούμπεργκ, τις οποίες παρουσιάζει αναλυτικά στο πολυσυζητημένο βιβλίο του «Γιατί πιστεύουμε» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΒΓΟ). Σε αυτό το βιβλίο αποκαλύπτει τις ανθρώπινες εγκεφαλικές δομές που λειτουργούν ως «μηχανές πίστης» επειδή εκ κατασκευής… δεν έχουν άλλη επιλογή.

Ενα ιδιαιτέρως προκλητικό και ανατρεπτικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Αν. Νιούμπεργκ μελετώντας με νευροαπεικονιστικές μεθόδους (αξονική και μαγνητική λειτουργική τομογραφία) τους εγκεφάλους πολλών απλών πιστών και μοναχών ενώ αυτοί προσεύχονταν ή βρίσκονταν σε βαθύ διαλογισμό. Ετσι χάρη στις νέες απεικονιστικές μεθόδους ο Νιούμπεργκ ανακάλυψε ότι, εκτός από τις αναμενόμενες περιοχές του μετωπιαίου φλοιού που ενεργοποιούνται όποτε συγκεντρώνουμε συνειδητά την προσοχή μας σε κάτι, στους πιστούς όταν προσεύχονται δραστηριοποιείται έντονα και το στεφανιαίο σύστημα, ένα περίπλοκο δίκτυο από πιο αρχαϊκές δομές που βρίσκονται κάτω από τον εγκεφαλικό φλοιό και οι οποίες είναι γνωστό ότι παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις λειτουργίες της μνήμης, της μάθησης και στα συναισθήματα.

Επίσης παρατήρησε εντυπωσιακή μείωση της δραστηριότητας στους βρεγματικούς λοβούς του εγκεφάλου των πιστών που προσεύχονται, δηλαδή στις περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού που είναι γνωστό ότι εμπλέκεται άμεσα στη διαμόρφωση του αισθήματος του Εγώ και της προσωπικής ταυτότητας. Διαπίστωσε δηλαδή ότι κατά τη διάρκεια της βαθιάς προσευχής ή του διαλογισμού στους βρεγματικούς λοβούς επέρχεται η απενεργοποίηση ορισμένων νευρωνικών κυκλωμάτων με αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο ασαφή τα όρια μεταξύ του Εγώ και του εξωτερικού κόσμου.

Ετσι πιθανότατα δημιουργείται στα άτομα που βρίσκονται σε θρησκευτική έκσταση η ψευδαίσθηση ότι ενώνονται με το Σύμπαν και επικοινωνούν με το Υπερπέραν! Βέβαια θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι δεν είναι ο εγκέφαλος που παράγει την «έκσταση», αλλά, αντίθετα, η μυσταγωγική υπερβατική εμπειρία κάνει την είσοδό της στα γήινα πράγματα όχι «εξαιτίας» αλλά «μέσω» των συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου μας, ο οποίος και λειτουργεί ως υλικός δέκτης ή υποδοχέας της άυλης «υπερβατικής πραγματικότητας».

Είναι λοιπόν σαφές ότι η ερμηνεία αυτών των εμπειρικών και πειραματικών δεδομένων εξαρτάται αναπόφευκτα από τις ιδεοληπτικές και τις γνωσιακές προκαταλήψεις των παρατηρητών τους: για κάποιους τα πειράματα αυτά αποτελούν την πολυπόθητη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ενώ για τους πιο δύσπιστους παρατηρητές αποτελούν, αντίθετα, την επιβεβαίωση του ότι κάθε θρησκευτική εμπειρία του υπερβατικού είναι σε τελευταία ανάλυση το προϊόν της ενεργοποίησης συγκεκριμένων εγκεφαλικών δομών.

 Σπύρος Μανουσέλης
ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
18.05.24 

https://www.efsyn.gr/epistimi/mihanes-toy-noy/433285_i-fysiki-istoria-tis-thriskeytikotitas