Με τη σέσουλα
1. Μια εικόνα από τα παλιά: δούλευα σε ένα συνεργείο που προετοίμαζε μιαν αναστήλωση ναού και οι επίτροποι μας είχαν παραχωρήσει ένα δωμάτιο να σχεδιάζουμε. Εκτός από μια φορά το μήνα . Τότε έφερναν σε δοχεία τις υπερ του ναού εισπράξεις, ήρχονταν κι από μια τράπεζα και μέτραγαν συλλογικά, μοιράζοντας σε τσουβαλάκια τα μετρηθέντα, ανά αξία. Μια ζυγαριά στη μέση, θύμιζε χρόνια των μεσαιώνων, όταν ζύγιζαν και δεν αριθμούσαν τις αξίες : κοκκία ζυγισθέντα και ευρεθέντα ουγγιών ρνε΄. Οι επίτροποι έβαζαν χώρια τα χαρτονομίσματα και σε ξέχωρα τσιβαλάκια, δραχμές, τάλιρα, και λοιπά. Μετά τα ζύγιζαν. Ήξεραν, από ένα κατάστιχο, πόσο ζυγίζουν, φερ ειπείν, τα εκατό δεκάρικα κι έκαναν τους λογαριασμούς. Επέβλεπε ο άνθρωπος από την Τράπεζα και ο πρωτοπαπάς. Όταν τελείωναν,μετά από ολίγες ώρες, και πριν τα στείλουν στο Ίδρυμα , με εντυπωσίαζε μια τελετή, ένα έθος: πριν κλείσουν τα τσιβάλια, τα χαράρια και τα καννάβινα σακκιά, ο πρώτος τη τάξει υπεύθυνος, ρ