Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (2ο)

(1) Τα δάνεια, ο νέος ζυγός των Ελλήνων, άρχισαν πολύ νωρίς.
(2) «Αποπλανηθέντες από την Ιερά Συμμαχία».
(3) Ελληνική Επανάσταση 1821:Η μάχη του ποταμού Σερέτη.  
(4) Ο Πρόδρομος του 1821… Κροκόνδειλος Κλαδάς,
 πρώτος επαναστάτης.
(5) Φιλέλληνες, ένας βασικός κρίκος στην απελευθέρωση.
(6) Τα ξύλινα τείχη έσωσαν τον αγώνα.
(7) Η συμμαχία που δεν έγινε.
(8) Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία τοῦ 19ου αἰώνα.
(9) Ένα άγνωστο κείμενο για την Κύπρο του 1821 και του 1833.
(10) Ο Ρήγας Φεραίος και το στρατηγικό του σχέδιο.


Hess Peter von, «Φυγή μετά την καταστροφή από τους Τούρκους 
στην παραλία της Επιδαύρου». Εθνική Πινακοθήκη.


Βρυζάκης Θεόδωρος, «Η θυσία του Καψάλη». Εθνική Πινακοθήκη.

1.
Τα δάνεια, ο νέος ζυγός των Ελλήνων, άρχισαν πολύ νωρίς

Τα «δάνεια της ανεξαρτησίας» αντί να βοηθήσουν τον Αγώνα για την απελευθέρωση δημιούργησαν βαθιές... πληγές, που ταλαιπώρησαν, για πολλά χρόνια, την Ελλάδα.

Οπως έγραψε, χαρακτηριστικά, ο Ελβετός οικονομολόγος και θερμός φιλέλληνας Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος τα δάνεια μπορούσαν να είχαν σώσει την Ελλάδα, αλλά κατέληξαν σε μικρά άμεσα οφέλη και πολλαπλές ζημιές.

Πάντως, όπως όλα δείχνουν, ο δανεισμός ήταν μια αναγκαία λύση για την επιτυχή συνέχιση της Επανάστασης, καθώς η χρηματοδότησή της από το υστέρημα του λαού στο ξεκίνημά της έφτασε γρήγορα στα όριά της.

Σύμφωνα με τον «υποθετικό προϋπολογισμό» του 1823, τον μοναδικό δημοσιευμένο, που υποβλήθηκε στη Β' Εθνοσυνέλευση και αναφέρεται στο εξάμηνο Μαΐου- Νοεμβρίου, οι στρατιωτικές δαπάνες ανέρχονταν σε 38.616.000 γρόσια, ένα ποσόν υπερβολικά μεγάλο και τα έσοδα σε μόλις 12.846.220 γρόσια.

Τα έξοδα του ναυτικού προϋπολογίζονταν σε 1.180.000 γρόσια μηνιαίως. Τα έξοδα του κάθε πλοίου ανέρχονταν 10.800 γρόσια τον μήνα και τα έξοδα συντήρησης και επισκευής σε 13.100 γρόσια. Ετσι, τα 60 καράβια του εθνικού στόλου απαιτούσαν 780.000 γρόσια τον μήνα και 400.000 γρόσια για πολεμοφόδια.

Το σύνολο των στρατιωτικών εξόδων ήταν 4.124.000 γρόσια τον μήνα. Ωστόσο, τα πρώτα δύο χρόνια, η επιτυχία της Επανάστασης δεν θεωρούνταν πιθανή. Γι’ αυτό, μετά τον τρίτο χρόνο και τις επιτυχίες στο πεδίο των μαχών, άρχισε να γίνεται εφικτή η εξεύρεση δανεισμού.

Παρόλα αυτά, όπως καταγράφεται στο έργο του ακαδημαϊκού οικονομολόγου Ανδρέα Μιχ. Ανδρεάδη «Ιστορία των εθνικών δανείων» (Αθήνα 1904), οι πρώτες προσπάθειες για την εξεύρεση εξωτερικού δανεισμού ξεκίνησαν, με απόφαση του διοικητικού οργάνου της Στερεάς Ελλάδας (ο λεγόμενος Αρειος Πάγος), στις 23 Νοεμβρίου 1821.

Το άφραγκο τάγμα και οι «Ιππότες της Ρόδου»

Η απόφαση αφορούσε τη λήψη δανείου 150.000 φλωρινίων (σ.σ. μάλλον πρόκειται για τα φιορίνια, νόμισμα τότε της Βενετίας και της Αυστροουγγαρίας) με εξόφληση σε πέντε χρόνια. Για τη διαπραγμάτευσή του εξουσιοδοτήθηκαν ο βαρόνος Θεοχάρης, ο Χ. Δροσινός και ο Θ. Κεφαλάς (Ολύμπιος) που εστάλη στη Γερμανία χωρίς τελικά να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.

Ακολούθησε, το φθινόπωρο του 1822, μια περίεργη διαπραγμάτευση δανείου με το «Τάγμα των Ιπποτών της Ρόδου», η οποία από το μέλος του πρώτου «Εκτελεστικού» (κυβέρνησης) Ανδρέα Π. Μεταξά είχε ανατεθεί στον Γάλλο συνταγματάρχη Φιλίπ Ζουρντάν (Philippe Jourdain).

Ο Γάλλος παρουσίασε, τελικά, μια απίστευτη σύμβαση, η οποία όχι μόνο παραχωρούσε στους ιππότες της Μάλτας διάφορα νησιά του Αιγαίου, αλλά στην ουσία δέσμευε την Ελλάδα να αναλάβει τη χρηματοδότηση του… άφραγκου «Τάγματος».

Γι’ αυτό, όπως γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Τόμος Γ’, κεφ. ΜΖ'), «οι Ελληνες, χλευάζοντες τα γενόμενα, και την συνθήκην απέρριψαν, και τον πρέσβυν απέπεμψαν».

Καθώς περνούσε ο καιρός και οι επιτυχίες των Ελλήνων συνεχίζονταν, άρχισαν να φτάνουν από το εξωτερικό διάφορες προτάσεις δανεισμού στην επαναστατική κυβέρνηση. Από μαρτυρία του Μαυροκορδάτου είναι γνωστές τουλάχιστον τρεις.

Και μπορεί οι περισσότερες απ’ αυτές να μη θεωρήθηκαν σοβαρές, όμως αυτή η κινητικότητα δείχνει ότι η ιδέα του ελληνικού δανείου είχε ωριμάσει στην Ευρώπη.

Η επαναστατική κυβέρνηση εξουσιοδότησε, με διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1823, τους Ι. Ορλάνδο, Ιωάννη Ζαΐμη και Αν. Λουριώτη να κάνουν τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη δανείου.

Στο μεταξύ, όμως, τα ελληνικά οικονομικά είχαν εξαθλιωθεί και είχε ξεσπάσει ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν 8 μήνες να φτάσουν στο Λονδίνο οι Ελληνες διαπραγματευτές.

Η καθυστέρηση αυτή είχε θετικά αποτελέσματα διότι στην Αγγλία είχε αρχίσει ένας κερδοσκοπικός πυρετός που ευνοούσε τις επενδύσεις σε επισφαλείς επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τον δανεισμό σε μη επισήμως αναγνωρισμένα κράτη, όπως ήταν τότε η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία κ.ά.

Ετσι, μόλις 25 ημέρες μετά την άφιξη των Ελλήνων πληρεξουσίων στην αγγλική πρωτεύουσα, στις 21 Φεβρουαρίου 1824, το πρώτο δάνειο του ελληνικού κράτους ήταν γεγονός, μέσα σε κλίμα κερδοσκοπικού ενθουσιασμού υπέρ της ελληνικής υπόθεσης.

Δανείστηκε 800.000 πήρε 348.000 λίρες

'Ηταν τέτοιο το κλίμα, που υπήρχαν προσφορές ιδιωτών για δανεισμό ελληνικών περιοχών, όπως η Κύπρος και η Ηπειρος, με εξόφληση «άμα τη απελευθερώσει αυτών»!

Οι όροι του δανείου ήταν σύμφωνοι με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Μαυροκορδάτος. Και συγκεκριμένα:

1) Το κεφάλαιο ορίστηκε σε 800.000 λίρες «ήτοι το αρχικώς ορισθέν κεφάλαιον».
2) Η αποπληρωμή ορίστηκε σε περίοδο 36 ετών, με χρεολυτική απόσβεση 1% (ζητούνταν 10 - 20 χρόνια).
3) Ο τόκος ορίστηκε στο 5% (υπολογιζόταν στο 6-8%).
4) Το δάνειο εκδόθηκε στο 59% της ονομαστικής αξίας, όπως περίπου προέβλεπε η κυβέρνηση.

Ωστόσο, υποθηκεύονταν όλα τα δημόσια έσοδα και τα εθνικά κτήματα.

Σε απόλυτους αριθμούς, ενώ το δάνειο ήταν ύψους 800.000 λιρών, το πραγματικά δανεισθέν ποσόν ανήλθε σε 472.000 λίρες. Απ’ αυτό το ποσόν αφαιρέθηκαν τόκοι δύο ετών και άλλα έξοδα και το πραγματικό κεφάλαιο που εκταμιεύτηκε ήταν 348.800 λίρες.

Τελικά, στην κυβέρνηση έφτασαν, μέσω των τραπεζών Λογοθέτη και Βαρφ της Ζακύνθου, 308.000 λίρες σε μετρητά. Επίσης, έφτασαν πολεμοφόδια αξίας 11.900 λιρών, ενώ στο Λονδίνο απέμεινε ένα ποσόν 28.100 λιρών.

Δυστυχώς, όμως, και αυτό το μεγάλο ποσόν (308.000 λίρες) αλλά και σχεδόν όλα τα χρήματα του δεύτερου δανείου που έφτασαν στην Ελλάδα, «αφιερώθησαν όχι εις τον υπέρ ελευθερίας, αλλ' εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν».

Πριν καλά καλά φτάσουν τα (όποια) χρήματα του πρώτου δανείου στην ελληνική κυβέρνηση, με τον φόβο της επίθεσης του αιγυπτιακού στόλου, αποφασίστηκε, στις 27 Μαρτίου 1824, η λήψη ενός δεύτερου, μεγαλύτερου δανείου.

Για τις νέες διαπραγματεύσεις εξουσιοδοτήθηκαν, ξανά, οι Ορλάνδος, Λουριώτης και Ζαΐμης, αλλά ο τελευταίος γρήγορα ανακλήθηκε, επειδή οι συγγενείς του ανήκαν στην αντίθετη πλευρά από την κυβερνητική. Ετσι, οι δυο πρώτοι ανέλαβαν τον χειρισμό της υπόθεσης και κατέληξαν σε συμφωνία με τον τραπεζικό οίκο των αδελφών Ρικάρντο στο Λονδίνο για την έκδοση ενός ομολογιακού δανείου ονομαστικού κεφαλαίου δυο εκατομμυρίων λιρών, διαιρεμένο σε 200.000 ομολογίες, αξίας 100 λιρών η κάθε μία.

Τα ομόλογα αυτά εκδίδονταν στο 55,5% της ονομαστικής αξίας τους, δηλαδή απέφεραν καθαρά 1.100.000 λίρες. Από αυτά τα χρήματα η τράπεζα παρακράτησε τους τόκους δυο ετών, χρεολύσια και άλλα έξοδα, συνολικού ύψους 284.000 λιρών.

Ετσι, το καθαρό εκταμιευόμενο ποσόν ήταν μόνο 816.000 λίρες.

Η «έξοδος στις αγορές», όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους, στέφθηκε με επιτυχία καθώς α) εξασφαλίζονταν οι τόκοι δύο ετών, β) παρέμενε σταθερή η αξία των ομολόγων του πρώτου δανείου και γ) συνεχιζόταν η κερδοσκοπική έξαψη στο Λονδίνο.

«Δυστυχώς η λαμπρά αύτη επιτυχία έμελλε να καταλήξη εις αθλίαν καταστροφήν», σημειώνει ο Ανδρεάδης και φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Ορλάνδος και ο Γιαννιώτης πολιτικός Λουριώτης, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για υπέρμετρες σπατάλες κατά την παραμονή τους στο Λονδίνο και επί Οθωνα έγινε προσημείωση της περιουσίας τους.

Ειδικότερα, η Γ' Εθνοσυνέλευση στη συνεδρίασή της, στις 3 Μαΐου 1827, αξίωνε να ζητηθεί λόγος από τον Ορλάνδο για 16.050 λίρες και από τον Λουριώτη για 4.552 λίρες.

Οι κινήσεις των δυο εκπροσώπων στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες. Κάποιοι ιστορικοί τούς μέμφονται ότι είχαν αποκλείσει από τη διαδικασία το «φιλελληνικό κομιτάτο», ενώ από άλλες πηγές προκύπτει ότι βρίσκονταν σε συνεργασία με ορισμένους «φιλέλληνες» κερδοσκόπους.

Το βέβαιο είναι ότι συνεργάστηκαν με μια τετραμελή ομάδα, που αργότερα η εφημερίδα Times του Λονδίνου, γράφοντας αλλεπάλληλα δημοσιεύματα για το «σκάνδαλο των ελληνικών δανείων», χαρακτήρισε ως «τετραρχία».

Η «τετραρχία» αποτελούνταν από την τράπεζα Ρικάρντο και τους Ελις (Ellice), Χομπχάους (Hobhouse) και Μπαρντέτ (Burdett), οι οποίοι διαχειρίστηκαν κατά βούληση τα χρήματα, χωρίς να δίνουν λόγο στους Ελληνες αντιπροσώπους, οι οποίοι προφανώς είχαν πλήρη άγνοια των συνθηκών των αγορών και δεν μπορούσαν να αντισταθούν στα τεχνάσματα των δαιμόνιων τραπεζιτών.

Οπως και να έχει, οι Λουριώτης και Ορλάνδος είχαν να διαχειριστούν ένα πολύ μεγάλο ποσόν, περίπου 1.150.800 λίρες, ιδιαίτερα σημαντικό για ένα κράτος μη αναγνωρισμένο, που καθημερινά κινδύνευε να εξαφανιστεί…

Το ποσόν προερχόταν από τα χρήματα του δεύτερου δανείου (1.100.000 λίρες), το υπόλοιπο του πρώτου δανείου (18.100 λίρες), τα χρήματα εράνου στην Καλκούτα των Ινδιών (2.200 λίρες) και τόκους εξαγορασθεισών ομολογιών του α' και του β' δανείου (10.500 λίρες).

Τα χρήματα συνοπτικά κατανεμήθηκαν ως εξής:

1) Σχεδόν το μισό του διαθέσιμου ποσού, δηλαδή 496.220 λίρες, διατέθηκε στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου για διάφορα έξοδα αλλά και κερδοσκοπικά παιχνίδια της «τετραρχίας».
2) Σε αυτά που έφτασαν στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης ή χρησίμευσαν για την πληρωμή συναλλαγών της και ανήλθαν σε 232.888 λίρες.
3) Για στρατιωτικές και ναυτικές προπαρασκευές στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες 392.600 λίρες. Ομως, «εκ των χρημάτων τούτων ουδεμίαν σχεδόν ωφέλειαν ηρύσθη η Ελλάς».

Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής άκρως αποκαλυπτικά στοιχεία:

α) Ενα κονδύλι 57.000 λιρών διατέθηκε για την προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων. Ενα άλλο κονδύλι 20.000 διατέθηκε για κανόνια τόσο για τα φρούρια όσο και για πλοία, τα οποία, όμως, δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα!
β) Κονδύλι 113.000 λιρών διατέθηκε για τη ναυπήγηση έξι ατμοκίνητων πολεμικών πλοίων. Οι ιστορικοί σημειώνουν ότι εάν αγοράζονταν έτοιμα πλοία θα ήταν πολύ φθηνότερα και θα διατίθεντο άμεσα στην ενίσχυση του στόλου.

Η παραγγελία έγινε στον Αγγλο ναυπηγό Γκαλογουέι (Galloway), του οποίου ο γιος εργαζόταν κοντά στον Τούρκο σουλτάνο και με διάφορες προφάσεις καθυστερούσε την κατασκευή, η οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί σε 4 ή 5 μήνες.

Ωστόσο, ο... φιλέλληνας Ελις, μέλος της «τετραρχίας», δεν είχε προβλέψει καμία ρήτρα σε βάρος του ναυπηγού. Ετσι, έπειτα από πολλές αναβολές παραδόθηκε, με καθυστέρηση ενός χρόνου, τον Σεπτέμβριο του 1926, ένα πλοίο, το «Καρτερία», που έφτασε στην Ελλάδα σε πολύ κακή κατάσταση και πρόσφερε ελάχιστα.

Οι φρεγάτες που δεν έφτασαν

Στην κατασκευή των άλλων πλοίων ενεπλάκη ο ναύαρχος Κόχραν, που πίστευε ότι ήταν και εφευρέτης! Ο Κόχραν προσελήφθη με μισθό 37.000 λίρες, ανεβάζοντας το κόστος σε 150.000 λίρες, και του δόθηκε άδεια να εφαρμόσει τα σχέδιά του στις μηχανές των πλοίων.

Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουν, πολύ αργά, στην Ελλάδα μόνο άλλα δυο πλοία και τα υπόλοιπα τρία να αχρηστευτούν πριν ξεκινήσουν.

γ) Η παραγγελία δυο φρεγατών σε ναυπηγεία των ΗΠΑ. Η συμφωνία έγινε στο ναυπηγείο Leroy, Bayard and Co., όπου διευθυντής ήταν ο πρόεδρος του τοπικού «φιλελληνικού κομιτάτου» Μπαγιάρντ (Bayard).

Για τη συμφωνία με τον Μπαγιάρντ η «τετραρχία» και οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας στο Λονδίνο έστειλαν, τον Μάρτιο του 1825, στη Νέα Υόρκη τον Γάλλο στρατηγό Λαλεμάν, πρώην αξιωματικό του ιππικού, χωρίς καμία γνώση περί των ναυτικών, με υψηλότατο μισθό 120 λιρών τον μήνα.

Το ναυπηγείο ανέλαβε να κατασκευάσει σε διάστημα 6 μηνών δύο φρεγάτες 50 κανονιών, με τη δέσμευση ότι στον ίδιο χρόνο θα κατασκευάζονταν και 6 μικρότερες φρεγάτες.

Ωστόσο, όχι μόνο το έργο δεν προχωρούσε αλλά το ναυπηγείο ζητούσε όλο και περισσότερα χρήματα.

Τότε, οι Ελληνες αντιπρόσωποι στο Λονδίνο έστειλαν στη Νέα Υόρκη τον Χιώτη έμπορο Α. Κοντόσταυλο να προσπαθήσει να «ξεμπλοκάρει» την κατασκευή των δυο φρεγατών.

Ο Κοντόσταυλος, για τον οποίο διατυπώθηκαν πολλές κατηγορίες, κατάφερε, μέσω πραγματικών φιλελλήνων γερουσιαστών, να φτάσει μέχρι το πρόεδρο Ανταμς και η αμερικανική κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της και να δώσει λύση.

Ετσι, έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι 50 ημερών η φρεγάτα «Ελλάς» έφτασε, τον Νοέμβριο του 1826, στο Ναύπλιο.

Σταύρος Μαλαγκονιάρης

24/3/2019


Στρατόπεδο του οθωμανικού στρατού στα τέλη της επανάστασης. 
Σκίτσο του Βαυαρού καλλιτέχνη Λούντιβιχ Κελνμπέργκερ.

2.
«Αποπλανηθέντες από την Ιερά Συμμαχία».

Tις παραμονές του 1821 η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Στην ευρωπαϊκή διπλωματική αρένα το οθωμανικό κράτος βρισκόταν απομονωμένο από το σύμφωνο της «Ιεράς Συμμαχίας», το οποίο αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των Μεγάλων, ενώ την ίδια περίοδο προσπαθούσε να ανακάμψει από τους κλυδωνισμούς της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου με τη Ρωσία (1806-1812).

Από την άλλη πλευρά, η λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου έδωσε στον σουλτάνο Μαχμούτ Β' τη δυνατότητα να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα αποδυνάμωσης των ημιανεξάρτητων επαρχιακών διοικητών στοχεύοντας στην ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας του κράτους1.


  • «Με ρωσική υποκίνηση και σκευωρία, το μιλέτι των Ρωμιών προκάλεσε εξέγερση σε διάφορες περιοχές της Επικράτειάς μας»                                                       Σανί Ζαντέ,Οθωμανός χρονογράφος(1771-1826)

Ωστόσο, παρά την κατάπνιξη της εξέγερσης ορισμένων προκρίτων στην Ανατολία, η ανάληψη του σχετικού εγχειρήματος δεν στέφτηκε από απόλυτη επιτυχία, καθώς η Πύλη είχε να αντιμετωπίσει την ανταρσία του Αλή Πασά της Ηπείρου και την αύξηση της επιρροής των Ουαχαμπιτών στην Αραβική Χερσόνησο, ενώ στα ανατολικά της σύνορα είχε εμπλακεί σε πόλεμο με το Ιράν (1821-1823)2.

Μέσα σε αυτό το κλίμα η Πύλη πληροφορήθηκε την κήρυξη της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος στις 22 Φεβρουαρίου 1821 διέσχισε τον Προύθο και δύο ημέρες αργότερα εξέδωσε τη γνωστή του προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».

Με την Ελληνική Επανάσταση η Οθωμανική Αυτοκρατορία καλούνταν να διαχειριστεί το πλήγμα της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου έθνους-κράτους στη μέχρι τότε «Καλά Προστατευόμενη Επικράτειά της» και να αντιμετωπίσει τη διαβρωτική επίδραση των νεωτερικών ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού εντός των συνόρων της.

«Εισβολή» ή απλώς «ανταρσία»;

Αρχικά η οθωμανική διοίκηση χαρακτήρισε το κίνημα του Υψηλάντη ως «εισβολή» ενός εχθρικού στρατού στα αυτοκρατορικά εδάφη υπό τη διοίκηση ενός ανώτατου αξιωματικού του τσάρου Νικόλαου Α΄, γεγονός «ανήκουστο, αναπάντεχο και περίεργο»3. Η οθωμανική διοίκηση θεωρούσε ότι η ενέργεια αυτή του Υψηλάντη αποτελούσε προϊόν μιας ρωσικής συνωμοσίας.

Η ανάμειξη της Ρωσίας στην επανάσταση του 1770 στην Πελοπόννησο, η επέμβαση των Ρώσων υπέρ της διευθέτησης του σερβικού ζητήματος, οι επαναλαμβανόμενοι ανά τακτά χρονικά διαστήματα πόλεμοι με τα τσαρικά στρατεύματα και η καλλιέργεια του αφηγήματος της «ρωσικής προσδοκίας» μεταξύ των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, είχαν καλλιεργήσει στη διοικητική ελίτ της Πύλης ένα κλίμα «ρωσοφοβίας»4.

Ο Οθωμανός χρονικογράφος Σανί Ζαντέ θεωρούσε ότι την Επανάσταση οργάνωσε ο Καποδίστριας κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Κέρκυρα5, ενώ ο ίδιος ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' θεωρούσε πως «είναι φανερό σε όσους διαθέτουν μυαλό και λογική ότι η Ρωσία είναι ο βασικότερος εχθρός του Υψηλού μας Κράτους και των μουσουλμάνων [...] εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιεί κάθε ευκαιρία και δικαιολογία για να αφανίσει το Κράτος μας [...] Με τη ρωσική υποκίνηση και σκευωρία, το μιλέτι των Ρωμιών ενώθηκε μυστικά στο σύνολό του και προκάλεσε εξέγερση σε διάφορες περιοχές της Επικράτειάς μας [...]»6.



Ο σουλτάνος, η διοικητική ελίτ, οι ιστοριογράφοι της Πύλης οι οποίοι κατέγραψαν τα γεγονότα της περιόδου του Εικοσιένα7, αλλά όσοι μουσουλμάνοι έλαβαν ενεργό μέρος στα γεγονότα και έγραψαν απομνημονεύματα8, χαρακτήρισαν την Ελληνική Επανάσταση ως «εξέγερση» (isyan), «συνωμοσία» (fesad), «διχόνοια» (şikak και fitne), «προδοσία» (hıyanet και ihanet), «κίνημα» (hareket) και «δοκιμασία/συμφορά» (fetret). Με παρόμοιους όρους είχαν χαρακτηριστεί και προγενέστερες εξεγέρσεις9.

Επίσης οι Οθωμανοί περιέγραφαν τους επαναστατημένους Ελληνες ως μιλέτι των Ρωμιών (Rum milleti)10, ταϊφέ των Ρωμιών (Rum tâ'ifesi) ζιμήδες (zimmi) και χριστιανούς (nasara), στασιαστές και αντάρτες (asiler), ληστές Ρωμιούς (eşkiya-yı Rum), ραγιάδες (reaya)11, άπιστους (kefere, gavur)12 και πειρατές (izbandid)13, οι οποίοι «παραπλανήθηκαν από το διάβολο» και επιδόθηκαν σε σατανικές πράξεις υπονομεύοντας τα θεμέλια του κράτους.

Η ρητορική αυτή φανερώνει ότι οι Οθωμανοί αντιμετώπισαν τα γεγονότα ως μια καθολική εξέγερση των υπηκόων τους, οι οποίοι είχαν συνασπιστεί προκειμένου να πολεμήσουν τους μουσουλμάνους αμφισβητώντας βίαια το υφιστάμενο οθωμανικό πλαίσιο εξουσίας14. Ερμήνευσαν την Επανάσταση ως ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα και ανησυχούσαν ότι η συμμαχία των ορθόδοξων υπηκόων, οι οποίοι είχαν εκπέσει στο καθεστώς των χαρμπήδων (όσων δηλαδή βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την ισλαμική κοινότητα) ήταν ιδιαίτερα απειλητική για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης (nizam-i alem), την ακεραιότητα του κράτους και τη διαιώνιση της δυναστείας.

Το γεγονός ότι το μιλέτι των Ρωμιών ήταν διασπαρμένο σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας αποτελώντας μια «υπερτοπική» ομάδα, οι φόβοι για συμμετοχή των Αλβανών στην εξέγερση15 και επέκταση των ταραχών στη Βουλγαρία και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας16 είχε οδηγήσει τους Οθωμανούς να σχηματίσουν την πεποίθηση ότι πρόκειται για μια αναμέτρηση με θρησκευτικό και διακοινοτικό υπόβαθρο17.

Ακόμα και οι Οθωμανοί της Πελοποννήσου, οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στη δίνη των επαναστατικών γεγονότων, αναρωτιόντουσαν αν στην «εξέγερση» συμμετείχαν όλοι οι Μοραΐτες ή το σύνολο του ρωμέικου μιλετίου και αν καθοδηγούνταν από έναν ξένο «κιράλη» (βασιλιά)18.



Ο ακατανόητος ριζοσπαστισμός

Οσον αφορά τις κοινωνικές αιτίες του κινήματος, ο Σανί Ζαντέ προσπάθησε να το ερμηνεύσει αντλώντας τα επιχειρήματά του από την κλασική ισλαμική πολιτική φιλοσοφία: υποστήριξε ότι οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των τελευταίων ετών οφείλονταν στη διαφθορά, στην κακοδιοίκηση και στη μεταβολή των ηθών, η οποία με τη σειρά της ήταν συνέπεια της απομάκρυνσης των χρηστών ανθρώπων από τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων19.

Ο ίδιος χρονικογράφος σε άλλο σημείο του έργου του ανέφερε ότι «το ρωμέικο μιλέτι ξεσηκώθηκε με τη συμμετοχή των παπάδων, οι οποίοι διαδίδοντας φανταστικά πράγματα όπως “Εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου”, “Έφτασε στον Πατριάρχη μήνυμα από το μελλοντικό κόσμο”, “Οι νικηφόροι Χριστιανοί”, “Η ίδρυση του ελληνικού κράτους” (Zuhur-i Devlet-i Yunan), υποκίνησαν την εξέγερση. Και με υποσχέσεις ότι σε συγγράμματα ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αναφέρονται ως Ιερή Συμμαχία, πάρθηκε η απόφαση να υποστηρίξουν την ελευθερία (serbestiyet) των χριστιανικών μιλετίων αποπλάνησαν τους υπηκόους»20.

Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου σημειώνεται ότι «επιδέξιοι δάσκαλοι που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη συγκεντρώθηκαν σε σχολεία στον Μοριά, στο Αϊβαλί, στη Σμύρνη, στη Σάμο, στη Βλαχία, στη Μολδαβία και στην Κωνσταντινούπολη και έκαναν λόγο για ελευθερία και για ελληνικό κράτος (Devlet-i Yunan)» 21.

Ο Εσαντ, επίσης, στο έργο του σημειώνει ότι οι Ρώσοι και τα άλλα κράτη εξαπάτησαν τους Ρωμιούς κάνοντας λόγο για ίδρυση Ελληνικής Δημοκρατίας (Yunan Cumhuru)22. Τα αποσπάσματα αυτά καταδεικνύουν τις υποψίες της Πύλης για ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στις υποθέσεις της. Η αναφορά δε στον όρο Ιερή Συμμαχία αποκαλύπτει τον ενδόμυχο φόβο των Οθωμανών για μια νέα «σταυροφορία» της Δύσης ενάντια στο κράτος τους 23.

Ενα άλλο σημείο που χρήζει προσεκτικής ανάγνωσης είναι οι αναφορές στον ρόλο της παιδείας και της εκπαίδευσης Ρωμιών σε σχολεία της Ευρώπης. Οι λόγιοι του «Οθωμανικού Διαφωτισμού» (πνευματικής κίνησης διακριτής από την αντίστοιχη φάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού) είχαν συνειδητοποιήσει τη δυναμική της εκπαίδευσης και αναγνώριζαν ότι οι χριστιανοί υπήκοοι ενστερνίζονταν τις αξίες της Δύσης στρέφοντας την πλάτη στο δικό τους κόσμο, γεγονός που άρχιζε να τους διαφοροποιεί στα μάτια του κράτους ως ο «άλλος»24.

Τέλος, τα σχόλια των χρονικογράφων σχετικά με την ίδρυση ελληνικού κράτους (Devlet-i Yunan) και Ελληνικής Δημοκρατίας (Yunan Cumhuru) αποτελούν μια πρώιμη χρήση των όρων από το πολιτικό λεξιλόγιο των Ελλήνων.

Πέρα όμως από αυτές τις ελάχιστες νύξεις, οι Οθωμανοί δεν θεωρούσαν ότι η εξέγερση των υπηκόων τους αποτελούσε ένα ριζοσπαστικό κίνημα εμπνεόμενο από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, το οποίο είχε στόχο να σπάσει τους δεσμούς με το παγιωμένο πλαίσιο εξουσίας.

Το γεγονός ότι δεν κατανόησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο της Επανάστασης φαίνεται ακόμα πιο παράδοξο από τη στιγμή που οι Οθωμανοί ήταν ενήμεροι για τους στόχους των Ελλήνων, καθώς είχαν κατασχέσει σημαντικό μέρος της αλληλογραφίας μεταξύ των ηγετών της Επανάστασης, ενώ από τις αρχές του 1822 είχαν μεταφράσει το Σύνταγμα της Επιδαύρου25.

Η εξήγηση του γεγονότος αυτού οφείλεται στο γεγονός ότι η νοηματοδότηση των νεωτερικών όρων της Γαλλικής Επανάστασης δεν ήταν εύκολη υπόθεση για την οθωμανική ιντελιγκέντσια.

Συγκεκριμένα ο όρος δημοκρατία (cumhur και cumhuriyet) είχε ταυτιστεί με την οχλοκρατία ή ένα ολιγαρχικό σύστημα διακυβέρνησης26, η ελευθερία (serbestiyet) σήμαινε την έλλειψη περιορισμών και την παροχή οικονομικών προνομίων27, ο όρος πατρίδα (vatan) χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον γενέθλιο τόπο καταγωγής και η αντίληψη ότι αυτή πρέπει να κατοικείται από ένα συγκεκριμένο έθνος (millet) ήταν εντελώς ξένη με την οθωμανική πολιτειακή αντίληψη28, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο όρος millet είχε άλλα σημαινόμενα.

Παρομοίως, η έννοια της ισότητας που ευαγγελίζονταν οι Ελληνες ήταν ασύμβατη με τις πολιτικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού ως ισότητα νοούνταν η διατήρηση της διάκρισης ανάμεσα στην τάξη που διοικούσε και στους φορολογούμενους υπηκόους τους σουλτάνου29.

Τέλος, η προοπτική της ίδρυσης ενός κράτους (devlet) στην αυτοκρατορική επικράτεια από μια θρησκευτική κοινότητα που η οθωμανική διανόηση χαρακτήρισε ως «Yunan» προκαλούσε σύγχυση, την οποία επέτεινε το γεγονός ότι οι Οθωμανοί στις αρχές του 19ου αιώνα εννοούσαν με τη λέξη Yunan τους αρχαίους Ελληνες30.



Κατασταλτικά μέτρα

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Οθωμανοί επιστράτευσαν τα παραδοσιακά μέτρα για την καταστολή της εξέγερσης. Καταρχάς επιχείρησαν να αξιοποιήσουν την ιδεολογική και πολιτική ισχύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταξύ των ορθόδοξων υπηκόων του σουλτάνου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αφόρισε το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά αργότερα εκτελέστηκε με την -αβάσιμη- αιτιολογία ότι, παρ’ όλο που γνώριζε τις προετοιμασίες για την έκρηξη της Επανάστασης, δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για να την αποτρέψει31.

Το 1823 ο σουλτάνος απευθύνθηκε στους μητροπολίτες που παρέμεναν αφοσιωμένοι στο οθωμανικό κράτος και τους ζήτησε να συνεργαστούν με τους πιστούς πρόκριτους προκειμένου αυτοί να επιβλέπουν και να νουθετούν το ποίμνιό τους, καταγγέλλοντας όσους παραβαίνουν τα όρια της νομιμοφροσύνης32.

Η Πύλη, επίσης, τιμώρησε ηγετικές προσωπικότητες του μιλετίου των Ρωμιών. Πολλοί Φαναριώτες εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ αρκετοί Ρωμιοί επαρχιακοί πρόκριτοι φυλακίστηκαν33. Στη συνέχεια η οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον αποκλεισμό των Φαναριωτών από τις κρατικές υπηρεσίες και την απομάκρυνσή τους από τα διπλωματικά σώματα των πρεσβειών στο εξωτερικό, θεωρώντας τους αναξιόπιστους34.

Ταυτόχρονα ο Μαχμούτ Β' κινητοποίησε τις αυτοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις εκδίδοντας φιρμάνια με τα οποία ζητούσε την αποστολή βοήθειας από την ενδοχώρα της Ανατολίας σε περιοχές που μαίνονταν οι συγκρούσεις. Tα μικρασιατικά παράλια θεωρήθηκαν ζώνη υψηλού κινδύνου λόγω της γειτνίασής τους με τα νησιά του Αιγαίου και για αυτόν τον λόγο η φύλαξή τους ανατέθηκε σε μονάδες του ναυτικού.

Ενα ακόμα μέτρο που υιοθετήθηκε ήταν η διενέργεια ελέγχων σε πλοία τα οποία διέσχιζαν τα Στενά του Βοσπόρου με ρωσική σημαία, καθώς οι οθωμανικές αρχές είχαν πληροφορίες ότι αρκετά εμπορικά πλοία περνούσαν από τον Βόσπορο μεταφέροντας πολεμοφόδια και σιτηρά για τους επαναστατημένους Ελληνες. Αργότερα το μέτρο αυτό επεκτάθηκε σε όλα τα πλοία που προσέγγιζαν τα λιμάνια των νησιών του Αιγαίου35.

Στη συνέχεια οι Οθωμανοί απαγόρευσαν τις μετακινήσεις από και προς την Ανατολία, την Κωνσταντινούπολη και τη Ρούμελη και τις επέτρεψαν μόνο κατόπιν έκδοσης ειδικής άδειας36. Μια ακόμα απόφαση που ελήφθη ήταν η άρση του δικαιώματος της οπλοκατοχής σε μη μουσουλμάνους υπηκόους και η κατάσχεση των όπλων τους37. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε να κατασχεθεί η περιουσία όσων συμμετείχαν στην Επανάσταση. Το συγκεκριμένο μέτρο εφαρμόστηκε εκτεταμένα σε πόλεις της Μ. Ασίας38 και στην Κρήτη39.

Κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης ο σουλτάνος επεξεργάστηκε το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης μουσουλμανικών πληθυσμών στην Πελοπόννησο και ειδικότερα σε περιοχές που είχαν ερημώσει ή εγκαταλειφθεί λόγω του πολέμου.

Στους πληθυσμούς αυτούς είχε την πρόθεση να παραχωρήσει προς καλλιέργεια κτήματα και μέρος από τις περιουσίες των χριστιανών υπηκόων που είχαν δημευτεί από το Κρατικό Θησαυροφυλάκιο40. Το σχέδιο ωστόσο παρουσίαζε αντικειμενικές δυσκολίες ως προς την εφαρμογή του και δεν υλοποιήθηκε.



Ιδεολογικές επιδράσεις

Σε ιδεολογικό επίπεδο η οθωμανική πολιτική ελίτ είχε επηρεαστεί από το έργο του Αραβα φιλοσόφου Ιμπν Χαλντούν (1332-1406). Σύμφωνα με τη θεωρία του, τα κυρίαρχα κράτη και οι ηγεμονεύουσες δυναστείες έχουν συγκεκριμένη διάρκεια ζωής και παρακμάζουν όταν στην κοινωνία αρχίζει να κυριαρχεί ο αστικός τρόπος διαβίωσης και οι υπήκοοι ρέπουν προς την πολυτέλεια και την αδράνεια41.

Την ίδια περίοδο στην Κωνσταντινούπολη αρκετά μέλη της διοικητικής ελίτ βρίσκονταν υπό την επιρροή της διδασκαλίας του τάγματος των Νακσιμπεντήδων Αυτοί κήρυτταν την απόλυτη ανάγκη για τους μουσουλμάνους να ακολουθούν τη σαρία και να αποφεύγουν τις παρεκκλίσεις από τον τρόπο ζωής που αυτή επιβάλλει42. Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης αποτέλεσε την αιτία για την εμφάνιση των ιδεών αυτών στο προσκήνιο, ως ιδεολογικού εργαλείου πολιτικοποίησης της θρησκείας και κινητοποίησης των μουσουλμάνων για την αντιμετώπιση της «ανταρσίας των Ρωμιών υπηκόων».

Λίγους μήνες μετά την έκρηξη της Επανάστασης εκδόθηκαν αρκετά αυτοκρατορικά διατάγματα με τα οποία ζητούνταν από τους μουσουλμάνους να εγκαταλείψουν τον έκλυτο τρόπο ζωής και την πολυτέλεια, να αναπτύξουν δεσμούς αλληλεγγύης, όπως είχαν κάνει και οι χριστιανοί εξεγερθέντες, και να εξοπλιστούν. Ταυτόχρονα ζητούνταν από τους αξιωματούχους του κράτους είναι σε επιφυλακή και να εκτελούν τα καθήκοντά τους με ευσυνειδησία43.

Υπό αυτές τις συνθήκες ο σουλτάνος απηύθυνε ουσιαστικά κάλεσμα σε τζιχάντ, σημειώνοντας ότι «το σύνολο του μιλετίου των Ρωμιών βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση […] Οι Ρωμιοί συνωμότησαν και επιτίθενται σε μουσουλμάνους και τους σκοτώνουν […] Στο ερώτημα, λοιπόν, αν είναι συμβατό με τη θρησκεία να λαφυραγωγούνται οι περιουσίες τους και να αιχμαλωτίζονται οι γυναίκες και τα παιδιά τους, η απάντηση είναι καταφατική και εκδόθηκε επί του ζητήματος φετβάς, βασιζόμενος στο Κοράνι»44.

Ολα αυτά είχαν αποτέλεσμα την κινητοποίηση των μουσουλμάνων, η οποία οδήγησε σε σφαγές εναντίον άμαχων χριστιανικών πληθυσμών στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη και στην Κω45.

Πέρα από τη χρήση βίας ο Μαχμούτ Β' χρησιμοποίησε και την πολιτική του «istimalet», της ανεκτικότητας δηλαδή και της παραχώρησης προνομίων στους μη μουσουλμάνους υπηκόους46. Eξέδωσε φιρμάνι με το οποίο χορηγούσε αμνηστία σε όσους είχαν συμμετάσχει σε ενέργειες κατά του κράτους. Η υιοθέτησή της πολιτικής αυτής οφείλεται εν μέρει στις συνέπειες και στον διεθνή αντίκτυπο που είχε προκαλέσει η Σφαγή της Χίου τον Απρίλιο του 182247.

Την ίδια περίοδο οι Οθωμανοί ήταν ενήμεροι για τις δράσεις των Ευρωπαίων φιλελλήνων (muhibb-i Yunan) και για τα δίκτυα υποστήριξης που συγκροτήθηκαν, προκειμένου να συνδράμουν την ελληνική υπόθεση48.

Η διόγκωση του φιλελληνικού ζητήματος και οι συχνές επεμβάσεις των δυτικών κρατών για τη διευθέτηση του ζητήματος προκάλεσαν την αγανάκτηση των Οθωμανών, οι οποίοι απέρριπταν κάθε ανάμειξη των πρεσβευτών στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυτοκρατορίας και τους καλούσαν να σταματήσουν να τρέφουν ψευδαισθήσεις σχετικά με την ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων49. Οι Οθωμανοί αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την αγγλική και ρωσική διαμεσολάβηση στην ελληνική υπόθεση ως μια πράξη που έχει ένα στόχο: τον διαμελισμό των εδαφών τους50.

Οι Οθωμανοί διατήρησαν παρόμοια στάση ενάντια στους Ελληνες επαναστάτες και τις Μεγάλες Δυνάμεις μέχρι το τέλος σχεδόν της Επανάστασης και καθιέρωσαν τους όρους «Yunanistan» για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και «Yunan» ή «Yunani», για τους υπηκόους του μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, αν και η συγκεκριμένη φρασεολογία είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται από τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης51.

Η βίαιη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κράτους αποτέλεσε το έναυσμα για σημαντικές αλλαγές στην πολιτική φιλοσοφία της αυτοκρατορίας και επηρέασε σημαντικά τις μετέπειτα εξελίξεις.

* * *

1. İlber Ortaylı, İmparatorluğun en Uzun Yüzyılı, İstanbul 2003, σ. 37.
2. Hüseyin Şükrü Ilıcak, «Η οθωμανική πολιτική φιλοσοφία και η αντίδραση στην ελληνική αταξία», σε 1821, Η γέννηση ενός έθνους - κράτους τ. Ε', Αθήνα 2010, σσ. 79-80.
3. Hüseyin Şükrü Ilıcak, A Radical Rethinking of Empire: Ottoman State and Society during the Greek War of Independence (1821 - 1826), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Harvard University, 2011, σ. 173.
4. Hüseyin Şükrü Ilıcak, ό.π., σ. 75.
5. Şânî-Zâde Mehmet Atâullah Efendi, Şânî-Zâde Târîhi 1223-1237 (1808-1821), σ. 1.037.
6. ΒΟΑ, ΗΑΤ. 51356, χχ.
7. Από τους Οθωμανούς ιστοριογράφους που ασχολούνται με την περίοδο της Επανάστασης, εξετάζεται κυρίως η προσέγγιση των Şânizade Mehmet Ataullah Efendi (1771-1826) και Mehmet Esad Efendi (1789-1848), οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι των γεγονότων που περιγράφουν, ήταν κοντά στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και αντανακλούν περισσότερο την κρατική προσέγγιση στα γεγονότα που μας αφορούν.
8. Σοφία Λαΐου, «Η Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο Σύμφωνα με την Περιγραφή Ενός Ντόπιου Οθωμανού Λογίου», σε Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ενα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Αθήνα 2009, σ. 307-319· Tolga U. Esmer, “The Confessions of an Ottoman 'Irregular': Self Presentation and Ottoman Interpretive Communities in the Nineteenth Century”, Osmanlı Araştırmaları Dergisi, 44 (2014), σ. 313-340· Seyyid Mehmet Emin Paşa, Tarih-i Vaka-ı Sakız, İstanbul 1873.
9. Palmira Brummett, “Classifying Ottoman Mutiny: The Act and Vision of Rebellion”, The Turkish Studies Association Bulletin, 22/1 (1998), σ. 91-107.
10. ΒΟΑ, ΗΑΤ 38453, χχ
11. ΒΟΑ, C.DH. 134/6671, 1 Ramazan 1236 (2/6/1821).
12. ΒΟΑ, ΗΑΤ 38453. Οι Οθωμανοί χαρακτήριζαν ως «άπιστους» πρόσωπα που είχαν συνωμοτήσει ενάντια στο κράτος και αμφισβητούσαν την εξουσία του πατισάχ. Ο ίδιος όρος αποδόθηκε στους γενίτσαρους το 1826 (Mehmed Es'ad Efendi, Vakanüvis Es'ad Efendi Tarihi, Ιstanbul 2002, σ. 58.
13. ΒΟΑ, C.DH. 134/6671, 1 Ramazan 1236 (2/6/1821).
14. Yusuf Karabıçak, “Who were the rebellious Rum? Ottoman attempts to define the rebels and take measures against them during the early days of the Greek War of Independence”, ανακοίνωση στο συνέδριο του ΕΙΕ “1821: What made it Greek and Revolutionary?”, Αθήνα 4–5/7/2018.
15. BOA, HAT 10518, χχ.
16. Şânî-Zâde Mehmet Atâ'ullah Efendi, ό. π. , σ. 1098.
17. Meral Bayrak, 1821 Mora İsyanı ve Yunanistan'ın Bağımsızlığı, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Anadolu Üniversitesi, Eskişehir 1999, σ. 107.
18. Elias Kolovos, “What is this and Why? Ottoman Responses to the Greek Revolution”, ανακοίνωση στο συνέδριο “1821: What made it Greek and Revolutionary?”, όπ.π.
19. Şânî-Zâde Mehmet Atâ'ullah Efendi, ό. π. , σ. 1027.
20. Στο ίδιο, σ. 1082.
21. Στο ίδιο, σ. 1188.
22. Es'ad Efendi, Vakanüvis Es'ad Efendi Tarihi, İstanbul 2000, σ. 572.
23. Erik Zürcher, Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας, Αθήνα 2004, σ. 64.
24. Edhem Eldem, “18. Yüzyıl ve Değişim”, Cogito, 19 (1999), σ. 191.
25. ΒΟΑ, HAT 47772, 21-04-1237 (15/1/1822).
26. Yeşil Fatih, “Looking at the French Revolution through Ottoman Eyes: Ebubekir Ratib Efendi's observations”, Bulletin of SOAS, 70/2 (2007), σ. 290.
27. Bernard Lewis, “Serbestiyet”, İktisat Fakültesi Mecmuası, 41 (2011), σσ. 47–52.
28. Hakan Erdem, «Μη λογίζετε τους Ελληνες Σκαφτιάδες της Γης, Οι αντιδράσεις της οθωμανικής εξουσίας στην Ελληνική Επανάσταση», σε Θ. Δραγώνα - F. Birtek (επιμ.), Ελλάδα και Τουρκία, Πολίτης και Εθνος - Κράτος, Αθήνα 2006, σ. 158.
29. Gottfried Hagen, “Legitimacy and World Order”, σε H. T. Karateke - M. Reinkowski (eds), Legitimizing the Order, The Ottoman Rhetoric of State Power, Leiden - Boston 2005, σσ. 55-83.
30. Περισσότερα για τον όρο: Ηλίας Κολοβός, «Ονομάτων επίσκεψις του Εβλιά Τσελεμπή», σε Γραικοί, Έλλην, Ρωμηός Γραικός, Συλλογικοί Προσδιορισμοί και Συλλογικότητες, Αθήνα 2019, σσ. 283–297.
31. Şânî-Zâde Mehmet Atâ'ullah Efendi, ό.π., σ. 1.121.
32. ΒΟΑ, ΗAT, 38100, χχ.
33. Hüseyin Şükrü Ilıcak, ό.π., σσ. 179-184.
34. Hakan Erdem, ό.π., σ. 147.
35. Filiz Yaşar, “Yunan İsyanında Osmanlı'nın Rumeli'de va Anadolu'da Aldığı Güvenlik Önlemleri: Tedabir-i Osmaniyye”, Edebiyat Fakültesi Dergisi, 32 (2015), σσ. 288-9.
36. Filiz Yaşar, ό.π, σ. 291.
37. Şânî-Zâde Mehmet Atâ'ullah Efendi, ό.π., σ. 1.079.
38. Mübahat Kütükoğlu, “Yunan İsyanı Sırasında Anadolu ve Adalar Rumları'nın Tutumları ve Sonuçları” , Üçüncü Askeri Tarih Semineri Türk-Yunan İlişkileri, Ankara 1986, σσ. 143 - 145.
39. A. Nükhet Adıyeke - Nuri Adıyeke, “Yunan Ayaklanması Sırasında Girit Resmo'da Müsadere ve Müzayedelere Dair Bir İnceleme”, Kebikeç, 32 (2011), σσ. 138-9.
40. ΒΟΑ, ΗΑΤ 25641, 39137.
41. Για την ανάπτυξη αυτής της επιχειρηματολογίας βλ. Hüseyin Şükrü Ilıcak, ό.π. (2011), σσ. 100-167.
42. B. Abbu Manneh, “The Naqshbandiyya - Mujaddidiyya in the Ottoman Lands in the Early 19th Century”, Die Welt des Islams, 22 (1982), σ. 15.
43. ΒΟΑ, ΗAT 25702.
44. ΒΟΑ. ΒΟΑ, C.DH. 134/6671, 1 Ramazan 1236 (2/6/1821).
45. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τ. 1, Αθήνα 1993, σ. 242.
46. BOA, HAT 10518, χχ.
47. Eldem Ethem, “From Chios Massacre to the "Unspeakable Turk”: Memory, Acceptance and Denial in the Late-Nineteenth Century”, εισήγηση στο συνέδριο «Επαναστάσεις στα Βαλκάνια, 1804-1908”, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1-3/11/2013.
48. İdris Bayram, Osmanlı Arşiv Belgelerine Göre Yunanistan Devleti'nin Kurulmasında İngiltere'nin Rolü), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Gazi Üniversitesi, Ankara 2008, σ. 105.
49. ΒΟΑ ΗΑΤ, 37961, ΧΧ.
50. ΒΟΑ, HAT, 17365, 29-12-1239 (25 Αυγούστου 1824).
51. Dilek Ozkan, Ottoman Perceptions and Considerations on the First Ottoman and Greek Borderlands in Thessaly (1832- 1865), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2016, σσ. 66-68.

Λεωνίδας Μοίρας, 
υποψήφιος διδάκτορας Οθωμανικής Ιστορίας 
στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/188264_apoplanithentes-apo-tin-iera-symmahia?fbclid=IwAR2iU3e1kX6ZxttLzibuoRM7ITkRVTZH8_doe5RYVWfJ1CcR_xpdR-pGYeA

23/3/2019



  3.
Ελληνική Επανάσταση 1821: 
Η μάχη του ποταμού Σερέτη. 

Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την έναρξη της Επανάσταση. Είχε προηγηθεί, στις 21 Φεβρουαρίου, η μάχη του Γαλατσίου της Ρουμανίας, της πρώτης μάχης του αγώνα, που έληξε με νίκη των Ελλήνων.

Οι Έλληνες προωθήθηκαν αρχικά μέχρι τη Βλαχία. Σύντομα όμως, όταν ο σουλτάνος έλαβε ρωσικές διαβεβαιώσεις ότι ο τσάρος δεν στηρίζει το ελληνικό κίνημα αντέδρασε.

Τον Απρίλιο τουρκικές δυνάμεις πέρασαν τον Δούναβη και εισήλθαν στο έδαφος της Βλαχίας, με την συγκατάθεση της Ρωσίας, αφού βάσει διμερούς συμφωνίας απαγορευόταν η μόνιμη παρουσία τουρκικών δυνάμεων εκεί. Επικεφαλής ήταν ο διοικητής της Σιλίστριας Σελίμ Μεχμέτ πασάς.

Οι Τούρκοι διέθεταν και περί τα 44 μικρά σκάφη που τους εξασφάλιζαν εξασφάλιση της ποτάμιας γραμμής του Δούναβη. Συνολικά ο Σελίμ διέθετε, μαζί με τα πληρώματα των σκαφών, 30.000 άνδρες, δύναμη δηλαδή ικανή να «πνίξει τους Έλληνες επαναστάτες.

Τουρκικά τμήματα δυνάμεως 5-7.000 ανδρών κινήθηκαν προς το Γαλάτσι την ώρα που 12.000 Τούρκοι βάδιζαν προς το Βουκουρέστι. Άλλο δε τουρκικό σώμα εισέβαλε στη Μικρή Βλαχία (σημερινή Ολτένια της Ρουμανίας). Στο Γαλάτσι βρίσκονταν 900 Έλληνες υπό τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη.

Η περιοχή δεν προσφερόταν για άμυνα έναντι ειδικά ενός αντιπάλου που υπερείχε τόσο σε αριθμούς και διέθετε και ιππικό. Προτάθηκε τότε η υποχώρηση των Ελλήνων σε προσφορότερες θέσεις. Η πρόταση όμως απορρίφθηκε για να μην εγκαταλειφθεί ο πληθυσμός του Γαλατσίου στα χέρια των Τούρκων.

Η μάχη του Σερέτη

Οι Έλληνες αφού αποφασίστηκε να παραμείνουν στο Γαλάτσι, άρχισαν να επισκευάζουν τρία παλαιά οχυρώματα που υπήρχαν εκεί, μνημεία του τελευταίου Ρωσοτουρκικού πολέμου. Παράλληλα τέσσερα ελληνικά πλοιάρια, εξοπλισμένα με ελαφρά πυροβόλα, θα υποστήριζαν τα μαχόμενα τμήματα από τα νοτιοανατολικά όπου ρέει ο Δούναβης παραπλήσια της πόλης.

Γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι ήταν καθ’ οδόν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη γέφυρα του ποταμού Σερέτη, δυτικά, από όπου περνούσε ένας από τους δρόμους που από τη Βραίλα οδηγούσε στο Γαλάτσι.

Ο Καρπενησιώτης με λίγους ιππείς μετέβαινε συχνά στην περιοχή του Σερέτη για να παρακολουθεί προσωπικά τους εχθρούς. Το απόγευμα της 30ης Απριλίου, συνοδευόμενος από τον υπαρχηγό του Καραγιώργη και 12 ιππείς, ο Καρπενησιώτης είδε τους Τούρκους να προσεγγίζουν. Η τουρκική εμπροσθοφυλακή, συγκείμενη από 800 ιππείς, πέρασε μέσω πρόχειρης γέφυρας τον ποταμό και κινήθηκε βορειότερα προς άλλη γέφυρα την οποία οι Έλληνες δεν είχαν καταστρέψει.

Οι Έλληνες κάλπασαν επίσης προς την άλλη γέφυρα και έφτασαν πρώτοι. Ήσαν όμως ελάχιστοι. Ο Καρπενησιώτης για να κερδίσει χρόνο αποφάσισε να πολεμήσει, αφού πρώτα έστειλε δύο ιππείς του στο Γαλάτσι για να ζητήσει ενισχύσεις.

Έτσι 12 Έλληνες βρέθηκαν έναντι 800 Τούρκων. Επιτελώντας, κυριολεκτικά, ένα θαύμα ο Καρπενησιώτης και οι άνδρες του άντεξαν τόσο χρόνο όσο χρειάστηκε για να αφιχθούν 600 Έλληνες πεζοί και ιππείς από το Γαλάτσι. Αμέσως ο γενναίος Καρπενησιώτης αντεπιτέθηκε και έτρεψε τους Τούρκους σε φυγή καταδιώκοντάς τους μέχρι την κατεστραμμένη γέφυρα.

Οι Τούρκοι ενίσχυσαν την εμπροσθοφυλακή τους αλλά και πάλι ηττήθηκαν. Σύντομα όμως επανήλθαν αριθμώντας πλέον 2.000 άνδρες και διαθέτοντας τουλάχιστον έξι πυροβόλα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να παραπλανήσουν τους Έλληνες, εκτελώντας προσποιητή φυγή, ώστε να τους οδηγήσουν εμπρός από τα πυροβόλα τους.

Ο Καρπενησιώτης όμως δεν παραπλανήθηκε. Αντίθετα απάντησε με ίδιο τρόπο καθώς είχε ενισχυθεί και αυτός με ένα πυροβόλο και 100 ακόμα άνδρες. Έτσι όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν βασιζόμενοι στην αριθμητική τους υπεροχή ήταν το ελληνικό πυροβόλο που τους θέρισε με βολιδοφόρα από απόσταση 40μ. Κατόπιν αυτού οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους 300 νεκρούς.

Η μάχη στον ποταμό Σερέτη αποτέλεσε ελληνική τακτική επιτυχία. Ωστόσο σύντομα οι Τούρκοι θα κατέκλυζαν την περιοχή.

Παντελής Καρύκας 

https://slpress.gr/istorimata/
elliniki-epanastasi-1821-i-machi-toy-potamoy-sereti/
24 Μαρτίου 2019 



4.
Ο Πρόδρομος του 1821… Κροκόνδειλος Κλαδάς,
 πρώτος επαναστάτης.

Ο Κροκόνδειλος (ή Κροκόδειλος, ή Ακροκόδυλος) Κλαδάς ήταν γιος του Θεοδώρου Κλαδά, αξιωματικού στην υπηρεσία των Δεσποτών του Μυστρά. Γεννήθηκε το 1425 και αμέσως μόλις ανδρώθηκε ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και έγινε «στρατιώτης». Η καταγωγή της οικογένειας ήταν από την Ήπειρο.

Ωστόσο πρώτη αναφορά σε Κλαδάδες στο Μωριά γίνεται το 1296. Η οικογένεια ήταν στην υπηρεσία των Παλαιολόγων Ο Κροκόνδειλος έζησε της τουρκικής κατάκτησης της Πελοποννήσου και για λίγο σταμάτησε να πολεμά. Με την έκρηξη όμως του πρώτου τουρκοενετικού πολέμου, το 1463, πήρε και πάλι τα όπλα και πολέμησε, επικεφαλής σώματος στρατιωτών, υπέρ των Ενετών και κατά των Οθωμανών.

Ο Κροκόνδειλος πολέμησε άριστα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Όταν όμως οι Ενετοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τον Μωάμεθ τον πορθητή διέταξαν και τους υπέρ αυτών πολεμήσαντες Έλληνες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες.

Βάσει των όρων της συνθήκης ο βραχίωνας της Μάνης παραδιδόταν από τους Ενετούς στους Τούρκους. Όπως ήταν φυσικό ο όρος αυτός προκάλεσε οργή στους Λάκωνες, οι οποίοι είχαν ήδη αφειδώς χύσει το αίμα τους για την ελευθερία τους και τη Βενετία. Ο Κροκόνδειλος ήταν από την εποχή των Παλαιολόγων, άρχοντας του κάστρου του Αγίου Γεωργίου. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο ο ίδιος ο Μωάμεθ είχε επιχειρήσει να τον πάρει με το μέρος του, δελεάζοντας τον με παροχές γαιών.

Επανάσταση

Ο Κλαδάς τότε είχε προτιμήσει αντί των προσφορών του Τούρκου να πολεμήσει για της ελευθερία. Εντάχθηκε στον Ενετικό στρατό, στον οποίο ανακηρύχτηκε γενικός αρχηγός των “Στρατιωτών”. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας Ενετών –Τούρκων, ο Κλαδάς αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στους Τούρκους «να λερώσουν το χώμα της Μάνης»!

Στις 9 Οκτωβρίου του 1479, εγκατέλειψε την Κορώνη, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 1.600 ανδρών και βάδισε προς τη Μάνη. Μόλις έφτασε εκεί διακήρυξε την απόφαση του να συνεχίσει τον πόλεμο και κάλεσε τους Έλληνες υπό τα όπλα, υψώνοντας το λάβαρο του, σημαία γαλάζια με ολόλευκο σταυρό στη μέση, πλάι στην κόκκινη πολεμική σημαία των Παλαιολόγων με τον δικέφαλο αετό .

Πολλοί έσπευσαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, ο οποίος μέσα σε έναν μήνα έφτασε να αριθμεί 16.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα. Για να ενισχύσει τη θέληση του λαού, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Ενετούς να ξαναρχίσουν τον πόλεμο με τους Τούρκους, κήρυττε δημόσια ότι ενεργεί με τη σύμφωνη γνώμη της Βενετίας. Δεν δίστασε μάλιστα να υψώσει δίπλα στις ελληνικές σημαίες και αυτή του Αγίου Μάρκου.

Έχοντας συγκεντρώσει αρκετή δύναμη ο Κλαδάς κινήθηκε αρχικά προς απελευθέρωση των οχυρών της Μάνης, τα οποία οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει στους Τούρκους. Με μεγάλο ενθουσιασμό και με την ιαχή «Κύριε Ελέησον», οι άνδρες του ρίχθηκαν στους Τούρκους και τους κατανίκησαν. Οι τουρκικές φρουρές στα χωριά Μάνη και Μεγαλοχώρι αφανίστηκαν, τα φρούρια του Τριγοφίλου και του Οιτύλου κατελήφθησαν και οι φρουρές τους εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν.

Οι πύργοι της Καστανιάς, της Γαστέλας, του Λεφτινιού, της Ανδρούσσας, του Βάσκου, της Πιάγας και του Παπαφίγγου κατελήφθησαν επίσης, όπως και οι ορεινές διαβάσεις του Μεγαλοβουνίου και της Μαίνας. Οι νίκες αυτές προκάλεσαν ενθουσιασμό στους Χριστιανούς, αλλά και τρόμο στον σουλτάνο. Ο μεγάλος φόβος του Μωάμεθ ήταν ότι η Βενετία βοηθούσε την εξέγερση.

Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι πολεμούσαν σκληρά και σε άλλα μέτωπα, στην Ανατολία, κατά τουρκομανικών φύλων, στην Αίγυπτο κατά των Μαμελούκων και στην Μεσοποταμία, κατά των Περσών. Άρα η έκρηξη νέου τουρκοενετικού πολέμου θα ήταν άκρως επιζήμια, ίσως και μοιραία για την οθωμανική κυριαρχία. Η Βενετία όμως, επίσης εξαντλημένη από τον προηγηθέντα μακροχρόνιο πόλεμο, ξεκαθάρισε τη θέση στον σουλτάνο, δηλώνοντας ότι ουδεμία σχέση είχε με το κίνημα και ήταν μάλιστα πρόθυμη να βοηθήσει στην κατάπνιξη του.

Ως δείγμα καλής θέλησης απέναντι στον Μωάμεθ, ο Ενετός διοικητής της Κορώνης Νικολό Κονταρίνι, συνέλαβε την σύζυγο και τα παιδιά του Κλαδά, τα οποία ο Έλληνας “Στρατιώτης” είχε αφήσει για ασφάλεια εκεί. Κατόπιν εξέδωσαν προκήρυξη, με την οποία αποκήρυσσαν τον Κλαδά και απαγόρευαν, με την ποινή του θανάτου, στους Έλληνες υπηκόους της «γαληνοτάτης», να πολεμούν υπέρ του Κλαδά. Οι Ενετοί δεν περιορίστηκαν όμως σε αυτά, αλλά επικήρυξαν τον Κλαδά.

Η επίθεση του Αλή Βούμικου

Έχοντας ησυχάσει από την «ενετική» απειλή, ο Μωάμεθ αποφάσισε να καταστείλει μόνος τους την εξέγερση. Για τον σκοπό αυτό διέταξε τον μπεηλέρμπεη Αλή Βούμικο να εκστρατεύσει κατά του Κλαδά. Ο Αλή Βούμικος αφού συγκέντρωσε 6.000 επιπλέον άνδρες- οι πηγές δεν αναφέρουν τον ακριβή αριθμό του στρατού του Βούμικου – κίνησε από τον Μυστρά για τη Μάνη.

Στις 16 Ιανουαρίου 1481 ο οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Μάνη και επιτέθηκε κατά του πύργου του Τριγοφίλου. Τον πύργο υπεράσπιζαν τρεις μόνο στρατιώτες, ενώ εντός του είχαν βρει καταφύγιο και 16 άμαχοι, οι οποίοι φυσικά βοήθησαν στην άμυνα. Οι λιγοστοί αμυνόμενοι αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν, αλλά στο τέλος ο πύργος κυριεύθηκε και όλο οι εν αυτό κατακόπηκαν σε μικρά μικρά κομμάτια.

Κατόπιν της “μεγάλης” του νίκης, ο Βούμικος κινήθηκε στα ενδότερα της Μάνης και στις 19 Ιανουαρίου προσέγγισε το Οίτυλο. Ο Κλαδάς όμως είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και δεν δίστασε να δώσει μάχη εκ παρατάξεως με τους αήττητους, έως τότε, Οθωμανούς.

Προστατευμένοι στο ορεινό έδαφος, οι πεζοί του Κλαδά, τοξότες στην πλειοψηφία τους, θέρισαν τους σπαχήδες του Βούμικου. Έτσι όταν οι ιππείς “Στρατιώτες” τους Κλαδά αντεπιτέθηκαν, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων έναντι του κατακτητή, από την άλωση της Πόλης.

Ταπεινωμένος ο οθωμανικός στρατός σταμάτησε τη φυγή του, όταν έφτασε στα τείχη του Μυστρά. Στο μεταξύ οι Ενετοί, σε μια αναλαμπή ανθρωπισμού, απέρριψαν την πρόταση του Μωάμεθ περί παραδόσεως σε αυτόν της οικογενείας του Κλαδά, αλλά την έστειλαν στη Βενετία, όπου και έκλεισαν τα μέλη της στη φυλακή. Παράλληλα οι Ενετοί, για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα δημιουργούντο ζητήματα με τον Μωάμεθ, αποφάσισαν να αποστρατεύσουν τους περισσότερους από τους Έλληνες αρματολούς που είχαν στην υπηρεσία τους. Ένας από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Μπούας, πατέρας του διάσημου Μερκούριου Μπούα.

Ο Μπούας θυμωμένος από τους Ενετούς, εγκατέλειψε το Ναύπλιο, επικεφαλής 60 στρατιωτών, με σκοπό να ενωθεί με τον Κλαδά. Αντί όμως να βαδίσει κατευθείαν προς τη Μάνη, πήγε πρώτα στο Άργος. Εκεί έστησε ενέδρα σε τουρκικό απόσπασμα, το οποίο και εξουδετέρωσε. Από τους Τούρκους, οι τρεις σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι 27 παραδόθηκαν.

Νέα τουρκική εισβολή

Παρά την συντριβή του στρατού, ο Μωάμεθ θύμωσε μεν, δεν απογοητεύτηκε δε. Ανέθεσε τη διοίκηση νέας στρατιάς στον σαντζάκμπεη Αχμέτ, στον οποίο διέθεσε και επίλεκτους γενίτσαρους και ατάκτους αζάπηδες. Στις 16 Φεβρουαρίου 1481 ο Αχμέτ είχε στρατοπεδεύσει στον Μυστρά, έχοντας συγκεντρώσει τουλάχιστον 10.000 άνδρες. Από την άλλη πλευρά η θέση του Κλαδά εξασθενούσε.

Πρώτα από όλα την επανάσταση έβλαψε ιδιαιτέρως η διαμάχη μεταξύ του Κλαδά και του Μπούα και η αποχώρηση του τελευταίου από τη Μάνη. Αλλά και η στάση της Βενετίας είχε επηρεάσει πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι έβλεπαν αδύνατη την επιτυχία τους χωρίς τη βοήθεια μιας ξένης δύναμης. Έτσι σιγά-σιγά η δύναμη του Κλαδά εξασθενούσε. Ο Αχμέτ παρόλα αυτά εν αποτόλμησε επίθεση, παρά μόνο στις 4 Απριλίου, όταν κατέπλευσε στα ύδατα της Μάνης και μια τουρκική γαλέρα.

Η εμφάνιση της έριξε ακόμα περισσότερο το ηθικό των επαναστατών, με συνέπεια να μειωθεί ακόμα περισσότερο ο στρατός του Κλαδά. Ο τελευταίος μπορούσε πλέον να στηρίζεται αποκλειστικά στους δικούς του Στρατιώτες, ελαφρούς ιππείς και στους «ζαγραδόρους» (παραστάτες των εφίππων στρατιωτών) πεζούς τους. Με τις δυνάμεις αυτές δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να αντιμετωπίσει τον Αχμέτ μπέη.

Ο Τούρκος όμως έκανε το λάθος να διαχωρίσει τις δυνάμεις του και να επιτεθεί μόνο με 2.000 γενιτσάρους και ιππείς κατά του χωριού Καστανιά. Ο Κλαδάς αντεπιτέθηκε στο τουρκικό αυτό σώμα, παρά το γεγονός ότι ακόμα και απέναντι σε αυτό οι δυνάμεις του υστερούσαν δραματικά σε αριθμό, και κατόρθωσε να το νικήσει. Οι Τούρκοι εκτόξευσαν και νέες επιθέσεις. Η μάχη στο χωριό μαίνονταν για ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Στο τέλος οι λιγοστοί άνδρες του Κλαδά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Βρέθηκαν όμως αποκλεισμένοι από παντού, καθώς ένα ακόμα τουρκικό σώμα, με επικεφαλής τον βοεβόδα της Καλαμάτας, είχε κινηθεί στα νώτα των Ελλήνων. Ακολούθησε πανικός και ο επαναστατικός στρατός διαλύθηκε. Οι περισσότεροι πάντως άνδρες του διεσώθησαν, αφού κατόρθωσαν διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό με μια απελπισμένη έφοδο. Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και ο Κλαδάς, ο οποίος κατόρθωσε να ανασυγκροτήσει 50 μόλις άνδρες του. Οι υπόλοιποι Μανιάτες έσπευσαν προς τα χωριά τους για να τα υπερασπίζουν από τους εισβάλλοντες Τούρκους.

Διάσωση και ηρωικό τέλος

Τις επόμενες μέρες η στρατιά του Αχμέτ προέλασε χωρίς να αντιμετωπίζει οργανωμένη αντίσταση. Πολλά χωριά ξεθεμελιώθηκαν και οι κάτοικοι ανασκολοπίστηκαν. Ο Κλαδάς στο μεταξύ, πολιορκείτο με τους λιγοστούς άνδρες τους σε έναν πύργο. Για καλή του τύχη όμως είχαν φτάσει εκείνες τις μέρες στη Μάνη τέσσερις (κατ’ άλλους τρεις) γαλέρες του βασιλιά των Δύο Σικελιών Φερδινάνδου, φανατικού εχθρού των Τούρκων. Επικεφαλής δε του στολίσκου ήταν ένας καλός φίλος του Κλαδά, ο επιλεγόμενος Γιάγκος.

Αυτός βλέποντας τη δυσχερή θέση του Κλαδά έστειλε μήνυμα, προτείνοντας του να επιβιβαστεί με τους άνδρες του στα πλοία. Ο Κλαδάς, δεν είχε άλλωστε και άλλη επιλογή, δέχθηκε. Πριν όμως αποχωρήσει αποφάσισε να δώσει μια τελευταία μάχη με τον Αχμέτ. Έτσι το βράδυ της 12ης προς 13ης Απριλίου 1481, οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των πολιορκητών Τούρκων και κατέσφαξαν πολλούς από αυτούς, μέσα στη σύγχυση και στον πανικό που προκλήθηκε.

Αμέσως μετά διέσχισαν τις τουρκικές θέσεις και έσπευσαν στο Πόρτο Κάγιο, εκεί όπου είχαν αγκυροβολήσει οι ιταλικές γαλέρες. Την επομένη επιβιβάστηκαν σε αυτές και αναχώρησαν για τη Νεάπολη της Ιταλίας.

Ο Κλαδάς πέρασε στη υπηρεσία του βασιλιά της Νεαπόλεως και πολέμησε στην Βόρεια Ήπειρο. Το 1490 έπεσε στα χέρια των Τούρκων που τον σκότωσαν «με θάνατο δια κατακερματισμού, καθιστώντας τον όμως έτσι όχι μόνο πρόμαχο της ελευθερίας αλλά και πρωτομάρτυρα του γένους των Ελλήνων.

Παντελής Καρύκας

https://slpress.gr/istorimata/
o-prodromos-toy-1821-krokondeilos-kladas-protos-epanastatis/
 20 Μαρτίου 2019 


Θεόδωρος Βρυζάκης, «Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», 1861.
 Εθνική Πινακοθήκη.

5.
Φιλέλληνες, ένας βασικός κρίκος στην απελευθέρωση.

Δυστυχώς, όμως, εκτός από ορισμένα εμβληματικά πρόσωπα (λόρδος Βύρων, Βίκτωρ Ουγκό, Εϋνάρδος, Μάγερ κ.ά.) πολλοί άλλοι φιλέλληνες αφέθηκαν στη λήθη των χρόνων, όπως και το κίνημα συμπαράστασης στους επαναστατημένους Ελληνες

Το Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου, που συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας, ήταν ο καταλύτης για να γιγαντωθεί το φιλελληνικό κίνημα, που ξεπέρασε τα όρια της Ευρώπης και έφτασε μέχρι την Αμερική αλλά και την Ινδία!

Η σημασία αυτού του διεθνούς κινήματος, που εμφανίστηκε, από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, παρά τις διώξεις πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αποδείχτηκε τεράστια, επειδή:

Συνετέλεσε, οικονομικά και πολιτικά, στην επιτυχή κατάληξη της Επανάστασης του 1821 και ταυτόχρονα βοήθησε στη διάσωση των λιμοκτονούντων αμάχων.

Υπολογίζεται ότι «με τα βοηθήματα που έστειλαν οι Φιλέλληνες, παρά τις συνηθισμένες καταχρήσεις που έγιναν στην Ελλάδα, εσώθηκαν πάνω από 200 χιλ. Eλληνες, που από την πείνα είχαν καταντήσει να τρέφουνται με βελανίδια, φλοιούς από δένδρα και αγριάπιδα».1

Η δυναμική του φιλελληνικού ρεύματος ήταν τέτοια, που ακόμα και στη Βιέννη (του ορκισμένου εχθρού της Επανάστασης Μέτερνιχ) δεν μπόρεσαν μέχρι τέλους να αρνηθούν την άδεια για τη διεξαγωγή εράνου, ενώ σχηματίστηκε και φιλελληνικός σύλλογος, του οποίου προΐστατο ο Σίνας.

Τα ρεύματα και οι τάσεις

Δυστυχώς, όμως, εκτός από ορισμένα εμβληματικά πρόσωπα (λόρδος Βύρων, Βίκτωρ Ουγκό, Εϋνάρδος, Μάγερ κ.ά.) πολλοί άλλοι φιλέλληνες αφέθηκαν στη λήθη των χρόνων, όπως και το κίνημα συμπαράστασης στους επαναστατημένους Ελληνες.

Ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς2 διαχωρίζει το φιλελληνικό κίνημα
 στις εξής κατηγορίες:

1. Το αυθόρμητο φιλελληνικό ρεύμα, που βασίζεται σε μια συμπάθεια προς έναν καταπιεζόμενο λαό από την τουρκική βαρβαρότητα. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν μάζες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, όπως ευγενείς, ιερωμένοι, πανεπιστημιακοί καθηγητές κ.ά. Η κατηγορία αυτή άκμασε στην Κεντρική Ευρώπη (Γερμανία, Ελβετία κ.α.) και βοήθησε τους Ελληνες ηθικά και υλικά ώς ένα σημείο.

2. Οι φιλέλληνες, που τάχθηκαν υπέρ της Ελλάδας από ιδεολογική συμπάθεια προς τις εθνικοαπελευθερωτικές και αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Κατά τον Βουρνά αυτή ήταν «η πιο πολυάριθμη και πιο ενδιαφέρουσα κατηγορία φιλελλήνων», την οποία υποδιαιρεί σε δύο κλάδους: α) τους διαφωτισμένους ανθρώπους, όπως είναι οι Γάλλοι δημοκράτες, επίγονοι του 1789, οι Γερμανοί φοιτητές με επικεφαλής τον περίφημο καθηγητή Φρειδερίκο Τιρς (Θείρσιο), οι Ιταλοί Καρμπονάροι κ.λπ., που δεν δίστασαν να ενισχύσουν την Ελληνική Επανάσταση ακόμα και με μέσα που θεωρούνταν παράνομα στις χώρες τους και β) αυτούς που επεδίωξαν να μετάσχουν στη μάχη για την ελευθερία, παίρνοντας μέρος στα ένοπλα γεγονότα στο πλευρό του ελληνικού λαού.

3. Το φιλελληνικό ρεύμα, με τυχοδιωκτικό χαρακτήρα. Αυτό το ρεύμα εκπροσωπήθηκε από ανθρώπους αποτυχημένους στη χώρα τους που ζητούσαν μοίρα στον ήλιο της Ελλάδας και κάποιους «φιλέλληνες» από το τραπεζικό κεφάλαιο της Αγγλίας και άλλων χωρών της Δύσης, που είδαν την Ελληνική Επανάσταση σαν συμφέρουσα οικονομική επιχείρηση.

'Ερανος στην Καλκούτα

Χαρακτηριστικό της παγκόσμιας απήχησης του φιλελληνικού κινήματος είναι ότι ακόμα και στη μακρινή Καλκούτα της Ινδίας συγκροτήθηκε «φιλελληνικός Σύνδεσμος», με μέλη πολλούς Ινδούς, ο οποίος διοργάνωσε, πιθανόν το 1824, έρανο υπέρ του Αγώνα.

Πιθανόν στο πλαίσιο του εράνου διοργανώθηκε και μια γιορτή «για τα θαλασσινά ελληνικά κατορθώματα», στην οποία πήραν μέρος και προσέφεραν γενναία ποσά και Κινέζοι έμποροι.3

Συνολικά, ο σύνδεσμος της Καλκούτας συγκέντρωσε 2.200 λίρες Αγγλίας, τα οποία εστάλησαν στο Λονδίνο και τέθηκαν στη διάθεση των Ελλήνων αντιπροσώπων, που βρίσκονταν εκεί για τη διαπραγμάτευση των «δανείων της ανεξαρτησίας».

Μια ανάλογη γιορτή γνωρίζουμε ότι έγινε, την ίδια χρονιά, στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ είχαν γίνει πολλοί έρανοι, μετά την έκκληση που είχε κάνει η ηρωίδα Μαντώ Μαυρογένους προς τις Αμερικανίδες, και στάλθηκαν πάρα πολλά εφόδια σε ρουχισμό και τρόφιμα, κυρίως για τον άμαχο πληθυσμό, που τη διανομή τους είχε αναλάβει, σε ταξίδι του στην Ελλάδα, ο μεγάλος φιλέλληνας γιατρός Σαμουήλ Χάου.

Εβραίοι και μουσουλμάνοι

Στη γιορτή, στη Βαλτιμόρη, στεφανώθηκε ο ανδριάντας του Μάρκου Μπότσαρη, ενώ γύρω μαζί με τα σύμβολα της ελευθερίας και τα ελληνικά τρόπαια ήταν η επιγραφή «Ubis libertas, ibi patria» («όπου [υπάρχει] ελευθερία, εκεί [είναι η] πατρίδα»).

Κατά τον Σταματόπουλο, η πιο συγκινητική και απροσδόκητη κίνηση έγινε από τον Ραβίνο της Βεστφαλίας Ελβίγκ, που αποδείχτηκε ο μόνος από τους θρησκευτικούς αρχηγούς (και χριστιανών ακόμα), που ενδιαφέρθηκε για τα παθήματα των Ελλήνων.

Ο Ραβίνος εξέδωσε μια προκήρυξη, στην οποία αναγραφόταν μια περικοπή των λόγων του προφήτη Μαλαχία και με αυτήν καλούσε τους Ισραηλίτες να δώσουν τις συνδρομές τους για τους μαχόμενους Ελληνες, γράφοντας: «Ποίος Ισραηλίτης δύναται να αναγνώση τα παθήματα των Ελλήνων και να μη χύση πικρά δάκρυα;»4

Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία ενός μουσουλμάνου ανάμεσα στους φιλέλληνες, που ήρθαν να πολεμήσουν στην Ελλάδα. Ηταν ο Αιγύπτιος Δαβουσσί, που ανήκε στην περίφημη ίλη των Μαμελούκων του Ναπολέοντα και την ιστορία του διαβάζουμε στο έργο του Μπ. Αννινου.

Μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων, ο Δαβουσσί αποστρατεύτηκε και πήγε στην πατρίδα του για να τακτοποιήσει κάποια κληρονομικά θέματα. Ομως, οι αντίδικοί του ήταν εύποροι, δωροδόκησαν τον πασά και αυτός συνέλαβε και διέταξε να ξυλοκοπηθεί αγρίως ο πρώην Μαμελούκος. Από τότε τον κατέλαβε μίσος κατά των μουσουλμάνων και από την Γαλλία, όπου είχε επιστρέψει μετά την περιπέτειά του, έσπευσε από τους πρώτους ν’ αγωνιστεί στο πλευρό των Ελλήνων.

Ο Δαβουσσί πήρε μέρος στην ατυχή Μάχη του Πέτα (1822), πολέμησε ηρωικά, σκότωσε όσους εχθρούς μπόρεσε και έπεσε νεκρός, διάτρητος από πληγές. Σύμφωνα με τον Αννινο, οι φιλέλληνες που σκοτώθηκαν σε μάχες ή παρέμειναν και πέθαναν μετά το τέλος του πολέμου στην Ελλάδα ήταν 286, οι περισσότεροι Γερμανοί (121). Ακολουθούν οι Γάλλοι (56) και οι Ιταλοί (50), Ελβετοί 11, Αγγλοι 10, Δανοί 8, Κορσικανοί 7, Πολωνοί 5, Αυστριακοί 4, Σουηδοί και Σκοτσέζοι από 3, Ισπανοί 2 και από ένας Πορτογάλος, Ούγγρος, Ιρλανδός, Βέλγος, Ολλανδός και Αμερικανός.

Βεβαίως υπήρχαν και πολλοί άλλοι, που ήρθαν για ένα διάστημα στην Ελλάδα, πολέμησαν και έφυγαν πριν τελειώσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις ή αμέσως μετά το τέλος τους, αλλά δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί στοιχεία γι’ αυτούς.

Οι Γερμανοί

Από τους πρωτοπόρους του φιλελληνικού κινήματος ήταν ο Γερμανός φιλόσοφος Κρουγγ (Κrug) από τη Λιψία, που εξέδωσε φυλλάδιο υποστηρίζοντας ότι οι Ελληνες δεν ήταν στασιαστές, όπως τους κατηγορούσαν, αλλά ο σουλτάνος ήταν σφετεριστής της εξουσίας. Και καλούσε τους Γερμανούς να ιδρύσουν «κομιτάτα» και να κάνουν εράνους.

Η σαξονική κυβέρνηση απαγόρευσε την ίδρυση φιλελληνικών σωματείων και κατηγόρησε τον Κρουγγ για τη στήριξη των επαναστατημένων Ελλήνων αλλά εκείνος κυκλοφόρησε και άλλες διατριβές για να υποστηρίξει ότι οι Ελληνες δεν ήταν Καμπονάροι, ούτε Γιακωβίνοι, αλλά αγωνίζονταν για την εθνική ελευθερία τους.

Τις ίδιες δυσχέρειες, τον ίδιο καιρό, αντιμετώπισε και ο καθηγητής Θείρσιος στο Μόναχο, με τα φιλελληνικά του άρθρα. Ομως η αστυνομία και η λογοκρισία τον ανάγκασαν να σταματήσει, πράγμα που άλλαξε όταν πέθανε ο Μαξιμιλιανός Α΄ και τον διαδέχτηκε ο Λουδοβίκος Α΄, πατέρας του Οθωνα.

Παρά την ανασταλτική αντίδραση, με τις επεμβάσεις της Αυστρίας, στα συντηρητικά γερμανικά κρατίδια, πολλά φιλελληνικά δημοσιεύματα Γάλλων και Αγγλων μεταφράστηκαν στα Γερμανικά, προκαλώντας κύμα συμπάθειας σε αγρότες και λαϊκά στρώματα στην Αυστρία και στη Βαυαρία. Ηταν τέτοια η φόρτιση, που οι Γερμανίδες ακολούθησαν τις Γαλλίδες στην ένδυση με φορέματα σαν της Μπουμπουλίνας.

Σε γιορτές πολλοί μεταμφιέζονταν σε παλληκάρια και Σουλιώτες, οι μαθητές στα τετράδιά τους είχαν φωτογραφίες του Μάρκου Μπότσαρη και των πυρπολητών, που είχαν στις προθήκες τους και τα χαρτοπωλεία, και στις συναυλίες ακούγονταν με ενθουσιασμό ελληνικά τραγούδια και φιλελληνικά ποιήματα.5

Οπως γράφει και ο Τ. Βουρνάς, από τους φιλέλληνες ο ελληνικός λαός τιμά τους πραγματικούς αγωνιστές της ελευθερίας του και δεν ξεχνά τις θυσίες τους. Η αδέκαστη όμως ιστορία έχει χρέος να ξεχωρίσει εκείνους που πραγματικά θυσιάστηκαν από εκείνους που εκμεταλλεύτηκαν για προσωπικό όφελος τον ελληνικό λαό και τους αγώνες του.

Σημειώσεις:
1. Τάκης Α. Σταματόπουλος, «Ο εσωτερικός αγώνας»,
 εκδόσεις Κάλβος, τόμος Δ΄, σσ. 127-128.
2. Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας», 
Εκδόσεις Πατάκη, τόμος Α΄, σσ. 95, 97.
3. Μπάμπης Αννινος, «Οι Φιλέλληνες του 1821», Αθήνα 1925, σσ. 190 και 207.
4. Τάκης Α. Σταματόπουλος, ό.π, τόμος Γ΄, σ. 286.
5. Τάκης Α. Σταματόπουλος, ό.π, τόμος Δ΄, σσ. 119-120.

Σταύρος Μαλαγκονιάρης

https://www.efsyn.gr/nisides/188273_filellines-enas-basikos-krikos-stin-apeleytherosi?fbclid=IwAR0jMZxNOjjHMqNYr9UUTuEUhvZNb8W8J_ZZpmqxlQgsM4URziLWK9Y2418

23/3/2019


Ο «'Αρης» ήταν ένα ισχυρό σκάφος του ελληνικού στόλου στην Επανάσταση του 1821.



6.
Τα ξύλινα τείχη έσωσαν τον αγώνα.

Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του πρώτου χρόνου της Επανάστασης του 1821 είχε η άμεση επέκτασή της στη θάλασσα.

Βέβαια, και τα επόμενα χρόνια οι επαναστατημένοι Ελληνες πέτυχαν σημαντικές νίκες στη θάλασσα απέναντι στον οθωμανικό στόλο.

Ομως, ειδικά τον πρώτο χρόνο τα αποτελέσματα της δράσης της ναυτικής δύναμης των Ελλήνων, ήταν άμεσα και καθοριστικά για τη συνέχεια, αφού:


 Συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία της πολιορκίας της Μονεμβασίας, που απελευθερώθηκε, τελικά, στις 23 Ιουλίου 1821, αναπτερώνοντας το ηθικό των επαναστατών.

 Ματαίωσε την πρώτη προσπάθεια των Οθωμανών να στείλουν ενισχύσεις, περίπου 3.000 άνδρες, από τα παράλια της Μικράς Ασίας στην Πελοπόννησο για την καταστολή της Επανάστασης.

 Απέτρεψε την αποστολή πολεμοφοδίων στις οθωμανικές δυνάμεις στην Ηπειρο, που προσπαθούσαν να καταπνίξουν την «ανταρσία» του Αλή Πασά, κρατώντας εκεί απασχολημένες για περισσότερο διάστημα πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις του σουλτάνου.
Εκτός από τα στρατηγικής σημασίας αποτελέσματα, οι Ελληνες, επιτιθέμενοι με επιτυχία εναντίον οθωμανικών πλοίων, εξασφάλιζαν πολύτιμο οπλισμό και πυρομαχικά.

Σύμφωνα με την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη, τον καιρό, που άρχισε η Επανάσταση η Υδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά είχαν συνολικά 176 καράβια, ενώ λιγότερα διέθεταν και προσέφεραν στον Αγώνα το Γαλαξείδι, η Κάσος, η Μύκονος κ.ά.

Τα περισσότερα (92) και τα τρία μεγαλύτερα ήταν της Υδρας, τα τρικάταρτα του Τομπάζη με 20 κανόνια, και του Λελεχού με 18 κανόνια, αλλά μεγαλύτερης ισχύος και το δικάταρτο του Μιαούλη με 18 κανόνια.

Τα άλλα πλοία είχαν από 10 έως 14 κανόνια. Οι Σπέτσες είχαν συνολικά 44 πλοία και τα Ψαρά 40.

Αντίθετα, ο οθωμανικός στόλος διέθετε τέσσερα (4) τρικάταρτα, 13 δικάταρτα, 20 φρεγάτες, 22 κορβέτες και ορισμένα άλλα μικρότερα πλοία.

Ομως ο οθωμανικός στόλος ενισχυόταν από πλοία, άγνωστου αριθμού και μεγέθους, διαφόρων κρατών, όπως π.χ. της Αιγύπτου, των οποίων τα πληρώματα θεωρούνταν πιο εξασκημένα από τα τούρκικα.

Η Μπουμπουλίνα

Το πρώτο νησί που προσχώρησε στην Επανάσταση ήταν οι Σπέτσες «μηδόλως αναμείνασα την απόφασιν της γείτονος και συναδέλφου της Υδρας». Μάλιστα, στις 26 Μαρτίου όλα τα σπετσιώτικα πλοία είχαν υψώσει την τοπική επαναστατική σημαία.

Τα πρώτα δύο σπετσιώτικα πλοία με τη σημαία της Επανάστασης, με επικεφαλής τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τον Μανώλη Δ. Λαζάρου, αντίστοιχα, κατευθύνθηκαν στο Αργολικό κόλπο και εφοδίασαν με πυρίτιδα τους Ελληνες, που από τις 4 Απριλίου, είχαν αρχίσει την πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου.

Στη συνέχεια παρέμειναν εκεί, αποτρέποντας κάθε προσπάθεια ανεφοδιασμού με σκάφη των πολιορκούμενων. Ωστόσο, αυτή η πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου απέτυχε καθώς στις 10 Απριλίου οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την ελληνική ραστώνη του Πάσχα έκαναν επίθεση και απομάκρυναν τους πολιορκητές.

Ομως, αμέσως μετά το Πάσχα, με την παρότρυνση και την υλική στήριξη της Μπουμπουλίνας ξεκίνησε νέα, πιο καλά οργανωμένη πολιορκία του Ναυπλίου με αρχηγό τον Στάικο Σταϊκόπουλο.

Τις ίδιες ημέρες, άλλα 10 σπετσιώτικα πλοία υπό την ηγεσία του Γεωργίου Πάνου κατέπλευσαν στον κόλπο της Μονεμβασίας, επεκτείνοντας στη θάλασσα την πολιορκία που γινόταν από τη στεριά.

Στις αρχές Μαΐου το θαλάσσιο πολιορκητικό μέτωπο ενισχύθηκε με δύο υδραίικα πλοία και με μανιάτικα ένοπλα σώματα.

Τα ξημερώματα της 1ης Ιουνίου, 168 Τούρκοι επιβιβάσθηκαν σε μια γολέτα και σε ένα τρεχαντήρι με σκοπό να αιφνιδιάσουν το στρατόπεδο των Ελλήνων από τα νώτα.

Οι κινήσεις τους, όμως, έγιναν αντιληπτές από τα σπετσιώτικα πλοία, τα οποία άρχισαν να κανονιοβολούν τα εχθρικά κοντά στον κάβο Γέρακα και αργότερα οι Τούρκοι εγκλωβίστηκαν στη στεριά από άλλες δυνάμεις.

Η τελική νίκη στη Μονεμβασία ήρθε στις 23 Ιουλίου με την παράδοση του Κάστρου, που γέμισε αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση τους Ελληνες και ταυτόχρονα τους εξασφάλισε πολλά πυρομαχικά, τα οποία χρησίμευσαν στην Κρητική Επανάσταση, καθώς επίσης στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου και της Κορίνθου.

Ακολούθως, τα περισσότερα από τα σπετσιώτικα πλοία κατευθύνθηκαν προς τη Μήλο και τη Κίμωλο, όπου είχαν ελλιμενιστεί δύο τούρκικα πολεμικά, μια κορβέτα και ένα δικάταρτο, τα οποία συνόδευαν ένα φορτηγό πλοίο γεμάτο πολεμοφόδια για τον στρατό του Σουλτάνου, στην Ηπειρο, όπου έδινε μάχη εναντίον του Αλή Πασά.

Τα τρία τουρκικά πλοία καταλήφθηκαν αιφνιδιαστικά και οδηγήθηκαν στις Σπέτσες, όπου αφού ξεφορτώθηκαν τα χρήσιμα πράγματα πυρπολήθηκαν.

Ο ρόλος των Ψαριανών

Τους Σπετσιώτες ακολούθησαν οι Ψαριανοί, που ύψωσαν την επαναστατική σημαία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι μόλις έγινε γνωστή η επανάσταση η Πύλη εξέδωσε διαταγή να μετακινηθούν από την ενδοχώρα στρατεύματα και να συγκεντρωθούν, το γρηγορότερο, στα παράλια της Ασίας, ώστε να αναχωρήσουν για την Πελοπόννησο.

Μαζεύτηκαν περίπου 3.000 άτομα στα παράλια της Σμύρνης και ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν υπό την προστασία του οθωμανικού στόλου, που αναμενόταν να φτάσει.

Ομως, μόλις το έμαθαν οι Ψαριανοί, έστειλαν 7 πλοία υπό τον Νικολή Αποστόλη, τα οποία έκαναν αιφνιδιαστική επίθεση στα τουρκικά πλοία, με αποτέλεσμα να βυθίσουν ένα και να συλλάβουν τέσσερα, τα οποία είχαν πολεμικό υλικό και 450 στρατιώτες.

Τα τέσσερα πλοία οδηγήθηκαν στα Ψαρά, τους αιχμαλώτους δεν τους πείραξαν και οι περισσότεροι παρέμειναν εκεί ενώ μερικοί άλλοι διασκορπίστηκαν σε άλλα νησιά.

Οι άλλοι που βρίσκονταν ακόμα στην ξηρά, μόλις έμαθαν τα παθήματα των συναδέλφων τους, διασκορπίσθηκαν και έτσι ματαιώθηκε η πρώτη εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου.

Ακολούθως, οι Ψαριανοί, θέλοντας να αποσπάσουν πολύτιμο οπλισμό, οργάνωσαν μια επιχείρηση με στόχο τα κανονιοστάσια, που υπήρχαν για την προστασία των φρουρίων του Ελλησπόντου.

Σε αυτήν πήραν μέρος τέσσερα πλοία υπό τον Ανδρέα Γιαννίτση, από τα οποία αποβιβάστηκαν, στις 2 Μαΐου, στη στεριά, μερικοί οπλοφόροι.

Οι Τούρκοι που φύλαγαν τα κανονιοστάσια ήταν περίπου 70, που έπειτα από μικρή μάχη έφυγαν. Ετσι, οι Ψαριανοί μετέφεραν στις πατρίδα τους 23 κανόνια, τα μεν των 15, τα δε των 30 λίτρων, δύο βομβοβόλους και πολλά πολεμοφόδια.

Εκείνες τις ημέρες δύο άλλα πλοία Ψαριανών καταδίωξαν ισάριθμα εχθρικά πλοία ανοιχτά της Χαλκιδικής, των οποίων τα πληρώματα τα έριξαν στις βραχώδεις ακτές του Αγίου Ορους και τα έκαψαν.

Οι Τούρκοι διέφυγαν διά ξηράς, ενώ οι Ψαριανοί μετέφεραν τα κανόνια και των πλοίων τούτων στο νησί τους.

Οι Υδραίοι

Τελευταία και με καθυστέρηση ύψωσε την επαναστατική σημαία η Υδρα. Ανασταλτικός παράγοντας υπήρξαν ορισμένοι από τους πρόκριτους, που ήταν αντίθετοι με την Επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα οι Φιλικοί ήταν λίγοι, κι αυτοί ανάμεσα στους πλοιάρχους.

Ενας από τους δευτερεύοντες Υδραίους πλοιάρχους, ο Αντώνης Οικονόμος, ήταν ο πρώτος που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη.

Το «θετικό» ήταν, όμως, ότι εκείνο τον καιρό το εμπόριο της Υδρας και των άλλων ναυτικών νησιών είχε νεκρώσει και τα πλοία έμεναν «δεμένα» στο λιμάνι.

Ετσι, πλοίαρχοι και ναύτες συγκεντρώθηκαν στα νησιά τους στενοχωρημένοι και άκουσαν ευμενώς τα λόγια του Οικονόμου. Στο μεταξύ, έφθαναν νέα από την Πελοπόννησο για τις επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων, που ενθουσίασαν τον λαό, ο οποίος βγήκε στους δρόμους, όρμησε στα πλοία και πήρε τα όπλα τους.

Στις 28 Μαρτίου ο ικανότατος Οικονόμος ήταν αρχηγός πάρα πολλών οπλοφόρων και, πηγαίνοντας στο Διοικητήριο, κατήργησε τον διοικητή του τόπου Νικόλαο Κοκοβίλα.

Ορισμένοι από τους πρόκριτους (Λάζαρος Κουντουριώτης, Δημήτρης Τσαμαδός, Βασίλης Μπουντούρης και Γκίκας Γκιώνης) συγκεντρώθηκαν, όπως περιγράφει στην «Ιστορία» του ο Σπ. Τρικούπης, σε ένα μοναστήρι για να συσκεφθούν, αλλά, ακούγοντας απ’ έξω τον κόσμο και μαθαίνοντας την απομάκρυνση του διοικητή, διασκορπίστηκαν έντρομοι.

Ετσι, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του νησιού πέρασε στον Οικονόμο.

Τις επόμενες μέρες ζητήθηκαν χρήματα από τους πρόκριτους, οι οποίοι, έξυπνα φερόμενοι, έστειλαν αμέσως, προσφέροντας περισσότερα απ’ όσα τους είχαν ζητηθεί.

Ετσι, συγκεντρώθηκαν 130.000, γεγονός που αντέστρεψε το σε βάρος τους κλίμα, με αποτέλεσμα ο λαός ν’ αρχίσει να επευφημεί τους πρόκριτους. Στις 15 Απριλίου έγινε δοξολογία στην Υδρα για τον Αγώνα, που άρχιζε.

Πραγματικά, από την επόμενη μέρα, ένα μέρος του υδραίικου στόλου άρχισε να ετοιμάζεται για αναχώρηση, ώστε να ενωθεί με τους στολίσκους των Σπετσών και των Ψαρών, που είχαν αγκυροβολήσει απέναντι από την Υδρα, περιμένοντας τα υδραίικα πλοία.

Η κοινότητα της Υδρας δεν διόρισε αρχηγό του τμήματος αυτού του στόλου της, αφήνοντας την επιλογή στους πλοιάρχους των πλοίων, οι οποίοι επέλεξαν τον πλοίαρχο Γιακουμάκη Τομπάζη.

Ο Τομπάζης ήταν ένας από τους πρόκριτους του νησιού, που έχαιρε ευρύτατης εκτίμησης και καθώς τα πρωτεία της Υδρας ως ναυτικής δύναμης ήταν αδιαφιλονίκητα, αναγνωρίστηκε απ’ όλους, αμέσως, ως γενικός αρχηγός της ελληνικής ναυτικής δύναμης.



Ο πρώτος εορτασμός.
Τα βαλς των Βαυαρών χάλασαν το κλίμα.

Με ήχους βαυαρικών βαλς και γρήγορων χορευτικών γκαλόπ (galop), του πρόδρομου της πόλκας, υποχρεώθηκαν οι Αθηναίοι να γιορτάσουν πρώτη φορά το 1838 την 25η Μαρτίου, ως επέτειο της Επανάστασης του 1821 για την εθνική ανεξαρτησία.

Το ρεπερτόριο της στρατιωτικής μπάντας προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους κατοίκους της πρωτεύουσας, διότι όχι μόνο αγνοήθηκαν τα εθνικά, παραδοσιακά τραγούδια, αλλά κυριάρχησαν «τα Μπαβαρέζικα βάλσια και γαλώπια», παρότι «οι Ελληνες αηδιάζουν εν γένει εις τοιούτους αναρμονίους (= χωρίς αρμονία) προς τας ακοάς αυτών ήχους», όπως σχολίασαν καυστικά εφημερίδες της εποχής (εφημ. «Η Φήμη», φ. 26.3.1838).

Η συμμετοχή των Αθηναίων σε αυτό τον πρώτο εορτασμό ήταν πολύ μεγάλη, αν και ο καθορισμός της 25ης Μαρτίου ως ημέρα εορτασμού της επετείου επανάστασης έγινε, βιαστικά, με Διάταγμα του Οθωνα, που εκδόθηκε, στις 15 Μαρτίου 1838, μόλις 10 ημέρες πριν από τον πρώτο εορτασμό.

Τα επόμενα χρόνια πολλοί αμφισβήτησαν την ορθότητα της επιλογής αυτής της ημερομηνίας, δεδομένου ότι επαναστατικές ενέργειες είχαν γίνει και νωρίτερα, με κορυφαίες την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (23.3.1821) και την έναρξη της επανάστασης στην Πάτρα (22.3).

Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Επαμεινώνδας Κ. Κυριακίδης («Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισμού», Αθήνα, 1892, σελ. 336), την εποχή, που βγήκε το Διάταγμα, ζούσαν πολλοί αγωνιστές και κανένας δεν αμφισβήτησε ότι ο ξεσηκωμός γενικεύτηκε στις 25 Μαρτίου, όπως προέκυπτε και από διάφορα στοιχεία (φυλλάδια, ποιήματα κ.ά.).

Πάντως, όπως έγραψαν εφημερίδες της εποχής (εφημ. «Αθηνά», φ. 1.4.1839) παρότι «η εορτή αύτη εθεσπίσθη αυτοσχεδίως και απροσδοκήτως», η απόφαση του Οθωνα ικανοποίησε το λαϊκό αίσθημα, ιδιαίτερα επειδή επί 17 χρόνια δεν είχε υπάρξει μέριμνα για να εορταστεί η επέτειος της έναρξης του Αγώνα της Ανεξαρτησίας (εφημ. «Η Φήμη», 26.3.1838).

Ο πρώτος επίσημος εορτασμός ξεκίνησε το απόγευμα της 24ης Μαρτίου, με 25 κανονιοβολισμούς ενώ το σιωπητήριο και το εγερτήριο συνοδεύονταν από ήχους της στρατιωτικής μουσικής.

Ανήμερα, στις 8 το πρωί τα στρατεύματα της φρουράς της Αθήνας παρατάχθηκαν στις δύο πλευρές της οδού Αιόλου, ενώ όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ανώτατοι αξιωματικοί του στρατού βρίσκονταν στον τότε καθεδρικό ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου 36).

Από νωρίς το πρωί, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών (Μενίδι, Μαρούσι, Μεσόγεια κ.ά.) φορώντας «τας λευκάς των ενδυμασίας, με σημαίας ανυψωμένας, με μουσικάς και με κραυγάς ευθυμίας» έφθαναν στην πρωτεύουσα.

Η λειτουργία άρχισε όταν έφτασε η μεγαλοπρεπέστατη βασιλική άμαξα, με έξι άλογα, από την οποία βγήκαν ο Οθωνας και η Αμαλία με παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες.

Στη διάρκεια της λειτουργίας ακούγονταν διαρκώς κανονιοβολισμοί, ενώ η στρατιωτική μπάντα έπαιζε τους δικούς τους ξενόφερτους ρυθμούς, αγανακτώντας τους Αθηναίους.

Αίσθηση προκάλεσε η απουσία από την επίσημη δοξολογία των περισσότερων πρέσβεων, ιδιαίτερα του πρέσβη της Βαυαρίας. Παρέστησαν μόνο οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Σουηδίας, όπως αναφερόταν η Σουηδία.

Μετά τη λειτουργία, στις 11 το πρωί, τα στρατεύματα της φρουράς παρήλασαν μπροστά από το βασιλικό ζεύγος στο τότε παλάτι (σ.σ. το πρώτο παλάτι, πριν κατασκευαστεί το σημερινό κτίριο της Βουλής, ήταν η οικία Σταμ. Δεκόζη-Βούρου, το σημερινό κτίριο του Μουσείου των Αθηνών, στην πλατεία Κλαυθμώνος).

Εκείνη την ώρα ο ήλιος κρύφτηκε στα σύννεφα και για περίπου 5 ώρες έριχνε ψιλόβροχο. Αυτό θεωρήθηκε «καλό σημάδι», επειδή, όπως θυμούνταν οι παλαιότεροι, τέτοιες καιρικές συνθήκες επικρατούσαν και στις 25 Μαρτίου 1821.

Στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, που τότε διαρρυθμιζόταν ο κήπος της, είχε τοποθετηθεί ένας οβελίσκος, σαν μνημείο. Εκεί το απόγευμα, καθώς είχε σταματήσει και η βροχή ξεκίνησε χορός «με τους ήχους των τυμπάνων και των συνήθων οργάνων».

Πρώτη ξεκίνησε τον χορό μια ηλικιωμένη γυναίκα, από το Μενίδι, η Λέκκα, που έχασε τρία από τα τέσσερα παιδιά της στη διάρκεια της Επανάστασης.

Οπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής «την μεσημβρινήν [= νότια] θέαν του πελωρίου Αγχέσμου [= Τουρκοβούνια] εφώτιζεν εις μέγας σταυρός σχηματισμένος από πυράς δαδίων κατά μεγάλην έκτασιν και έχων ως βάσιν τα φωτεινά γράμματα “Εν τούτω νίκα”».

 Σταύρος Μαλαγκονιάρης
 ΝΗΣΙΔΕΣ

https://www.efsyn.gr/nisides/144716_ta-xylina-teihi-esosan-ton-agona?fbclid=IwAR2WVMHiJcydKQIEtKig3w5QwMEdaquECAYuz6InniPHWqrBZUE9RZdaVnY
24/3/2019


Η δολοφονία του στρατηγού Καραγεώργη
 ήταν μεγάλη απώλεια για Ελληνες και Σέρβους.



7.
Η συμμαχία που δεν έγινε.

Οταν στις 12 Απριλίου 1820 ανέλαβε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, έφυγε από την Πετρούπολη για την Οδησσό. Τον συνόδευαν ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Ιωάννης Μάνος και ο γιατρός Πέτρος Ηπίτης.

Φτάνοντας στην Οδησσό, ασχολήθηκε με τη στρατηγική της επανάστασης, καταστρώνοντας το «Σχέδιον Γενικόν» μαζί με τον Γεώργιο Λεβέντη και τον Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα).

Πρώτο και ουσιαστικό άρθρο του σχεδίου («πρώτον επιχείρημα») ήταν να κινητοποιηθεί η Σερβία. Η εξασφάλιση συμμάχων ήταν απαραίτητη. Προς τούτο έπρεπε να σταλεί «ανήρ με λόγον και φρόνησιν, διά να κατορθώση όσον τάχος τα αφορώντα προς ανεξαρτησίαν εκείνων και βοήθειαν ημών». Με άλλα λόγια, να πείσει τους Σέρβους ότι τα ελληνικά και σερβικά συμφέροντα ταυτίζονταν. Ο κοινός εχθρός απαιτούσε σύμπνοια και συνεργασία μεταξύ των δύο εθνών. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν βέβαιος ότι οι Σέρβοι δεν μπορούσαν να απορρίψουν μια τέτοια ευκαιρία.

Οι επαφές

Η προσπάθεια να κινητοποιηθεί η Σερβία είχε γίνει και πριν από την ανάληψη της αρχηγίας από τον πρίγκιπα Υψηλάντη (1820). Ηταν το έτος 1817.

Πρωταγωνιστής από τη μεριά των Ελλήνων ήταν ο Λεβέντης, σπουδαίο μέλος της Φιλικής.

Από τη σερβική πλευρά ο τρομερός Καραγεώργης Πέτροβιτς, αρχηγός της σερβικής επανάστασης του 1804, ο οποίος ζούσε εξόριστος στη Βεσσαραβία (έδαφος της Ρωσίας).

Σύνδεσμος μεταξύ των δύο, ο έντιμος και γενναίος Φιλικός Γεωργάκης Ολύμπιος.

Οι συζητήσεις κατέληξαν στο να βοηθήσει η Εταιρεία με τρόπο πρακτικό αλλά και οικονομικό -με 50.000 γρόσια- τη διέλευση του θρυλικού Σέρβου επαναστάτη από τη Μολδαβία και τη Βλαχία προς τη Σερβία.

Μια σκοτεινή νύχτα του Μαΐου 1817, ο στρατηγός Καραγεώργης περνά τον Προύθο και βρίσκει κατάλυμα στο αγρόκτημα της οικογένειας Υψηλάντη στο Ιάσιο.

Εκεί και ενώπιον του Λεβέντη, ο Γεωργάκης Ολύμπιος κατήχησε τον Σέρβο ηγέτη και τον γραμματέα του Ναούμ στη Φιλική Εταιρεία.

Ο Σέρβος είχε τέτοιο πελώριο ανάστημα, ώστε σε όρθια θέση το γόνατό του έφτανε στο μέτωπο του καθισμένου στην καρέκλα Λεβέντη!


Ο Καραγεώργης ορκίστηκε αιώνια φιλία προς το ελληνικό έθνος και αιώνιο μίσος κατά του κοινού εχθρού.

Ηταν δε αποφασισμένος, μόλις πατήσει το πόδι του στη Σερβία, να αναλάβει την εξουσία του τόπου και να ξεκινήσει τις εχθροπραξίες ακολουθούμενος από το πλήθος των υποστηρικτών του.

Οι συζητήσεις περιστράφηκαν επίσης στον τρόπο με τον οποίο θα χειριζόταν το ζήτημα.

Μεγάλη ήταν η πιθανότητα, για να αποφύγει η Υψηλή Πύλη μια νέα επανάσταση στη Σερβία, να προτείνει στον Καραγιώργη την ηγεμονία της χώρας του.

Αυτός θα τη δεχόταν και θα έδειχνε απόλυτη αφοσίωση προς αυτήν. Ταυτόχρονα θα βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Φιλικούς, ώστε τη δεδομένη στιγμή να εκραγεί η επανάσταση ταυτόχρονα σε Σερβία και Πελοπόννησο.

Εάν πάλι οι Τούρκοι τού κήρυτταν τον πόλεμο, θα επισπευδόταν η επανάσταση στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία πιέζοντας ασφυκτικά τους Τούρκους.

Μ' αυτά και μ' αυτά, ο Λεβέντης κατέβαλε στον γραμματέα Ναούμ το ποσό των 4.000 ολλανδικών φλορινίων για τις πρώτες ανάγκες του εγχειρήματος.

Φίλησε σταυρωτά τον Καραγεώργη «ούτινος, μόνη η θέα, ως άλλου Αχιλλέως, ήρκει ίνα καταπλήξη ολόκληρον βαρβάρων πολεμίων στρατόπεδον», του ευχήθηκε καλή επιτυχία και αναχώρησε.

Το εγχείρημα να φτάσει ο Καραγεώργης στη Σερβία δεν ήταν εύκολο, πλην όμως οργανώθηκε έξυπνα.

Δύο εταιριστές, ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Μιχαήλ Λεονάρδος, Ρώσοι υπήκοοι και οι δύο, πήραν ο μεν πρώτος ως υπηρέτη του τον γραμματέα Ναούμ, ο δε δεύτερος τον ίδιο τον Καραγεώργη.

Πρόβλημα ήταν το γιγαντιαίο ανάστημα του Καραγεώργη! Αποφασίστηκε τότε να προσποιηθεί τον άρρωστο και να παραμείνει ξαπλωμένος μέσα στην άμαξα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.

Με ψεύτικα ονόματα κατάφεραν να διασχίσουν τα αυστριακά εδάφη και να φτάσουν στα σύνορα με τη Σερβία.

Εκεί, ο αγαθός και απλοϊκός στρατηγός κατέλυσε στο σπίτι του αδελφικού του φίλου, Βόιτσα, βέβαιος ότι έχαιρε αμέριστης προστασίας.

Αλλά ο Βόιτσα, κατ’ εντολήν του άλλου Σέρβου ηγέτη, Μίλος Ομπρένοβιτς, μεγάλου κτηνοτρόφου με τεράστια πλούτη και θανάσιμου εχθρού του Καραγεώργη, τον δολοφόνησε εν ψυχρώ.

Ο θάνατός του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη σε όλη τη Βαλκανική.

Με το στυγερό αυτό ανοσιούργημα η μεν Σερβία έχασε το πιο στέρεο στήριγμά της, οι δε Ελληνες τον ισχυρότερο σύμμαχό τους.

Αλλά το ατυχέστατο αυτό γεγονός δεν σταμάτησε τις διπλωματικές προσπάθειες των Φιλικών να πείσουν τη Σερβία να επαναστατήσει.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αρχηγός πλέον της μυστικής εταιρείας, συνέχισε τις διπλωματικές προσπάθειες προσέγγισης του καινούργιου αρχηγού των Σέρβων, Μίλος Ομπρένοβιτς.

Η αποστολή ανατέθηκε στους Περραιβό, Γεωργάκη Ολύμπιο, Σάββα Φωκιανό Καμινάρη και Φαρμάκη.

Ο Γεωργάκης, παρ’ όλο τον πόνο που του προκάλεσε η δολοφονία του αδελφοποιτού του, ήρθε σε επαφή με τον Μίλος, τον άνθρωπο που υπήρξε ο ηθικός αυτουργός της στυγερής δολοφονίας.

Αλλά το συμφέρον των Ελλήνων έστεκε, για τον σεμνό αυτό αγωνιστή, πάνω απ’ όλα.

Ιδού τι έγραφε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στέλνοντάς του ταυτόχρονα και τα γράμματα του Ομπρένοβιτς:

«Σεβαστέ μου εκλαμπρότατε αυθέντα, Ιδού οπού σου στέλνω τα γράμματα του Ηγεμόνος των Σέρβων, διά να πληροφορηθείς εξ αυτών. Αληθινά εχθρός μου ήτον πρώτα, όμως τι να κάμω! Ο Μαύρος (δηλ. ο Καρά-Γεώργης) εχάθη, άρα χρειάζεται πάλιν να ενεργήσωμεν, διά να εμβεί εις πράξιν (η κίνηση της Σερβίας), και ούτω ακολουθούμεν, διότι εις την υπόθεσίν μας χρειάζονται πολλαί συμμαχίαι από κάθε έθνος. Ου μόνον έχομεν χρείαν από κάθε έθνος, όπου είναι βαπτισμένοι, αλλά σχεδόν, αν ήταν δυνατόν και τούρκοι να έμπαιναν να ομολογήσουν…».

Οι διαπραγματεύσεις τελικά μεταξύ Υψηλάντη και Ομπρένοβιτς οδηγήθηκαν στη σύνταξη εγγράφου συνθήκης συμμαχίας που αποτέλεσε μνημείο στην ιστορία των ελληνοσερβικών σχέσεων.

Το κείμενο συντάχθηκε τον Δεκέμβριο του 1820 και υπογράφηκε από τον Υψηλάντη.

Τον Ιανουάριο 1821 στάλθηκε προς υπογραφή από τον Ομπρένοβιτς.

Κομιστής των σχετικών εγγράφων και επιστολών διορίστηκε ο ικανότατος εταιριστής Αριστείδης Παπάς. Αλλά η τύχη δεν βοήθησε.

Ο Ελληνας απεσταλμένος συνελήφθη από τους Τούρκους καθοδόν προς τη Σερβία και στραγγαλίστηκε κατά διαταγή του πασά του Βιντίν ή, κατά μία άλλη εκδοχή, αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Δούναβη.

Το κείμενο της συνθήκης και οι επιστολές του Υψηλάντη περιήλθαν στα χέρια της Υψηλής Πύλης.

Ασχέτως με το εάν ο Μίλος Ομπρένοβιτς θα υπέγραφε τη συνθήκη συμμαχίας, πράγμα ύψιστα αμφίβολο, πολλοί Σέρβοι αγωνιστές που είχαν μυηθεί στην Εταιρεία πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων.

Οι διπλωματικές προσπάθειες τελικά του Υψηλάντη και των Φιλικών να προκαλέσουν ταυτόχρονα επανάσταση στη Σερβία απέτυχαν.

Οι Ελληνες έμειναν μετέωροι χωρίς συμμάχους. Ανεξάρτητα από τα λάθη –μοιραία ή όχι– του Αλέξανδρου Υψηλάντη, η προσπάθεια των Φιλικών αποτέλεσε μια καθαρή αυτοθυσία.

Η Φιλική δεν ήταν απλώς η «μαία» της ελληνικής επανάστασης, όπως την αποκάλεσε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων, αλλά η έκφραση ενός έθνους του οποίου ο φόβος του θανάτου, ο φόβος να εκμηδενιστεί βιολογικά από τον συντριπτικά ανώτερο σε δυνάμεις εχθρό, κάμφθηκε ενώπιον της υπαρξιακής του ανάγκης να ζήσει ελεύθερο.

Ζέφυρος Αθ. Καυκαλίδηςσυγγραφέας
 ΝΗΣΙΔΕΣ

https://www.efsyn.gr/nisides/61927_i-symmahia-poy-den-egine?fbclid=IwAR0el-olV6cwe917wn_MSBoW4kOtY4mjgv993V9w7P6f6lMY5Urk_hix6jQ

12/3/2016


 8.
Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 στήν ρωσσική λογοτεχνία 
τοῦ 19ου αἰώνα.

Εἶναι γνωστό ὅτι τήν ἐποχή πρίν ἀπό τό 1821 ὁ φιλελληνισμός εἶχε ἐκδηλωθεῖ σέ πολλές χῶρες καί μέ πολλές μορφές. Ἀλλά, ἀκόμη καί σήμερα, δέν εἶναι ἰδιαίτερα γνωστή καί προβεβλημένη στούς Ἕλληνες ἡ θέση τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τῶν δικαίων της καί τῶν στόχων της, ἀκόμη καί ὁ βαθμός τῆς συμμετοχῆς τῶν Ρώσσων στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, στά ἔργα τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ 19ου αἰ. Ὁρισμένες πτυχές αὐτῆς τῆς σχέσεως θά παρουσιάσω στήν σημερινή κατάθεση.

Εἶναι γεγονός ὅτι ἕνα πλῆθος ποιημάτων τῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν τοῦ ιθ΄ αἰ. προτρέπουν τούς Ἕλληνες νά ξεσηκωθοῦν. Ἐνδεικτικῶς θά ἀναφερθεῖ τό ποίημα Τό πολεμικό θούριο τῶν Ἑλλήνων τοῦ ποιητῆ Φιοντόρ Γκλίνκα (1786-1880). Μάλιστα στίχοι, ὅπως «Ὥς πότε σκλάβοι στά δεσμά/ Τῶν Ἀγαρηνῶν θά ζοῦμε; / Τούς τυράννους τῆς γλυκιᾶς μας Ἑλλάδας / Ἦρθε ἡ ὥρα νά ἐκδικηθοῦμε!» (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση τοῦ 1821 στόν καθρέφτη τῆς ρωσσικῆς ποίησης, ἐπιλ.-εἰσ.-ἐπιμ. Σ. Ἰλίνσκαγια, Ἀθήνα 2001, σ. 83) θυμίζουν ἀσφαλῶς τόν γνωστό Θούριο (Βιέννη, 1797) τοῦ Ρήγα.

Μάλιστα τήν παρουσία τῆς Ἑλλάδας στόν κόσμο δείχνει πολύ καθαρά τό ὁμότιτλο ποίημα τοῦ Ὀρέστ Σομόφ (1793-1833). Ἡ Ἑλλάδα χαρακτηρίζεται ὡς «χώρα λατρεμένη ἀπό τούς θεούς … Χώρα γεμάτη ἥρωες … Ἡ Ἑλλάδα, λίκνο τῶν τεχνῶν». Ἀλλά, ἐπειδή αὐτή ἡ χώρα εἶναι «στό ἔλεος τῶν βαρβάρων», ζητᾶ ὁ ποιητής ἀπό τούς ἀρχαίους νά φανερωθοῦν ξανά στόν ἀγῶνα τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων: «Τό πνεῦμα τους ξαναγεννιέται στῶν Ἑλλήνων τίς καρδιές». Καί τελικά «ἀγάλλονται τῶν προγόνων οἱ σκιές», ὅταν βλέπουν τούς ἀγωνιζόμενους Ἕλληνες τοῦ 1821 (Βλ.Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 109-111). Ἀλλά καί ὁ Ν. Γκνέτιτς, στόν ὁποῖο ὀφείλεται καί ἡ καλύτερη μετάφραση τῆς Ἰλιάδος στήν ρωσσική, σ’ ἕνα ποίημα ὑπό τήν ἐπιγραφή «Πολεμικός Ὕμνος τῶν Ἑλλήνων» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σ. 61) γράφει χαρακτηριστικά: «Πάρε κουράγιο, λαέ τῆς Ἑλλάδας. / Ἡ μέρα τῆς δόξας ἔχει φτάσει./ Θά δείξουμε πώς ὁ Ἕλληνας / δέν ἔχει ξεχάσει τή λευτεριά καί τήν τιμή».

Ἡ σχέση τῶν Ἑλλήνων τοῦ 1821 μέ τούς ἐνδόξους προγόνους, τούς ὑπερασπιστές τῆς πατρώας γῆς σέ παλαιότερους αἰῶνες, ἀναδεικνύεται, ἐπίσης, σ΄ ἕνα ποίημα τοῦ Κοντράτ Ριλέγιεφ (1795-1826), ἀφιερωμένο στόν Ρῶσσο στρατηγό Α. Γερμόλοφ, γιά τόν ὁποῖο μάλιστα ὑπῆρχαν φῆμες ὅτι σχεδίαζε ἐκστρατεία στήν Ἑλλάδα γιά νά βοηθήσει τούς ἀγωνιστές. «Φίλε τοῦ Ἄρη καί τῆς Παλλάδας, / Ἐλπίδα τῶν συμπολιτῶν σου, γιέ τῆς Ρωσσίας πιστέ, / Γερμόλοφ! Βιάσου νά σώσεις τά παιδιά τῆς Ἑλλάδας!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 57). Ἀσφαλῶς τά ὀνόματα τῶν Ἑλλήνων ἐπαναστατῶν τοῦ ’21 εἶναι γνωστά στούς Ρώσσους λογοτέχνες. Λ.χ. στίςΝεκρές Ψυχές τοῦ Νικολάϊ Γκόγκολ (1809-1852) ὁ Τσίτσικωφ, ὅταν ἐπισκέπτεται τό σπίτι ἑνός τσιφλικά, ἀντικρίζει μέ δέος τούς πίνακες πού ἀπεικόνιζαν «νεαρά ἄτομα, ὁλόσωμα- ἕλληνες ἀξιωματούχους. Ὁ Μαυροκορδᾶτος, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης … ἡ Μπουμπουλίνα» (Νεκρές ψυχές, μετ. Ἀ. Σαραντόπουλος, Ἀθήνα 1987, σ. 152).  

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ποίηση, εἶναι χαρακτηριστική ἡ α΄ στροφή τοῦ ποιήματος τοῦ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ (1797-1846) ὑπό τήν ἐπιγραφή Ἑλληνικό Τραγούδι (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 37) προσδιορίζει ἀκριβῶς τόν σκοπό τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων: «Βαδίζει πρός τόν ἔνδοξο σκοπό, / Τή βλέπω, καταφθάνει ἡ ἱστορία, / Τό καθετί παντοῦ εἶναι παλιό, / Θεσμοί, νόμοι, κιτάπια καί βιβλία / Λαοί, ἀπ’ τον ὕπνο σας ξυπνῆστε τῶρα, / Ἦρθε ἡ χαρά, τῆς λεφτεριᾶς ἡ ὥρα!». Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀξία πού «ἐπιβάλλει» στούς Ἕλληνες, ὅπως σέ ἄλλους λαούς, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία.

Στό πλαίσιο τῆς ὁριοθετήσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως κινεῖται καί ἡ β΄ στροφή τοῦ ποιήματος πού ἀφιέρωσε στόν Μπάρϋον ὁ ποιητής Ἰβάν Κοζλόφ (1779-1840): «Ἀλλά οἱ μάχες μαίνονταν στήν Ἑλλάδα / Γιά τήν ἐλευθερία, τήν πίστη, τήν τιμή / Γιά τῆς Ἑλλάδας τήν ἱερή ἀνεξαρτησία!» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 127).

Ἐπιπλέον, τό ὅτι ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 εἶναι «εὐλογημένη» ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι πού πιστεύουν μόνον οἱ γνωστοί ἀγωνιστές τοῦ ’21, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες τοῦ ιθ΄ αἰ. Ἔτσι στήν «Ἑλληνική Ὠδή» τοῦ Βασίλι Τουμάνσκι (1800-1860) καί ἰδιαίτερα στήν γ’ στροφή ἐπισημαίνεται ὅτι «σημαία μας ὁ τίμιος σταυρός / Ἡ χώρα μας [sic] εἶν’ ὄμορφη κι ἁγία» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 95).

Ἀπό τά τρία τελευταῖα ποιήματα εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ παράλληλη ἀνάκτηση τῆς ἐθνικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἦσαν, γιά τούς Ρώσσους ποιητές τοῦ ιθ΄ αἰ., οἱ στόχοι τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821. Σ’ αὐτούς τούς στόχους βοήθησε κατά πολύ, σύμφωνα τόν μεγάλο Ρῶσσο μυθοστοριογράφο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), τό γεγονός ὅτι «οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῆς Ἀνατολῆς, καταπιεσμένοι καί βασανισμένοι, εἴδανε στό Χριστό καί στήν πίστη του τή μοναδική παρηγοριά τους, καί στήν Ἐκκλησία τό τελευταῖο καί μοναδικό ὑπόλειμμα τῆς ἐθνικῆς προσωπικότητάς τους … γιατί ἡ Ἐκκλησία διαφύλαξε αὐτούς τούς πληθυσμούς ὡς ἐθνότητα κι ἡ πίστη στό Χριστο τούς ἐμπόδισε, τουλάχιστον ἐν μέρει, νά συγχωνευθοῦν μέ τούς νικητές» (Τό Ἡμερολόγιο ἑνός συγγραφέα, μετ. Μ. Ζωγράφου, Ἐκδόσεις Σπ. Δαρεμᾶ, Ἀθῆναι, ἄ.ἔ., σ. 287).

Ἀλλά καί ὅταν ἡ ἑλληνική ὑπόθεση φαίνεται νά ὁδηγεῖται σέ αἴσιο τέλος μέ τήν συνθήκη τῆς Ἁδριανούπολης, οἱ Ρῶσσοι ποιητές χαιρετίζουν τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδας. Μεταξύ τῶν πιό γνωστῶν ποιημάτων καταγράφεται τό «Ἐμπρός Ἑλλάδα» τοῦ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (ἀντιγράφω ἀπό τήν παλαιότερη ἀπόδοση τοῦ Κ. Βάρναλη): «Ἐμπρός, στηλώσου, Ἑλλάδα ἐπαναστάτισσα/ βάστα γερά στό χέρι τ’ ἅρματά σου…».

Θά διερωτηθεῖ κανείς γιατί οἱ Ρῶσσοι λογοτέχνες, καί ἰδιαίτερα οἱ ποιητές, ἔδειξαν τόσο ἔνθερμα τήν συμπαράστασή τους στόν ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων, λ.χ. γιά ποιόν λόγοὁ Βίλχελμ Κιουχελμπέκερ φθάνει νά γράψει, ὅταν ξεσπᾶ ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση: «Ἄς πᾶμε [ἐνν.οἱ Ρῶσσοι]μέ ρίγος, μέ πάθος, μ’ἀλκή / ἐκεῖ στή δική μας τή χῶρα [ἐνν. τήν Ἑλλάδα]» (Βλ. Ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 40).

Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι στήν Ρωσσία τοῦ 19ου αἰ. τό φιλελεύθερο πνεῦμα εἶχε ὡς μοναδικό χῶρο ἐκφράσεως τήν λογοτεχνία.Ἐξ ἄλλου, γιά τούς Ρώσσους λογοτέχνες ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση ἀποτελοῦσε μία ἔμπνευση κι ἕνα ὅραμα, ἄν λάβει κανείς ὑπ’ ὄψη ὅτι κατά τήν δεκαετία τοῦ 1820 στήν Ρωσσία ὑπῆρχε μία ἐσωτερική πολιτική ζύμωση, προερχόμενη ἀπό κύκλους τῶν εὐγενῶν καί ἀποσκοποῦσα στήν ἀνατροπή τοῦ τσάρου. Ἀπό τούς ποιητές πού ἀνέφερα παραπάνω, ὁ Ριλέγιεφ ἐκτελέστηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ 1825, ἐνῶ ὁ Κιουχελμπέκερ καταδικάστηκε στά κάτεργα. Ἐπισημαίνεται μάλιστα ὅτι γιά τούς ἐπονομαζόμενους Δεκεμβριστές «ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων γιά ἀνεξαρτησία ἀποτελεῖ ἕνα κρίκο στήν γενική ἀλυσίδα τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος στήν Εὐρώπη» (Κ. Αὐγητίδη, Ἀλέξανδρος Πούσκιν. Ὁ φιλέλληνας βάρδος τοῦ Εἰκοσιένα, Ἀθήνα 2004, σσ. 56-57).

Ὡστόσο, πέρα ἀπό τόν ἀναφερθέντα συσχετισμό πού θά πρέπει νά εἶναι ἱστορικά ὀρθός, ἔχει σημασία, γιά τήν σημερινή κατάθεση, τό ζήτημα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως στήν ρωσσική λογοτεχνία. Σέ κάθε περίπτωση, θά διακρίνει κανείς τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἔμπνευση τῶν Ρώσσων συγγραφέων, πού προέρχονται κυρίως ἀπό τήν ἐπιτυχῆ ἐφαρμογή τῶν φιλελεύθερων ἰδεῶν καί ἰδεωδῶν. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837), ὁ μεγαλύτερος ἴσως τῶν Ρώσσων ποιητῶν, ὅταν εἶχε ξεσπάσει ἡ ἑλληνική ἐπανάσταση, εἶχε κάνει λόγο γιά «ἐξαίσιες στιγμές ἐλπίδας καί ἐλευθερίας», πού ζοῦσε τότε ὁλόκληρος ὁ κόσμος.

Δημήτρης Μπαλτάς

(Μία ἀρχική μορφή τοῦ παρόντος ἄρθρου 
εἶχε δημοσιευθεῖ στήν ἐφημ. Χριστιανική)

πηγή: Αντίφωνο
24/3/2012


Ο λόρδος Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Πίνακας του Θ. Βρυζάκη.

9.
Ένα άγνωστο κείμενο για την Κύπρο του 1821 και του 1833.

Σε πρόσφατο άρθρο μου στη φετινή Επιστημονική Επετηρίδα του Κέντρου Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου, παρουσιάζω μια άγνωστη ανταπόκριση από την Κύπρο στην εφημερίδα του Ναυπλίου, «Χρόνος», με αναφορές στην κυπριακή εξέγερση του μοναχού Ιωαννικίου το 1833, στο περιθώριο του πρώτου τουρκοαιγυπτιακού πολέμου (1831-1833), δώδεκα χρόνια ύστερα από την έκρηξη της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821.

Η βραχύβια εφημερίδα του Ιωάννη Φιλήμονος «Χρόνος», μια από τις πρώτες εφημερίδες του ελληνικού βασιλείου, εκδόθηκε στο Ναύπλιο, το 1833. Ήταν η πρώτη δημοσιογραφική περιπέτεια του Φιλήμονος, εκδότη του «Αιώνος» στη συνέχεια και ιστορικού της Eπανάστασης του 1821.

Ως προς την εξέγερση του Ιωαννικίου, το άρθρο αποδοκιμάζει τον ιερομόναχο επαναστάτη, ως «κεφαλήν κεκαυτηριασμένη», φράση που θυμίζει το «κατάρατος Ιωαννίκιος» του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Παναρέτου στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κωνστάντιο. Αναφέρεται επίσης η γνωστή και από άλλες πηγές πληροφορία ότι ο Καρπασίτης καλόγηρος είχε στρατολογήσει τριάντα Αλβανούς μισθοφόρους (διερχόμενους από τη Λάρνακα απελευθερωθέντες αιχμαλώτους του Ιμπραήμ πασά στη μάχη του Ικονίου).

Νέο στοιχείο που διαφοροποιείται από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα είναι η πληροφορία ότι ο Ιωαννίκιος από την Καρπασία, «διερχόμενος τον τόπον, έφθασε μέχρι της Πάφου» υποκινώντας, ουσιαστικά, την εξέγερση εκεί. Από την εποχή της δεύτερης έκδοσης των «Κυπριακών» του Αθ. Σακελλάριου (1890) έχει καταγραφεί ότι υπήρχε συνεννόηση Ιωαννικίου – ιμάμη, όμως η βιβλιογραφία συμφωνεί ότι η μικρή ομάδα του Ιωαννικίου πρόλαβε να κινηθεί μέχρι τη διάλυσή της από τον τουρκικό στρατό είτε μέχρι την Πυργά Μεσαορίας, είτε, στο πιο μακρινό δρομολόγιο που αναφέρεται σε προφορικές παραδόσεις, μέχρι την Αθηένου.

Με δεδομένο ότι η ανταπόκριση από την Κύπρο προς τον «Χρόνο» γράφτηκε στις 21 Αυγούστου 1833, οι αναφερόμενες κινήσεις του Ιωαννικίου «μέχρι την Πάφο» θα προηγήθηκαν της τελευταίας του πορείας, στο διάστημα 20 – 30 Ιουλίου, από τον Άγιο Ηλία μέχρι την Πυργά. Και όντως, φαίνεται να επιβεβαιώνεται σχέδιο κοινής επίθεσης των ηγετών των δύο εξεγέρσεων προς τη Λευκωσία, πιθανότητα που ανησύχησε την τουρκική διοίκηση του νησιού.

Ως αιτία της εξέγερσης («αποστασίας») το άρθρο του «Χρόνου» αναφέρει την επιβολή μιας νέας υπέρογκης φορολογίας, αποβλέπουσας στην πληρωμή «ενός παλαιού δοσίματος χρεωστουμένου προς έναν αποθανόντα Διοικητήν».

Είναι μια επιβεβαίωση όσων γνωρίζουμε για την έκρηξη της στάσης του Θησέως, τον Μάρτιο του 1833. Ο πληθυσμός υπέφερε από την ήδη βαριά φορολογία που επιβάρυναν περισσότερο, κατά τον«Χρόνο», το σύστημα της ενοικιάσεως των φόρων, οι ανεξέλεγκτες καταχρήσεις και ο εκπατρισμός πολλών Κυπρίων.

Πέρα από τη διεκτραγώδηση των συνεπειών της αιματηρής κρατικής καταστολής, με τις σφαγές και τον τρόμο των κατοίκων, ο Φιλήμων προτείνει, ως απαραίτητο μέτρο για την αναζωογόνηση του νησιού και την επιστροφή των φυγάδων, την πλήρη κατάργηση των κατά κεφαλή φόρων ή, τουλάχιστον, τη μείωση της φορολογίας επί των καλλιεργουμένων γαιών.

Το δημοσίευμα του Φιλήμονος συνοψίζει και τα φρικτά κυπριακά πάθη από τις τουρκικές σφαγές του καλοκαιριού του 1821. Το συγκεκριμένο απόσπασμα αναδημοσιεύεται και εδώ:

«Η νήσος της Κύπρου ευφορωτέρα απ’ όλα τα κατοικημένα από τους Έλληνας μέρη, η Νήσος, το εμπόριον της οποίας είναι το ουσιωδέστερον της Τουρκίας κατόπιν εκείνου της Αλεξανδρείας και Σμύρνης, ευρίσκεται πλέον του ημίσεως αιώνος εκτεθειμένη εις τας κακώσεις των δεινοτέρων καταχρήσεων. Αι καταχρήσεις αύται είναι φύσεως τοιαύτης οποία δύναται να μεταβάλη τον ωραίον τόπον εις τρομακτικήν έρημον. Πηγάζουσαι από την καρποφορίαν και τον πλούτον του τόπου ηυξήνθησαν τόσον ώστε παριστώσι κατά συνέπειαν τας τραγικωτέρας σκηνάς, όσαι έλαβον χώραν κατά τους πρώτους χρόνους της Επαναστάσεως του 1821.

Τότε, καθώς και πάντοτε σχεδόν, η άπληστος από τας συνήθεις αρπαγάς Εξουσία έδραξε την βοηθητικήν ευκαιρίαν του να μηχανορραφήση την πλέον σκληράν και μέλαιναν συκοφαντίαν κατά των ειρηνικών Κυπρίων. Επιστολαί τινες πλαστουργηθείσαι εις το Σαράι της Λευκοσίας εστάλησαν εις το Διβάνι, αποδεικνύουσαι ψευδώς την συνωμοσίαν των Κυπρίων εις την Ελληνικήν Επανάστασιν. Το Διβάνι κατά συνέπειαν διέταξε την εκρρίζωσιν όλων των σπερμάτων της συνωμοσίας.

Την Διαταγήν ταύτην πραγματοποιούν φρικωδέστατοι φόνοι και δημεύσεις. Με άλλους λόγους πραγματοποιείται ο κύριος σκοπός της απανθρώπου Εξουσίας εναντίον των ευκαταστάτων οικογενειών. Εντεύθεν βυθίζεται ο τόπος εις την μεγαλητέραν πενίαν· οι Κάτοικοι χάνουσιν όλην την προς το Διβάνι πίστιν ένεκα των περιστάσεων· οι δε Τούρκοι, σκληρότεροι παρ’ άλλοτε, επιβαρύνουν επιπλέον τας κακώσεις και τας αρπαγάς επί του μένοντος δυστυχούς μέρους του Λαού. Αδύνατος πλέον ούτος να υποφέρη τας επαναληπτικάς απαιτήσεις μιας ληστρικής Εξουσίας, εζήτει την σωτηρίαν τους εις την φυγήν ή τον εκπατρισμόν.

Η Μικρά Ασία, η Συρία, η Αίγυπτος και η Ελλάς πλημμυρούν από Κυπρίους φυγάδας, θύματα της δυστυχίας. Το Διβάνι, αδιάφορον εις την αξίαν ευσπλαχνίας κατάστασιν της Νήσου, ηκολούθει το ίδιον σύστημα της ενοικιάσεως προς την Διοίκησιν του τόπου, αφήκεν ελευθέραν την είσοδον των ατοπωτέρων καταχρήσεων, και απήτει τέλος τας αυτάς ποσότητας των φόρων εις έναν καιρόν κατά τον οποίον ο πληθυσμός της Νήσου κατήντησεν ολιγώτερος του ημίσεως. Το ιδιότροπον τούτο Σύστημα επέφερε τον χειρότερον αφανισμόν του Λαού, επιβαρυνόμενον επί ενός ασυγκρίτως μικροτέρου αριθμού κεφαλών.»

  Πέτρος Παπαπολυβίους 
 Aναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου


www.papapolyviou.com

ΑΝΑΔΗΜΟΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
https://www.apopseis.com/
ena-agnosto-keimeno-gia-tin-kypro-toy-1821-kai-toy-1833/
25/3/2019

Ο Ρήγας Φεραίος 
( απο www.sansimera.gr)

10.
Ο Ρήγας Φεραίος και το στρατηγικό του σχέδιο.

Ο Ρήγας κατέχει μια διαχρονικά δεσπόζουσα θέση στην ψυχή του μαχόμενου λαού και έθνους, στην ψυχή των συνεπέστερων υπερασπιστών των συμφερόντων του, θεωρούμενος και δικαίως, το αφετηριακό ορόσημο και οδόσημο της ελληνικής νεωτερικότητας. με δεδομένο το γεγονός ότι ο Ρήγας έχει στρέψει όλες του τις δυνάμεις στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον οθωμανικό ζυγό, ας εξετάσουμε τους συγκεκριμένους όρους και πρακτικές που συγκροτούν το στρατηγικό του σχέδιο.

Ο Ρήγας είναι παιδί του ενιαίου ιστορικού χώρου που καλύπτει τα Βαλκάνια και την μικρά Ασία ως την Εγγύς Ανατολή και που είχε παραμείνει ως και την ύστερη οθωμανική περίοδο κοινός διοικητικά. Το οθωμανικό καθεστώς ήταν η απεχθέστερη μορφή απολυταρχίας.

Η άποψη του Ρήγα είναι κατηγορηματική επ’ αυτού και κονιορτοποιεί όλες τις ύστερες κατασκευές της ιστορικής αναθεωρητικής σχολής περί «καλής και ανεκτικής» Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. ως εκ τούτου για τον Ρήγα το ζήτημα της βίαιης ανατροπής της αποτελούσε κεντρική του επιλογή. Στην θέση της έπρεπε, κατ’ αυτόν, να μπει η Ελληνική Δημοκρατία.

Ένα κοσμικό, δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, στηριγμένο στις αρχές της αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίας και τις σύγχρονές της, της Αμερικανικής και γαλλικής Επανάστασης. Σε ποιες αξίες και παραμέτρους θα στηριζόταν όμως το σύστημα αυτό ή για να το πούμε διαφορετικά ποια ήταν η «ιδεολογία» της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα;

Έχοντας πάντα ως βάση της τον Δημοκρατικό Πατριωτισμό, η δημοκρατία του Ρήγα είχε ως κεντρικούς άξονές της την φιλοπατρία και την δημοκρατική διακυβέρνηση, ενώ σταθερές πηγές άντλησης εμπειρίας, παραδείγματος και έμπνευσης αποτελούσαν η αρχαία Ελληνική Δημοκρατία, οι μεγάλοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και πολιτικοί, η διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και 1795 και τέλος οι Ευρωπαίοι διαφωτιστές με προεξάρχοντες τους Ρουσσώ, μοντεσκιέ και Βολταίρο.

Είναι εμφανές, φρονώ, ότι η ανατροπή μιας υπερ-αντιδραστικής επί 400 χρόνια κατάστασης και η ανάδειξη ενός νέου αξιακού, εθνικού, κοινωνικού, πολιτιστικού και πο¬λιτικού μοντέλου αποτελούσε ένα τιτάνιο έργο που έπρεπε όμως από κάπου να ξεκινήσει. Και ο Ρήγας όχι μόνο το ξεκίνησε αλλά και άφησε βαθύ το αποτύπωμά του στην αφετηριακή σύλληψη για μια σύγχρονη δημοκρατική ελληνική πολιτεία. Ο Ρήγας έθεσε σε εφαρμογή ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ιδεολογικής, εκπαιδευτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής αναδιάταξης του υπόδουλου Έθνους, μέσω πιλοτικών παρεμβάσεων σε όλες τις παραπάνω σφαίρες. Ας τις δούμε πιο συγκεκριμένα: Αφετηριακό σημείο στην όλη του συλλογιστική είναι η αναγκαιότητα ύπαρξης στοιχειώδους γνωσιολογικού υποβάθρου για κάθε Έλληνα πολίτη. «Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη», τονίζει εμφαντικά στο 22ο άρθρο της ν έας Πολιτικής Διοικήσεως, συμπληρώνοντάς το όμως με το διαχρονικό «συλλογάται καλά, όποιος συλλογάται ελεύθερα». με βάση τα παραπάνω, δίνει ξεχωριστή σημασία στο να γνωρίζουν καλά οι πολίτες μιας δημοκρατικής κοινωνίας την γεωγραφία και ιστορία του τόπου τους, να έχουν ανοιχτό

μυαλό στα πορίσματα της επιστήμης και τέλος να έχουν ανοιχτούς ορίζοντες, πράγμα που τους προσφέρει και η γνώση ξένων γλωσσών. (Ο ίδιος μιλούσε πέντε γλώσσες).
  • Απτά παραδείγματα εφαρμογής από πλευράς του είναι: Στον ιστορικό-γεωγραφικό τομέα με τους χάρτες του, την μεγάλη χάρτα – αστείρευτη πηγή πατριδογνωσίας και γνώσης, αλλά και ξεχωριστού μόχθου χαρτογραφική εργασία και θαυμαστή αναστύλωση και σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν, που αποτύπωνε με τον πιο εύγλωττο τρόπο την πραγματικότητα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, την χαλκογραφία του μεγάλου Αλεξάνδρου με τον βαθύ συμβολισμό της, ως και τις ιστορικά φορτισμένες μεταφράσεις του νέου Ανάχαρση και των Ολυμπίων.

Στις επιστήμες με το Φυσικής Απάνθισμα, ένα υποδειγματικό για την εποχή του σύγχρονο επιστημονικό εγχειρίδιο, με ανοιχτό μέτωπο σε κάθε μορφή δεισιδαιμονίας ή απόκρυψης της αλήθειας. Στην σφαίρα του πολιτισμού με την προώθηση της λογοτεχνικής, θεατρικής και μουσικής παιδείας, και την προσπάθεια έκδοσης αντίστοιχων έργων της εποχής του, όπως, τουλάχιστον, αυτό αποτυπώνεται στο Σχολείον των ντελικάτων εραστών, κ.λπ. Το παραπάνω αναγκαίο γνωσιολογικό υπόβαθρο για τον σύγχρονο πολίτη, για να μπορέσει να βλαστήσει χρειαζόταν, κατά τον Ρήγα, το απαραίτητο γόνιμο έδαφος.

Κι αυτό ήταν, πάντα κατά τον ίδιο, ανεξάρτητη πατρίδα, δημοκρατική πολιτεία, δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, διάκριση εξουσιών και δημοκρατική κουλτούρα και αγωγή. Ο Ρήγας θέτει τα θεμέλια και στον τομέα αυτό με την έκδοση της νέας Πολιτικής Διοικήσεως και της [Δημοκρατικής Κατηχήσεως]. Όσον αφορά το θεμελιακό ερώτημα ποιος θα τα εφαρμόσει αυτά και ποιος θα τα υπερασπιστεί, ο Ρήγας δίνει σαφή και συγκεκριμένη απάντηση.

Ο ίδιος ο λαός και οι ένοπλες δυνάμεις του. γι’ αυτό όχι μόνο κυκλοφορεί τον Θούριο και την ν έα Πολιτική Διοίκηση, αλλά και μεταφράζει το Εγκόλπιον [Στρατιωτικόν] του στρατάρχη Κεβενχύλλερ, επισημαίνοντας στις ήδη μαχόμενες δυνάμεις του έθνους τους κλέφτες και αρματολούς τον στρατηγικό στόχο της στρατιωτικής αναβάθμισης του αγώνα.

 Λουκάς Αξελός

 Το κείμενο είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου  του Λουκά Αξελού «Ρήγας Βελεστινλής – Ο πατέρας της ελληνικής ανεξαρτησίας»

ΠΗΓΗ: e-dromos.gr

https://www.apopseis.com/
o-rigas-feraios-kai-to-stratigiko-toy-schedio/

24/3/2019





        ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ        

Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (1ο) 
https://ivan-2-google.blogspot.com/2019/03/21.html

Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (2ο) 
https://ivan-2-google.blogspot.com/2019/03/2.html

Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (3ο) 
https://ivan-2-google.blogspot.com/2019/03/3_25.html