Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (1ο)

 ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:  

Δύο αιώνες Ελληνικής Παλιγγενεσίας: 
Μια αποτίμηση.

(1) Ήρωες-αγωνιστές του ’21: Η καλή και η ανάποδή τους. 
(2) 1821: Η μυθολογία, η ιστορία 
και ο χορός των αθιγγανίδων.
 (3) Η κατάσταση της Εκκλησίας πριν και μετά
 τον Εθνικο-Απελευθερωτικό Αγώνα.
(4) Το πιο παρεξηγημένο πρόσωπο της Ελληνικής Επανάστασης 
και η αποκατάστασή του.
(5) Τι απέγινε ο πανίσχυρος Ιμπραήμ Πασάς 
μετά την Επανάσταση του 1821;   
(6) Η σκληρή και λιγότερο γνωστή πτυχή του 1821:
Οι ιστορίες των τραυματιών και των λιμοκτονούντων. 
(7)  1821: Ήταν ριψοκίνδυνοι ναυτικοί 
και πλήρωναν... κερατιάτικα. 


Δύο αιώνες Ελληνικής Παλιγγενεσίας: 
Μια αποτίμηση.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι πολίτες επιχειρούν να αποτιμήσουν την πορεία του ελληνικού κράτους, σχεδόν δύο αιώνες μετά τη συγκρότησή του. Αφορμή φυσικά αποτελεί η τρέχουσα οικονομική κρίση, η οποία αναπόφευκτα πολλαπλασιάζει τα σχετικά ερωτήματα. Ανέκαθεν, άλλωστε, το ιστορικό παρελθόν αποτελούσε τη δεξαμενή αναζήτησης γνώσης για τις παθογένειες του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, η αναδρομή στην ιστορία του ελληνικού κράτους συνιστά πολύτιμη διαδικασία για όποιον ενδιαφέρεται να κατανοήσει αρκετά από τα τεκτονικά συμβάντα της τρέχουσας καθημερινότητας. Φτάνει μόνο η αναδίφηση αυτή να γίνεται με σεβασμό στους κανόνες της ιστορικής επιστήμης που απαιτούν νηφαλιότητα, κριτική σκέψη και αναλυτική ικανότητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων.

Στο σημείωμα αυτό θα συνοψίσω σύντομα τις δικές μου σκέψεις πάνω στο ζήτημα. Η ελληνική επανάσταση του 1821 και η συγκρότηση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους αποτέλεσαν ένα κορυφαίο γεγονός με διαστάσεις εθνικές, βαλκανικές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες. Από κοινού με την αμερικανική, τη γαλλική και την επανάσταση στη νότια Αμερική, η ελληνική Παλιγγενεσία συγκίνησε τα φιλελεύθερα πνεύματα που αντιμάχονταν το συντηρητισμό των παλαιών μοναρχικών καθεστώτων. Οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της ελληνικής Επανάστασης εμφορούνταν από τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και αγωνίζονταν για τη συγκρότηση μιας ευνομούμενης, φιλελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας, κατά των προτύπων των φωτισμένων κρατών της δυτικής Ευρώπης. Οι ιδέες τους, ρηξικέλευθες και προοδευτικές, κορύφωσαν τις ελπίδες για την αναγέννηση του Ελληνισμού και την επανατοποθέτησή του στο χάρτη των πρωτοπόρων εθνών της ανθρωπότητας.

Το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού που είχε σαρώσει τη Βαλκανική μετά το 1750 είχε φροντίσει να προετοιμάσει ιδεολογικά τον ξεσηκωμό του Γένους. Η Επανάσταση του 1821 ήταν ένα κατεξοχήν πολιτικό κίνημα, το οποίο πήγαζε και εμπνεόταν από τα αντίστοιχα κινήματα που σημειώνονταν την ίδια περίοδο στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική, ενώ είχε οργανωθεί κατά τα συνωμοτικά πρότυπα των καρμποναρικών οργανώσεων. Οι πρωταγωνιστές του Αγώνα γνώριζαν καλά τόσο το σκοπό όσο και το περιεχόμενο των πρωτοβουλιών τους.

Ακόμη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πλήρη συναίσθηση της αποστολής του. «Τα βιβλία οπού εδιάβαζα ήτον η ιστορία της Ελλάδος, η ιστορία του Αριστομένη και Γοργώ και η ιστορία του Σκεντέρμπεη», έγραφε, «Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν», σημείωνε στα Απομνημονεύματά του ο Γέρος του Μοριά. Προσέθετε μάλιστα πως η κίνηση των Ελλήνων ήταν δίκαιη, αφού ήταν εθνική και στόχευε στην αποτίναξη της σκλαβιάς: «η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστασεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός ας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με έλλο έθνος, ήτον με ένα λαόν όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε να ορκιστή, παρά μόνον ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο Σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση τον ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ’ ως σκλάβους».  Ο ίδιος ήταν μάλιστα ενήμερος της επικινδυνότητας των εγχειρήματος που είχαν αναλάβει: «εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος. Αν εχαλιώμεθα, εκινδυνεύαμε να μη κάμωμε ορδί πλέον».

Οι ιδέες και το πνεύμα της Επανάστασης αποτυπώνονται με ενάργεια στις επαναστατικές προκηρύξεις των Ελλήνων επαναστατών. «Το Ελληνικόν Έθνος βεβαρυμένον πλέον να στενάζη υπό τον σκληρόν ζυγόν υπό τον οποίον τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδίστως, τρέχει με γενικήν και ομόφυλον ορμήν εις τα όπλα διά να κατασυντρίψη τας βαρείας αλύσους τας υπό των βαρβάρων Μωαμεθανών περιτεθείσας εις αυτό», διακήρυτταν οι πρόκριτοι της Ύδρας, ενώ εκείνοι των Σπετσών υποστήριζαν πως «Ομογενείς! Οι προεστεύοντες των ελληνικών νήσων και όλοι οι κάτοικοι αυτών, ο πόλεμος των οπίον κάμνομεν κατά των ασεβών τυράννων δεν είναι κλέπτικος αλλ’ όλου του Έθνους μας, αποφασισμένος θεόθεν και ωργανισμένος από μεγάλους άνδρας, ζητούμεν την ανεξαρτησίαν του Γένους μας και δι’ αυτήν συνεισφέρομεν όλοι και όπλα και πλοία και σώματα».

Οι Έλληνες καλούνταν στα όπλα, οι Τούρκοι καταγγέλλονταν συλλήβδην ως  δυνάστες και απολίτιστοι, ενώ η επίκληση του αρχαίου παρελθόντος σκορπούσε ρίγη συγκίνησης. «Μη δειλιάσετε απόγονοι του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, μη φανήτε ανάξιοι της ελευθερίας σας, ο πόλεμος γίνεται διά την πίστιν και την πατρίδα, συλλογισθήτε πόσα κακά, πόσας τυραννίας υποφέρετε από τους Τούρκους, συλλογισθήτε πόσα κακά θέλουν κάει, εάν (ό μη γένοιτο) θριαμβεύσωσι».

Για την πίστη και την πατρίδα, για την ελευθερία του έθνους και την οργάνωση μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας. Αυτές ήταν οι ιδέες και οι αξίες που κινητοποίησαν και ενέπνευσαν τους Έλληνες δύο αιώνες νωρίτερα. Οι ιδέες αυτές άλλωστε εκφράζονται με ενάργεια στο κείμενο της Διακήρυξης της Πρώτης Εθνικής Συνελεύσεως που εκδόθηκε στην Επίδαυρο τον Ιανουάριο του 1822: «Ο κατά των Τούρκων πόλεμος ημών, μακράν του να στηρίζηται εις αρχάς τινάς δημαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελείς μέρους τινός του σύμπαντος ελληνικού έθνους σκοπούς, είναι πόλεμος εθνικός, πόλεμος ιερός, πόλεμος του οποίου η μόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ημών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιμής, τα οποία, ενώ την σήμερον όλοι οι ευνομούμενοι και γειτονικοί λαοί της Ευρώπης τα χαίρουσιν, από ημάς μόνον η σκληρά και απαραδειγμάτιστος των Οθωμανών τυραννία επροσπάθησε με βίαν ν’ αφαιρέση και εντός του στήθους ημών να τα πνίξη».

Ωστόσο, στην ελληνική χερσόνησο των αρχών του 19ου αιώνα κυριαρχούσαν ιδεολογίες και τοπικές ομάδες που αντιμάχονταν τον προσανατολισμό προς τη Δύση. Η θέση τους μάλιστα ισχυροποιούνταν και από το γεγονός ότι τελικώς πολύ λίγοι από όσους θεωρητικά υποστήριζαν τη συγκρότηση μιας ελληνικής πολιτείας οργανωμένης σε φιλελεύθερα πρότυπα μπορούσαν να καυχώνται για την ανιδιοτέλειά τους. Το έδειξαν αυτό ξεκάθαρα οι χειρισμοί των περισσότερων από όσους ενεπλάκησαν στην υπόθεση των δανείων της Επανάστασης.  Για τους προύχοντες η πρόσληψη του μέλλοντος του Ελληνισμού υπήρξε κατά βάση η αναπαραγωγή των κατεστημένων οθωμανικών δομών της Τουρκοκρατίας -υπό τη δική τους βέβαια εξουσία. Επρόκειτο για δικαιολογημένη αντίδραση μιας προνεοτερικής κοινωνικής ομάδας η οποία ήταν δύσκολο να αντιληφθεί τις προτεραιότητες της νέας εποχής.

Το δυστύχημα όμως είναι ότι εκείνη η σύγκρουση για το χαρακτήρα και το μέλλον του νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν περιορίσθηκε μόνο στη διάρκεια της Επανάστασης. Αντίθετα συνεχίσθηκε -και κατά τη γνώμη μου συνεχίζεται ακόμη- με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές και πολιτικές προτεραιότητες. Έως σήμερα ο «λαϊκιστικός κοτζαμπασισμός» εξακολουθεί να αντιμάχεται τη συγκρότηση ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, όπου οι θεσμοί θα λειτουργούν ανεξάρτητα από τις διαθέσεις της άρχουσας τάξης, πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής. Η αντίληψη για το «κράτος – λάφυρο», επενδυμένη με ισχυρές δόσεις απομονωτισμού και συνωμοσιολογίας και με συνθηματολογία που θωπεύει τα κατώτερα ένστικτα του λαού, εξακολουθεί να αποπροσανατολίζει από τα μεγάλα ερωτήματα και διλήμματα που απασχολούν τα πρωτοπόρα έθνη. Όμως οι πρόγονοί μας πρόκοψαν επί αιώνες στη Διασπορά λόγω ακριβώς της εξωστρέφειας και του κοσμοπολιτισμού τους, παραδοσιακών αξιών ενός Οικουμενικού Ελληνισμού. Αυτές τις αξίες θεωρώ πως είναι απαραίτητο να ανακαλέσουμε σήμερα, πριν η κλεψύδρα αδειάσει εντελώς.


Του Ιάκωβου Μιχαηλίδη, 
Αναπληρωτή Καθηγητή Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ.
 (Από τη Μακεδονία της Κυριακής 24 Μαρτίου 2019)

http://www.anixneuseis.gr/?p=204708#comments
24/3/2019


                ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ                 




 1.
Ήρωες-αγωνιστές του ’21:
 Η καλή και η ανάποδή τους.

Μια απόπειρα ανατομίας του αμφίθυμου "Εγώ” των ηρώωv- αγωνιστών του ’21 - των κλεφταρματολών της Ρούμελης, ειδικότερα.

Από τη Ζάκυνθο, διωγμένος ο Κολοκοτρώνης, γράφει το 1817 στον Γεώργιο Βαρνακιώτη, πανίσχυρο οπλαρχηγό της Αιτωλοακαρνανίας, την παρακάτω επιστολή.

"Ευγενέσταται αδελφαί καπητάν γιοργάκη, δουλικώς και πονετικώς σας χαιρετώ. […]Το αίτιο οπού δεν σας έγραφα είναι τούτο, ότι η ευγενείαν σας ελάβατε την πατρίδαν σας και τρώτε κριάς αζύγιαστο και εγώ το τρω με την λύτραν και εις αυτό σάς έχω παράπονα, ότι ο χορτάτος τον νιστικό δεν τον πιστεύει, όμως έτζι είναι ο ντονιάς και εγώ παρακαλάω τον θεόν να ακούω τους συμπατριώτας μου να είνε καλά και ας τρόνε αυτοί τα αρνιά και εγώ ας τρώγω γελαδοκρέατο. […] Τόσον και μένω και προστάξετέ μας εις ότι ήμαστε ικανοί να σας δουλεύσομαι.”

Από την επιστολή ξεχειλίζει το παράπονο του Κολοκοτρώνη. Ένα δυσεξήγητο, ωστόσο, εκ πρώτης όψεως παράπονο. Ενώ βρισκόταν σε αγγλοκρατούμενο νησί, μακριά από τον οθωμανικό ζυγό, άρα προνομιούχος απέναντι στο Βαρνακιώτη, διαπιστώνει μια μειονεξία εις βάρος του. 

Είναι η αγγλική κατοχή βαρύτερη από την τουρκική; Όχι βέβαια. 

Άλλο είναι το μαράζι του Μωραΐτη. Κι αυτό είναι η διαφορά ανάμεσα στους οπλαρχηγούς της Ρούμελης και σε εκείνους του Μοριά. 

Η αλήθεια είναι ότι στην Πελοπόννησο το κλεφταρματολίκι δεν θα επικρατήσει ποτέ. Ο Κολοκοτρώνης, ο ίδιος, δεν είναι παρά ένας κάπος που προστάτευε το Δεληγιαναίικο βιός. Τι ειρωνεία: Ένας άνθρωπος των αρμάτων, στη δούλεψη ενός κοτζάμπαση. 

Κι όμως, αυτός είναι ο κανόνας. Κι αυτό γιατί στην Πελοπόννησο, τον ρόλο των καπεταναίων, θα τον αναλάβουν οι πρόκριτοι. Έτσι εξηγείται, γιατί ο Μοριάς είναι γεμάτος από κοτζαμπάσηδες και η Στερεά Ελλάδα γεμάτη από καπεταναίους. 

Ας δούμε όμως τι ακριβώς ήταν, και πώς το κλεφταρματολίκι εντασσόταν στο σύστημα της τουρκικής, της αληπασαλήδικης για την ακρίβεια, διοίκησης. (Με τη βοήθεια, κυρίως των σπουδαίων βιβλίων των Β. Καραποστόλη και Κ. Παπαγιώργη:βλ. Αναφορές).

Και επ’ αυτού, ας βάλουμε από την αρχή τα πράγματα στη θέση τους: Ναι, είναι αλήθεια ότι τα αρματολίκια ελέγχονταν από τα Γιάννενα. Όμως ο ρόλος του κλεφταρματολού καπετάνιου δεν προέκυπτε ποτέ ως μια αβίαστη ανάθεση. Ως μια αγαστή δηλαδή συνεργασία.

Σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ανθρώπους, η ιστορία του κλεφταρματολού δεν αρχίζει από την οικογένειά του, αρχίζει από τον εαυτό του. Πρώτα εμφανίζεται σαν κλέφτης, διφορούμενος, αψίκορος, επίφοβος για τον κατακτητή, αλλά πολλές φορές και για τον ραγιά. 

Κατά τα άγραφα θέσμια της τουρκοκρατίας, για να αναγνωριστεί ο αρματολός θα έπρεπε πρώτα να φέρει σε απελπισία την τουρκική εξουσία. Και μόνο όταν η διοίκηση διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να τον κάνει καλά, αποφασίζει να του αναγνωρίσει ορισμένα δικαιώματα: Να φέρει όπλα, να μη καταβάλει φόρο, να πορίζεται τα αναγκαία από την περιοχή. Αυτά για την αρχή...

Γιατί στην πορεία και μέσα από αριστοτεχνικά στημένες μυστικές συμφωνίες, τα λεγόμενα καπάκια, οι αληπασαλήδες, όπως αποκαλέστηκαν, οπλαρχηγοί θα εδραιωθούν, αναπτύσσοντας ο καθένας το δικό του είδος λυκοφιλίας, είτε μεταξύ τους, είτε κυρίως με τον Αλή. 

Παρόλο που η επίσημη ιστοριογραφία θα σταθεί αρνητικά απέναντι σε αυτή τη συνήθεια, υπάρχουν δυνατές ιστορικές φωνές που γενικά θεωρούν τα καπάκια, περίπου, ως εθνικά στρατηγήματα. 

Όποιος έβαζε καπάκι επέβαλε ανακωχή, έσωζε πληθυσμούς από σφαγή και λεηλασία, κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Το λιγότερο; Εξασφάλιζε κάποιες ανθρώπινες συνθήκες ζωής στους ραγιάδες, για να ασχοληθούν με τα βιοποριστικά τους έργα. 

Όμως, η έλευση του Μαυροκορδάτου και η εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της δυτικής Ελλάδας ανήγαγε την- έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη τακτική των καπακιών-, σε πέτρα σκανδάλου εις βάρος των οπλαρχηγών. Με πρόσχημα τις επαφές τους με τον εχθρό, ο Φαναριώτης θα διχάσει τους καπεταναίους σε "πατριώτες” και "προδότες”, ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις. 

Έτσι, ο Βαρνακιώτης εξοβελίστηκε, ο Μπακόλας τούρκεψε, ο Καραϊσκάκης δικάστηκε ως προδότης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος θα είχε το οικτρό τέλος που ξέρουμε.

Όμως, δεν ήταν μόνο η απουσία κοτζαμπάσηδων που ευνόησε το κλεφταρματολίκι στη Ρούμελη. Καταλυτική ήταν και η παρουσία του Αλή στην περιοχή.

Άξιος κληρονόμος του αρχέγονου αλβανικού πολεμικού φρονήματος, ο Αλής, πότε με την βία, πότε με τη μπαμπεσιά, θα συγκροτήσει ένα περίπου ανεξάρτητο πασαλίκι. Κι αυτό με την ανοχή της Πύλης. Έχοντας εντοπίσει τις ιδιομορφίες και τις ισορροπίες των πληθυσμών, θα σχεδιάσει το μέλλον του, ταυτίζοντάς το, κατά πολύ, με το μέλλον των υπηκόων του. 

Και εδώ, είναι η στιγμή να πούμε κάτι για το ζήτημα του εθνικού φρονήματος των κλεφταρματολών. 

Όμως, αφού κάνουμε πρώτα μια διάκριση. Να ξεχωρίσουμε, δηλαδή, τους καπεταναίους, που κατείχαν το αρματολίκι κατ’ ανάθεσιν από τα Γιάννενα, τους πολλούς δηλαδή, από τους λίγους που το κατείχαν με τα όπλα. 

Οι κλέφτες που δεν προσκύνησαν, όπως ο Κατσαντώνης, ο Νικοτσάρας, o Λεπενιώτης, ο Μειντάνης, ο Βλαχάβας είχαν ένα κοινό, μοιραίο χαρακτηριστικό: όλοι τους θα εξοντωθούν από τον Τούρκο. Κανένας δεν επέζησε να δει την πατρίδα ελευθερωμένη. Κανένας δεν αξιώθηκε την όποια αναγνώριση και δόξα που έζησαν πολλοί από τους συναδέλφους τους, σύμφωνα με τη γενναιόδωρη παραδοχή: "τα στερνά τιμούν τα πρώτα”. 

Αντίθετα μια πληθώρα αναγνωρισμένων αρματολών: Βαρνακιώτης, Τσόγκας, Ισκος, Ράγκος, Καραϊσκάκης, Στορνάρης, Μακρής, Μπακόλας, Στάικος, Ανδρούτσος ήταν καπετάνιοι που συνεργάστηκαν με το πασαλίκι του Αλή πασά. Και που βεβαίως επέζησαν μέχρι και μετά τον ξεσηκωμό.

Σχετικά, λοιπόν, με το εθνικό φρόνημα αυτών των τελευταίων, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι μια ακηλίδωτη εθνική καθαρότητα θα ήταν δύσκολο να εντοπιστεί, κάτω από τις χρόνιες συνθήκες της περιοχής και της εποχής.  Το ίδιο και μια ψυχρή λογική μικροχειρουργικής ανατομίας των γεγονότων, η οποία θα εντόπιζε τους Ρουμελιώτες καπεταναίους να λειτουργούν ως γρανάζια συντήρησης του οθωμανικού συστήματος και όχι ως εν δυνάμει στοιχεία αποσταθεροποίησής του. Αν ήταν έτσι, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης προς αυτούς έστελναν τις επιστολές της επαναστατικής προετοιμασίας;
Από τα άλλο μέρος, είναι βέβαιο ότι η παρατεταμένη συνάφεια αυτών των καπεταναίων με τον Αλή τους εμπότισε με ορισμένα  χούγια που θα τους σημαδέψουν. Σκληρότητα, ιδιωφέλεια, φιλυποψία. Όλοι τους σχεδόν, μαθητεύοντας στην αυλή του, εγκολπώθηκαν, έστω και άθελά τους, τα ολέθρια στρατιωτικά, διοικητικά και ατομικά του ήθη. Με τον καιρό σαν τουρκο-παρακοιμώμενοι, τουρκόμαθαν κιόλας.

Ψυχογραφώντας τους, λοιπόν, το πρώτο αδρό συμπέρασμα που βγάζει κανείς, είναι ότι πρόκειται για ανθρώπους έντονων θυμικών προαιρέσεων, μάλλον, παρά αντικειμενικού, συνεπούς χρέους. Τα κίνητρά τους ήταν συναισθηματικά, αποσπασματικά, στιγμιαία. Σχεδόν μιας χρήσης. Δρουν με οδηγό την εσωτερική τους ανάγκη. Περισσότερο για δικούς τους συναισθηματικούς και συμφεροντολογικούς λόγους. 

Κραυγαλέες περιπτώσεις εκείνες του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου, του Παπαφλέσσα. Και στις τρεις περιπτώσεις η προσφορά τους δεν εξαρτάται  από το "μπορώ”, το "πρέπει”, το "οφείλω”, αλλά από το "άμα θέλω”, περίπου από το "άμα μού καπνίσει”. 

Όμως, τέτοιοι άνθρωποι, δέσμιοι των κακών δαιμονίων και των αντινομιών της εποχής, δεν μπορεί να είναι παρά δημιουργήματα, έρμαια καλύτερα, των εκάστοτε συγκυριών και περιστάσεων. 

Έτσι, για παράδειγμα, παραπλήσιοι σε πολλά, ο Βαρνακιώτης και ο Καραϊσκάκης θα έχουν τελικά διαφορετική μοίρα. Αρματολοί σε κοντινές περιοχές και αντιμαυροκορδατικοί, άριστοι στρατιωτικοί, θα κατηγορηθούν και οι δυο ως προδότες. 

Ο ένας να στιγματισθεί δια βίου, ενώ ο άλλος, παρότι δικάστηκε για την ίδια αιτία, θα ευνοηθεί από τις περιστάσεις  και θα δοξαστεί, διαπρέποντας στη εκστρατεία του Φαλήρου. 

Το ίδιο και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Με μια πιστολιά, στο Χάνι της Γραβιάς, αυτή που έριξε κάτω τον απεσταλμένο δερβίση του Ομέρ Βρυώνη, θα διαρρήξει τους ύποπτους παλιούς δεσμούς του και θα τον κερδίσει η επανάσταση. 

Η αλήθεια είναι ότι η επανάσταση θα τον κερδίσει και θα τον χάσει, εν μια νυκτί. Ο θρυλικός Δυσσέας έλαμψε μόνο στη Γραβιά. Ο υπόλοιπος επαναστατικός του βίος, δεν θα είναι αντάξιός του. 

"Α!, διατί να μη πέσει την ημέραν εκείνη στη Γραβιά ο Οδυσσεύς. Επιζήσας ουδέν μεν  μέγα διέπραξεν έκτοτε, καίτοι κτησάμενος υπεροχήν  ομολογουμένην, περιποιήσας δε εις την φιλαρχίαν αυτού χαρακτήρα όντως προδοτικόν ετελεύτησε  δέσμιος οικτρώς…”, θα γράψει ο Παπαρηγόπουλος, για τις μεταπτώσεις του ύστερου βίου του αγωνιστή.

Με αποκορύφωμα, βεβαίως, το τραγικό του τέλος: Μια μέρα θα τον βρουν γκρεμισμένο άδοξα κάτω από την Ακρόπολη, "σαν ένα πετούμενο με σπασμένα φτερά”. Η ιατροδικαστική έκθεση,- διατεταγμένη προφανώς,- που συνέταξε κάποιος Βιτάλης, πιθανώς είναι η μοναδική στον κόσμο έκθεση, όπου  εκτός του θανάτου, πιστοποιείται και το ποιόν του θανόντος: "Τα θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλλόντα τον εγκέφαλον, επέφερον αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος…”.

Ο Παπαφλέσσας πάλι, θα τεντώσει την ύπαρξή του από την άκρως σκοτεινή παθολογία του βίου του στην κορύφωση της δοτικότητας που αντιπροσωπεύει το Μανιάκι.

Τις οίδε τι τραγικές αναδιπλώσεις συντάραξαν τα σωθικά του, ποιες ψυχικές καταβυθίσεις του υπέδειξαν ότι είχε έλθει η ώρα να ξεπλύνει όλα τα μελανά στίγματα που βάραιναν την ψυχή του και που στοιχειωμένα στο σκοτεινό μέσα του, απαιτούσαν να εξαγοραστούν. 

Δραπετεύοντας από τα καπρίτσια, τις ερωτοδουλειές του, την οξυθυμία του, τους κινδύνους στους οποίους υπέβαλλε τη Φιλική  Εταιρεία, τις συνεχείς αλλαγές των πολιτικών συμμάχων του, θα δοξαστεί αντιπαρατασσόμενος στα στίφη του Αιγύπτιου εισβολέα. Το σπουδαιότερο: μετά τη μάχη στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ, "στο νεκρό βλέμμα του ήρωα, θα διαβάσει τον δυσοίωνο γι’ αυτόν χρησμό, ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα”.

Αρχίσαμε με τον Κολοκοτρώνη και τον Βαρνακιώτη, ας τελειώσουμε με τους ίδιους. 

Σχεδόν μια δεκαετία μετά από την επιστολή του Κολοκοτρώνη προς τον Βαρνακιώτη, που παραθέσαμε στην αρχή, ο τελευταίος, εξοβελισμένος πια από την επανάσταση, θύμα του παρελθόντος του, αλλά και των μηχανορραφιών του Μαυροκορδάτου, θα χρειαστεί να παλέψει για την αποκατάσταση της τιμής του. Όμως δεν θα εισακουστεί. 

Ακόμα και ο Κολοκοτρώνης, το μόνο που έχει να του προτείνει, σε επιστολή του, είναι να παρουσιαστεί προσωπικώς "εις του έθνους την Διοίκησιν”. Και στο τέλος της επιστολής του, θα γράψει: "Επειδή, αν καλά και η αθωότης σου είναι ικανή ασφάλεια, χρειάζεται μολοντούτο και η προδιάθεσις του πράγματος…”

Εντυπωσιάζει, το δίχως άλλο, η διπλωματικότατη απάντηση του Θοδωράκη. Ο οποίος υπακούει, πρώτος αυτός, στην περίφημη "προδιάθεσιν του πράγματος”. Δηλαδή, στο προς τα πού θα φυσάει ο αέρας. Ούτε ο Μαυροκορδάτος να ήταν...

Όμως, όπως και να έχουν το πράγματα, με λιγότερο ή περισσότερο αληθινά τα παραπάνω, ένα πρέπει να παραδεχτούμε: Διαβάζοντας κανένας τα ψιλά γράμματα την ελληνικής ιστορίας, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να πλήξει ποτέ.

Αναφορές: 

Μ. Καραγάτσης, Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Εστία 
Β. Καραποστόλης, Διχασμός και εξιλέωση, Πατάκη
Κ. Παπαγιώργης, Τα Καπάκια, Καστανιώτη
Κ. Παπαγιώργης, Εμμανουήλ Ξάνθος, Καστανιώτη
Κ. Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους

Του Γιώργου Ι. Κωστούλα * 

(* Ο κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών 
του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα)

22/3/2019 

The Combat of the Giaour and Hassanby Eugène Delacroix(1826,
 oil on canvas, Art Institute of Chicago)

2.
1821: Η μυθολογία, η ιστορία 
και ο χορός των αθιγγανίδων.

αθιγγανίδες χορεύουν
όμως δε λησμονούνται μέσα στην ηδονή –τους κύκλους– του χορού
να κοσμήσουν τα μακριά ολόμαυρα
μαλλιά τους
με πολύχρωμα λουλούδια

οι γύφτισσες είναι –βέβαια– τρεις:
η μία λέγεται Θοδώρα
η άλλη Σουλτάνα
και η τρίτη
είναι
ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

                              Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδανιεύς

Τα γεγονότα, οι μύθοι και οι συμβολισμοί που καλούνται συμπυκνωμένα ως «Επανάσταση του 1821» περιγράφοντας στην ίδια στιγμή την περίοδο της εξέγερσης, το παρελθόν της Τουρκοκρατίας αλλά και το είδωλο του παρόντος μας, ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο αλλάζοντας επιφάνεια και φορτία νοήματος.

Η επανάσταση δεν μένει ποτέ σταθερή, κινείται και μετατοπίζεται με επί μέρους χαρακτηριστικά να παίρνουν κυρίαρχη θέση, βασικά γεγονότα να αποσιωπούνται και άλλα να μειώνονται σε σημασία φορτίζοντας διαρκώς με νόημα ένα ανοιχτό σημείο. Μυθολογίες γύρω από το «κρυφό σχολειό», την έναρξη της επανάστασης στην Αγία Λαύρα, ή τους όρους με τους οποίους γινόταν το παιδομάζωμα αποκτούν μορφή ιστορικής αλήθειας, αναντίρρητης πραγματικότητας, εντάσσονται στις επίσημες εκδοχές και βρίσκουν τη θέση τους στα αναγνωστικά του βιβλίου, στα εθνικά νομίσματα ή τη λαϊκή αφήγηση.

Υπάρχουν ακόμη και αν δεν υπήρξαν ποτέ περιγράφοντας έτσι όχι το παρελθόν, αλλά τη σημερινή μας θέαση προς αυτό. Γεγονότα όπως οι όροι με τους οποίους έγιναν οι εμφύλιες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης, η φυλετική και γλωσσική πολυμορφία του πληθυσμού, η (αυτονόητη) βιαιότητα των εξεγερμένων χάνονται πίσω από ένα πέπλο κατασκευασμένης αρετής και ομοιογένειας, τέτοιο ώστε ο μύθος να είναι ελκυστικός και λειτουργικός, να μπορεί να εμπνεύσει προς ανέξοδες εθνικές ανατάσεις, να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο και ως παράδειγμα.

Και αυτό συμβαίνει γιατί τα γεγονότα αυτά εντάσσονται τόσο στη σφαίρα της ιστορίας όσο και στη σφαίρα της μυθολογίας. Η επανάσταση του 1821 αποτελεί έναν μύθο συγκρότησης, ένα ιστορικό γεγονός που εμπεριέχει όμοιο ποσοστό από ιστορικές αλήθειες όσο και μυθικές προβολές. Εναν μύθο που γέννησε ένα έθνος και έναν μαζικό τρόπο θέασης μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων. Σε μεγάλο βαθμό με παρόμοιο τρόπο με όλες τις μεγάλες εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.

Η θέαση αυτή αποτέλεσε συγκολλητική ύλη ανόμοιων χαρακτηριστικών ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του κράτους. Τόσο συχνά η λειτουργικότητα του μύθου θεωρήθηκε πιο χρήσιμη από το γεγονός και την απόδειξη της πραγματικότητας. Ενα σύνολο πρακτικών και χρήσιμων αξιών ενσαρκωμένο από ανθρώπους του παρελθόντος που η γλώσσα μετατρέπει σε ήρωες. Η φύση του ανθρώπου εκλείπει κάτω από την επιταγή του θρύλου. Τα αγάλματα δεν ήταν ποτέ άνθρωποι. Εψαξαν ανθρώπους μέσα στα ιστορικά εγχειρίδια ώστε να τους πείσουν να τα ενσαρκώσουν. Κάθε έθνος είναι έθνος αγαλμάτων.

Πολύ συχνά και απόλυτα δικαιολογημένα μια δημόσια διαβούλευση ανοίγει για την ιστορική επάρκεια και τη γνώση μας γύρω από τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου, γύρω από τα αίτια και τις αφορμές, τις πράξεις και τα γεγονότα, γύρω από τους όρους με τους οποίους διατυπώνεται η δημόσια ιστορία.

Η συντηρητική πτέρυγα συντηρεί τη συντήρησή της. Ονομάζει τον μύθο ιστορία, τον αποδεικνύει όχι μέσα από αποδείξεις αλλά από κοινές παραδοχές που στηρίζονται αποκλειστικά στη δημοφιλία τους, επιτίθεται υπέρ των αγαλμάτων. Η πλευρά που διαφωνεί προσπαθεί να φέρει περισσότερες πληροφορίες, περισσότερα επιχειρήματα, περισσότερη ιστορική αλήθεια. Καταφέρνει όμως κάποια μετατόπιση; Ισως.

Ισως όμως ταυτόχρονα να έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε, πέρα από την επάρκεια της ιστορίας, την ίδια την επάρκεια του μύθου. Μια πτυχή που πιστεύω πως είναι αδύνατον να εκλείψει από τη θέαση της «επανάστασης του 1821» ακριβώς γιατί αποτελεί έναν μύθο συγκρότησης.

Μπορεί αυτός ο μύθος να μετατοπιστεί; Μπορεί να φορτιστεί με νέο περιεχόμενο; Μπορεί να βρεθεί ένα περιεχόμενο τέτοιο που να κάνει τη Σουλτάνα, τη Θεοδώρα και τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να χορεύουν αρμονικά;

Σε μια εποχή γενικευμένης ασάφειας, σε μια περίοδο που οι αξίες και οι βεβαιότητες είναι ρευστές και η εφεύρεση του μέλλοντος το βασικό διακύβευμα οφείλουμε να ανοίξουμε τον μύθο. Οφείλουμε να ανοίξουμε το σύμβολο. Να το ορίσουμε με τρόπο τέτοιο ώστε να στέκει ανοιχτός στους διαφορετικούς ορισμούς.

Οφείλουμε, μέσα από ένα νέο παρελθόν, να αντικρίσουμε και να προσδιορίσουμε ένα νέο παρόν, πιο ταιριαστό στις διαστάσεις της πραγματικότητάς μας, πιο αναγκαίο στις επιταγές της αλήθειας μας. Χωρίς φυσικά να λησμονούμε τους κύκλους του χορού.

tsalapatis.blogspot.gr

Θωμάς Τσαλαπάτης

https://www.efsyn.gr/nisides/anohyroti-poli/
188300_1821-i-mythologia-i-istoria-kai-o-horos-ton-athigganidon
23/3/2019



3.
 Η κατάσταση της Εκκλησίας πριν και μετά
 τον Εθνικο-Απελευθερωτικό Αγώνα.

Α’  Η κατάσταση πριν την έναρξη του Αγώνα

Η Τουρκοκρατία

Στην ηθική και πνευματική προετοιμασία της Επαναστάσεως του 1821, ο ρόλος της Εκκλησίας και ειδικότερα του κλήρου είναι μαχητικός και πανθομολογούμενος. Το ελληνικό/χριστιανικό ορθόδοξο φρόνημα και η εθνική ταυτότητα διαφυλάχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του οθωμανικού ζυγού με τη βοήθεια της Παιδείας, που ήταν κατ’ εξοχή έργο της Εκκλησίας. Κατά τα 11 επαναστατικά κινήματα, που προηγήθηκαν του Αγώνα, οι κληρικοί είτε πρωτοστάτησαν είτε διακρίθηκαν σε αυτά και, βεβαίως, υπέστησαν ανάλογες διώξεις [1] μαζύ με τον ελληνικό λαό που συμμετείχε.

Σύμφωνα με τη Σαρία, το κρατικό δίκαιο του Ισλάμ, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής χορήγησε «προνόμια» προσωπικά στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β’ Σχολάριο, όχι λόγω του θρησκευτικού του αξιώματος, αλλά επειδή ήταν «Μιλέτ Μπασίς (Εθνάρχης/Γενάρχης)», θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός μίας κοινότητας.

Η κάθε ελληνική κοινότητα επί Τουρκοκρατίας αλλά γενικά του υποδούλου Ελληνισμού έως τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) ταυτιζόταν με τον εκκλησιαστικό θεσμό της ενορίας. Το Χριστιανικό Ορθόδοξο Γένος δεν ήταν ισότιμο προς τους Μουσουλμάνους και απολάμβανε δικαιώματα προνομιακού χαρακτήρα μόνο μέσω του «Μιλέτ Μπασίς». Στην πραγματικότητα, λοιπόν, τα «δικαιώματα» των υποδούλων ήσαν περιορισμοί, πίσω από τους οποίους οι Οθωμανοί περιχαράκωναν μια κοινότητα είτε αλλόθρησκη (Χριστιανική, Ισραηλιτική) είτε αλλόδοξη ισλαμική (Σιίτες, Αλεβίτες, Δρούζοι) με την απαξιωτική ιδιότητα του «απίστου» και την καταδίκαζαν να φυτοζωεί στο περιθώριο της σουνιτικής οθωμανικής ισλαμικής διοικήσεως και κοινωνίας.

Συνεπώς, κάθε Έλληνας ως μη-Μουσουλμάνος ήταν δυνατό να επιζήσει στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους μόνο ως μέλος της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καλυπτόμενος υπό τα «προνόμια», που ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε χορηγήσει στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Γι’ αυτό και για κάθε εκτροπή, ο πρώτος που «πλήρωνε» ήταν ο ίδιος ο πατριάρχης ή ο τοπικός επίσκοπος ως αντιπρόσωπός του[2].

Σε αυτό το περιβάλλον, σε κρυφά και φανερά σχολεία, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή, τα παιδιά των Ελλήνων μάθαιναν από κληρικούς και διδασκάλους την πίστη και τη γλώσσα και γαλουχούνταν με τον πόθο για την Ελευθερία[3]. Ιδιαίτερη συμβολή στον τομέα αυτό είχε η Μεγάλη Εκκλησία. Οι άγιοι ιερομάρτυρες Οικουμενικοί Πατριάρχες Κύριλλος Λούκαρις[4] και Γρηγόριος Ε’[5] προώθησαν την παιδεία και την έκδοση βιβλίων.

Παράλληλα, το ισχυρό θρησκευτικό φρόνημα των υποδούλων Ελλήνων αποτελούσε ηθικό υπόβαθρο και σύνδεσμο, που επέτρεπε την επικοινωνία των διαφόρων περιοχών με ελληνόφωνους και με μη-ελληνόφωνους αλλά ελληνικής συνειδήσεως πληθυσμούς. Στο σημείο αυτό και πάλι καταλυτική ήταν η παρουσία των κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η επικοινωνία μεταξύ των εκκλησιαστικών επαρχιών και του θρόνου στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο μόνος εθνικός φορέας, παράλληλος και ανεξάρτητος από την οθωμανική εξουσία. Τα πατριαρχικά γράμματα απολάμβαναν μια μορφή «διπλωματικής ασυλίας» και ήσαν μια μορφή αλληλογραφίας σχεδόν ανεξέλεγκτη.

Η ισχύς της εκκλησιαστικής διοικήσεως αυξανόταν κατά το μέτρο, που οι τοπικές οθωμανικές αρχές επεδίωκαν μεγαλύτερη αυτονομία από την Υψηλή Πύλη. Το κεντρικό τουρκικό κράτος ενδιαφερόταν μόνο για την τακτική είσπραξη των φόρων και, συνεπώς, την «ειρήνη» στις επαρχίες του. Ακόμη και η στρατολογία ήταν ανεπαρκής, αφού αφηνόταν στους τοπικούς ηγεμόνες: αγάδες (δεσπότες) και μπέηδες (κυρίους). Γι’ αυτό, τα εκλεκτά σώματα, όπως οι Γενίτσαροι και ο Στόλος, στρατολογούσαν βίαια και ανεξάρτητα από τις τοπικές αρχές (παιδομάζωμα).

Η Προετοιμασία

Η Εκκλησία δια του πατριαρχείου, των επισκοπών, των ενοριών και των μονών αποτελούσε τη μόνη ενιαία συγκροτημένη ελληνική εθνική αρχή, παράλληλη προς τον οθωμανικό ζυγό. Οι μη-θρησκευτικές δημογεροντίες (κοινότητες) και οι κοτσαμπάσηδες (προύχοντες-προεστοί) δεν είχαν ιεραρχική εξάρτηση μεταξύ τους και, συνεπώς, δεν ήσαν σε θέση να συντονίζουν τις κινήσεις του έθνους. Το κενό αυτό πολιτικής εξουσίας προσπάθησε να καλύψει η «Φιλική Εταιρεία», δημιουργώντας ένα κρυφό πολιτικό φορέα, ο οποίος βασίσθηκε σε μεγάλο μέρος στην υπάρχουσα εκκλησιαστική δομή.

Η «Φιλική Εταιρεία» ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Νικόλαο Σκουφά από την Άρτα, Εμμανουήλ Ξάνθο από την Πάτμο και Αθανάσιο Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα[6]. Ως συμβολική ημέρα ιδρύσεώς της θεωρείται η 14 Σεπτεμβρίου 1814 (του Τιμίου Σταυρού). Μετά την εκδημία του Σκουφά το 1818, τη θέση του στην Τριανδρία πήρε ο φιλόδοξος Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, που μύησε και τον Παπαφλέσσα. Ο τελευταίος παρά τις προσπάθειές του, δεν αναδείχθηκε ποτέ στην ηγεσία της Εταιρείας.

Για επίτευξη του μυστικού της σκοπού, η Εταιρεία αξιοποίησε τις πρακτικές των Ελευθεροτεκτόνων (Μασόνων) και των Ιταλών Επαναστατών (Καρμπονάρων), όπως τα σύμβολα, τις κωδικοποιημένες μεθόδους αλληλογραφίας και τις μυστικές συναντήσεις. Ως χώρο για τις τελευταίες, όμως, η Φιλική Εταιρεία προτίμησε τους χριστιανικούς ορθόδοξους ναούς, δεσμεύοντας πάντοτε τα μέλη της με βαρείς θρησκευτικούς όρκους.

Επειδή οι Έλληνες είχαν μεγάλο φόβο μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1770 (Ορλωφικά), οι συνωμότες της Φιλικής ευθύς εξ αρχής ισχυρίσθηκαν ότι υπήρχε μυστική «Αρχή Αόρατη», που κατηύθυνε το έργο της Εταιρείας, και άφηναν να διαφαίνεται ότι αυτός ίσως ήταν ο Τσάρος της Ρωσίας. Έτσι, διασκέδαζαν τους φόβους των υποδούλων ότι για μια ακόμη φορά θα γίνονταν θύματα της ρωσικής πολιτικής ή ότι δεν είχαν στηρίγματα εκτός της οθωμανικής επικρατείας. Το 1818, η «Αόρατη Αρχή» μετονομάσθηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε «Απόστολος» επωμίσθηκε την αρμοδιότητα για μια γεωγραφική περιφέρεια. Ελλείψει, όμως, πραγματικού ηγέτη αφού ο μεν Ιωάννης Καποδίστριας απέρριψε το 1818 πρόταση των ιδρυτών της να αναλάβει την Αρχή και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ορίσθηκε ως «Αρχή της Εταιρείας» μόλις το 1820, η επαναστατική προετοιμασία λειτούργησε με συνεκτικό δεσμό την Εκκλησία και, κυρίως, τους επισκόπους Της.

Τα υψηλά κλιμάκια του Οικουμενικού Πατριαρχείου είχαν γνώση της δράσεώς της Εταιρείας, αφού οι περισσότερες κινήσεις λάμβαναν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της το 1818. Τηρούσαν, όμως, μια κριτική στάση, όντας υπεύθυνοι για το σύνολο του χριστιανικού ορθοδόξου ποιμνίου και όχι μόνο για τις περιοχές, όπου επρόκειτο να εκδηλωθούν τα επαναστατικά κινήματα (Ηγεμονίες, νότια Ελλάδα, Αιγαίο). Η ανεύθυνη ή παρορμητική στάση ορισμένων Φιλικών[7] είχαν ήδη εκθέσει το πατριαρχείο στα μάτια των Οθωμανών. Η πρόθεση, επίσης, μυημένων, που υπηρετούσαν στον Οθωμανικό Στόλο, να τον πυρπολήσουν με την εκδήλωση της Επαναστάσεως, έθετε σε κίνδυνο όλο τον Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως[8].

Η εμπλοκή κληρικών λίγο πριν την Επανάσταση στην Πελοπόννησο

Στις αρχές του 1821, η πλειονότητα των επαρχιούχων αρχιερέων, των προκρίτων, των οπλαρχηγών, αλλά και απλών ανθρώπων από όλο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο, τις νήσους της Ιονίου Πολιτείας και τη Διασπορά είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Η ταυτόχρονη κήρυξη της επαναστάσεως δεν ήταν εφικτή, λόγω ελλείψεως καταλλήλων μέσων επικοινωνιών και της διαφορετικής καταστάσεως από πλευράς τουρκικής διοικήσεως. Πλέον πρόσφορη ήταν η έναρξη του αγώνα στις Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας και τη νότια Ελλάδα (Πελοπόννησο και Στερεά), καθώς και σε νήσους του Αιγαίου Πελάγους, περιφέρειες όπου οι Τούρκοι είτε ήσαν μειονότητα είτε διατηρούσαν μόνο μικρές τοπικές φρουρές.

Σύμφωνα με το «Σχέδιον γενικόν», που είχαν συντάξει ο Γεώργιος Λεβέντης και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Φλέσσας[9] και που είχε εγκριθεί από 7 Οκτωβρίου 1820 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη[10], η Επανάσταση θα ξεκινούσε παντού την 25 Μαρτίου 1821, είτε εναλλακτικά την 23η Απριλίου (του αγίου Γεωργίου), ή την 29η Μαΐου (επέτειο της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως που συνέπιπτε το έτος εκείνο με την εορτή της Πεντηκοστής). Το σχέδιο προέβλεπε πολλαπλά χτυπήματα κατά των Τούρκων: αρχικά, εξέγερση των Σέρβων και Μαυροβουνίων, έπειτα επανάσταση στη Μολδοβλαχία, κατάληψη της Ηπείρου όπου συνεχιζόταν η στάση του Αλή Πασά, και πυρπόληση του τουρκικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη[11]. Και ενώ θα συνέβαιναν όλα αυτά, θα άρχιζε η επανάσταση της κυρίως Ελλάδος με επίκεντρο την Πελοπόννησο.

Τελικά, η επαναστατική δράση ξεπήδησε κυρίως από την Πελοπόννησο, επειδή βρισκόταν μακρυά από τα κέντρα της τουρκικής εξουσίας και οι κύριες στρατιωτικές δυνάμεις των Τουρκαλβανών της Πελοποννήσου με επικεφαλής το Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά πολεμούσαν στην Ήπειρο κατά του Αλή Πασά από τον Απρίλιο 1820. Στην Πελοπόννησο έφοροι της Φιλικής Εταιρείας είχαν διορισθεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ’, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός μαζί με επιφανείς λαϊκούς[12].

Σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του προκρίτου Ανδρέα Λόντου στη Βοστίτσα (Αίγιο) από 26 έως 30 Ιανουαρίου 1821, μυημένοι αρχιερείς (Παλαιών Πατρών Γερμανός, Χριστιανουπόλεως Γερμανός και Κερνίτσης Προκόπιος) και οι σπουδαιότεροι πρόκριτοι της Πελοποννήσου πληροφορήθηκαν από τον Παπαφλέσσα ότι η Ανώτατη Αρχή είχε ορίσει ως ημερομηνία για έναρξη της Επαναστάσεως την 25η Μαρτίου. Η αναγγελία προκάλεσε έκπληξη, επειδή δεν είχαν ενημερωθεί από άλλη πηγή. Πολλοί πρόκριτοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αντιμετώπισαν τον Παπαφλέσσα εχθρικά, επειδή οι «άπειροι … κατάντησαν σε αχαλίνωτο ενθουσιασμό, ώστε άρχισαν να κοινολογούν το πράγμα … σε πολλούς … ώστε η [τουρκική] Διοίκηση έλαβε πολλά δεδομένα για να επιβεβαιωθούν οι υπόνοιές της περί του σκοπού των Ελλήνων»[13].

Γενικά, οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν ήδη πληροφορίες για τη Φιλική Εταιρεία[14]. Ο σουλτάνος Μαχμούτ B’ έπνεε μένεα κατά των Χριστιανών, οργάνωνε κρυφά μέτρα και σχεδίαζε σφαγές. Μόλις μετά βίας και με κατάλληλους ελιγμούς, αποτράπηκε γενικευμένη σφαγή των Χριστιανών της Πελοποννήσου από το μουσουλμανικό όχλο την Κυριακή της Απόκρεω[15], 13 Φεβρουαρίου 1821. Στις αρχές Μαρτίου 1821, οι Τούρκοι της Πελοποννήσου ήσαν επίσης ενήμεροι για τις επιχειρήσεις του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στις Ηγεμονίες, οι οποίες άρχισαν στις 20 Φεβρουάριου, και υποπτεύθηκαν ότι το επαναστατικό κίνημα θα επεκτεινόταν στην περιοχή τους.

Επειδή οι τουρκικές δυνάμεις του Χουρσίτ από την Πελοπόννησο επιχειρούσαν στα Ιωάννινα, ο καϊμακάμης (τοποτηρητής), Μεχμέτ Σαλίχ Αγάς, απαίτησε από Ελληνες επιφανείς να μεταβούν στην Τρίπολη[16]. Για να μην υποπτευθούν οι Τούρκοι, από τους αρχιερείς-επιτρόπους της Φιλικής Εταιρείας μετέβησαν στην Τρίπολη ο Μονεμβασίας Χρύσανθος και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, μαζί με άλλους αρχιερείς (Αργοναυπλίας Γρηγόριο, Δημητσάνης Φιλόθεο, Ωλένης Φιλάρετο, Ανδρούσης Ιωσήφ Κορίνθου Κύριλλο και τον τοπικό μητροπολίτη Τριπόλεως Δανιήλ) και επιφανείς προκρίτους, όπως ο «πρώτος του Μωρηά» Θεόδωρος Δεληγιάννης και ο Αναστάσιος, γυιός του «πρώτου της Μάνης» Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η προσέλευση του Παλαιών Πατρών Γερμανού αποτράπηκε με στρατήγημα. Όλοι οι αρχιερείς και δημογέροντες που μετέβησαν, μεταξύ των οποίων και οι οκτώ επίσκοποι, κρατήθηκαν ως όμηροι και, μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως, την 17 Απριλίου 1821 ρίχθηκαν στις φυλακές[17].

Ο Παπαφλέσσας πίστευε ότι τα ορεινά Καλάβρυτα ήσαν ο καλύτερος τόπος για το ξεκίνημα της Επαναστάσεως και ότι έπρεπε να επωφεληθούν από την τοπική θρησκευτική εορτή του αγίου Αλεξίου (17 Μαρτίου 1821) στη μονή Αγίας Λαύρας, για να συγκεντρωθούν εκεί οι τοπικοί οπλαρχηγοί και αρκετοί πολεμιστές μέσα στον όχλο, χωρίς να υποψιαστούν οι Τούρκοι. Έτσι η σύναξη αρχικά δεν προβλημάτισε το δυνάστη.

Η συγκρότηση της Εκκλησίας στον Ελλαδικό Χώρο

Στην εδαφική περιοχή που έμελλε να αποτελέσει το πρώτο ελληνικό κράτος υπήρχαν κανονικοί Έλληνες αρχιερείς της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είχαν εκλεγεί προ-επαναστατικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και αριθμός πρεσβυτέρων και διακόνων, καθώς και μοναχών ανδρών και γυναικών. Ήσαν οργανωμένοι σε μητροπόλεις ή αρχιεπισκοπές, με υφιστάμενες επισκοπές, συνολικά 49 έδρες αρχιερέων (25 στην Πελοπόννησο, 11 στη Στερεά Ελλάδα και 13 στο νησιωτικό χώρο). Στις ελεύθερες περιοχές κατέφυγαν, επίσης, εμπερίστατοι[18] αρχιερείς, με κλήρο και λαό από πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνολικά την περίοδο 1821-33, στην ελεύθερη Ελλάδα καταγράφηκε η παρουσία περίπου 55 επισκόπων (κανονικών επαρχιούχων και εμπεριστάτων προσφύγων).

Καταλόγους των επισκόπων αυτών συνέθεσαν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος[19] και άλλοι[20]. Μεταξύ των αρχιερέων σπουδαιότεροι ήσαν ο Ρέοντος Διονύσιος[21], ο Μαΐνης Νεόφυτος[22], ο Βρεσθένης Θεοδώρητος[23], ο Ταλαντίου Νεόφυτος (μετέπειτα πρώτος μητροπολίτης Αθηνών), ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Δαμαλών Ιωνάς, ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Έλους Άνθιμος, ο Τήνου Γαβριήλ[24], ο Σίφνου Καλλίνικος[25], ο Ρεθύμνης Ιωαννίκιος[26], οι μετέπειτα εθνο-ιερομάρτυρες Ρωγών Ιωσήφ, Σαλώνων Ησαΐας, Κορώνης Γρηγόριος και Μεθώνης Γρηγόριος, κα.

Β’ Η κήρυξη της Ανεξαρτησίας
 και οι θεσμοί διοικήσεως της Εκκλησίας[27]

Καμία περιφέρεια της Ελλάδος δεν υστέρησε στον Αγώνα του 1821, ακόμη και εάν τελικά δεν περιλήφθηκε στο πρώτο ελλαδικό κράτος, όπως η Θεσσαλία (Πήλιο, Άγραφα, Όλυμπος), η Ημαθία, η Χαλκιδική, οι Σέρρες, το Σούλι, η Σάμος, η Χίος και η Κρήτη. Ενεργό δράση ανέλαβε και η Διασπορά (Οδησσός, Τεργέστη), με οργάνωση εράνων και αποστολή εφοδίων. Όμως, ιστορικά προκύπτει ότι πρώτη επαναστατική ενέργεια ήταν το κίνημα του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες (20 Φεβρουαρίου). Στην κυρίως Ελλάδα, πρώτη επιχείρηση υπήρξε αυτή του Νικόλα Σολιώτη στα Καλάβρυτα (13 Μαρτίου) με προτροπή του Παπαφλέσσα. Πρώτη βεβαιωμένη ύψωση των λαβάρων έγινε στη Μάνη (17 Μαρτίου) και πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε ήταν η Καλαμάτα (23 Μαρτίου).

Η Στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου[28]

Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ κατηγορήθηκε για τον αφορισμό του Υψηλάντη, και κατά συνέπεια της Επαναστάσεως, και γι’ αυτό ορισμένοι αποδίδουν φιλοτουρκική στάση στον Οικουμενικό Θρόνο. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο πατριάρχης υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες για την επιτυχή προετοιμασία του Αγώνα, ιδίως με το τυπογραφείο και τα «διαβατήρια» που έδιδε στους Φιλικούς.

Το συγκεκριμένο χρόνο, ο πατριάρχης και οι επίσκοποι, που προχώρησαν σε αφορισμούς, μετέδιδαν πληροφορίες. Για παράδειγμα, μια παράγραφος αναφέρεται στη στάση της Ρωσίας, για να ενημερωθούν οι αποδέκτες του αφορισμού ότι οι προσδοκίες για ρωσική βοήθεια, που υποσχέθηκε ο Υψηλάντης, εξέλειπαν σύμφωνα με ενημέρωση από το Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, βαρώνο Γρηγόριο Αλεξάνδροβιτς Στρογγανώφ. Ο πατριάρχης προσπάθησε με τον τρόπο αυτό όχι να προλάβει την επέκταση της εξεγέρσεως, αλλά να ενημερώσει για το μάταιο της ρωσικής βοήθειας. Η εγκύκλιος του αφορισμού ήταν μια ταχεία και ανοικτή μέθοδος διαβιβάσεως πληροφοριών, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει με κίνηση ενός έμπιστου αγγελιοφόρου στις τουρκοκρατούμενες χώρες τις επικίνδυνες εκείνες ημέρες.

Οι θυσίες κατά την Εξέγερση

Η ευλογία λαβάρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό έγινε πιθανότατα πρώτα στην Αγία Λαύρα την Πέμπτη 17 Μαρτίου[29] κατά την εορτή του αγίου Αλεξίου, όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στα Καλάβρυτα, και μια εβδομάδα μετά, την Παρασκευή 25 Μαρτίου, στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας[30]. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του κάτι σχετικό με ύψωση λαβάρου, πολύ περισσότερο τίποτε για την 25 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα. Ο ίδιος γράφει ότι ήταν από 10 Μαρτίου στη μονή Αγίας Λαύρας, μετά ολίγες ημέρες μετακινήθηκε στα Νεζερά και από 22 Μαρτίου μέχρι 3 Απριλίου εισήλθε στην Πάτρα μαζί με τους πολιορκητές της πόλεως απ’ όπου επέστρεψε πάλι στα Νεζερά[31]. O ιεράρχης εξέδωσε την 26 Μαρτίου προκήρυξη από την Πάτρα για την ιερότητα του σκοπού της Επαναστάσεως[32]. Άρα την 25η Μαρτίου δεν ήταν στα Καλάβρυτα.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε’, αρχικά προσπάθησε να παραπλανήσει τους Οθωμανούς, αφορίζοντας τους Επαναστάτες. Πληροφορίες για το θέμα έδωσε ο Άρτης Άνθιμος, που υπέγραψε την εγκύκλιο, διέφυγε και βρέθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Επί πλέον, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πρόλαβε να προειδοποιήσει τους Σουλιώτες ότι ο Γρηγόριος Ε’ είχε διαμηνύσει κρυφά ότι ο αφορισμός δεν ίσχυε. Όπως, επίσης, αναφέρει ο Μιχαήλ Οικονόμος, γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τη νύκτα της 9 Απριλίου 1821 και προ της Αναστάσεως, υπήρξε άρση του αφορισμού σε κρυφή τελετή στο Πατριαρχείο. Η αντίθεση του αφορισμού προς τα αισθήματα των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως, εκφράσθηκε λιτά από τον Ιωάννη Φιλήμονα, γραμματέα του Δημητρίου Υψηλάντη: «Ο γενικός συνοδικός αφορισμός υπογράφηκε επί αυτού του ιερού θυσιαστηρίου και αναγνώσθηκε ενώ οι ακροατές φρικιούσαν και χωρίς να έχουν αμφιβολία οι Πατριάρχες και αρχιερείς που υπέγραψαν».

Τελικά, οι Οθωμανοί Τούρκοι εκδικήθηκαν τους Χριστιανούς. Ο πατριάρχης απαγχονίσθηκε στη μεσαία πύλη των Πατριαρχείων ανήμερα το Πάσχα, 10 Απριλίου 1821. Στο αιτιολογικό της εκτελέσεως αναφέρεται ρητά ότι «φάνηκε ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Υψηλή Πύλη και ραδιούργος»[33]. Ομοίως, στο στήθος του, μετά τον απαγχονισμό, τοποθετήθηκε το «εκτελεστικό», που μνημόνευε ρητά ότι «ο ίδιος μετέσχε κρυφά ως αρχηγός της Επαναστάσεως»[34]. Ακολούθησε σφαγή μελών της Ιεράς Συνόδου, που υπέγραψαν για να εκπληρώσουν το εθνικό χρέος και να παραπλανήσουν την Πύλη.

Ο επαναστατικός χείμαρρος δεν ήταν δυνατό να σταματήσει με τον «ψευδή αφορισμό του εκβιαζόμενου πατριάρχη». Αντίθετα, η θυσία του χαλύβδωσε την αποφασιστικότητα των Ελλήνων, που ορκίσθηκαν: «Χτυπάτε, πολεμάρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»[35]. Ο βαρώνος Στρογγανώφ, άσκοπα διαμαρτυρήθηκε για τον απασχονισμό του Πατριάρχη, ως εκπρόσωπος της χώρας που είχε εγγυηθεί τα δικαιώματα των Χριστιανών Ορθοδόξων. Ο Τσάρος δεν ήταν ούτε έτοιμος ούτε πρόθυμος να υποστηρίξει την Επανάσταση.

Τις ίδιες ημέρες οι Τούρκοι εκτέλεσαν και επιφανείς άρχοντες, όπως το Μέγα Διερμηνέα Κωνσταντίνο Μουρούζη και τον αδελφό του Νικόλαο, Διερμηνέα του Στόλου[36], πρόσωπα που, όπως προαναφέρθηκε, συνδέονταν άμεσα με τον πατριάρχη. Το εγχείρημα για πυρπόληση τουρκικού στόλου στους αρσανάδες (ναύσταθμο) απέτυχε. Ακολούθησαν οργανωμένες σφαγές και εκτελέσεις επισκόπων στις υπόδουλες περιοχές, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, την Κρήτη, την Κύπρο, τη Σμύρνη, την Αδριανούπολη και τις Κυδωνιές[37]. Όπως καθίσταται εμφανές από το μεγάλο αριθμό των μαρτύρων επισκόπων, οι Οθωμανοί σφαγίασαν ανάλογο αριθμό πρεσβυτέρων, διακόνων και μοναχών και, βεβαίως, απλών πιστών. Κατ’ εκτιμήσεις, μόνο στην Κωνσταντινούπολη ο αριθμός τους ανήλθε σε 10.000 Χριστιανούς.

Από τα βάσανα, την πείνα και τις ανθυγιεινές συνθήκες, όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσαν έγκλειστοι στις φυλακές της Τριπόλεως οι πλείστοι των αρχόντων και πέντε επίσκοποι. Επιβίωσαν ελάχιστοι πρόκριτοι και τρεις αρχιερείς[38]. Την ίδια περίοδο άρχισαν να υπάρχουν μεγάλες απώλειες στον κλήρο όλων των βαθμών (συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις, τουρκικές σφαγές, κακουχίες), όπως συνέβη και για τον υπόλοιπο λαό. Επίσης, σημειώθηκε μεγάλη μετακίνηση διωκόμενων κληρικών προς την ελεύθερη Ελλάδα μαζί ή χωρίς το ποίμνιό τους[39].

Στις επιχειρήσεις έλαβαν χιλιάδες κληρικών. Μερικοί εξ αυτών απαθανατίσθηκαν στην ελληνική Ιστορία, όπως ο ήρωας της Αλαμάνας Αθανάσιος Διάκος, ο ηγέτης του Πηλίου λόγιος αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής, οι πρεσβύτεροι Αντώνιος Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Γιαννακόπουλος, κα.

Οι Εκκλησιαστικοί Θεσμοί

Μετά την επικράτηση της Επαναστάσεως, άρχισε μια στοιχειώδης οργάνωση διοικητικών θεσμών. Σε όλα τα προσωρινά πολιτεύματα ή Γερουσίες του 1821 σε Πελοπόννησο (Μονές Καλτεζών και Στεμνίτσας, 26-27 Μαΐου), Δυτική Χέρσο Ελλάδα (Μεσολόγγι, 4-9 Νοεμβρίου) και Ανατολική Χέρσο Ελλάδα (Άρειος Πάγος, Σάλωνα, 15-20 Νοεμβρίου)[40], έγινε πρόβλεψη για ξεχωριστό θεσμό διοικήσεως της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ίδια η Εκκλησία των απελευθερωμένων περιοχών δεν προχώρησε σε σύγκληση κάποιας τοπικής συνάξεως.

α.Πολίτευμα της Επιδαύρου

Οι πληρεξούσιοι στην Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821-16 Ιανουαρίου 1822), ορκίσθηκαν στο όνομα «της Τρισυποστάτου Θεότητος» και στο «σεβαστό όνομα της Πατρίδας». Η Εθνοσυνέλευση ίδρυσε «Μινιστέριον [υπουργείο] της Θρησκείας» για την διοίκηση των εκκλησιαστικών επαρχιών, με πρώτο Μινίστρο (υπουργό) τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ από 15 Ιανουαρίου 1822. Παρά τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, ο Παπαφλέσσας αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε σκέψη να δημιουργηθεί «ελληνική» (ελλαδική) Εκκλησία και αρνήθηκε να αναλάβει το υπουργείο των εκκλησιαστικών.

Το Προσωρινό Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου, που εγκρίθηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση την 1 Ιανουαρίου 1822, οριοθέτησε τη θέληση του Ελληνικού Έθνους ως προς την ανεξαρτησία και περιείχε αναφορά στο ορθόδοξο δόγμα: «Η επικρατούσα θρησκεία στην Ελληνική επικράτεια είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησία’ ανέχεται όμως η Διοίκηση της Ελλάδος κάθε άλλη θρησκεία, και οι τελετές και ιεροπραξίες καθεμιάς αυτών τελούνται ακωλύτως»[41]. Το κείμενο με μικρές παραλλαγές, όπως προαναφέρθηκε, διατηρήθηκε απαρασάλευτο σε όλα τα ελληνικά συντάγματα, και ίσχυσε ακόμη και κατά την τριπλή Κατοχή της χώρας (1941-45).

β.Πολίτευμα του Άστρους

Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (1823)[42], προσέθεσε στο Πολίτευμα διάταξη να δίδεται η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη και στους εκτός επικράτειας[43], που γνώριζαν ελληνικά[44] και ήσαν Χριστιανοί[45]. Εξαιρετική μνεία πρέπει να γίνει στο «Τμήμα “Β” Κεφάλαιον “Β”» του πολιτεύματος του Άστρους «περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της επικρατείας της Ελλάδος», το οποίο έχει καθαρά χριστιανική ορθόδοξη επιρροή και με το οποίο αποδιδόταν η ελευθερία σε όποιο σκλάβο εισερχόταν στην ελληνική επικράτεια[46].

Αποκοπή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Οι πολεμικές επιχειρήσεις μετά την έναρξη του Αγώνα επέφεραν αδυναμία επικοινωνίας της Εκκλησίας στις απελευθερωμένες περιοχές με το Οικουμενικό Πατριαρχείο[47]. Η διακοπή της επικοινωνίας με το αυτό, κατά διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, δεν έλαβε ποτέ χαρακτήρα πραξικοπηματικής ανεξαρτητοποιήσεως και δεν υπέκρυπτε τάση αποσχίσεως της Εκκλησίας στις απελευθερωμένες περιοχές[48] από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αθεμελίωτα ισχυρίσθηκαν αργότερα τόσο ο Μάουρερ όσο και ο Φαρμακίδης[49].

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανησυχούσε ότι μια ανοικτή σχέση θα μπορούσε να βλάψει την ύπαρξη του και τη θέση του υπό την εξουσία των Οθωμανών, που θα θεωρούσαν ότι υπέθαλπτε τον Αγώνα των Ελλήνων. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του αγίου Γρηγορίου Ε’, οι μητροπολίτες δεν μνημόνευαν πλέον το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη ως έπρεπε, αλλά «πάσης επισκοπής ορθοδόξων»[50], όπως συνηθιζόταν όταν δεν είχε κατασταθεί κανονικά πατριάρχης. Σημειώνεται ότι, κακώς, το ίδιο μνημόνευαν και ορισμένοι επίσκοποι και πρεσβύτεροι, αντί για τον οικείο μητροπολίτη ή αρχιεπίσκοπο[51]. Η αταξία διατηρήθηκε, επίσης, εξ αιτίας του γεγονότος ότι μεταξύ 1821-33 στον Οικουμενικό θρόνο ανήλθαν πέντε Πατριάρχες (Ευγένιος Β’ από Πισιδίας-1821, Άνθιμος Γ’ από Χαλκηδόνος-1822, Χρύσανθος από Σερρών-1823, Αγαθάγγελος από Αδριανουπόλεως-1826, Κωνστάντιος Α’-1830), γεγονός που δεν γινόταν αμέσως γνωστό στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Στον αριθμό 116 από τους διασωθέντες κώδικες του Μινιστερίου της Θρησκείας με τις περιλήψεις των αποφάσεων, περιλαμβάνεται θέσπισμα του Βουλευτικού της 4 Μαρτίου 1822 για τη σύγκληση «αρχιερατικής συνελεύσεως προς εξέταση των χρεών [προς] και δικαιωμάτων του Κωνσταντινουπόλεως και της Ελληνικής ιεραρχίας»[52]. Μέχρι το 1833 δεν συγκροτήθηκε τέτοια συνέλευση ούτε έγινε εξέταση του θέματος από τις διάφορες κυβερνητικές αρχές της επαναστατικής περιόδου.

Μόνη επίσημη επαφή της Εκκλησίας στην ελεύθερη Ελλάδα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναφέρεται στα τέλη του έτους 1824. Επειδή στη χώρα δεν υπήρχε αρκετό Άγιο Μύρο για το μυστήριο του Χρίσματος των νέων Χριστιανών, ο Ανδρούσης Ιωσήφ ζήτησε και το Εκτελεστικό εξουσιοδότησε ένα λαϊκό, τον ιατρό Γεράσιμο Πανά, ο οποίος στα πλαίσια ταξιδίου του στην Κωνσταντινούπολη, μετέφερε Άγιο Μύρο από τη «Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία»[53].

Το 1822 έγινε προσπάθεια να σταλεί μεσιτεία προς τους ηγεμόνες της Ιεράς Συμμαχίας, που θα συνεδρίαζαν στη Βερόνα της Ιταλίας (6 Οκτωβρίου-2 Δεκεμβρίου). Την 29 Αυγούστου, το Εκτελεστικό έστειλε επιστολή προς τον πάπα Ρώμης Πίο Ζ’ ζητώντας τη διαμεσολάβησή του προς τους ηγεμόνες, ενώ έδωσε οδηγία στον κομιστή της επιστολής Παλαιών Πατρών Γερμανό να ομιλήσει στον Πάπα για ενδεχόμενη ένωση της ελλαδικής Εκκλησίας με τη Ρωμαιο-Καθολική. Σκοπός του Εκτελεστικού, ως προς την ένωση των δύο Εκκλησιών, ήταν να αντιληφθούν οι Δυτικοί ότι οι Έλληνες δεν ήλπιζαν μόνο στους Ρώσους. Γιατί τα ολίγα άτομα του Εκτελεστικού δεν είχαν δικαίωμα να υποχρεώσουν τους Έλληνες να δεχθούν τέτοια θρησκευτική «σύμβαση». Πάντως, παρ’ ότι ο Πάπας έστειλε την επιστολή των Ελλήνων στους ηγεμόνες, εξ αιτίας των ραδιουργιών του Μέττερνιχ, τα μέλη της κρατήθηκαν στο λιμάνι της Αγκώνας και ο σκοπός της αποστολής δεν επιτεύχθηκε[54].

Η μη-χειροτονία νέων αρχιερέων

Η εκκλησιαστική οργάνωση των επαναστατημένων περιοχών της Ελλάδος παρουσίαζε ολοένα και πιο σοβαρές δυσλειτουργίες. Υπήρχε ανάγκη για διεύθυνση των εκκλησιαστικών υποθέσεων και για χειροτονία νέων κληρικών. Κατά την περίοδο μέχρι το 1824, ο Ανδρούσης Ιωσήφ προέβη σε ελάχιστες πράξεις καθαρά διοικητικού χαρακτήρα, και αυτές μετά σχετικές διαβουλεύσεις του Εκτελεστικού με το Βουλευτικό. Η ανάθεση, όμως, από το Εκτελεστικό (πολιτική εξουσία) της διοικητικής τοποτηρητείας αρκετών επαρχιών σε διακόνους, ιερομόναχους και ιερείς[55] (1822-23) σε διαδοχή κεκοιμημένων επαρχιούχων ιεραρχών, δημιούργησε ζήτημα στις τάξεις των αρχιερέων, οι οποίοι και αντέδρασαν[56].

Ο μινίστρος Ανδρούσης Ιωσήφ ήταν άνδρας εγκρατής του εκκλησιαστικού δικαίου. Σκοπός του ήταν να οργανώσει την Εκκλησία στις ελεύθερες περιοχές και όχι να επιδιωχθεί οιαδήποτε αλλαγή στο εκκλησιαστικό καθεστώς υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο προϋπήρχε της Επαναστάσεως. Σε απάντησή του σε επιστολές την 21 Απριλίου 1822 του Πέτρου Μαυρομιχάλη και την 24 Απριλίου 1822 κατοίκων της επαρχίας Χριστιανουπόλεως, οι οποίοι ζητούσαν χειροτονίες επισκόπων, αποφάνθηκε ότι έπρεπε να προηγηθεί σύγκλιση τοπικής συνόδου και εξέταση των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη[57]. Αντέδρασε, πάντως, και στην ενέργεια του γέροντα και ασθενή Λακεδαιμονίας Χρυσάνθου που οργάνωσε τη χειροτονία του αρχιμανδρίτη Δανιήλ Κουλουφάκου ως βοηθού του υπό τον τίτλο Χαριουπόλεως, χωρίς πατριαρχική άδεια μάλλον στις αρχές του 1822. Επίσης, στην κανονική αταξία του αρχιεπισκόπου Ζαρνάτας Γαβριήλ (Φραγκούλη), που με υποστήριξη της ισχυρής οικογενείας των Μαυρομιχαλέων και χωρίς πατριαρχική εξουσιοδότηση, οργάνωσε το 1825 τρεις χειροτονίες αρχιερέων.

Η εξέλιξη της καταστάσεως και το γεγονός ότι δεν είχε ιδρυθεί εκκλησιαστική διοικητική αρχή, οδήγησαν τελικά το 1824 τη διοίκηση και το υπουργείο Θρησκείας στην απόφαση να διορίσει γηγενείς και πρόσφυγες αρχιερείς σαν προσωρινούς τοποτηρητές στις χηρεύουσες επαρχίες μετά πρόταση τριμελούς επιτροπής από τους Ανδρούσης Ιωσήφ, Βρεσθένης Θεοδώρητο και Ελαίας Παΐσιο (πρόσφυγα). Βεβαίως, θα μπορούσε να ζητηθεί κρυφά η συγκατάθεση του Πατριαρχείου και να επιληφθούν στο όνομά Του οι επίσκοποι στην ελεύθερη Ελλάδα[58].

Η αποδιοργάνωση της καταστάσεως

Το εκκλησιαστικό θέμα θα λάμβανε μεγάλες διαστάσεις, εάν την ίδια εποχή δεν κινδύνευε η Επανάσταση. Το φρούριο της Πάτρας ήταν ακόμη στα χέρια του Γιουσούφ Πασά και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Ο δεύτερος εμφύλιος (1824-25) είχε ανοίξει πολύ βαθειές πληγές στο λαό και συνεπώς και στο πλήρωμα της Εκκλησίας στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι και άλλοι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί ήσαν στη φυλακή. Τα Ρουμελιώτικα σώματα, που υποστήριζαν τη Διοίκηση του Κουντουριώτη, συμπεριφέρονταν στην Πελοπόννησο σαν σε εχθρική χώρα.

Επιφανείς κληρικοί, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, θεωρήθηκαν εχθροί και υπέστησαν εξευτελισμούς.          Το Δεκέμβριο 1824, οι Κορίνθου Κύριλλος, Τριπόλεως Δανιήλ και Ανδρούσης Ιωσήφ συναντήθηκαν στη Βυτίνα, για να συζητήσουν πώς μπορούσαν να συμφιλιώσουν τα αντιμαχόμενα μέρη στον εμφύλιο πόλεμο. Η Διοίκηση Κουντουριώτη τους διέταξε σε έντονο ύφος να σταματήσουν κάθε προσπάθεια διαμεσολαβήσεως, γιατί δεν ήταν αρμοδιότητά τους. Ο Παπαφλέσσας, ως μινίστρος των Εσωτερικών και υπεύθυνος για την αστυνόμευση, είχε αποθρασυνθεί και η αμαρτωλή πολιτεία του, ενώ ήταν κληρικός, προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα[59].

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις 10-12 Φεβρουαρίου 1825 ο Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο με αιγυπτιακά στρατεύματα και, αφού νίκησε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, κυριολεκτικά αλώνισε την ελεύθερη Ελλάδα. Τη νύκτα της Κυριακής των Βαΐων 10 Απριλίου 1826, κατέλαβε το Μεσολόγγι, μετά την ηρωική έξοδο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και την ανατίναξη του Ρωγών Ιωσήφ, των γερόντων και των γυναικοπαίδων. Έτσι μόνο η Μάνη παρέμενε ασφαλές μέρος, αφού απέκρουσε την επίθεση του Ιμπραήμ[60] στην ακτή της Βέργας το τριήμερο 22-24 Ιουνίου 1826.

α. Η διάλυση της προσωρινής εκκλησιαστικής διοικήσεως

Υπό τις τραγικές αυτές συνθήκες, δεν ήταν δυνατό κάποιος να ασχολείται με τα εκκλησιαστικά. Ο μινίστρος Ανδρούσης Ιωσήφ παραιτήθηκε στις αρχές του 1825[61]. Διάδοχός του ορίσθηκε το Μάρτιο ο Δαμαλών Ιωνάς, πατριώτης που είχε διακριθεί στην απελευθέρωση της Κορίνθου. Καμμία εκκλησιαστική πράξη δεν έλαβε χώρα μέχρι το επόμενο έτος. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της την 6 Απριλίου 1826 στην Επίδαυρο. ‘Όταν την 18 Απριλίου 1826 καταργήθηκε το Εκτελεστικό, την εξουσία ανέλαβε 11μελής «Διοικητική Επιτροπή» υπό την προεδρία του Ανδρέα Ζαΐμη. Δεν διορίσθηκε υπουργός Θρησκευμάτων και ο Δαμαλών Ιωνάς δεν αντικαταστάθηκε από άλλο κληρικό.

Από την Εθνοσυνέλευση, που είχε καταφύγει στην Ερμιόνη, συγκροτήθηκε 7μελής επιτροπή «επί των θρησκευτικών» από τους: Παλαιών Πατρών Γερμανό[62], Κορίνθου Κύριλλο και Άρτης (Ναυπάκτου) Πορφύριο, δύο πρωτοσυγκέλλους (Γεράσιμο και Λεόντιο) και δύο λαϊκούς (Πανούτσο Νοταρά και Αναγνώστη Διδάσκαλο)[63]. Ούτε αυτή η επιτροπή προχώρησε σε κάποιας μορφής εκκλησιαστική ενέργεια.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, την 24 Απριλίου η Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της. Η μυστική προσπάθεια ορισμένων από τους ηγέτες της, πριν τη διακοπή των εργασιών της, να διαπραγματευθούν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη χωρίς να δέχονται παρεμβάσεις πολιτικές ή εκκλησιαστικές (προφανώς μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου) απέτυχε και καταγγέλθηκε από το Δημήτριο Υψηλάντη.

Οι εργασίες της Εθνοσυνελεύσεως επανελήφθησαν το φθινόπωρο του 1826. Οι αντιπρόσωποι, όμως, ήσαν διαιρεμένοι και συνήλθαν σε ξεχωριστές συνεδριάσεις άλλοι στην Ερμιόνη και άλλοι στην Αίγινα. Σε συνεδρίαση στην Ερμιόνη την 21 Φεβρουαρίου 1827, οι εντόπιοι αρχιερείς Κορίνθου Κύριλλος, Ανδρούσης Ιωσήφ, Τριπόλεως Δανιήλ, Ρέοντος Διονύσιος και Βρεσθένης Θεοδώρητος υπέβαλαν αίτημα να συγκληθούν οι κανονικοί αρχιερείς για να αποφασίσουν περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Μετά από έγκριση της Εθνοσυνελεύσεως, οι πέντε αρχιερείς υπέβαλαν εισήγηση, που έγινε δεκτή, για τη συγκρότηση προσωρινής Εκκλησιαστικής Επιτροπής με ενιαύσια θητεία σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και το «κείμενο» (ήτοι την υπάρχουσα εκκλησιαστική κατάσταση), αναγνωρίζοντας «κοινή μητέρα τη Μεγάλη Εκκλησία»[64]. Η σχετική εισήγηση υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση την 9 Απριλίου 1827, χωρίς να υπάρξει συνέχεια.

β.Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και η εκλογή του Καποδίστρια

Τελικώς, οι αντίπαλες φατρίες συμβιβάσθηκαν και συνήλθαν την 14 Απριλίου 1827 στην Τροιζήνα, το όνομα της οποίας έλαβε η Εθνοσυνέλευση. Την 3 Απριλίου η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε ως Κυβερνήτη τον Κόμητα Ιωάννη Καποδίστρια. Η Διοικητική Επιτροπή παραιτήθηκε την 26 Μαρτίου και αντικαταστάθηκε την 2 Απριλίου από 3μελή Αντικυβερνητική Επιτροπή. Η Γ’ Εθνική Συνέλευση την 1η Μαΐου ψήφισε μεταξύ των άλλων νέο Σύνταγμα, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Σε αντίθεση με τα προηγούμενα πολιτεύματα, δεν προέβλεπε υπουργείο «Θρησκείας» ή «Λατρείας», αλλά «Παιδείας»[65]. Τα εκκλησιαστικά θέματα, που δεν επιλύθηκαν κατά την Εθνοσυνέλευση, αφέθηκαν για να εξετασθούν μετά την έλευση του Κυβερνήτη, ωστόσο ούτε αυτό έγινε.

Γ’  Η εποχή του Καποδίστρια, το νέο κράτος και η Εκκλησία

Ενώ φαινόταν ότι η Επανάσταση θα έσβηνε, ιδίως μετά το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη και την ήττα στο Φάληρο το 1827, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε στάση, υπό την ευνοϊκή για την Ελλάδα επιρροή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Κάννιγκ. Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία υπέγραψαν στο Λονδίνο τη λεγόμενη «Ιουλιανή» συνθήκη (6 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο ή 24 Ιουνίου με το παλαιό) για τον περιορισμό της τουρκικής ισχύος και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Οι στόλοι των τριών Δυνάμεων κατέπλευσαν στα ελληνικά ύδατα, απέκοψαν τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ και τέλος κατεναυμάχησαν τον τουρκο-αιγυπτικό στόλο στο Ναυαρίνο την 8 Οκτωβρίου 1827. Έτσι βελτίωσαν την κατάσταση της επαναστατημένης Ελλάδος.

Οι ενέργειες του Καποδίστρια

Η Ελλάδα συντάχθηκε ουσιαστικά σε πολιτεία μόνο μετά την έλευση του Κυβερνήτη την 5 Ιανουαρίου 1828. Ο Καποδίστριας δεν επιθυμούσε διακοπή των σχέσεων της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φοβούμενος μήπως έτσι παρεισφρήσει δογματική διαφορά[66], λόγω της εν τω μεταξύ δράσεως Διαμαρτυρομένων missionary(απεσταλμένων). Η ιδέα του Καποδίστρια για την ενότητα με το πατριαρχείο, ως μέθοδο πιστοποιήσεως της «πίστεως και της κοινωνίας» επεβίωσε και περιλήφθηκε στο κείμενο όλων των ελληνικών Συνταγμάτων[67].

Ο Κυβερνήτης συγκρότησε άμεσα την 23 Ιανουαρίου εκκλησιαστική επιτροπή για «να προμηθεύει στην κυβέρνηση με όλες τις πληροφορίες, που της ζητά για την κατάσταση και τις χρείες της Εκκλησίας», αποτελούμενη από τους Αιγίνης (Ύδρας) Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ, Ταλαντίου Νεόφυτο, Ανδρούσης Ιωσήφ και Δαμαλών Ιωνά[68], όλους εντόπιους. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ο Καποδίστριας ρύθμιζε τα εκκλησιαστικά θέματα.

α.  Οι επαφές με το Πατριαρχείο

Το Μάιο 1828 πενταμελής πατριαρχική αντιπροσωπεία[69] επισκέφθηκε τον Κυβερνήτη στον Πόρο, κομίζοντας επιστολή «προς τους κληρικούς και τους προκρίτους και της Πελοποννήσου και των νήσων του Αιγαίου Πελάγους», με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αγαθάγγελος(1826-30)[70] τους προέτεινε ειρήνη και συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη. Το Οθωμανικό κράτος, που δεν αναγνώριζε καμμία ανεξάρτητη ελληνική εξουσία, ήταν αυτό που επέβαλε στον Πατριάρχη να στείλει την επιστολή, γιατί επειγόταν να κλήσει το νότιο μέτωπο με τους Έλληνες. Ο πόλεμος με τη Ρωσία ήταν επί θύραις (Ιούνιος 1828-14 Σεπτεμβρίου 1829)[71], επειδή μετά τη συμμετοχή της Ρωσίας στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κλείσει τα Στενά για τα ρωσικά πλοία και είχε καταγγείλει τη Συνθήκη του Άκκερμαν[72] του 1826. Ο Κυβερνήτης ευγενώς απέκρουσε την παρέμβαση του Πατριάρχη ως προς το αίτημα της ειρήνης, επειδή φοβόταν μήπως υποχρεωθεί το Πατριαρχείο να δεχθεί και άλλες πράξεις της Οθωμανικής εξουσίας, αλλά εκφράσθηκε με σεβασμό για το Θρόνο[73].

β.Η Εθνοσυνέλευση του Άργους

Ο Κυβερνήτης και η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου-6 Αυγούστου 1829) αποφάσισαν να μεριμνήσουν για τη βελτίωση της καταστάσεως της Εκκλησίας. Ο Καποδίστριας επανίδρυσε τη Γραμματεία «Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Παιδείας», με γραμματέα το Νικόλαο Χρυσόγελο. Ο Χρυσόγελος έλαβε γνώση πονήματος του Ιωάννη Γενατά, Γραµµατέα επί του Δικαίου και από τους πιο έµπιστους συνεργάτες του Καποδίστρια, με το οποίο προέτεινε να τεθεί υπό τον έλεγχο του κράτους η εκλογή των αρχιερέων χωρίς, όµως, να αποκοπούν και οι δεσµοί της ελλαδικής Εκκλησίας µε την κεφαλή της Χριστιανικής Ορθοδοξίας[74]. Αντίθετα, ο Κυβερνήτης έθεσε την Πολιτεία στη διάθεση της Εκκλησίας, από την οποία απαίτησε «ακριβή διαφύλαξη των αποστολικών κανόνων και διατάξεων»[75]. Για το σκοπό αυτό, την 18 Οκτωβρίου 1829 συγκρότησε και επιτροπή από τους Αιγίνης (Ύδρας) Γεράσιμο, Ταλαντίου Νεόφυτο (εντόπιους), Ρεθύμνης Ιωαννίκιο και Κυρήνης Παρθένιο (πρόσφυγες) για σύνταξη θρησκευτικών σχολικών βιβλίων (Ευχολογίου, Συνόψεως και Κατηχήσεως), με πρόταση του λογίου ιερομονάχου, Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού, έργο που δεν ολοκληρώθηκε.

Το ανεξάρτητο κράτος

H Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα κατά τον Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1828-29, υποχρεώθηκε, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου 1829, να δεχθεί τη δημιουργία ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης με συνοριακή γραμμή στο ύψος των κόλπων Αμβρακικού-Παγασητικού. Οι Βρετανοί και Γάλλοι, όμως, ασκούσαν πίεση στους Τούρκους να περιορίσουν τις επιδιώξεις της Ρωσίας και την αυξημένη επιρροή της στους επαναστατημένους Έλληνες. Γι’ αυτό, προέβλεψαν και Χριστιανό κληρονομικό ηγεμόνα της Ελλάδας, ξένο προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων.

 Οι εκπρόσωποι του Σουλτάνου υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως της 14 Σεπτεμβρίου 1829 και αποδέχθηκαν όχι μόνο την Ιουλιανή Συνθήκη της 6 Ιουλίου 1827 αλλά και το παραπάνω Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829. Η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας συμφωνήθηκε με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830, που υπογράφηκε από τις τρεις Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) με σύνορα στη γραμμή των ποταμών Αχελώου-Σπερχείου ποταμού (έμεναν εκτός η δυτική Ακαρνανία, η Ευρυτανία, η Όρθρυς και η Λαμία).

Ο Κυβερνήτης ήλθε σε επαφή με το νέο λόγιο Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο τον Α΄ (1830-34). Πρώτος ο Πατριάρχης, αμέσως μετά την ανάρρησή του, απέστειλε την 18 Αυγούστου 1830 επιστολή δοξολογώντας το Θεό για την απελευθέρωση των Ελλήνων[76]. Σε αυτή απήντησε ο Κυβερνήτης την 23 Σεπτεμβρίου εκφράζοντας τη χαρά του και την πρόθεσή του «να ρυθμισθεί η σχέση της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Μητέρα Εκκλησία μέσα στο πνεύμα της ορθόδοξης παραδόσεως και της ιστορικο-κανονικής τάξεως»[77]. Ο Πατριάρχης ανταπάντησε θετικά την 20 Οκτωβρίου.

Με το έναυσμα αυτό, ο Καποδίστριας ανέθεσε στο Ρέοντος Διονύσιο ειδική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, να διευθετήσει το ταχύτερο το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ελλάδος[78]. Πιο πιθανή ήταν µια λύση παρόµοια µε το αυτόνοµο καθεστώς της σερβικής Εκκλησίας, που ρυθµίστηκε τον Αύγουστο 1831, µε Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράµµα. Ενώ όμως, ο Ρέοντος Διονύσιος ετοιμαζόταν για την μετάβασή του στη Μεγάλη Εκκλησία, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε την 27 Σεπτεμβρίου 1831.

Η περίοδος της αναρχίας

Η κατάσταση, μετά το θάνατο του Εθνικού Κυβερνήτη και μέχρι την έλευση του βασιλέα Όθωνα, εξελίχθηκε σε ασυδοσία και για το κράτος και για την Εκκλησία. Επωφελούμενος, ο Ζαρνάτας Γαβριήλ επανέλαβε το ατόπημα και χειροτόνησε το 1832 ένα ακόμη αρχιερέα, πράξη που αποδοκιμάσθηκε. Το θέμα, ωστόσο, έμεινε σε εκκρεμότητα, λόγω της γενικής αναρχίας.

Η Ε΄ (κατ’ άλλους Δ’) Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στο Άργος και τελικώς στο Ναύπλιο (Δεκέμβριος 1831-Μάρτιος 1832) ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» και ασχολήθηκε εντονώτερα με την κατάσταση της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με το Κεφάλαιο Β΄ του Συντάγματος «Δημόσιον ή Κοινόν Δίκαιον των Ελλήνων» και στην παράγραφο 1 «Περί Θρησκείας», αναγνωρίσθηκε ως επίσημη θρησκεία του Κράτους η της Ορθοδόξου Ανατολικής και Αγίας του Χριστού Εκκλησίας και ορίσθηκε Εκκλησιαστικό Συμβούλιο από Αρχιερείς, με ευθύνη την εκκλησιαστική «τάξη και διακόσμηση». Το Συμβούλιο θα εκλεγόταν από τη νομοθετική εξουσία και θα διοριζόταν από την Κυβέρνηση. Οι διατάξεις, προϊόν εισηγήσεων του Γραμματέα (υπουργού) Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Νικολάου Χρυσόγελου, βρίσκονταν στην κατεύθυνση της «αυτοκεφαλίας» της ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά σύμφωνα με τους «ιερούς κανόνες». Όμως οι διατάξεις αυτές, όπως και όλο το Σύνταγμα του 1832, δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ[79]. Ο Χρυσόγελος παύθηκε την 30 Απριλίου 1832, όταν συγκροτήθηκε η «Διοικητική Επιτροπή» και ορίσθηκε ως Γραμματέας Εκκλησιαστικών και Παιδείας ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός[80].

Δ’  Συμπερασματικά: Επανάσταση και Εκκλησία

Από την εξιστόρηση των γεγονότων ενδιαφέροντος της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1821-33, διαπιστώνουμε ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν συνείδηση τόσο της σημασίας της πίστεως, όσο και της ανάγκης να οργανωθεί σωστά το εκκλησιαστικό τους καθεστώς. Σε καμμία περίπτωση δεν θέλησαν να αποκοπούν αυθαίρετα από τη «Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία»[81] και η θυσία του Οικουμενικού Πατριάρχη αγίου Γρηγορίου Ε’ χαλύβδωσε την αποφασιστικότητά τους.

Από την άλλη πλευρά, όπως συνέβη με τις πολιτικές υποθέσεις της χώρας όπου οι αντιθέσεις κατέληξαν σε δύο εμφυλίους (1822-23 και 1824-25), που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε σβήσιμο της Επαναστάσεως, η γάγγραινα της φιλαυτίας ηγετών και λαού δεν επέτρεψε να λυθούν τα εκκλησιαστικά προβλήματα. Αντίθετα, η Επανάσταση κληροδότησε στο νέο Ελληνισμό τρία τεράστια ελαττώματα: το πρώτο γενικότερο, την αναβλητικότητα, το δεύτερο την ανάγκη να επεμβαίνουν οι ξένοι για να δίδουν τέλος στα προβλήματα της χώρας, και το τρίτο καθαρά εκκλησιαστικό, την επέμβαση της πολιτικής εξουσίας με τον τελικό λόγο στη λήψη και την εφαρμογή αποφάσεων για καθαρά θέματα της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντίθεση με τη μη-εμπλοκή της πολιτείας σε θέματα άλλων δογμάτων και θρησκευμάτων.

Ως προς τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του Αγώνα δεν επενέβη με κανένα τρόπο στις εκκλησιαστικές υποθέσεις των ελεύθερων περιοχών, ούτε καθαίρεσε τους επαναστάτες κληρικούς, ούτε εξέλεξε νέους επαρχιούχους αρχιερείς, ούτε όρισε τοποτηρητές. Μόνο σε τρεις περιπτώσεις (Αθήνα, Θήβα, Εύριπο) απέστειλε έξαρχο ή τοποτηρητή, όταν όμως οι περιοχές αυτές ήσαν υπό οθωμανική κατοχή.

Με τον τρόπο αυτό, κατέδειξε ότι σεβόταν την ελευθερία των Ελλήνων και ανέμενε την επιτυχή έκβαση της Επαναστάσεως για να τακτοποιηθεί η διοικητική εκκρεμότητα[82]. Υπενθυμίζεται ότι, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αγαθάγγελος, που εκβιάσθηκε από την Υψηλή Πύλη και έστειλε αντιεθνική επιστολή στους επαναστατημένους, υποχρεώθηκε από την Αγία και Ιερά Σύνοδο σε παραίτηση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος Α’ εξέφρασε ανοικτά τη χαρά του για την απελευθέρωση της Ελλάδος.

* * * 

[1] Όπως ο Τρίκκης Διονύσιος ο λεγόμενος φιλόσοφος, ηγέτης της εξεγέρσεως του 1611, μαζύ με τους επισκόπους Δημητριάδος Αγάπιο και Φαναρίου Σεραφείμ (τιμάται ως ιερομάρτυρας την 4 Δεκεμβρίου). Άλλοι ηγέτες υπήρξαν ο Πατρών Νεόφυτος (1466), ο Ρόδου Ευθύμιος (1531), ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Α’ (1571, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου και την ήττα των Οθωμανών), ο Σερβίων Ζωσιμάς (1716), κα.

[2] Ελένη Κούκου, «Θεσμοί και προνόμια του Ελληνισμού μετά την Άλωση», εκδόσεις Αντώνη Σάκκουλα, Αθήνα, 1988.

[3] «Η Ιερά Σύνοδος απαντά για το ρόλο της Εκκλησίας στα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα», 27 Μαρτίου 2014, Γραφείο Ειδήσεων, ιστοσελίδα Amen.gr.

[4] Το τυπογραφείο λειτούργησε το 1627 με αγγλικά μηχανήματα και διευθυντή το Νικόδημο Μεταξά και πρόγραμμά την έκδοση θεολογικών και φιλολογικών βιβλίων. Μετά κατηγορίες Ρωμαιο-Καθολικών για διαμαρτυρόμενη διδασκαλία και υποκίνηση σε επανάσταση με ρωσική βοήθεια, αρχικά έκλεισε το τυπογραφείο και μετά ο πατριάρχης εκτελέσθηκε από τους Οθωμανούς [Βασίλειος Τσακίρης,«Ο ρόλος του τυπογραφείου του Λούκαρη στην ίδρυση του Ελληνικού τυπογραφείου της Propaganda Fide», Ο Ερανιστής, 2009].

[5] Στη διάρκεια των τριών πατριαρχιών του (1797-98, 1806-08 και 1818-21) προώθησε την ίδρυση σχολείων και τη βελτίωση των υπαρχόντων και εγκατέστησε τυπογραφείο στο πατριαρχείο για την έκδοση «ωφελίμων βιβλίων» [«Συλλογή εκ των γραφέντων και παραδοθέντων περί του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’», συντάκτης Γεώργιος Αγγελόπουλος, τυπογραφείο «Μερίμνης», Αθήνα, 1863].

[6] Ιωάννου Φιλήμονος, «Δοκίμιον Iστορικόν Περί Φιλικής Εταιρείας», τυπογραφία Θ Κονταξή και Ν Λουλάκη, Ναύπλιο, 1834. Σημειώνεται ότι ο Φιλήμων κατηγορήθηκε αρχικά για μεροληψία, γιατί με βάση τις προσωπικές μαρτυρίες του Αναγνωστόπουλου, τον εμφανίζει ως αρχικό συνιδρυτή της Εταιρείας, αντί του Ξάνθου. Ο Φιλήμων τελικά αποκατέστησε την αλήθεια για τον Ξάνθο, με νεώτερο δημοσίευμά του.

[7] Ο Φιλικός Νικόλαος Δημητρακόπουλος δολοφόνησε το Νικόλαο Γαλάτη (μάλλον στην Ερμιόνη το Σεπτέμβριο 1818 παρουσία του Αθανασίου Τσακάλωφ) και άλλοι Φιλικοί τον Κυριάκο Καμαρηνό (μάλλον στις Ηγεμονίες το 1818). Και οι δύο ήσαν σημαίνοντα πρόσωπα και είχαν έλθει σε επαφή με τον Καποδίστρια στην Αγία Πετρούπολη. ‘Όμως, φαίνεται ότι υπερέβησαν τα όρια των εντολών τους και η Αρχή έκρινε ότι έθεταν σε κίνδυνο τη συνωμοσία [Φιλήμονος, «Περί Φιλικής Εταιρείας»].

[8] Φιλήμονος, «Περί Φιλικής Εταιρείας».

[9] Το 1819 έλαβε τον τίτλο του «Δικαίου», ήτοι τοπικού διοικητικού αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά έμεινε στην ιστορία ως «Παπαφλέσσας».

[10] O Παπαφλέσσας συμμετείχε και στην επόμενη σύσκεψη για την προετοιμασία της Επαναστάσεως, στην πόλη Ισμαήλ της Βεσσαραβίας την 20 Οκτωβρίου 1820, στην οποία παραβρέθηκαν εκτός από τον Υψηλάντη και εκπρόσωποι της Ανώτατης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας.

[11]  «1821: Ελλάδα – Σερβία, βίοι παράλληλοι», Έθνος της Κυριακής, 25 Μαρτίου 2000.

[12] Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα», έκδοση Γ’, επιμέλεια Δημητρίου Γρ Καμπούρογλου, τυπογραφείο Σπύρου Τσαγγάρη, Αθήνα, 1900.

[13] Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα».

[14] Δημητρίου Γρ Καμπούρογλου, «Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού», 1916.

[15] Νικόλαος Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα-Δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν», τόμος Α’, έκδοση Χ Ν Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1851.

[16]  Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα».

[17] Ιερομόναχος Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, «Οι αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821», αναδημοσίευση Ν Α Κανδρή, τύποις Ανέστη Κωνσταντινίδου, Αθήνα, 1890.

[18] Εκδιωγμένοι από την επαρχία τους.

[19]  Κωνσταντίνος Πρεσβύτερος και Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα Σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα», τόμος Β’, έκδοση Ιατρού κτλ Σοφοκλέους Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Τυπογραφία Φ Καραμπίνου και Κ Βαφά, Αθήνα 1864. Αμβρόσιος Φραντζής, Πρωτοσύγκελλος της πρώην Χριστιανουπόλεως επαρχίας (Αρκαδίας), «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος (1715-1837)», τύποις Κ Ράλλη, Αθήνα, 1841.

[20] Τα αρχεία της αρχικής επαναστατικής περιόδου στο μεγαλύτερο μέρους τους καταστράφηκαν στο Άργος την 13 Ιουλίου 1822 κατά την κάθοδο του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη (Σατράπη της Δράμας). Όσα είχαν διαρπαγεί στο δεύτερο Εμφύλιο [Νικόλαος Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα-Δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν», τόμος Β’, έκδοση Χ Ν Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1852], έπεσαν στα χέρια του Ιμπραήμ κατά την εισβολή στην Τρίπολη την 9 Ιούνιου 1825.

[21]  Υπήρξε μέλος της πατριαρχικής συνόδου, που εξέδωσε το συνοδικό κατά του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στα τέλη Φεβρουαρίου 1821. Δραπέτευσε πριν το μαρτύριο του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και ενημέρωσε τους επαναστάτες για την ακυρότητα του αφορισμού.

[22] Σταύρος Καπετανάκης, Πρόεδρος, «Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821, Παράρτημα στο “Λακωνικαί Σπουδαί”», περιοδικό σύγγραμμα Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών, Αθήνα 2015.

[23] Διατέλεσε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Το 1822 παραδόθηκε εθελοντικά ως όμηρος στους Τούρκους και ρίφθηκε στις φυλακές του Ναυπλίου επί πέντε μήνες, μέχρι την απελευθέρωση της πόλεως.

[24]  Επί αρχιερατείας του την 31 Ιανουαρίου 1823, βρέθηκε η ιερά εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στα ερείπια του παλαιού ναού του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Το γεγονός θεωρήθηκε ως ιερό μήνυμα για το δίκαιο της Επαναστάσεως. Σημαντικοί ηγέτες έσπευσαν να Την προσκυνήσουν, μεταξύ των οποίων οι Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Νικηταράς και Μακρυγιάννης. Μέχρι το 1832 και παρά τις ανυπέρβλητες δυσχέρειες, κτίσθηκε το ανατολικό τμήμα του προσκυνήματος, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1880 [Ιστοσελίδα Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος, www.panagiatinou.gr].

[25] Ομοίως, μέλος της συνόδου , που «αφόρισε» τον Υψηλάντη. Εκ παραδρομής σε παλαιότερα και νεότερα ιστορικά κείμενα αναγράφεται το όνομα του προκατόχου του, Σίφνου Νεοφύτου (πχ σε: Νικόλαος Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν», τόμος Α’, έκδοση Χ Ν Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1851-Δρ Ευάγγελος Κ Κοφινιώτης, «Η Εκκλησία εν Ελλάδι», τυπογραφείο Παλαμήδης, Αθήνα, 1897). Ο Σπηλιάδης συγχέει επίσης σε ορισμένα σημεία τον πρώην Άρτης Άνθιμο με τον ευρισκόμενο στην Ευρώπη μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο τον από Άρτης (†1828).

[26] Υπεράσπισε τη σύνδεση της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήλθε σε αντίθεση με το Θεόκλητο Φαρμακίδη, που τον κατηγόρησε για τη φιλο-πατριαρχική του στάση. Προετίμησε να επανέλθει στο κλίμα του Θρόνου και εκλέχθηκε το 1838 μητροπολίτης Ιωαννίνων [Θεόκλητος Φαρμακίδης, «Απολογία», έκδοση Β’, Τυπογραφία Αγγέλου Αγγελίδου, Αθήνα, 1840]. Εκδιώχθηκε από τους Οθωμανούς, επειδή πρωτοστάτησε στην ανακήρυξη του νεομάρτυρος αγίου Γεωργίου (†1840) και επανήλθε αργότερα (1845-1854). Ο ιεράρχης διέθετε μεγάλη και σπουδαία βιβλιοθήκη.

[27] Η 25η Μαρτίου ορίσθηκε ως Εθνική Εορτή και εορτάζεται ως ενιαία ημερομηνία κηρύξεως της Επαναστάσεως, με το Διάταγμα 980 της 15 Μαρτίου 1838 του βασιλέα Όθωνα. Πληροφορίες αντλούνται μόνο από ανακοίνωση του γραμματέα της επικρατείας (υπουργού) Γεωργίου Γλαράκη στην εφημερίδα «Φήμη» της εποχής, γιατί το πρωτότυπο του διατάγματος δεν διασώζεται.

[28] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος Ζ’, έκδοση 8η, Ν Δ Νίκας ΑΕ.

[29] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, 1975.

[30] «Η Ιερά Σύνοδος απαντά …».

[31] Καμπούρογλου, «… περί του Παλαιών Πατρών Γερμανού».

[32]  Ιατρός Αναστάσιος Ν Γούδας, «Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών», τόμος Α’ «Κλήρος», Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1869.

[33] Διάταγμα για την έκπτωση  του πατριάρχη και την εκλογή νέου, που αναγνώσθηκε από τον Μέγα Διερμηνέα στα Πατριαρχεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο Μέγας Διερμηνέας, ο Μέγας Λογοθέτης Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι και οι προϊστάμενοι των Συντεχνιών.

[34] «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, 1975.

[35] Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως».

[36] Τάσος Κ Κοντογιαννίδης, «Ο αποκεφαλισμός του Κωνσταντίνου Μουρούζη», 4 Απριλίου 2015, http://www.pontos-news.gr/article/132204/o-apokefalismos-toy-konstantinoy-moyroyzi.
[37]  Θανατώθηκαν 33 αρχιερείς που δεν περιλαμβάνονται σε όσους βρίσκονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα: Κυριότεροι ήσαν: Στην Αδριανούπολη ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Στ’. Στην Κωνσταντινούπολη ο Εφέσου Διονύσιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ. Στη Θεσσαλονίκη ο Κίτρους Μελέτιος. Στη Λάρισα ο Λαρίσης Πολύκαρπος. Στην Κρήτη ο μητροπολίτης Γεράσιμος και ο Κισάμου Μελχισεδέκ. Στην Κύπρο ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Στην επισκοπή του ο Χίου Πλάτων.

[38] Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, «Οι αρχιερείς … εν Τριπόλει …».

[39]  Όπως φαίνεται στους πίνακες των ιεραρχών, περισσότεροι από 25 αρχιερείς κατέφυγαν από την οθωμανική επικράτεια στην ελεύθερη Ελλάδα ως πρόσφυγες, είτε προληπτικά είτε μετά διώξεις και σφαγές.

[40]  Μέλη του Αρείου Πάγου διετέλεσαν οι Ταλαντίου Νεόφυτος, Μενδενίτσης Διονύσιος και Λιδωρικίου Ιωάννης και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής [αρχιμανδρίτης (μετά ταύτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών) Χρυσόστομος Α’ Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», τόμος Α’, τυπογραφείο Π Α Πετράκου, Αθήνα, 1920].

[41] «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», δημοσίευση από τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κατά το άρθρο ΡΙ’ του «Οργανικού Νόμου», Κόρινθος, 25 Φεβρουαρίου 1822.

[42] «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», δημοσίευση κατά τον «αριθμό 19 των πρακτικών της εθνικής συνελεύσεως» υπό τον πρόεδρο Πέτρο Μαυρομιχάλη, Άστρος, 18 Απριλίου 1823.

[43] Θετική επιρροή στη σύνταξη του Πολιτεύματος του Άστρους είχε ο Παπαφλέσσας [Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τόμος Α’].

[44] Διακήρυξη κατά το ρήμα του Ισοκράτη «και μάλλον Έλληνες να καλούνται όσοι μετέχουν της Παιδεύσεως της ημετέρας παρά όσοι μετέχουν στους κοινούς θεσμούς» [Πανηγυρικός, 50].

[45] Η ρύθμιση αυτή τελικά περιέλαβε και μη-Έλληνες το γένος, όπως ήσαν πχ Χριστιανοί Ρωμαιοκαθολικοί μαλτέζικης καταγωγής, Άραβες Ορθόδοξοι και Φραγκολεβαντίνοι.

Φραγκολεβαντίνοι είναι μεγάλο μέρος των μη-Ορθοδόξων Χριστιανών κατοίκων της Μέσης Ανατολής, όπως και οι ελάχιστοι Ευρωπαίοι που επέζησαν της καταστροφής της Σμύρνης του 1922. Είναι φραγκικής καταγωγής, συνήθως ελληνόφωνοι, υπολείμματα των Σταυροφοριών, χωρίς ιδιαίτερη σύνδεση με κανένα σημερινό λατινογενές ευρωπαϊκό έθνος.

[46] Τα περισσότερα «πολιτισμένα» έθνη αναγνώριζαν επίσημα ή ανέχονταν ανεπίσημα τη δουλεία. Στις μεγάλες χώρες, η δουλεία καταργήθηκε επίσημα και οριστικά πολύ μετά την Ελλάδα: Αγγλία 1842, Γαλλία 1848, ΗΠΑ 1865, Ρωσία 1861-66.

Στις ΗΠΑ, η δουλεία των εγχρώμων αποτέλεσε πρόσχημα μακρόχρονης εμφύλιας συρράξεως (1861-65), που ακολούθησε τη διακήρυξη από τον οραματιστή Πρόεδρο Αβραάμ Λίγκολν της χειραφετήσεως των δούλων. Ο Λίγκολν, μάλιστα, πλήρωσε τη φιλελεύθερη επιλογή του με τη ζωή του.

[47] Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος, «Η εκλογή του αρχιεπισκόπου Αθηνών και των Ιεραρχών στη Νεώτερη Εκκλησιαστική Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, Διπλωματική Εργασία στο πρόγραμμα σπουδών “Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία”», με επιβλέποντα καθηγητή τον Γεώργιο-Νεκτάριο Λόη, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2015.

[48] Κωνσταντίνος Πρεσβύτερος και Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα Σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα», τόμος Γ’, έκδοση Ιατρού κτλ Σοφοκλέους Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Τυπογραφία Φ Καραμπίνου και Κ Βαφά, Αθήνα 1866.

[49] Φαρμακίδης, «Απολογία».

[50] Γεράσιμος Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τόμος Β’, Αθήνα, 1972.

[51] Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.

[52] Ομοίως.

[53] Ομοίως.

[54] Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τόμος Α’.

[55] πχ τον αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο Φραντζή στη μητρόπολη Χριστιανουπόλεως, της οποίας ήταν πρωτοσύγκελλος, ή τον αρχιδιάκονο του Αθηνών Διονυσίου (†1821).

[56] Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.

[57] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος».

[58] Το Πατριαρχείο στο παρελθόν είχε επιλύσει τέτοιες καταστάσεις με τοπικές ρυθμίσεις. Για παράδειγμα, όταν κατά την Ενετοκρατία οι κυρίαρχοι Δυτικοί απαγόρευαν την παρουσία επισκόπων στα Επτάνησα, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξωνόμαζε ένα ιεράρχη εκτός ενετικής κυριαρχίας ως «Πρόεδρο» των περιοχών (πχ τον Αθηνών για την Κρήτη, τον Ιωαννίνων για την Κέρκυρα), ο οποίος χειροτονούσε κληρικούς, που προσέρχονταν σε αυτόν. Τη διαχείριση των εκκλησιαστικών περιοχών είχαν οι «Πρωτοπαπάδες» (έγγαμοι πρωτοπρεσβύτεροι-αρχιερατικοί επίτροποι). Στην Κέρκυρα, οι πρωτοπαπάδες ανήκαν κυρίως στην τάξη των ευγενών, ήσαν μορφωμένοι και γλωσσομαθείς.

[59] (Στρατηγός) Ιωάννης Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», τόμος Α’, πρόλογος Ιωάννη Βλαχογιάννη, εκδόσεις Ηλιάδη, Αθήνα, 2006.

[60] Ιστορικός Αντώνης Ξεπαπαδάκος, «Η Μάχη του Διρού», http://www.mani.org.gr.

[61] Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Δασκαλάκης), «Ιωσήφ Ανδρούσης», Καλαμάτα, 1961.

[62]  Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κοιμήθηκε την 30 Μαΐου 1826 [Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος»].

[63] Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.

[64] «Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος … συνταχθέντων Πολιτευμάτων, Νόμων και άλλων Επισήμων Πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832», τόμος Η’, έκδοση Ανδρέου Ζ Μάμουκα, τυπογραφία Ηλία Χριστοφίδου «Η Αγαθή Τύχη», Αθήνα, 1840.

[65] Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κ Παπαθανασίου (μητροπολίτης Μάνης), «Η θεσμοθετημένη θέση της Εκκλησίας στα πρώτα ελληνικὰ συνταγματικά κείμενα», Τρίπολη, 5 Μαρτίου 2016, http://www.aganargyroi.gr.

[66] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος».

[67] Άρθρο 3 του Συντάγματος του 1975.

[68]  Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.

[69] Την αντιπροσωπεία αποτελούσαν οι Νικαίας Ιωσήφ, Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, Λαρίσης Μελέτιος και Ιωαννίνων Βενιαµίν και ο µέγας Πρωτοσύγγελος των πατριαρχείων αρχιμανδρίτης Μελέτιος.

[70] Πάντως, η ενέργεια αυτή του Πατριάρχη θεωρήθηκε αντιεθνική και, μαζί με κάποιες οικονομικές και διοικητικές ατασθαλίες, προκάλεσε την εκθρόνισή του την 5 Ιουλίου 1830 [Σύντομο βιογραφικό Αγαθαγγέλου, Οικουμενικό Πατριαρχείο, www.ec-patr.org].

[71] Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.

[72]  Η συνθήκη ρύθμιζε θέματα αυτονομίας της Σερβίας και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, και του ελεύθερου θαλάσσιου εμπορίου.

[73] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος».

[74] πατήρ Γεώργιος Εμμ Προύζος, «Το Μοναστηριακό Ζήτημα στο Ελεύθερο Ελληνικό κράτος κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνος (1833-1835)», Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης-Θεολογική Σχολή-Τμήμα Θεολογίας-Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών-Κλάδος Ιστορικής Θεολογίας, Ειδίκευση Ιστορία, Μέγαρα, 2010.

[75]  Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.

[76]   Ομοίως.

[77] Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός, «Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο, Προϋποθέσεις και συνέπειες», Παράδοση και Αλλοτρίωση

[78] Σύμφωνα με αδιαφιλονίκητη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Οικονόμου, που ήταν στενός φίλος του Ρέοντος Διονυσίου, από τον οποίο θα έλαβε ασφαλώς τις σχετικές πληροφορίες [Κωνσταντίνος Οικονόμος προς Τιτώφ, Τιμητικός Τόμος καθηγητή Κωνσταντίνου Μπόνη].

[79]  Θεοδωρόπουλος, «Η εκλογή του αρχιεπισκόπου Αθηνών …».

[80] Ο θάνατός του το 1849 ενώ ήταν πρεσβευτής της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε η αφορμή για την επίλυση του προβλήματος της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας.

[81] Οι Βρετανοί είχαν προσπαθήσει να επιτύχουν «αυτοκεφαλία της Εκκλησίας του προτεκτοράτου τους στην Επτάνησο το 1831. Αντιμετωπίσθηκε με τη σθεναρή παρέμβαση του θεολόγου και κανονολόγου καθηγητή της Ιονίου Ακαδημίας ιερομονάχου Κωνσταντίνου Τυπάλδου-Ιακωβάτου [ως μητροπολίτης Σταυρουπόλεως υπήρξε ο συντάκτης του τόμου της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας το 1850].

[82] Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Γ’.

ΟΘΩΝ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
Ταξίαρχος Διερμηνέας εα - Πτυχιούχος Νομικής Θεσσαλονίκης

infognomon

http://www.anixneuseis.gr/?p=204690#_ftnref45
23/3/2019



4.
Το πιο παρεξηγημένο πρόσωπο της Ελληνικής Επανάστασης 
και η αποκατάστασή του.

Το όνομα του Πήλιου Γούση είναι κάτι σαν βρισιά, ωστόσο, η πραγματική ιστορία του είναι διαφορετική.

Στο πιο πρόσφατο από τα επεισόδια της κόντρας μεταξύ του Πάνου Καμμένου και του Νίκου Κοτζιά, ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων χαρακτήρισε τον πρώην υπουργό Εξωτερικών «Πήλιο Γούση» προκειμένου να τονίσει την -κατά τον ίδιο- «προδοτική» στάση του στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων.

Ο Πήλιος Γούσης, πέρασε στην ιστορία, ως συνώνυμο της προδοσίας. Είναι ο άνθρωπος που σύμφωνα με την παράδοση έβαλε τους Τούρκους μέσα στο ηρωικό Σούλι αποκαλύπτοντας στο στρατό του Πασά ένα μυστικό πέρασμα.

Δίκαια, λοιπόν, θα σκεφτόταν κάποιος, πως αν θέλεις να τονίσεις την προδοτική στάση κάποιου σε οποιοδήποτε ζήτημα τότε μπορείς να χρησιμοποιείς αυτό το όνομα. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως ο Πήλιος Γούσης ουδέποτε υπήρξε προδότης, έπεσε θύμα πολιτικών ερίδων και η ιστορία έστω και μετά από πάρα πολλά χρόνια του «ζήτησε» τη συγγνώμη που του άξιζε.



Η «προδοσία» του Πήλιου Γούση

Ο Πήλιος Γούσης, ήταν ένας από τους πιο ατρόμητους οπλαρχηγούς του αγώνα για την ανεξαρτησία. Σύμφωνα με τα όσα πέρασαν στην παράδοση, ωστόσο, πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 ο Γούσης, παρακινούμενος από προσωπικά, πολιτικά και οικονομικά κίνητρα, συνέπραξε με τον Αλή Πασά και τον γιο του Βελή Πασά προκειμένου να «πέσει» το Σούλι στα χέρια των Τούρκων.

Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1803 (και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η τρίτη προσπάθεια του Πασά να καταλάβει την κοινότητα) ο Γούσης ήρθε σε συνεννόηση με τον Βελή Πασά που είχε αναλάβει την στρατιωτική διοίκηση της πολιορκίας του Σουλίου και του πρότεινε ένα σχέδιο για την κατάληψη του ηρωικού χωριού.





Υποτίθεται πως ο Γούσης για αυτή του την προδοσία ζήτησε ως αντάλλαγμα την απελευθέρωση ενός γαμπρού του, που κρατείτο όμηρος, καθώς και την παροχή μεγάλου χρηματικού ποσού, που σύμφωνα πάντα με την παράδοση ήταν περίπου 9.000 γρόσια.

Το σχέδιο θα έμπαινε σε εφαρμογή στα τέλη Σεπτεμβρίου και ο Γούσης θα υποδείκνυε στους Οθωμανούς ένα αφύλακτο μονοπάτι που θα οδηγούσε στο Κούγκι, ώστε να πάρουν τις πλάτες των Σουλιωτών και να τους περικυκλώσουν. Όταν έγινε η πρωινή επίθεση και οι Σουλιώτες προσπάθησαν ν’ αντιδράσουν δέχθηκαν πυρά από πίσω τους από τους 200 Τούρκους  που είχαν μπει από το βράδυ μέσα στο χωριό με την προδοσία του Πήλιου Γούση.

Τελικά, οι υπερασπιστές του Σουλίου αναγκάζονται να υποχωρήσουν και αντέχουν μέχρι τον Δεκέμβρη του 1803 οπότε και συνθηκολογούν για να ακολουθήσουν όλα τα τραγικά γεγονότα (ο χορός του Ζαλόγγου, η ανατίναξη της μπαρουταποθήκης στο Κούγκι από τον καλόγερο Σαμουήλ κ.α.) που καταγράφηκαν στην ιστορία.





Η πολιτική κόντρα με τον Τζαβέλλα 
και ο Περραιβός

Ο πρώτος που προσπάθησε να καταγράψει την πτώση του Σουλίου ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για την ιστορία της ηρωικής κοινότητας. Εκεί μέσα γίνεται και η πρώτη αναφορά στην προδοσία του Πήλιου Γούση. Ο Περραιβός έγραψε στο βιβλίο του ότι «ο Γεώργιος Μπότσαρης και οι συμπέθεροί του Πήλιος Γούσης και Κουτσονίκας επρόδωσαν στον Αλή Πασά την πατρίδα τους το Σούλι».

Και εδώ ακριβώς είναι και το σημείο κλειδί της «προδοσίας» του Γούση. Μετά το θάνατο του Γεώργιου Τζαβέλλα οι Σουλιώτες προχώρησαν στην εκλογή του νέου τους αρχηγού. Ο Πήλιος Γούσης ήταν ένας από τους υποψήφιους. Ηττήθηκε, ωστόσο, από τον Φώτο τον Τζαβέλλα, γιο του θανόντος οπλαρχηγού.

Τότε υποτίθεται πως εξοργισμένος ο Γούσης άρχισε να φωνάζει, να βρίζει (με τη γνωστή αθυροστομία που διέκρινε τους περισσότερους από τους οπλαρχηγούς), να καταριέται και ν’ απειλεί. «Γ**ώ τη μάνα του, όλο οι Τζαβελλαίοι θα κυβερνάνε το Σούλι; Τώρα θα τους δείξω εγώ»!

Ο Περραιβός όταν έγραφε την ιστορία του, ωστόσο, φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο αντικειμενικός. Όντας αφοσιωμένος στη «φάρα» των Τζαβελλαίων αντιπαλευόταν με πάθος την αντίστοιχη των Μποτσαραίων στην οποία ήταν προσκείμενος ο Πήλιος Γούσης.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ένα χρόνο πριν γράψει τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του, στη Συνέλευση της Κέρκυρας, ο Χ. Περραιβός, ζήτησε από τους Σουλιώτες να τον ορίσουν πληρεξούσιο σε επιτροπή που θα μετέβαινε στη Βιέννη, να ζητήσει τη στήριξη του αυτοκράτορα Αλέξανδρου που βρισκόταν εκεί τότε. Σύμφωνα με την παράδοση, λοιπόν,  ο Πήλιος Γούσης φαίνεται να τον… κατσάδιασε λέγοντάς του «Περραιβέ, οι Σουλιώται, έχουν άνδρας να υπερασπισθούν τα δίκαιά των»!

Τα παραπάνω φαίνεται να ενισχύει μια ακόμα μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια. Το βιβλίο του Περραιβού είχε τρεις εκδόσεις. Η πρώτη ήταν το 1803, την ίδια χρονική περίοδο με τα ιστορικά γεγονότα, δηλαδή, και έγινε στο Παρίσι. Σε αυτή την έκδοση, λοιπόν, ως προδότες για την πτώση και την καταστροφή του Σουλίου εμφανίζονται ο Γιώργης Μπότσαρης, ο Παλάσκας, ο Διαμαντής Ζέρβας και ο γέρος Κουτσονίκας. Πουθενά δεν υπάρχει το όνομα του Γούση το οποίο ως δια μαγείας εμφανίζεται στις επόμενες δυο εκδόσεις, του 1815 και του 1857. Μετά, δηλαδή, από το… κατσάδιασμα στη Συνέλευση της Κέρκυρας!



Η αποκατάσταση του ονόματος του Πήλιου Γούση

Οι Σουλιώτες είχαν την ίδια ιδιοσυγκρασία με τους αρχαίους Σπαρτιάτες και σε θέματα προδοσίας ήταν αμείλικτοι. Η τύχη των προδοτών ήταν προδιαγεγραμμένη. Βασανιστήρια και τελικά θάνατος. Προκαλεί, εντύπωση, λοιπόν, πως είναι δυνατόν ένας… προδότης σαν τον Πήλιο Γούση να κυκλοφορεί με άνεση ανάμεσα στους Σουλιώτες, να λαμβάνει μέρος σε κρίσιμες αποφάσεις και κανείς να μη του κάνει τίποτα.

Μετά τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών, ο Γούσης βρέθηκε (το 1820) στην Κέρκυρα και σχεδίασε από κοινού με τους συμπατριώτες του την αντεπίθεση κατά του Αλή πασά.




Επιπλέον σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς και μελετητές, ο Γούσης (το πραγματικό του όνομα ήταν Πήλιος Πούσμπος) έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας το 1819. Κάτι που δύσκολα θα γινόταν αν ήταν πραγματικός προδότης δεδομένου πως οι μυημένοι ήταν όλοι άνθρωποι απολύτου εμπιστοσύνης.

Επιπλέον, στην πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου συμμετείχε και ο Πήλιος Γούσης μαζί με τους υπόλοιπους Σουλιώτες. Ο Π. Τζιόβας γράφει πως «προτού αρχίσει η δεύτερη πολιορκία του θρυλικού Μεσολογγίου, 65 γυναικόπαιδα οδηγούμενα από τους Θεοδ. Λάμπρου, Λ. Βέικο, Γ. Δράκο και Πήλιο Γούση μπήκαν στην πόλη με τη φροντίδα του φιλικού Αθ. Κεφαλά, ο οποίος καταγόταν από την Πρέβεζα».

Ο Γούσης μετείχε μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και 500 μαχητές και στην προσπάθεια διάσωσης της νησίδας Ντολμάς, η οποία τελικά αλώθηκε από τους Τούρκους. Στις 3 Μαρτίου του 1826 μπροστά στο φάσμα της πείνας και μετά από την άλωση του Αιτωλικού, συνήλθαν οι καπεταναίοι στο καλύβι του Ν. Ζέρβα και ο Πήλιος Γούσης, φαμελίτης ο ίδιος, επειδή νόμισε ότι οι μη οικογενειάρχες ήθελαν να φύγουν, τους φοβέρισε με τα παρακάτω λόγια, όπως μας τα περιέσωσε ο επιστήθιος φίλος του Νίκος Κασομούλης: «Πουθενά δεν πηγαίνομεν! Βουνόν (εις ύψος) να το κάμη απ’ έξω, εδώ θα πεθάνωμεν, και όποιου (του) βαστά ο κ**ος ας κάμη αρχήν και βλέπει. Ανατολικόν εδώ δεν το κάμνομεν». Μια σκληρή στάση που, προφανέστατα, ένας προδότης δεν θα τηρούσε.

Ο Πήλιος Γούσης, σκοτώθηκε τον Απριλίου του 1826 πολεμώντας ηρωικά, αν και τραυματισμένος, στην έξοδο του Μεσολογγίου, όπου είχε καταφύγει ύστερα από πολλές περιπλανήσεις μαζί με πολλούς ακόμα Σουλιώτες. Το όνομα του Πήλιου Γούση είναι, πλέον, χαραγμένο σε έναν από τους τάφους στο Ηρώο Μεσολογγίου.

weekend

https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/4670226/to-pio-parexigimeno-prosopo-tis-ellinikis-epanastasis-kai-i-apokatastasi-toy?utm_medium=onesignal&utm_source=notification&utm_campaign=alert&utm_content=post
  24/03/2019 



5.
Τι απέγινε ο πανίσχυρος Ιμπραήμ Πασάς 
μετά την Επανάσταση του 1821;  
  
Τι απέγινε ο πανίσχυρος Ιμπραήμ Πασάς μετά την Επανάσταση του 1821; Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας αυτής της "χούφτας των ραγιάδων" εξελισσόταν ιδιαιτέρως αρνητικά για την Υψηλή Πύλη, τόσο σε στεριά όσο και θάλασσα, αναγκάζοντάς τον σουλτάνο να καλέσει εσπευσμένα σε βοήθεια τον Μεχμέτ Αλή.

Στις εκκλήσεις του Μαχμούτ Β’, ο χεδίβης (αντιβασιλέας) της Αιγύπτου απέστειλε τον εξίσου αποτελεσματικό στη μάχη γιο του, Ιμπραήμ Πασά, παίρνοντας ως αντάλλαγμα την υπόσχεση για προσάρτηση της Κρήτης και όλης της Πελοποννήσου στην Αίγυπτο μετά την κατάπνιξη της επανάστασης των Ελλήνων.

Το 1825 λοιπόν, μετά τις λαμπρές νίκες των εξεγερμένων που έκαναν τον γύρο της Ευρώπης, ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε αιφνιδιαστικά στρατεύματα στον Μοριά και η πλάστιγγα έγειρε ξαφνικά υπέρ των Τουρκο-Αιγυπτίων. Ο ελληνικός αγώνας κινδύνευε πλέον ανοιχτά, μετά και την πτώση του Μεσολογγίου, και όλα έδειχναν πως αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το τέλος της Επανάστασης του 1821.

Οι σαρωτικές νίκες του Ιμπραήμ στη στεριά και η παροιμιώδης σκληρότητά του τρόμαξαν τους πάντες, την ίδια ώρα που ο πανίσχυρος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος είχε αποκλείσει την Πελοπόννησο στην τελική κίνηση-ματ της Υψηλής Πύλης. Μόνο που ήταν αυτά ακριβώς, οι ωμότητες του Ιμπραήμ, οι σφαγές των Ελλήνων και η πιθανότητα για κατάληψη των δύο γεωστρατηγικά ευαίσθητων περιοχών από τους Αιγύπτιους, που θα ανάγκαζαν τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναλάβουν δράση.

Η Ελληνική Επανάσταση έγινε, ακριβώς λόγω της εμπλοκής του Ιμπραήμ και του ενδεχομένου να καταστούν η Κρήτη και ο Μοριάς ορμητήρια του αιγυπτιακού στόλου, πρόβλημα όλης της χριστιανικής Ευρώπης, ένα μείζον γεωπολιτικό ζήτημα που καλούσε σε διπλωματικό συντονισμό και στρατιωτική επέμβαση.

Κι έτσι στις 8 Οκτωβρίου 1827, ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να παρακολουθήσει την ολοσχερή καταστροφή των ναυτικών του δυνάμεων στο Ναβαρίνο, το σημείο καμπής για την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, αναγκάζοντας τον Δεριγνύ να παρατηρήσει πως «στην Ιστορία δεν υπήρξε μεγαλύτερη καταστροφή στόλου».

Την επομένη κιόλας Άγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι απαίτησαν από τον Ιμπραήμ, που είχε στο μεταξύ καταφύγει στα βουνά της Μεσσηνίας, να υψώσει λευκή σημαία στα φρούριά του και οι Οθωμανοί αποδέχτηκαν την ανακωχή που υπογράφηκε πάνω στη ναυαρχίδα του Κόδριγκτον.

Αυτό θα ήταν λίγο-πολύ το αίσιο τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς μετά και τη γαλλική Εκστρατεία του Μοριά για τη «διευκόλυνση» της απαγκίστρωσης των αιγυπτιακών δυνάμεων από την περιοχή και τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, η Υψηλή Πύλη θα απέσυρε τις δυνάμεις της από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα κατόπιν, εφαρμόζοντας τη Συνθήκη του Λονδίνου (1827), σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες θα αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους.

Τι απέγινε όμως ο σκληρός αντιβασιλέας της Αιγύπτου μετά τη δράση του στην Ελλάδα;





Ο Ιμπραήμ πριν από την Ελληνική Επανάσταση

Ο Ιμπραήμ γεννήθηκε πιθανότατα στην Καβάλα το 1789 ως ο μεγαλύτερος γιος (ίσως και θετός γιος) του βαλή και ανεπίσημου οθωμανού κυβερνήτη (χεδίβη) Αιγύπτου και Σουδάν, Μεχμέτ Αλή Πασά (συχνά και Μωχάμετ Αλή Πασάς). Ο μικρός ήταν σκληρός από παιδί ακόμα και παρά την ανώτερη μόρφωση που έλαβε από ευρωπαίους παιδαγωγούς, τίποτα δεν μαλάκωσε τον αυταρχικό του χαρακτήρα.

Με τον πατέρα του δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις, ο Ιμπραήμ απέδειξε όμως στο πεδίο της μάχης τις στρατιωτικές του ικανότητες, βοηθώντας τον Μεχμέτ να ολοκληρώσει την κατάληψη της περιοχής εξολοθρεύοντας τους Μαμελούκους που λυμαίνονταν το σουλτανάτο του.

Με τη βοήθεια του γιου του, ο βαλής Μεχμέτ έγινε το αδιαφιλονίκητο αφεντικό της Αιγύπτου, ανεξάρτητος ακόμα και από τον οθωμανό σουλτάνο, καθώς η υποτέλειά του ήταν ουσιαστικά ψευδεπίγραφη. Ο Ιμπραήμ ήταν αυτός που εισηγήθηκε τις ραγδαίες μεταρρυθμίσεις σε στρατό και στόλο, αυτός που προσέλαβε ευρωπαίους συμβούλους και κατέκτησε τελικά τόσα εδάφη και υπέταξε τόσους λαούς που ακόμα και ο Μαχμούτ Β’ έσπευσε να τον χρίσει πασά της Μέκκας και μέγα βεζύρη.

Και τον έχρισε γιατί επανέφερε στον οθωμανικό ζυγό ατέλειωτα εδάφη, μεταξύ αυτών και την ιερή Μεδίνα…

Ο Ιμπραήμ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων

Τα στρατιωτικά του κατορθώματα ήταν τόσο περιώνυμα στην Υψηλή Πύλη που ο Ιμπραήμ έφτασε ουσιαστικά να κατέχει αντίστοιχα αξιώματα με τον πατέρα του. Μόνο που οι δικές του φιλοδοξίες έφταναν ακόμα και ως την Κωνσταντινούπολη. Τώρα είχε έναν τακτικό στρατό ακόμα και 100.000 ετοιμοπόλεμων αντρών στις διαταγές του και διψούσε για την επόμενη επιχείρησή του.

Η οποία ήρθε το 1824, όταν ο σουλτάνος, σε πρόδηλα δυσχερή θέση να καταστείλει τον ελληνικό αγώνα, απευθύνθηκε στον βαλή της Αιγύπτου για βοήθεια. Αρχές Ιουλίου, ο Ιμπραήμ φόρτωσε στον ισχυρό του στόλο 17.000 άντρες, έχοντας επιτελείς αποκλειστικά γάλλους αξιωματικούς και μετά τις πρώτες ναυμαχίες με τους εξεγερμένους στα νησιά του Αιγαίου, αποβιβάστηκε ανενόχλητος στην Πελοπόννησο τον Φεβρουάριο του 1825.

Κορώνη, Πύλος κι άλλα ελληνικά φρούρια έπεφταν το ένα πίσω από το άλλο και οι επαναστατημένοι Έλληνες είπαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να βγάλουν από τη φυλακή τον Κολοκοτρώνη, μπας και τον ανακόψουν.

Ο κλεφτοπόλεμος απέδιδε μεν, δεν μπορούσε όμως να τον αναχαιτίσει. Μετά το Μανιάκι και την πτώση της Τριπολιτσάς, έμοιαζε ασταμάτητος, τον σταμάτησε όμως εντυπωσιακά και απροσδόκητα ο Υψηλάντης στα βαλτοτόπια των Μύλων. Κατόπιν απέτυχε τρεις φορές να καταλάβει τη Μάνη, άφηνε όμως πίσω του τη γη καμένη και τους πληθυσμούς σφαγιασμένους.

Οι ολέθριες συνέπειες για το ελληνικό ζήτημα αποφεύχθηκαν διά της διπλωματικής οδού και ο ενωμένος στόλος Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων έσωσαν την παρτίδα το 1827 στην περίφημη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις άλλαξαν πολιτική και ο χρόνος άρχισε να μετράει αντίστροφα για τον Ιμπραήμ…

Τι απέγινε ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου

Ο Μεχμέτ Αλή υπέγραψε με τους Άγγλους τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας (Αύγουστος του 1828) για την αιγυπτιακή αποχώρηση από τον Μοριά και οι Γάλλοι απέστειλαν ένα εκστρατευτικό σώμα μερικών χιλιάδων αντρών για να σιγουρευτούν πως οι όροι της ιουλιανής συμφωνίας του Λονδίνου θα τηρούνταν κατά γράμμα.

Παρά τα διπλωματικά παιχνίδια Άγγλων και Γάλλων, ένα ήταν σαφές: ο Ιμπραήμ δεν είχε περιθώρια αντίδρασης. Αρχές Σεπτεμβρίου επιβίβασε τους άντρες του στα πλοία και αναχώρησαν από τον ελλαδικό χώρο, υπό την όχι και τόσο διακριτική συνοδεία των Μεγάλων Δυνάμεων: «Και οι νικηταί επιστρέφουσιν ηττημένοι από την καρτερίαν των Πελοποννησίων», γράφει χαρακτηριστικά ο αγωνιστής και πολιτικός αργότερα Νικόλαος Σπηλιάδης στα «Απομνημονεύματά» του.

Ο δαφνοστεφής ως την εμπλοκή του με το ελληνικό ζήτημα Ιμπραήμ ήταν τώρα πιο πεισμωμένος από ποτέ, καθώς η αποτυχία του στην Πελοπόννησο αμαύρωσε το όνομά του. Φιλόδοξος καθώς ήταν, ναυπήγησε νέα πλοία, εξόπλισε καλύτερα τον στρατό του και ως το 1831 ήταν ξανά έτοιμος για πόλεμο.

Μόνο που τώρα στράφηκε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Τον Οκτώβριο αυτής της χρονιάς εισέβαλε από στεριά και θάλασσα στην οθωμανική Συρία προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο με την Υψηλή Πύλη που θα κατέληγε τελικά σε ολομέτωπο πόλεμο. Ο Ιμπραήμ άρχισε να μετρά τώρα τη μία νίκη πίσω από την άλλη κατά των πρώην συμμάχων του και το 1832 τού ανήκει εξολοκλήρου, καταλαμβάνοντας Συρία και Παλαιστίνη.

Οι Οθωμανοί συνετρίβησαν από τον στρατό του σε δύο αποφασιστικής σημασίας μάχες στη Μικρά Ασία και τώρα ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη ήταν διάπλατα ανοιχτός! Η μάχη στο Ικόνιο ήταν ο μεγάλος θρίαμβός του, όταν με 15.000 άντρες έκανε τους 80.000 του μεγάλου βεζίρη να τραπούν σε άτακτη φυγή.

Κανείς δεν ξέρει αν θα τα κατάφερνε, γιατί αναγκάστηκε τελικά να σταματήσει, μετά και τις υποδείξεις των Γάλλων συμμάχων του και τις αυστηρές προειδοποιήσεις Άγγλων και Ρώσων. Ο τσάρος Νικόλαος Α’ έσπευσε εξάλλου να αποστείλει δυνάμεις στην Ανατολία για να βοηθήσει τους Τούρκους και να αποθαρρύνει την περαιτέρω προέλαση του Ιμπραήμ. Οθωμανικός στρατός ικανός να τον ανακόψει δεν υπήρχε πάντως μεταξύ Ικονίου, όπου είχε στρατοπεδεύσει, και Κωνσταντινούπολης.

Την παρτίδα για την Κωνσταντινούπολη έσωσε η Συνθήκη της Κιουτάχειας (Μαΐος του 1833), που έδωσε τέλος στον Α’ Τουρκο-Αιγυπτιακό Πόλεμο (1831-1833) και εκχώρησε στον αντιβασιλέα πλέον Ιμπραήμ όλη τη Συρία και τα Άδανα. Η συνθήκη δεν άφηνε όμως κανένα από τα δύο μέλη ικανοποιημένα και η κατάσταση δεν θα αποκλιμακωνόταν επαρκώς.

Ο Μεχμέτ Αλή και ο Ιμπραήμ ήταν μόνο κατ’ όνομα υποτελείς στον σουλτάνο, και πάλι όμως δεν ήταν ευχαριστημένοι. Κι έτσι έξι χρόνια αργότερα θα κήρυτταν την ανεξαρτησία τους από την Υψηλή Πύλη, πυροδοτώντας αυτό που θα έμενε γνωστό ως Β’ Τουρκο-Αυγυπτιακός Πόλεμος (1839-1841).

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντρίφθηκε για άλλη μια φορά από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ στη Μάχη του Νεζίμπ τον Ιούνιο του 1839, τον τελευταίο του μεγάλο θρίαμβο, και ήταν πια στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Την ώρα που το οθωμανικό ναυτικό έπλεε τον Ιούλιο στην Αλεξάνδρεια για να παραδοθεί στον Μεχμέτ Αλή, ήταν και πάλι οι Μεγάλες Δυνάμεις αυτές που θα ανέκοπταν τη νέα αιγυπτιακή προέλαση στα οθωμανικά εδάφη.

Η Κωνσταντινούπολη ήταν μάλιστα και πάλι ορθάνοιχτη για τον Ιμπραήμ, που είχε μετατραπεί ξαφνικά σε αφέντη όλης της ανατολικής Μεσογείου. Ο Μαχμούτ Β’ πέθανε εν τω μεταξύ και δεν έζησε τη νέα απειλή για την πρωτεύουσά του. Αγγλία, Αυστρία και Ρωσία μπήκαν όμως στο παιχνίδι με τον στόλο τους, ανέκοψαν τη θαλάσσια επικοινωνία Μεχμέτ και Ιμπραήμ και πέρασαν στην αντεπίθεση, θέλοντας να αποτρέψουν τον περαιτέρω διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο του 1840, ο κοινός βρετανικός και αυστριακός στόλος είχαν αποκλείσει την ανατολική Μεσόγειο, την ίδια ώρα που οι βρετανικές χερσαίες δυνάμεις καταλάμβαναν τη Βηρυτό και την Άκρα. Με τον ναυτικό αποκλεισμό και της Αλεξάνδρειας, οι Βρετανοί κατάφεραν να πιέσουν τον Μεχμέτ Αλή σε συνθήκη.

Οι Αιγύπτιοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν όλη τη Συρία στην καταβεβλημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και τον οθωμανικό στόλο, με αντάλλαγμα την αυτονομία τους. Ως τον Φεβρουάριο του 1841, ο Ιμπραήμ και τα στρατεύματά του είχαν επιστρέψει στο Κάιρο.

Πραγματικός αντιβασιλέας της Αιγύπτου έγινε ο Ιμπραήμ μόνο τον Σεπτέμβριο του 1848, όταν ο πατέρας του γέρασε τόσο που δεν μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Πώς θα διοικούσε τα εδάφη του δεν το ξέρουμε, καθώς έμελλε να κρατήσει το τιμόνι της Αιγύπτου μόλις για 40 ημέρες. Η δεκαετής σχεδόν διακυβέρνησή του στη Δαμασκό δεν είχε τίποτα το αξιόλογο να επιδείξει. Εκτός ίσως από την προσέλκυση στην περιοχή ευρωπαίων εμπόρων και ιεραποστόλων.

Ο Ιμπραήμ ήταν συγκεντρωτικός ως βαλής και σαφώς λιγότερο φωτισμένος ως ηγεμόνας από τον πατέρα του. Το δικό του προνομιακό πεδίο ήταν ο πόλεμος και όχι η ειρήνη. Το 1846, όταν έκανε ένα πέρασμα από τη Δυτική Ευρώπη, οι περισσότεροι τον υποδέχτηκαν περισσότερο με δυσπιστία παρά με σεβασμό.

Παρά τις θεραπείες για τη φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε εδώ και χρόνια και το ταξίδι του στην Ιταλία για να τον κουράρουν οι εκεί γιατροί, ο Ιμπραήμ Πασάς πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1848.


Οι εκτεταμένες εκστρατείες του στη Μεσόγειο και οι εμφατικές του νίκες τον είχαν μετατρέψει σε μια από τις ηγετικές μορφές στη Μέση Ανατολή του 19ου αιώνα. Ήταν ο άνθρωπος που κατάφερε να κάνει τη χώρα του ανεξάρτητη από τον οθωμανικό ζυγό…

https://www.pronews.gr/istoria/760612_
ti-apegine-o-panishyros-impraim-pasas-meta-tin-epanastasi-toy-1821-foto?f
24/3/2019
  

6.
Η σκληρή και λιγότερο γνωστή πτυχή του 1821:
Οι ιστορίες των τραυματιών και των λιμοκτονούντων.

Στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 οι περισσότεροι θάνατοι προήλθαν από επιδημίες και όχι στο πεδίο των μαχών.

Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου μετά την εξάντληση των αποθεμάτων τροφίμων αναγκάστηκαν να καταναλώσουν όλα τα κατοικίδια ζώα που υπήρχαν, ενώ κάποιοι στην απόγνωσή τους κατέφυγαν στη νεκροφαγία. Έπιναν νερό από δεξαμενές που ήταν γεμάτες πτώματα.

Για τους τραυματίες των μαχών οι ιατρικές πράξεις και διαδικασίες, όπως είναι η χορήγηση αναισθησίας, η μετάγγιση αίματος, η ασηψία, η αντισηψία ήταν παντελώς άγνωστες. Για τη συρραφή τραυμάτων, που εξωτερικά καθαρίζονταν με ρακή, εκτός από βελόνα και κοινή κλωστή, χρησιμοποιούνταν μυρμήγκια.

«Οι προτεραιότητες κατά τη διεξαγωγή του αγώνα του 1821 εστιάστηκαν στην κάλυψη των στρατιωτικών και δημοσιονο­μι­κών αναγκών και ελάχιστα στην αντιμετώπιση θεμάτων δημόσιας υγείας, υγειονομικής περίθαλψης και ιατροκοινωνικής πρόνοιας». Αυτήν τη λιγότερο ειπωμένη - πολλές φορές σοκαριστική για τη σκληρότητα των περιγραφών - ιστορία του αγώνα, παρουσίασε μέσα από εκτεταμένη έρευνα που έκανε στη βιβλιογραφία ο κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΑΠΘ, καθ. Ιατρικής Θεόδωρος Δαρδαβέσης, ο οποίος εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο με τίτλο «Η δημόσια υγεία και η περίθαλψη των αγωνιστών κατά την περίοδο της Eπανάστασης του 1821», στην εκδήλωση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου για την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου.

«Οι συνθήκες δημόσιας υγείας»

Όπως ανέφερε ο κ. Δαρδαβέσης, η αγωνιώδης αναζήτηση προστασίας των κατοίκων της υπαίθρου συνεισέφερε στη συγκέντρωση πλήθους ανθρώπων σε οργανωμένες και οχυρωμένες πόλεις. Η συμβίωσή τους υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς μηχανισμούς απομάκρυνσης των απορριμμάτων, με ελλείψεις στις υποδο­μές ύδρευσης και αποχέτευσης, οδηγούσε συχνά σε εκδήλωση σοβαρών επιδημιών. Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο και προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδη­μία τύφου εκδηλώθηκε, αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορ­κία.

Η διατροφή των αγωνιζομένων Ελλήνων περιλάμβανε κυρίως ψωμί, παξιμάδια, βρασμένο κα­λα­μπόκι και σπανιότερα κρέας και ψάρια. Περιλάμβανε, επίσης, κρασί και ρακή, ενώ το λάδι, φαί­νε­ται, ότι ήταν το μόνο προϊόν διατροφής, που υπήρχε σε επάρκεια καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώ­να. Σε περιπτώσεις πολιορκιών, όπως αυτή του Μεσολογγίου, οι πολιορκημένοι μετά την εξάντληση των αποθεμάτων τροφίμων αναγκάστηκαν να καταναλώσουν οτιδήποτε ήταν δυνατό να μασηθεί. Στην αρχή κατανάλωσαν όλα τα κατοικίδια ζώα που υπήρχαν, όπως άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, καμήλες, σκύλους, γάτες, στη συνέχεια ποντικούς και κάθε άλλο «ακάθαρτο ζώο», ενώ χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και δέρματα ζώων για τον κορεσμό της πείνας. Στην απόγνωσή τους κάποιοι κατέφυγαν στη νεκροφαγία πτωμάτων και μάλιστα συγγενών τους.

Η ακατάλληλη διατροφή προκαλούσε δυσεντερία, που εξαντλούσε ακόμη περισσότερο τους αποδυναμωμένους οργανισμούς των αγωνιστών του 1821, ενώ έκδηλα ήταν τα συμπτώματα αβιτα­μινώσεων, κυρίως από την έλλειψη της βιταμίνης C, που προκαλούσε σκορβούτο.Η πρόσβαση σε αποθέματα υγιεινού πόσιμου νερού ήταν συχνά προβληματική, είτε γιατί δεν επαρκούσαν οι διαθέσιμες ποσότητες για τις υφιστάμενες ανάγκες είτε γιατί ο εχθρός κυρίευε τις πηγές υδροδοσίας και ανέκοπτε την ύδρευση πόλεων και περιοχών, που τελούσαν υπό τον έλεγχο των Ελλήνων.

Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου έπιναν το γλυφό νερό της λιμνοθάλασσας, των λίγων πη­γα­διών και των δύο δεξαμενών που ήταν γεμάτα πτώματα. Για το θέμα αυτό ο Κασομούλης αναφέρει στα «Απομνημονεύματά» του, τα εξής: «…το νερό των δεξαμενών είχεν γίνει ένα μίγμα αλλόκοτον· ότι ήθελες μέσα εύρισκες· μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια – και οι Έλληνες έπιναν και υπέμνεσκαν με όλην την αδιαφορίαν».

Η φροντίδα των τραυματιών 

Στα πεδία των μαχών οι ελαφρά τραυματισμένοι ετύγχαναν φροντίδας, επί τόπου, από τους συμπο­λεμιστές τους, ενώ οι φέροντες βαριά τραύματα διακομίζονταν προς νοσηλεία σε μοναστήρια όπως η Μονή του Ομπλού, της Βελανιδιάς και άλλες και αργότερα σε υποτυπώδη νοσοκομεία, τα οποία εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να συγκροτούνται. Η φροντίδα των τραυμάτων περιλάμβανε καθαρισμό της εξωτερικής τους επιφάνειας με ρακή και εισαγωγή στο εσωτερικό τους αλοιφής παρασκευασμένης από λεύκωμα αυγού αναμεμιγμένου με κοινό λάδι και ρακή. Στη συνέχεια ετίθετο επί του τραύματος αλοιφή παρασκευασμένη από σα­πούνι και ρακή και ακολουθούσε, κατά διαλείμματα η επίβρεξή του με ρακή, που φαίνεται ότι ήταν θεραπευτικό μέσο συνεχούς χρήσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις απολύμαναν την πληγή με καυτό λίπος, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Μακρυγιάννης: «…Της έβγαλα το παλούκι από το ποδάρι της και το ζεμάτισα με ξύγκι. Όμως έγινε τού­μπανο…».

Η επίδεση του τραύματος, ανεξάρτητα του βαθμού της σοβαρότητάς του, πραγματοποιείτο με ταινίες υφάσματος και μικρά καλάμια ή νάρθηκες κατασκευασμένους από ξύλο ή ναστόχαρτο. Για την αιμόσταση των μεγάλων αγγείων χρησιμοποιείτο πυρακτωμένο σίδερο, για την αιμόσταση των τριχοειδών οινόπνευμα, ενώ για τον έλεγχο των αιμοπτύσεων λόγω τραυμάτων του θώρακα χορηγείτο ζεσταμένο κρασί αναμεμιγμένο με κοινό βούτυρο. Για τη συρραφή τραυμάτων, εκτός της κλασσικής τεχνικής με τη χρήση βελόνας και κοινής κλωστής, αναφέρεται από το Στρατηγό Μακρυγιάννη στα «Απομνημονεύματά» του, η χρήση κεφα­λών μυρμήγκων.

«Οι ανεπαρκείς υποδομές νοσηλευτικής φροντίδας, ο περιορισμένος αριθμός του υγειονομικού προσωπικού και οι σοβαρές ελλείψεις σε φαρμακο­επιδε­σμικό υλικό, αναδεικνύουν παράλληλα τη δύναμη ψυχής των ιατρών εκείνων που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στον αγώνα. Κυρίως, όμως, αναδεικνύουν την πίστη του σκλαβωμένου γένους για το όραμα της ελευθερίας, το οποίο με τις στερήσεις, τους αγώνες και το αίμα έγινε πράξη, επιβεβαιώνοντας τους στίχους: "...Η μεγαλοσύνη στα Έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα"», είπε ο καθηγητής Δαρδαβέσης στο κλείσιμο της ομιλίας του, κατά την οποία αναφέρθηκε εκτενώς στις συνθήκες υγιεινής διαβίωσης, ένδυσης και διατροφής, της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπόδουλων Ελλήνων, που «ήταν άθλιες την περίοδο της διεξαγωγής του αγώνα, ευνοώντας την εκδήλωση σοβαρών ασθενειών, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν η δυσεντερία, η χολέρα, η πανώλη, η ευλογιά και η ελονοσία, που προκάλεσαν αθροιστικά περισ­σό­τε­ρους θανάτους, συγκριτικά με τις απώλειες στα πεδία των μαχών».

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ

http://www.kathimerini.gr/1016148/article/epikairothta/ellada/h-sklhrh-kai-ligotero-gnwsth-ptyxh-toy-1821-oi-istories-twn-traymatiwn-kai-twn-limoktonoyntwn
24/3/2019



7.
 1821: Ήταν ριψοκίνδυνοι ναυτικοί 
και πλήρωναν... κερατιάτικα. 

Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων: Τα επαγγέλµατα, οι ασθένειες, οι τιµωρίες για µοιχεία, η προικοδότηση και οι συχνοί ξυλοδαρµοί των γυναικών από τους άνδρες τους, σύµφωνα µε τον Αδαµάντιο Κοραή.
Έχετε φανταστεί ποτέ πώς ζούσαν οι Ελληνες την περίοδο του 1821; Πώς περνούσαν το εικοσιτετράωρό τους, ποιες ήταν οι συνήθειες της εποχής, µε ποια επαγγέλµατα ασχολούνταν, πώς τιµωρούνταν οι µοιχαλίδες ή πώς αντιµετώπιζαν όσους αρρώσταιναν; Αυτές είναι µερικές µόνο από τις απορίες για την καθηµερινότητα την εποχή της Επανάστασης, στις οποίες θα επιχειρήσουµε να δώσουµε σήµερα απαντήσεις µε αφορµή την επικείµενη εθνική µας επέτειο.

Η αλήθεια είναι ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των υπόδουλων της οθωµανικής αυτοκρατορίας οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Οι περισσότεροι πρόγονοί µας ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Μια ζωή σκληρή, γεµάτη ανασφάλειες. Το προσδόκιµο επιβίωσης ήταν χαµηλό. Λοιµώδεις ασθένειες όπως η ελονοσία ήταν ενδηµικές, ενώ συνεχή ήταν και τα κρούσµατα πανώλης, κυρίως στις µεγάλες πόλεις. 

Κάθε φορά που εµφανιζόταν µια τόσο σοβαρή επιδηµία, ο ελληνικός πληθυσµός προσπαθούσε όσο µπορούσε να προφυλαχθεί, ενώ ο µουσουλµανικός αντιµετώπιζε την κατάσταση µοιρολατρικά, µε αποτέλεσµα να πεθαίνουν περισσότεροι Οθωµανοί. Επιχωρίαζε επίσης η λέπρα (κυρίως στα νησιά Κρήτη, Ρόδο, Σύµη, Χίο και Κύπρο), ενώ άξιο µνείας είναι το γεγονός ότι στη Μήλο καταγράφονταν πολλά κρούσµατα σύφιλης. Η πιθανότερη αιτία είναι πως από εκεί περνούσαν σχεδόν όλα τα καράβια που ταξίδευαν στο αρχιπέλαγος, επιβιβάζοντας ή αποβιβάζοντας ναύτες, που µετέδιδαν το αφροδίσιο νόσηµα.

Οι περισσότεροι γιατροί ήταν Κρητικοί και Εβραίοι, σπουδαγµένοι στην Πάδοβα της Ιταλίας. Οταν ο ασθενής είχε πυρετό, τον συµβούλευαν να αποφεύγει τα λιπαρά και να κάνει αυστηρή δίαιτα. Αν υπέφερε από πονοκεφάλους, γνωµάτευαν ότι είχε «αερικό» και του συνέστηναν να καλέσει τον παπά να του διαβάσει εξορκισµούς και να του ραντίσει το στρώµα µε αγιασµένο νερό.

Γιατί τους λέμε «κομπογιαννίτες»

Στις µέρες µας µε τη λέξη «κοµπογιαννίτης» εννοούµε τον αδαή γιατρό που δεν έχει επιστηµονική κατάρτιση. Ο όρος προέρχεται από το ρήµα γιαίνω, δηλαδή θεραπεύω, και το ουσιαστικό κόµπος. Αναφερόταν στους πρακτικούς γιατρούς που τα χρόνια της τουρκοκρατίας επιχειρούσαν να θεραπεύσουν τον ασθενή µε πατροπαράδοτους τρόπους. Οι κοµπογιαννίτες φορούσαν στον λαιµό ένα µεγάλο µαντίλι που το έδεναν σε κόµπους. Σε κάθε κόµπο έβαζαν και από ένα βότανο που το χρησιµοποιούσαν αργότερα στις συνταγές τους.

Η κακή υγεία του πληθυσµού συνολικότερα πάντως επιβαρυνόταν από την εξαιρετικά λιτή διατροφή. Οι ντόπιοι τηρούσαν ευλαβικά όλες τις θρησκευτικές νηστείες, που κάλυπταν περίπου τις µισές ηµέρες του χρόνου. Το διαιτολόγιο περιλάµβανε κυρίως λαχανικά, όσπρια και ρύζι, ψωµί (καλύτερης ποιότητας για τους εύπορους και χαµηλότερης για τους φτωχούς), ελιές, µέλι και κρασί. Οι ζωικές πρωτεΐνες προέρχονταν κυρίως από τα ψάρια, τα πουλερικά, τα σαλιγκάρια και το κυνήγι. Τα άλλα είδη κρέατος περιορίζονταν µονάχα τις γιορτινές ηµέρες, αλλά και πάλι δύσκολα τα έβρισκες στην αγορά.

Οι αυτοκρατορίες είθισται να είναι πολυεθνικές και από τον συγκεκριµένο κανόνα δεν αποτέλεσε εξαίρεση ούτε η οθωµανική. Ετσι, στον ελλαδικό χώρο, εκτός από τον συµπαγή γηγενή πληθυσµό, ζούσαν Οθωµανοί Τούρκοι, Εβραίοι, Αλβανοί και Βλάχοι. Ενίοτε συναντούσες και ευάριθµους πληθυσµούς άλλων βαλκανικών λαών καθώς και Αρµένιους. Σε γενικές γραµµές θα λέγαµε ότι ο οθωµανικός πληθυσµός βρισκόταν ως επί το πλείστον στις πόλεις, ιδίως αυτές που αποτελούσαν διοικητικά κέντρα, ενώ παραδοσιακά τους µεγάλους οικισµούς προτιµούν και οι Εβραίοι. Οι Βλάχοι κατοικούσαν κυρίως στα επονοµαζόµενα βλαχοχώρια της Ηπείρου, ενώ οι χριστιανοί Αλβανοί νοτιότερα. Η αριθµητική αναλογία των εθνοτικών οµάδων δεν είναι εύκολο να αποτυπωθεί. Στα µικρά νησιά ο πληθυσµός ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικός και δη χριστιανικός, εκτός από την Υδρα και τις Σπέτσες, που έβρισκες πολλούς ναυτικούς και καραβοκύρηδες αρβανίτικης καταγωγής. Στα κάστρα των πόλεων έµεναν αποκλειστικά Οθωµανοί, ωστόσο επιτρεπόταν και η διαµονή των Εβραίων. Οι χριστιανοί κατοικούσαν περιµετρικά έξω από τα τείχη ή σε προάστια.

Τα επαγγέλματα της εποχής

Επαγγελµατικά ασχολούνταν κυρίως µε την εκµετάλλευση της γης και τη βοσκή κοπαδιών, ενώ έκαναν όλες εκείνες τις δουλειές που οι µωαµεθανοί περιφρονούσαν. Εχτιζαν γεφύρια, σπίτια και πλεούµενα, κατεργάζονταν το ασήµι και τα δέρµατα, έφτιαχναν καλά νήµατα και µεταχειρίζονταν επιδέξια τις φυτικές βαφές. Μπορούσαν επίσης να «παλεύουν» µε τα κύµατα της θάλασσας µεταφέροντας εµπορεύµατα ακόµη και σε επικίνδυνες περιοχές που τις λυµαίνονταν πειρατές. Ηταν επίσης... ειδικοί στο να σπάνε µε τα καράβια τους το εµπάργκο µεταξύ εµπολέµων.

Οπως αναφέρει η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη στο βιβλίο «1821 - Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε» (εκδόσεις Πατάκη), αυτές οι ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις άνθησαν πολύ µετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, όταν ο αγγλικός στόλος καταδίωκε τον γαλλικό στη Μεσόγειο µέχρι και το 1806. Από εκείνη τη χρονιά, ο αυτοκράτορας των Γάλλων, Μέγας Ναπολέων, απαγόρευσε στα ευρωπαϊκά κράτη να συναλλάσσονται µε τη Βρετανία, προκειµένου να την καταβάλει οικονοµικά. Τα κράτη που επιθυµούσαν να παρακάµψουν το εµπάργκο ήταν πολλά και οι Ελληνες ναυτικοί άρπαξαν την ευκαιρία. Προκειµένου να διακινούν παράνοµα το εµπόριο, εξόπλισαν τα πλοιάριά τους µε κανόνια και έµαθαν τρόπους να δίνουν µάχη στη θάλασσα ή να διαφεύγουν όταν τους κυνηγούσαν. Γενικώς συνήθισαν τον κίνδυνο. Οι πιο επιδέξιοι και τυχεροί κατάφεραν να αποκοµίσουν κέρδη και να µεγαλώσουν τον στόλο τους, ενώ αξίζει να σηµειωθεί ότι, µαζί µε τα προϊόντα, διακινούνταν και οι ιδέες του ∆ιαφωτισµού από την Ευρώπη στην υπόδουλη πατρίδα µας.

Υπήρχαν και κάµποσοι Ρωµιοί που κατόρθωσαν να πάρουν σπουδαία αξιώµατα και να αναλάβουν σηµαντικές θέσεις στην ιεραρχία του διοικητικού µηχανισµού της οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εγιναν ηγεµόνες της Μολδοβλαχίας ή της Βλαχίας, µεγάλοι δραγοµάνοι της Πύλης (ας πούµε κάτι σαν άτυποι υπουργοί Εξωτερικών) ή δραγοµάνοι του στόλου, διαχειριζόµενοι προβλήµατα ναυτολογίας και διοίκησης των νησιών εκ µέρους του σουλτάνου. Σχεδόν όλοι όσοι έφτασαν τόσο ψηλά ήταν Φαναριώτες, Ελληνες αριστοκράτες που εγκαταστάθηκαν γύρω από το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στην περιοχή του Φαναρίου.

Έστελναν τις κόρες για υπηρέτριες

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας πολλοί φτωχοί χριστιανοί του ελλαδικού χώρου αναγκάζονταν να δίνουν τις κόρες τους σε πλούσιες οικογένειες προκειµένου να απασχοληθούν ως υπηρέτριες. Στην πραγµατικότητα όµως ήταν σκλαβωµένες. Εργάζονταν έως και 18 ώρες την ηµέρα, υποσιτίζονταν και ήταν έρµαια στη βία και τις ορέξεις των αφεντικών τους. Οπως αναφέρουν οι ιστορικοί και επιστήµονες Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος ∆άλκους, Αγγελος Χόρτης και Εκτορας Χόρτης στο βιβλίο τους «Οσα δεν γνωρίζατε για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821» (εκδόσεις Μεταίχµιο) από τις Κυκλάδες κάθε χρόνο στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της οθωµανικής Τουρκίας καραβιές από κορίτσια για να υπηρετήσουν σε ελληνικά και τουρκικά πλουσιόσπιτα. Προτιµούσαν µάλιστα τα δεύτερα, γιατί τις πλήρωναν καλύτερα.

Κανόνα αποτελούσε επίσης η οικογενειακή βία, καθώς οι άνδρες θεωρούσαν... φυσιολογικό να ξυλοκοπούν τις συζύγους τους. Ο κορυφαίος λόγιος του νεοελληνικού διαφωτισµού Αδαµάντιος Κοραής υποστήριζε πως όποιος µεγαλώνει σε τυραννικό πολίτευµα, διαµορφώνει δεσποτική νοοτροπία και θεωρεί τη θηριώδη συµπεριφορά σαν να είναι δικαίωµά του. Ως χαρακτηριστικό παράδειγµα έφερνε τον µπάρµπα Αναστάση, κουµπάρο του πατέρα του, Ιωάννη, ο οποίος χτυπούσε άγρια τη γυναίκα του λέγοντας: «Τι λογάται, αν δεν δείρει κανείς το στέφανό του;». Κατά τον Κοραή, 9 στους 10 Ελληνες σκέφτονταν µε τον ίδιο τρόπο.

Γάµος πάντως δεν γινόταν χωρίς προίκα. Λίγο πριν από την Επανάσταση ένας περιηγητής ρώτησε τον Αγγλο πρόξενο στην Αθήνα, Προκόπιο Μακρή, γιατί δεν είχε παντρέψει τη µεγαλύτερη από τις τρεις κόρες του, την πανέµορφη Τερέζα, για την οποία ο λόρδος Μπάιρον είχε γράψει τυφλωµένος από έρωτα και το ποίηµα «Κόρη των Αθηνών». Η απάντηση που έλαβε τον εξέπληξε. Στην Ελλάδα, του είπε ο πρόξενος, αγάπη χωρίς προίκα δεν οδηγεί σε γάµο. Και, για να δώσει έµφαση, συνέχισε υποστηρίζοντας ότι «ακόµα και η Ωραία Ελένη, εάν ξαναζούσε, δεν θα παντρευόταν χωρίς προίκα». Εκείνο τον καιρό υπήρχε µάλιστα και διατίµηση, µε κατώτερο προκαθορισµένο ποσό τα 10.000 τουρκικά γρόσια.

Φόροι

Στη Χίο, όταν µια γυναίκα έµενε χήρα και αποφάσιζε να µην ξαναπαντρευτεί, ήταν υποχρεωµένη διά νόµου να πληρώνει έναν ετήσιο φόρο που ονοµαζόταν «αργοµουνιάτικος». Αν τελικά αποφάσιζε να παντρευτεί, σταµατούσε να πληρώνει. Η µοιχεία από την άλλη πλευρά ήταν κυριολεκτικά θανάσιµο αµάρτηµα. Αν η µοιχαλίδα ήταν Τουρκάλα, την έκλειναν µε συνοπτικές διαδικασίες σε ένα σακί και την πέταγαν στη θάλασσα. Στην περίπτωση που ο νόµιµος σύζυγος τη συγχωρούσε και ήθελε να την κρατήσει, όφειλε να τη φορτωθεί στην πλάτη του και να δεχθεί 150 ξυλιές στα οπίσθια. Εν συνεχεία έπρεπε να πληρώσει στον σούµπαση (τον αστυνοµικό της εποχής) το λεγόµενο... «κερατιάτικο».

Γιώργος Σαρρής

https://www.ethnos.gr/ellada/28387
_1821-itan-ripsokindynoi-naytikoi-kai-plironan-keratiatika

24/3/2019




         ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ         


23/3/2019. Γιώργος Καραμπελιάς: 
Πώς επικράτησε η Φιλική Εταιρεία.

19/3/2019.Βαγγέλης Γεωργίου:
 8 φιλέλληνες στην υπηρεσία της Επανάστασης.
Antonio Figuerra d’ Almeida: ο έμπιστος.
Samuel Gridley Howe: το μάχιμο νυστέρι.
Εϋνάρδος: το πορτοφόλι της επανάστασης.
Thomas Gordon: ο απογοητευμένος υποστράτηγος.
Ρίτσαρντ Τσωρτς: O generalissimo
Frank Abney Hastings: η ναυτική διάνοια. 
Ο άτυχος Καρλ φον Νόρμαν-Έχρενφελς.
Mirziewski: Ο «σωματοφύλακας» του Ναπολέοντα.
https://slpress.gr/koinonia/

 23/3/2019. Βαγγέλης Γεωργίου: 
Και όμως ο Καποδίστριας θεωρούσε τη Βενεζουέλα πρότυπο!
-o-kapodistrias-theoroyse-ti-venezoyela-protypo/

Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (1ο) 
https://ivan-2-google.blogspot.com/2019/03/21.html

Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (2ο) 
https://ivan-2-google.blogspot.com/2019/03/2.html

Τουρκοκρατία & Ελληνικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας. ΚΕΙΜΕΝΑ (3ο) 
https://ivan-2-google.blogspot.com/2019/03/3_25.html

* * *

Οι απόψεις του ιστολογίου δεν συμφωνούν  πάντα με τις απόψεις που δημοσιεύονται στα εκάστοτε - χάριν ενημέρωσης και προβληματισμού -  αναρτώμενα  κείμενα τρίτων.Οι απόψεις που δημοσιεύονται στα κείμενα των αναρτήσεων εκφράζουν αποκλειστικά και μόνο τους αρθρογράφους που τις διατυπώνουν. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς των κειμένων, εικόνων κλπ και των ιστολογίων που αναφέρονται.
 Οι ''υπογραμμίσεις'' -χρώμα,μέγεθος γραμματοσειράς και οι εικονογραφήσεις-με εικόνες από το World Wide Web-στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger. Στο αρχικό  πρωτότυπο κείμενο  παραπέμπεστε μέσω των επισυναπτόμενων ενεργών συνδέσμων.