100 ιρλανδικά χρόνια, ομοιότητες κενές νοήματος;
100 ιρλανδικά χρόνια, ομοιότητες κενές νοήματος;
Η είδηση ότι το Sinn Fein, το κόμμα που θριάμβευσε στις πρόσφατες εκλογές, πρόκειται να πάρει τα ηνία της διακυβέρνησης, έστω και σε κυβέρνηση συνεργασίας, πριν από μερικά χρόνια θα προκαλούσε πανικό σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Όχι άδικα, αφού την ταραγμένη περίοδο του εμφυλίου, ήταν η πολιτική πτέρυγα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού. Σήμερα, οι πολιτικοί εκτιμητές των αποτελεσμάτων, στην πλειοψηφία τους, δίνουν μια πιο εύπεπτη ερμηνεία στα μεγάλα ποσοστά και τις έδρες που κερδίζει το αριστερό κόμμα, αποδίδοντας τα νούμερα σε οικονομικούς παράγοντες και ανισότητες που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως το ασφαλιστικό, το στεγαστικό και το κόστος ζωής, οι οποίοι έκαναν τους νέους να απορρίψουν τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και να στραφούν σε νέες εναλλακτικές. Είναι δε πεπεισμένοι, ειδικά οι αναλυτές από αγγλοσαξονικές χώρες, ότι πρόκειται για μια ψήφο αντίδρασης των 25άριδων ψηφοφόρων, οι οποίοι ιδεολογικά απέχουν έτη φωτός από τον πυρήνα των παραδοσιακών ψηφοφόρων του Sinn Fein. Είναι όμως έτσι;
Πριν από ένα περίπου μήνα, στο Δουβλίνο, αναβλήθηκε μια εκδήλωση μνήμης και απότισης φόρου τιμής. Τιμώμενοι θα ήταν η Βασιλική Ιρλανδική Χωροφυλακή και η Μητροπολιτική Αστυνομία του Δουβλίνου της περιόδου 1836-1922. Η εκδήλωση, μετά από γενικευμένες αντιδράσεις έντονης δυσαρέσκειας, από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, αναβλήθηκε, χωρίς να δοθούν περαιτέρω λεπτομέρειες για τη νέα ημερομηνία τέλεσής της. Ο λόγος των μεγάλων αντιδράσεων του ιρλανδικού πληθυσμού είναι ότι οι πληγές του παρελθόντος δεν έχουν κλείσει τόσο καλά όσο οι πολιτικοί αναλυτές των πρόσφατων αποτελεσμάτων των εκλογών θέλουν να διακηρύττουν. Πριν από περίπου 100 χρόνια η Ιρλανδία επιχείρησε την ανεξαρτησία της με την εξέγερση του 1916. Τότε, με το πρόσχημα της δημιουργίας στρατού για τη συμμετοχή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ιρλανδοί, με ηγέτες τον Πάτρικ Πιρς και τον Τζέημς Κόννολλι, κατέλαβαν κυβερνητικά κτήρια στο Δουβλίνο και διακήρυξαν την ανεξαρτησία της χώρας τους από τους Άγγλους.
Η απάντηση της αυτοκρατορίας ήταν άμεση. Η εξέγερση του Πάσχα, όπως είναι ευρέως γνωστή, άφησε εκατοντάδες νεκρούς και ένα μισοκατεστραμένο Δουβλίνο, αλλά άλλαξε τη συλλογική αντιμετώπιση ενός ολόκληρου λαού στο θέμα της διεκδίκησης της ανεξαρτησίας. Το 1918 το Sinn Fein κέρδισε τις εκλογές εν μέσω ένοπλων συγκρούσεων και διακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Οι Βρετανοί, για να διατηρήσουν τον έλεγχο του νησιού, έδωσαν στη χωροφυλακή και την αστυνομία το ελεύθερο, ώστε να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες του ενιαίου τότε Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού. Αποκορύφωση αυτής της τακτικής ήταν οι Black and tans, ένα σώμα Άγγλων αποστράτων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που βρέθηκαν στην Ιρλανδία να ενισχύσουν τη χωροφυλακή.
Η ονομασία τους προέρχεται από τις στολές που φορούσαν, καθώς λέγεται ότι ήταν τέτοια η βιασύνη συγκρότησης αυτού του σώματος ασφαλείας που αναγκάστηκαν να συνδυάσουν τα μαύρα αμπέχονα των αστυφυλάκων με τα χακί παντελόνια του στρατού. Οι ομάδες αυτές δρούσαν περισσότερο σαν συμμορίες, με τις ευλογίες του Στέμματος, και προέβησαν σε σωρείες δολοφονιών, βιασμών και λεηλασιών, με το πρόσχημα της ασφάλειας, σαν αντίποινα για τις επιθέσεις του IRA. Κατόπιν λοιπόν όλων αυτών, ακούγεται παράταιρη μια εκδήλωση μνήμης των φορέων που έχουν συνδυαστεί με τόσο πόνο στο ιρλανδικό συλλογικό ασυνείδητο. Οι προσπάθειες του τέως πρωθυπουργού Βαράντκαρ και του, μέχρι πρόσφατα, κυβερνώντος κόμματος Finne Gael να ξεπλύνουν τις αμαρτίες των ελεγχόμενων από τους Βρετανούς σωμάτων ασφαλείας βρήκε σθεναρή αντίσταση και υποχώρησε.
Σε ανάλογη θεματολογία, μία από τις συνέπειες του BREXIT είναι η απόφαση διαχείρισης των συνόρων ανάμεσα σε δύο χώρες εκ των οποίων η μία ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, άπαντες πάγωσαν, όταν αντιλήφθηκαν τον ενδεδειγμένο τρόπο διαχείρισης της κατάστασης. Τα σημεία ελέγχου στα σύνορα μεταξύ Ιρλανδίας και Β. Ιρλανδίας, έστω και σαν ιδέα, έρχονται να επαναφέρουν τις πιο οδυνηρές μνήμες διχασμού. Ένοπλοι άνδρες, που θα περιφρουρούν τα σύνορα και θα αρνούνται το πέρασμά τους, θα είναι για τους Ιρλανδούς μια τραυματική αναβίωση, ακόμα και αν έχει πλέον διαφορετικό νόημα και σκοπό. Η υπογραφή της συνθήκης της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 έδωσε λύσεις και αποκλιμάκωσε εντάσεις που έμοιαζαν άλυτες, ανάμεσα σε Ιρλανδία, Β. Ιρλανδία και Αγγλία. Οποιοδήποτε βήμα προς τα πίσω από αυτή τη συμφωνία θα ήταν υπονόμευση της ίδιας της συνθήκης.
Η λύση εδώ δόθηκε με de facto και de jure αντίληψη των συνόρων, τα οποία στην ουσία θα παραμείνουν ανοιχτά. Αν στα παραπάνω παραδείγματα προσθέσουμε και τις τελευταίες βομβιστικές επιθέσεις από μεμονωμένες ομάδες που αυτοαποκαλούνται οι συνεχιστές του IRA (New IRA, Continuity IRA), μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, ίσως βρούμε ένα διαφορετικό πλαίσιο σκέψης των νέων ανθρώπων που αποφάσισαν να εμπιστευθούν με την ψήφο τους τη Μαίρη Λου ΜακΝτόναλντ και το Sinn Fein, το οποίο στην ατζέντα του, εκτός από τα πολύ σημαντικά προβλήματα διαβίωσης των Ιρλανδών, την ιατροφαρμακευτική κάλυψη και την στεγαστική κρίση, έχει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ενοποίηση της Ιρλανδίας εντός ενός πενταετούς πλάνου. Η άποψη ότι οι νέοι ψηφοφόροι που επέλεξαν το Sinn Fein δεν γνωρίζουν την ιστορική βαρύτητα της επιλογής ενός κόμματος που είναι ταυτισμένο με τους αγώνες για ανεξαρτησία και ενοποίηση, εκτός του ότι ακούγεται επιπόλαιη, μπορεί να επιφέρει τελείως διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που ελπίζουν κάποιοι με την υποτίμηση των Ιρλανδών πολιτών. Οι Ιρλανδοί είναι σαφώς δυσαρεστημένοι από τις επιλογές των Βρετανών στο θέμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παράλληλα, όπως φάνηκε, τα αντανακλαστικά της ιρλανδικής κοινωνίας λειτούργησαν άμεσα και αποτελεσματικά στις προαναφερόμενες άτσαλες αναμοχλεύσεις του παρελθόντος, δείχνοντάς μας ότι οι πληγές από τα τόσο βαθιά τραύματα της ιρλανδικής τίγρης πονάνε ακόμα, όταν αλλάζει ο καιρός.
Κώστας Αδάμ,Κοινωνιολόγος