''Στα σέα τους, στα μέα τους και στα βυζαντινά τους'' ...
Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Μα η πύλη είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πύλη. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελάει και λέει: «Αν τόσο σε σκανδαλίζει η πύλη, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο έσχατος απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σε αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου ούτ' εγώ καλά-καλά μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέφτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά τον θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, με τη